Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Εορτή των Αγίων Κύρου και Ιωάννου των Αναργύρων

Εορτή των Αγίων Κύρου και Ιωάννου των Αναργύρων
Τη μνήμη των Αγίων Κύρου και Ιωάννου των Αναργύρων τιμά σήμερα, 31 Ιανουαρίου, η Εκκλησία μας.
Οι Άγιοι Μάρτυρες Κύρος και Ιωάννης άθλησαν κατά την εποχή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284 - 305 μ.Χ.). Ο Άγιος Κύρος καταγόταν από την Αλεξάνδρεια, ενώ ο Άγιος Ιωάννης καταγόταν από την Έδεσσα της Μεσοποταμίας.
Όταν ξέσπασε ο διωγμός του Διοκλητιανού, ο Άγιος Κύρος πήγε σε ένα παραθαλάσσιο τόπο της Αραβίας και, αφού περιεβλήθηκε το μοναχικό σχήμα, κατοίκησε στον τόπο αυτό.
Ο Άγιος Ιωάννης πήγε στα Ιεροσόλυμα και εκεί άκουσε για τα θαύματα που επιτελούσε ο Άγιος Κύρος. Στην συνέχεια μετέβη στην Αλεξάνδρεια. Από εκεί, αφού από διάφορες φήμες έμαθε που διέμενε ο Άγιος Κύρος, πήγε και τον βρήκε και έμεινε μαζί του. Τα θαύματα των Αγίων Αναργύρων συνέγραψε ο Άγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων, διότι οι Άγιοι θεράπευσαν τα μάτια του.
Κατά την περίοδο του διωγμού συνελήφθη και η Αγία Αθανασία, που ήταν χήρα, καθώς επίσης και οι τρεις θυγατέρες της Θεοδότη, Θεοκτίστη και Ευδοξία. Η είδηση τάραξε τον Κύρο και τον Ιωάννη. Έτσι οι Άγιοι, επειδή φοβήθηκαν μήπως αυτές δειλιάσουν από την σκληρότητα των βασανιστηρίων, εξαιτίας της αδυναμίας της φύσεως της γυναίκας, έσπευσαν κοντά τους και έδιναν σε αυτές θάρρος, ενώ παράλληλα προετοιμάζονταν και οι ίδιοι για το μαρτύριο.

Και πράγματι, συνελήφθησαν και αυτοί και οδηγήθηκαν στον ηγεμόνα. Εκεί διακήρυξαν με παρρησία και θάρρος την πίστη τους στον Θεό. Μάταια ο ηγεμόνας ζητούσε να κάμψει την ανδρεία της μητέρας, δείχνοντας σε αυτή τις θυγατέρες της και επιρρίπτοντάς της την ενοχή. Εκείνη, αφού στράφηκε προς τις θυγατέρες της, τις ενίσχυε λέγουσα ότι η σωματική ωραιότητα είναι πρόσκαιρη, ενώ στην αιωνιότητα διατηρείται η ομορφιά της ψυχής του ανθρώπου αθάνατη.
Αυτές δε έλεγαν προς την μητέρα τους ότι αισθάνονταν μεγάλη χαρά, επειδή έμελλε να φύγουν από τον μάταιο αυτό κόσμο μαζί της για την αγάπη του Χριστού και να μην χωρισθούν ποτέ από κοντά της. Ο ηγεμόνας εξαγριώθηκε και διέταξε να τους υποβάλουν σε πολλά και σκληρά βασανιστήρια. Μετά από τα βασανιστήρια αποκεφάλισαν διά ξίφους τον Άγιο Κύρο και τον Άγιο Ιωάννη, το έτος 292 μ.Χ.. Έτσι μαρτύρησαν και η Αγία Αθανασία με τις τρεις θυγατέρες της. Τον βίο και το μαρτύριο αυτών έγραψε ο Σωφρόνιος ο Σοφιστής.

Η Σύναξη αυτών ετελείτο στο Μαρτύριο που είχε ανεγερθεί προς τιμήν τους και βρίσκεται στην περιοχή Φωρακίου.

