Ιερομόναχος Γαβριήλ Καρεώτης (Μακαβός)
Τον
γνωρίσαμε σαν δεξιό ψάλτη του Ναού του Πρωτάτου. Αυστηρή μορφή καί διαπεραστικό
βλέμμα. Ίσως έφταιγε το μεγάλο πρόβλημα πού είχαν τα μάτια του. Από νέος δέν
έβλεπε καλά, θέλεις από το εργόχειρο -ράφτης- θέλεις από τις ατέλειωτες ώρες
διάβασμα με την γκαζόλαμπα...
Ο
Ιερομόναχος Γαβριήλ γεννήθηκε στο Παλαιοχώρι Χαλκιδικής το 1922 από πολύτεκνη
οικογένεια. Η μητέρα του καταγόταν από ιερατική γενιά. Στα 13 του χρόνια
απαρνήθηκε τον κόσμο καί έφτασε στον Άθωνα στο Λαυρεώτικο Κελλί της Ζωοδόχου
Πηγής, απέναντι από τον Ναό του Πρωτάτου. Αρχαίο Κελλί με αδιάσπαστη διαδοχή
μοναχών από τον 13ο αιώνα τουλάχιστον. Στο Κελλί αυτό κατασκευάστηκαν οι
καμπάνες και οι πολυέλαιοι του Ναού του Πρωτάτου. Οι γεροντάδες του,
ωρολογοποιοί από τον 18ο αιώνα, τον έστειλαν στον γείτονά τους από το Κελλί του
Γενεσίου της Θεοτόκου παπά-Διονύση του Ματθαίου για να τον μάθει μουσικά.
Το
1940 λαμβάνει το σχήμα των Μοναχών και το νέο του όνομα Γαβριήλ, σαν τον
υπηρέτη του θαύματος του Άξιόν Εστί, γείτονά του και συμπαραστάτη του στην
υμνωδία της Θεομήτορος. Ήδη το 1941 η Ιερά Κοινότητα τον διορίζει αριστερό
ψάλτη του Ναού του Πρωτάτου και αρχίζει η μακρά του διακονία στο αναλόγιο του
ιστορικού Ναού. Το 1944 χειροτονείται διάκονος από τον εφυσηχάζοντα εν Αγίσ
Όρει μητροπολίτη Μιλητουπόλεως Ιερόθεο και το 1962 ιερέας από τον διάδοχο του
Ιεροθέου, Ναθαναήλ.
Γλυκύλαλος
και περίφημος ψάλτης αλλά και διάκος ο π. Γαβριήλ στόλιζε τον κεντρικό Ναό του
Αγίου Όρους με την επιβλητική παρουσία του. Έμαθε και «καλά γράμματα» στο Όρος
ώστε συνέτασσε άριστες επιστολές και συμβούλευε με την πείρα του πολλούς
πατέρες, ακόμη και αντιπροσώπους της Κοινότητας. Την Παλαιά Διαθήκη, την
Κλίμακα και άλλα πατερικά βιβλία τα «έπαιζε στα δάχτυλα». Μπορούσε να
απαγγείλει ολόκληρα κεφάλαια απ' έξω.
Οι
γεροντάδες του σύντομα ανεχώρησαν για την άλλη ζωή με αποτέλεσμα να μένει μόνος
για δεκαετίες ολόκληρες.
Το
1968 εξελέγη Ηγούμενος στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου όπου διηκόνησε έως το
1970.
φωτογραφία στο Αρχονταρίκι
του Ι.Κελλιού Αγ. Νικολάου
Χαλκιά
(keliotis 2009)
|
Εκείνο
που πραγματικά χαιρόσουν στον γέροντα ήταν η άνεση με την οποία έψαλλε‡ πολύ χαμηλά και πάρα πολύ ψηλά χωρίς να φουσκώσει μία
φλέβα στον λαιμό του και χωρίς ούτε ένα μορφασμό στο πρόσωπο, σαν να έψαλλε
άλλος άνθρωπος.
Τό
ύφος του ήταν αυτό πού στο Όρος ονομάζουμε «Καρυώτικο». Ψηλά ίσα, έντονες οι
πεταστές, γοργός ρυθμός, κάπως εμβατηριώδης και «χτυπητά» οι απλές και διπλές
στο τέλος.
