Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012


Αυτοί που πάνε στην υπακοή δεν πνίγονται

 Στην Ιερά Μονή Γρηγορίου, επί Ηγουμενίας του Πελοποννήσιου Παπα-Συμεών, όπως μου διηγήθηκαν σεβάσμιοι Γέροντες της Μονής αυτής, συνέβη κάποτε να λείπει για εργασίες της Μονής ο ηγούμενος αυτός και στη θέσι του Τοποτηρητή - αντικαταστάτη, άφησε τον Παπα-Χαράλαμπο, ο οποίος από συμβάν ανεξάρτητο της θελήσεως του, είχε παραιτηθεί από την ιερωσύνη.

Ήταν χειμώνας, η θάλασσα αγριεμένη και πολύ φουρτουνιασμένη. Οι Πατέρες είχαν ανάγκη από τρόφιμα κι έπρεπε να πάνε στο Μετόχι της Μονής, στο "Μπαλαμπάνι", εκεί που σήμερα είναι το χωριό του Ν. Μαραμαρά στη Σιθωνία.

Ο ηγουμενεύων Παπα-Χαράλαμπος έδωκε εντολή να πάνε τρείς Μοναχοί με αρχηγό τους τον Μοναχό Αυξέντιο.

Οι Μοναχοί αυτοί, βλέποντες τον καιρό μπουρινιασμένο, στην αρχή είχαν αντηρρήσεις αλλά στην επιμονή οτυ τοποτηρητή και για την υπακοή, είπαν: "Θα πάμε κι ας πνιγούμε".


Με το καΐκι του Μοναστηριού ξεκίνησαν, ο καιρός χειροτέρευε αλλά μπροστά στην υπακοή είπαν, δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο.

Ώσπου να πάρουν αέρα τα πανιά και να ανοίξει δρόμο το πλεούμενο, ξεκίνησαν με τα κουπιά. Η θάλασσα όμως που δεν κάνει αστεία, ούτε δέχεται παλληκαριές και δεν γνωρίζει λεπτομέρειες από την υπακοή. Μόλις άνοιξαν λίγο, ζήτημα να είχαν ξεμακρύνει από τον Αρσανά περίπου δύο μίλια, ένα μεγάλο κύμα έστειλε για πάντα το καΐκι στο βυθό της θάλασσας.

Η απόστασι ήταν μικρή και από το Μοναστήρι είδαν το καΐκι που βούλιαζε, οι Πατέρες που ήταν μέσα πνίγηκαν και ως εκ του θαύματος γλύτωσε ένας κοσμικός που ήταν και καπετάνιος, αλλά αυτός αρρώστησε με ψηλό πυρετό και βγήκε από το καΐκι πριν ξεκινήσει, λίγο έξω από τον Αρσανά.

Ο Παπα-Χαράλαμπος με τους Πατέρες της Μονής έκαναν παράκλησι στην Παναγία και τον Άγιο Νικόλαο, αλλά ήταν αργά πλέον, διότι δεν υπήρχε καμμία ελπίδα σωτηρία του καϊκιού και των επιβατών του.

Με κλάματα και τύψεις συνειδήσεως, πήγε στο δωμάτιό του ο Τοποτηρητής του ηγουμένου, Παπα-Χαράλαμπος και έκαμε θερμή προσευχή για τους πνιγμένους αδερφούς, από τον πολύ δε κόπο, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα τον πήρε ο ύπνος και τότε, άκουσε την πόρτα του κάποιος να κτυπά. Ρώτησε από μέσα ποιός είναι και τι θέλει τέτοια ώρα; Απ'έξω ήρθε απάντησι και είπε: "Είμαι ο Αυξέντιος." Ο Παπα-Χαράλαμπος ξαφνιάστηκε από την απάντησι αυτή και είπε: "Πώς είσαι ο Αυξέντιος; Μείς είδαμε το καΐκι να βουλιάζει στη θάλασσα και νομίσαμε πως όλοι πνιγήκατε, συ πώς γλύτωσες;" Η φωνή απ'έξω είπε: "Ξέρεις εσύ και πιστεύεις, πως αυτοί που πάνε στην υπακοή να πνίγονται;"

Ο Παπα-Χαράλαμπος έτρεξε αμέσως να ανοίξει την πόρτα για να μπεί μέσα ο αδερφός, αλλά έξω από το δωμάτιό του, όταν άνοιξε την πόρτα δεν ήταν κανείς. Έτρεξε στο διάδρομο, αλλά πουθενά δε φαινότανε τίποτα. Τότε κατάλαβε πως ήταν φωνή διαμαρτυρίας από τους Μοναχούς, οι οποίοι, με την επιμονή του καλά και σώνει να πάνε, έπαθαν τηνν ζημιά αυτή και πνίγηκαν, με μόνη τη διαφορά πως εκείνοι που πνίγηκαν για την υπακοή δεν κολάστηκαν, αλλά η αδιακρισία αυτού που τους έστειλε στάθηκε η αιτία να πνιγούν.

Από τη στιγμή εκείνη και όλη του τη ζωή, ο Παπα-Χαράλαμπος, έκλαιγε απαρηγόρητα για τον άδικο πνιγμό των αδερφών της Μονής. Ενώ εκείνοι πήραν τον αμαράντινο στέφανο της υπακοής και ζούν αιώνια στη βασιλεία των ουρανών. Ο δε Παπα-Χαραλάμπος τελείωσε οσιακά στη Μονή τη ζωή του, με ειλικρινή μετάνοια εξομολογούμενος τω Κυρίω και ζητών συγχώρησι από τους Πατέρες της Μονής.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Related Posts Plugin for WordPress,  Blogger...