Απολυτίκιον
Ήχος πλ. α’.
Τα θαύματα των Αγίων σου Μαρτύρων, τείχος ακαταμάχητον ημίν δωρησάμενος, Χριστέ ο Θεός, ταίς αυτών ικεσίαις, βουλάς εθνών διασκέδασον, της Βασιλείας τα σκήπτρα κραταίωσον, ως μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος.

Όσιος Παΐσιος: Η κοσμική λογική κλονίζει την πίστη!

Όσιος Παΐσιος: Η κοσμική λογική κλονίζει την πίστη!
Γέροντα, γιατί πολλοί άνθρωποι ,ενώ πίστευαν, έχασαν την πίστη τους;
- Αν δεν προσέχει κανείς στα θέματα της πίστεως και της λατρείας, σιγά-σιγά ξεχνιέται και μπορεί να γίνη αναίσθητος, να φθάση σε σημείο να μην πιστεύη τίποτε.
- Μερικοί, Γέροντα, λένε ότι η πίστη τους κλονίζεται, όταν βλέπουν να υποφέρουν καλοί άνθρωποι.
- Ακόμη κι αν κάψη ο Θεός όλους τους καλούς, δεν πρέπει να βάλη κανείς αριστερό λογισμό, αλλά να σκεφθή πως ο Θεός ό,τι κάνει, από αγάπη το κάνει. Ξέρει ο Θεός πώς εργάζεται. Για να επιτρέψη να συμβή κάποιο κακό, κάτι καλύτερο θα βγη.
- Γέροντα, σήμερα ακόμη και τα πιστά παιδιά αμφιταλαντεύονται, γιατί στα σχολεία υπάρχουν καθηγητές που διδάσκουν την αθεΐα.
- Γιατί να αμφιταλαντεύονται; Η Αγία Αικατερίνη δεκαεννιά χρονών ήταν και διακόσιους φιλοσόφους τους αποστόμωσε με την κατά Θεόν γνώση και την σοφία της. Ακόμη και οι Προτεστάντες την έχουν προστάτιδα της επιστήμης.
Στα θέματα της πίστεως και στα θέματα της πατρίδος δεν χωράνε υποχωρήσεις∙ πρέπει να είναι κανείς αμετακίνητος ,σταθερός.
- Γέροντα, παλιά προσευχόμουν με πίστη στον Θεό και ό,τι ζητούσα μου το έκανε. Τώρα δεν έχω αυτήν την πίστη. Πού οφείλεται αυτό;
- Στην κοσμική λογική που έχεις. Η κοσμική λογική κλονίζει την πίστη. «Εάν έχητε πίστιν και μη διακριθήτε, πάντα όσα εάν αιτήσητε εν τη προσευχή πιστεύοντες, λήψεσθε», είπε ο Κύριος. Όλη η βάση εκεί είναι. Στην πνευματική ζωή κινούμαστε στο θαύμα. Εάν συν δύο δεν κάνει πάντα τρία∙ κάνει και πέντε χιλιάδες και ένα εκατομμύριο!
Χρειάζεται καλή διάθεση και φιλότιμο. Γιατί, αν ο άνθρωπος δεν έχη καλή διάθεση, τίποτε δεν καταλαβαίνει. Να, και για την Σταύρωση του Χριστού, τόσες λεπτομέρειες είχαν πει οι Προφήτες- μέχρι και τί θα κάνουν τα ιμάτιά Του, τί θα κάνουν τα χρήματα της προδοσίας, ότι θα αγοράσουν μ’ αυτά τον αγρό του Κεραμέως, για να θάβουν τους ξένους-, αλλά, οι Εβραίοι πάλι δεν καταλάβαιναν. «Ο δε παράνομος Ιούδας ουκ ηβουλήθη συνιέναι»…
Από το βιβλίο: «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ - ΛΟΓΟΙ Ε΄ - ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ»