Άφησε
μαθητές αρκετούς. Τον διακο-Γρηγόριο στην Λαύρα, τούς πατέρες των μονών
Σταυρονικήτα καί Ιβήρων, έναν Βέλγο ασχολούμενο με την μουσική ονόματι Μάρκελο
κ.α. Είχε μεταδοτικό χάρισμα. Παλαιότερα συνέθετε και μουσικά μαθήματα, τα
οποία δυστυχώς δεν βρέθηκαν.
Σημαντική
ήταν η προσφορά του στην ιστορία του Ιερού Τόπου.
Εκτός
από ψάλτης διακόνησε στο Πρωτάτο και σαν Βηματάρης. Πάμπολλες φορές στόλισε το
Ναό και την εικόνα του «Άξιόν εστι», έραψε καινούργιες στολές και εξυπηρέτησε
τούς αδελφούς του ιερείς στά αλησμόνητα εκείνα συλλείτουργα με τούς παλαιούς
γεροντάδες πού έφυγαν ήδη για το αιώνιο συλλείτουργο.
Γνώστης
άριστος της Αγιορειτικής ιστορίας και παραδόσεως και από τούς καλύτερους
«τυπικάρηδες» του Αγίου Όρους. Ήξερε καλά τυπικό αλλά και την εξήγηση της κάθε
περιπτώσεως. Δεν θυμόμαστε να ρωτήθηκε για κάτι και να μην ήξερε να απαντήσει.
Όλοι ήξεραν πώς ότι θα πει είναι σίγουρο και τεκμηριωμένο.
Αυστηρός
και επιβλητικός όπως ήταν, άφησε εποχή. Κάποια μεγάλη Πέμπτη θυμόμαστε είπε
στον αριστερό να ψάλλει το «Και νύν» των αποστίχων από τον «Φιλανθίδη» και όχι
από τον «Ιάκωβο» επειδή η Αγρυπνία κράτησε πολύ και οι πατέρες ήταν όλοι
κουρασμένοι. Ο καϋμένος ο αριστερός έκανε πώς δεν άκουσε γιατί είχε μεράκι να
το πει από τον «Ιάκωβο» και άρχισε. Βλέπουν τότε όλοι τον γερο-Γαβριήλ να
βγάζει τα γυαλιά του και να προχωρεί προς τον αριστερό χορό. Με μια γρήγορη
κίνηση αρπάζει το βιβλίο και το ...πετά κάτω από το πολυέλαιο!
Κανείς
δεν μίλησε, ούτε διαμαρτυρήθηκε. H ακολουθία συνέχισε κανονικά.
Ήταν
η μόνη φορά πού δεν εψάλλη καθόλου το «Καί νυν»!
Αυτός
ο φαινομενικά τόσο σκληρός άνθρωπός είχε καρδιά πολύ πονετική και γινόταν θυσία
για όποιον του ζητούσε την βοήθειά του. Ήταν δε και πολύ ελεήμων.
Το
1992 έφυγε ξαφνικά, από ανακοπή της καρδιάς. Λένε οι πατέρες στο Όρος ότι o
ξαφνικός θάνατος δεν είναι καλό σημάδι γιατί δεν προλαβαίνει o άνθρωπος να
μετανοήσει. Περίπου μία εβδομάδα πριν «φύγει» συζητούσαμε για την μοναξιά, την
άλλη ζωή... Τον ρωτήσαμε πώς σκέφτεται το γεγονός ότι δεν έχει άνθρωπο να
αφήσει διάδοχο. Γέλασε. «όλα αυτά πού βλέπουμε είναι μάταια» είπε «και τα
πράγματα γύρω μας και το Κελλί μου, όλα, όλα θα επιστρέψουν στην γη όπου
ανήκουν γιατί είναι από χώμα... Σκοπός είναι εμείς να είμαστε τακτοποιημένοι
και έτοιμοι για την αναχώρησή μας...»
Μετά
μία εβδομάδα μάθαμε για την «ξαφνική» αναχώρησή του. Άφησε την εδώ ζωή για τα
ουράνια αναλόγια.