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

Ο Άγιος Νεομάρτυς Χατζή - Θεόδωρος


Μνήμη 30 Ιανουαρίου
.........Ο άγιος καταγόταν από τη Μυτιλήνη, ήταν έγγαμος, είχε και παιδιά. Κάποια μέρα θύμωσε για κάποιο γεγονός που του συνέβη, αρνήθηκε τον Χριστό και έγινε μουσουλμάνος.
.........Όταν συναισθάνθηκε τι είχε κάνει, μετανόησε, έφυγε από την πατρίδα του και πήγε στο Άγιο Όρος. Εκεί έμεινε αρκετό χρονικό διάστημα, εξωμολογήθηκε, έκανε τον κανόνα του, χρίσθηκε με το Άγιο Μύρο και μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων. Κατόπιν με την ευχή του πνευματικού επέστρεψε στην πατρίδα του. Πήγε στον δικαστή και τον ερωτά:
.........-Αν κάποιος αδικηθεί ή εξαπατηθεί, μπορεί να πάρει πίσω το δίκιο του;
.........-Βεβαίως μπορεί, του αποκρίθηκε ο δικαστής.
.........Και ο άγιος του απάντησε:
.........-Εγώ είχα την πίστη μου, που είναι καλό και καθαρό χρυσάφι, σκοτίστηκε ο νους μου από τον διάβολο, εξαπατήθηκα, την άφησα και πήρα τη δική σας για καλύτερη. Τώρα ήρθα στον εαυτό μου και βλέπω ότι η δική μου πίστη είναι το καλό μάλαμα και η δική σας είναι χαλκός.
.........Λέγοντάς τα δε αυτά βγάζει αμέσως το σαρίκι που φορούσε, το πετάει μπροστά στον δικαστή και βγάζει από τον κόρφο του ένα μαύρο σκούφο και τον φοράει. .........Μόλις τ' άκουσε αυτά ο δικαστής του λέει απορημένος:
.........-Μπρε τρελλέ, τι κάνεις; βγήκες από τα λογικά σου;
.........-Όχι, του απαντά ο άγιος, είμαι στον εαυτό μου και γνωρίζω τι κάνω.
.........Τότε ο δικαστής διέταξε να τον κλείσουν στη φυλακή και στη συνέχεια τον έφερε μπροστά του και δεύτερη και τρίτη φορά και προσπαθούσε με πολλούς τρόπους να τον επιστρέψει στο ισλάμ. Βλέποντας όμως ότι παρέμενε σταθερός και ακλόνητος στον Χριστό, εξέδωσε μεν καταδικαστική απόφαση, τον έστειλε δε και στον αγά του τόπου. Ο αγάς προσπάθησε κι αυτός με πολλούς τρόπους, κολακείες και υποσχέσεις να τον μεταστρέψει αλλά στάθηκε αδύνατον. Ο άγιος παρέμενε σταθερός και απαντούσε με τα ίδια λόγια: Γελάστηκα, έδωκα την πίστη μου, το καλό μάλαμα και πήρα τη δική σας, το μπακίρι. Τώρα ήρθα στα λογικά μου και ομολογώ ότι είμαι Χριστιανός, Θεόδωρος το όνομά μου.
.........Τότε τον άρπαξαν οι δήμιοι, τον έδειραν σκληρότατα, τον χτύπησαν με μια μαχαίρα στον μηρό και τον γκρέμισαν από τη σκάλα του Σαραγιού. Τον σήκωσαν έπειτα και τον οδηγούσαν στον τόπο της εκτέλεσης χωρίς εκείνος να προβάλλει την παραμικρή αντιλογία. Αντιθέτως είχε χαρούμενο πρόσωπο και συνομιλούσε με τους δημίους του, ώστε νόμιζε κανείς ότι ο θάνατος δεν ήταν γι' αυτόν θάνατος αλλά ζωή.
.........-Έχεις καταλάβει; του λένε. Θα σε κρεμάσουν.
.........Κι εκείνος τους απαντά με χαρά:
.........-Και που είναι το σκοινί;
.........Οι δήμιοι του έδωσαν αμέσως το σκοινί. Το πήρε, το φίλησε και το πέρασε στον λαιμό του.
.........-Τώρα πηγαίνετέ με όπου θέλετε.
.........Μπροστά πήγαινε ο ντελάλης και φώναζε:
.........-Όποιος αρνείται την πίστη του αυτά παθαίνει.
.........Τον οδήγησαν στο Παρμάκ Καπί, όπου, αφού προσευχήθηκε, ζήτησε συγγνώμη από τους παρισταμένους Χριστιανούς και ανέβηκε σε μια πέτρα παραδίδοντας τον εαυτό του στους δημίους, οι οποίοι τον απαγχόνισαν.
.........Το άγιο λείψανο του μάρτυρος το έριξαν στη θάλασσα. Όμως η θάλασσα, μετά από λίγες ημέρες, το έβγαλε έξω. Έτσι οι Χριστιανοί ζήτησαν άδεια και το ενταφίασαν στον Ι. Ναό Αγίου Ιωάννου στο Μόθωνα.
ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
(Ήχος δ΄Ταχύ προκατάλαβε)
'Εκ Λέσβου έβλάστησας
και εν αυτή ανδρικώς
αθλήσας, Θεόδωρε, υπέρ Χριστού του Θεού,
αξίως δεδόξασαι.
Όθεv τα λείψανά σου, νεομάρτυς, ευρόντες,
χάριν εκ τούτων θείαν
κομιζόμεθα πίστει,
δοξάζοντες τον Κύριον τον σε στεφανώσαντα.


.........Στις 30 Ιανουαρίου του έτους 1784, απαγχονίσθηκε από τους Τούρκους στην Μυτιλήνη, για την πίστη του στον Χριστό, ο Άγιος Θεόδωρος ο Μυτιληναίος, ο εκ Πύργων Θερμής της Λέσβου καταγόμενος. Το τίμιο λείψανό του οι Τούρκοι το έριξαν στη θάλασσα αλλά μετά από λίγες ημέρες η θάλασσα το εξέβρασε στη στεριά, μπροστά στο εξωκλήσι του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, στη θέση Μόθωνας. Οι χριστιανοί, αφού πήραν την άδεια του Κριτή το έθαψαν με τιμές εντός του εξωκλησίου και εκεί παρέμεινε ενταφιασμένος μέχρι την 4η Σεπτεμβρίου του έτους 1967 όπου και ευρέθησαν τα Άγια λείψανά του.
.........Γι' αυτό και η Ορθόδοξος Εκκλησία μας καθιέρωσε την Δ' του μηνός Σεπτεμβρίου, να τιμά την Μνήμη του Αγίου Νεομάρτυρος Θεοδώρου του Μυτιληναίου επί της ευρέσεως των σεπτών λειψάνων του...

Μοναχός Γεράσιμος Αγιοπαυλίτης (1881 - 30 Ιανουαρίου 1957)

Ο κατά κόσμον Σπυρίδων Μενάγιας υπήρξε γόνος πλούσιας οικογένειας της Κέρκυρας. Ο ίδιος γεννήθηκε στο Ληξούρι της Κεφαλλονιάς και από εκεί πήγε στην Αθήνα. Σπούδασε χημικός στη Ζυρίχη. Δυστυχώς παρασύρθηκε από τον υλισμό, τον αθεϊσμό και τον πνευματισμό. Η χάρη του Θεού όμως δεν τον εγκατέλειψε. Η μελέτη της Αγίας Γραφής, η συνάντησή του με τον Γέροντα Αβιμέλεχ Μικραγιαννανίτη (†1966) και τον Γέροντα Καλλίνικο Κατουνακιώτη (†1930), τα προσκυνήματά του στους Αγίους Τόπους και στο Άγιον Όρος τον μετέστρεψαν.
Δαιμονικοί πειρασμοί πολλοί, δεν τον αποθαρρύνουν. Σαραντάχρονος κείρεται μοναχός από τον ησυχαστή Καλλίνικο το 1920. Δεν δυ­σκολεύεται στην υπακοή. Γνωρίζει καλά γιατί έγινε μοναχός. Με την ευχή του πολυσέβαστου Γέροντός του μεταβαίνει στη σκήτη του Αγίου Βασιλείου για περισσότερη ησυχία και καλύτερο κλίμα λόγω της κακής υγείας του. Συνασκητές του είναι μεγάλοι και καλοί φίλοι της αρετής. Τους συναγωνίζεται. 

Το πλουσιόπαιδο των Αθηνών και ο επιστήμονας της Ευρώπης κατοικεί ευχάριστα σε γιδοκάλυβα. Νηστεία και προσευ­χή συνεχής του χάρισαν χαρμολύπη, καρδιοστάλακτα δάκρυα, χαροποιό πένθος, μνήμη θανάτου, βαθιά μετάνοια. Αγάπησε το κομποσχοίνι, την κακοπάθεια, τη σκληραγωγία, μη πτοούμενος από το φιλάσθενο σαρ­κίο του. Υπέταξε τον αντάρτη νου, τη δέσποινα κοιλία και απέκτησε χρηστοήθεια. Δεν κατέκρινε κανέναν. Ήταν αμνησίκακος, ακατάκριτος, ελεήμων, νηφάλιος, ησύχιος, ανιδιοτελής, ήπιος, υπομονετικός. Είχε πλή­ρη εμπιστοσύνη στον Θεό. Είχε παραδοθεί τέλεια στο θέλημά Του. Στις πυκνές του ασθένειες ευχαριστούσε τον Θεό κι αισθανόταν μία ανείπωτη εσωτερική ειρήνη.
Έχοντας σφοδρό πόλεμο κενοδοξίας, που συχνά τον γεννά η κο­σμική γνώση και μόρφωση, αγωνιζόταν συνεχώς για το ξερίζωμά της. Έτσι ρωτούσε και τα πιο απλά γεροντάκια και για παραμικρά πράγ­ματα. Για να ταπεινώνεται φορούσε παλιόρουχα και παλιοπάπουτσα κι έκανε τον αδαή, κόβοντας το θέλημά του.
Από το 1953 κοινοβιάζει στη μονή Αγίου Παύλου. Η παραμονή του εκεί είναι μία συνεχής και εντατική προετοιμασία για το ανεπίστροφο ουράνιο ταξίδι. Αισθάνεται ότι βρίσκεται στη δύση του, ότι πλησιάζει το ηλιοβασίλεμά του. Όσοι τον πλησίαζαν λάβαιναν ειρήνη. Μετελάμβανε συχνά, ως εφόδιο ζωής αιωνίου. Προσευχόταν αδιάλειπτα. Την ευχή του Ιησού είχε αγαπήσει υπερβολικά η μετανοημένη ψυχή του. Αφού μετέλαβε για τελευταία φορά, την παραμονή της εκδημίας του, έκανε τον σταυρό του και αναπαύθηκε μακάρια στις 30.1.1957, εορτή των Αγίων Τριών Ιεραρχών, «των φωστήρων της Τρισηλίου Θεότητος», τα έργα των οποίων μελετούσε και αγαπούσε.
Σε μία επιστολή του έγραφε: «Η γη είναι ο τόπος της υπομονής, είναι ο τόπος των πειρασμών και των θλίψεων. Όλοι δυνάμεθα να είμεθα τελείως ευτυχείς αλλ’ εις μόνον τον ουρανόν, την αιωνίαν αυτήν πατρίδα μας, όπου μας αναμένει η αιωνία ανάπαυσις … Τίποτε δεν είναι περισσότερον ευχάριστον εις τον Θεόν, όσον μία ψυχή η οποία υποφέρει με υπομονήν και ειρήνην, όλους τους σταυρούς της θλίψεως τους οποίους ο ίδιος ο Θεός στέλλει εις αυτήν … Αυτή είναι η επιστήμη των αγίων, να υποφέρουν συνεχώς διά τον Ιησούν Χριστόν, και δι’ αυτού γινόμεθα όλοι εντός ολίγου άγιοι. Εκείνος ο οποίος αγαπά τον Χριστόν επιθυμεί να είναι όπως ήτο εκείνος, δηλαδή πτωχός, υποφέρων και περιφρονούμενος …». Βίωνε όσα έγραφε ο ανυπόκριτος μοναχός.
Ο σπουδαίος Κωστής Μπαστιάς σ’ ένα άρθρο του γι’ αυτόν εύστοχα αναφέρει: «Η αυστηρότητά του δεν ήταν εξωτερική, δεν ήταν συνοφρύωση, αλλά αυστηρότητα εσωτερική, που αφορούσε πρώτα τούτον τον ίδιον κι έπειτα τους άλλους. Πίστευε κατά τρόπο απόλυτο στην αγάπη και τις ιαματικές της επενέργειες. Πίστευε πως όλα συγχωρούνται εκτός από την απουσία της αγάπης … Το εσωτερικό οδοιπορικό της ζωής θυμίζει απροσδόκητο φως που ξεπετιέται μέσα στο πυκνότερο σκοτάδι. Όταν συζητούσε για την ανθρώπινη τελειότητα, επικαλούνταν πάντα τη φράση του άγιου Μαξίμου για τον τέλειο άνθρωπο· “Τέλειός έστιν ο τοις εκουσίοις, δι’ εγκρατείας μαχόμενος και τοις ακουσίοις δι’ υπομονής εγκαρτερών”».
Πηγές – Βιβλιογραφία
Κωστη Μπαστιά, Γεράσιμος Μενάγιας, ο χημικός μηχανικός που έγινε Αγιορείτης, Ορθόδοξη Μαρτυρία 5/1982, σσ. 20-21. Ηλία Μαστρογιαννόπουλου αρχιμ., Άγιες Μορφές της Νεωτέρας Ελλάδος, Αθήναι δ.χ. σσ. 136-173. Ιωαννικίου Κοτσώνη ιερομ„ Ανθοδέσμη από το Περιβόλι της Παναγίας, Κουφάλια Θεσσαλονίκης 1992, σσ. 171-236.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Β΄, εκδ. Μυγδονία σ.575-577

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

Ιερομόναχος Ακάκιος Καψαλιώτης (1891 - 24 Ιανουαρίου 1971)

Ο κατά κόσμον Ανδρέας Χατζηθεοδουλίδης του Χρήστου γεννήθηκε στην  Ακαπνού της Κύπρου το 1891. Είχε τρία αδέλφια κληρικούς. Νέος ήλθε, το 1909, με άλλους Κύπριους αδελφούς στην Καλύβη των Αγίων Αναργύρων της σκήτης του Αγίου Παντελεήμονος-Κουτλουμουσίου, όπου εκάρη μοναχός το 1910. Λόγω προβλημάτων που είχαν από την έλλειψη νερού και για μεγαλύτερη ησυχία πήγε στην Καλύβη του Αγίου Γεωργίου (Θασίτου) της ησυχαστικής Καψάλας. Απέκτησε τετραμελή ευλαβή συνοδεία. Ο υποτακτικός του παπα-Ιωάσαφ ένα αυγουστιάτικο δειλινό του 2009 μας διηγήθηκε τα του βίου του.
Όταν κάποτε τον επισκέφθηκαν συγγενείς του κι επίμονα επί μία εβδομάδα τον παρακαλούσαν να δεχθεί να τον φωτογραφίσουν, για να πάνε τη φωτογραφία του στ’ αδέλφιά του, δεν δέχθηκε και τους είπε: «Εμείς οι μοναχοί είμεθα νεκροί άταφοι. Οι νεκροί δεν φωτογραφίζον­ται. Φωτογραφίες βγάζουν οι ζωντανοί». 
Έλεγε στους μοναχούς του:
 
«Μη πιστέψεις ότι έκανες τίποτε, γιατί θα το χάσεις». Συνήθιζε να λέει: «Δεν με ωφέλησαν τόσο τα βιβλία και τα άλλα, όσο η ενθύμηση του λογίου “ενθυμού το δι’ ου εξήλθες”. Να μη λησμονάμε γιατί αφήσαμε τον κόσμο, τους δικούς μας, τα πράγματα».
Η Ιερά Κοινότητα τον έστειλε ως Πνευματικό στη μητρόπολη Φιλίππων για εξομολόγηση. Μία ημέρα, τότε που ήταν εκεί, τα παιδιά ενός σχολείου άρχισαν να τον πετροβολούν. Παρότι οι δάσκαλοί τους τα έβλεπαν δεν τα παρεμπόδισαν. Μία πέτρα μάλιστα τον κτύπησε στο κεφάλι και καταματώθηκε. Όταν επέστρεψε και το διηγείτο στη συνο­δεία του, του είπαν: «Μα, Γέροντα, δεν διαμαρτυρήθηκες σε κανένα; δεν είπες τίποτε;». Εκείνος απάντησε: «Γιατί; Για να χάσω τον μισθό μου που κτύπησα …;».
Επί εξήντα χρόνια υπήρξε άξιος λειτουργός του Υψίστου. Όταν μόνο, λόγω των γηρατειών του, βάρυνε, διέκοψε, τις αναίμακτες θείες ιερουργίες. Προείδε το τέλος του. Είπε στον παπά του να λειτουργήσει την Πέμπτη και όχι το Σάββατο, γιατί θα φύγει για ταξίδι … Ζήτησε να του διαβάσει ο παπάς του τη συγχωρητική ευχή. Εκείνος του είπε πως πρέπει πρώτα αυτός να διαβάσει σε όλους συγχωρητική ευχή. Έτσι κι έγινε. Η σκηνή ήταν λίαν συγκινητική. Δεν θέλησε μετά τη θεία Κοινωνία να γευθεί τίποτε. «Έχω μεγάλο ταξίδι μπροστά μου» λέγει. Όλοι κατάλαβαν ότι σύντομα θ’ αναχωρήσει της παρούσης ζωής. Το βράδυ εκείνο ένας νέος μοναχός τον συντρόφευε πλάι του. Μόλις λίγο αποκοιμήθηκε, η ψυχή του Γέροντος Ακακίου φτερούγισε για τον ουρανό. Ήταν της αγίας Ξένης και ξημέρωνε του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου στις 24.1.1971. Η ευχή του Γέροντα βοήθησε τη συνοδεία του μέχρι σήμερα, όπως μας είπε ένα ωραίο απόγευμα ο παπα-Ιωάσαφ στην ήσυχη αυλή της λιτής Καλύβης του.
Πηγές – Βιβλιογραφία
Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Παντοκράτορος.
Πῃγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Β΄, εκδ. Μυγδονία σ.837-838

Μοναχός Προκόπιος Μικραγιαννανίτης (1911 - 25 Ιανουαρίου 1993)

Γεννήθηκε στη Ραψάνη Θεσσαλίας στις 5.3.1911 ο κατά κόσμον Κωνσταντίνος Ιωάννου Χατζηλαδάς. Ήλθε να μονάσει στον άγιο αυτό τόπο της μετανοίας, το Άγιον Όρος, δίχως ποτέ να εξέλθει αυτού, για κανένα λόγο, έως της μακαρίας κοιμήσεώς του. Αγωνίσθηκε επιμελημένα και υπομονετικά για τη σωτηρία της αθάνατης ψυχής του στην ιερά σκήτη της Αγίας  Άννης, όπου προσήλθε το 1938. Το 1939 εκάρη μοναχός, με το όνομα Νέστωρ, στην Καλύβη του Αγίου Δημητρίου. Το 1943 εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός στην Καλύβη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, με το όνομα Προκόπιος.
Τον περισσότερο χρόνο της ζωής του τον έζησε στην έρημο της σκήτης της Μικράς Αγίας Άννης. Από το 1958 έζησε στην Καλύβη της Αναστάσεως του Κυρίου του φημισμένου Πνευματικού παπα-Σάββα (†1908). Θέλοντας κάποτε να μάθει μουσικά και μη μπορώντας -ήταν και παράφωνος- είχε σκοτισθεί από λογισμούς. Του παρουσιάσθηκε τότε ένας ασπρομάλλης και μαθαίνοντας τη στενοχώρια του, προθυ­μοποιήθηκε να τον διδάξει μουσικά, αφού θα πέταγε το κομποσχοίνι του. Κατάλαβε αμέσως τι συνέβαινε και λέγοντας «ύπαγε οπίσω μου σατανά», εξαφανίσθηκε ο πολυμήχανος δαίμονας.
Έζησε ταπεινά, ήσυχα, απλά, φτωχικά, «ως μηδέν έχων και τα πά­ντα κατέχων», κατά τον Απόστολο. Ποτέ του δεν κατέκρινε κανένα, εκτός από τον εαυτό του. Απέφευγε με κάθε επιμέλεια τις μακρές συζητήσεις με κοσμικούς ως μάταιες. Η άσκηση της επαινούμενης από τους νηπτικούς πατέρες σιωπής τον φύλαξε να μην κατηγορήσει ποτέ κανένα και για τίποτε κι έτσι να είναι ατάραχος και γαλήνιος. Ποτέ δεν ψυχράθηκε με τους μοναχούς της περιοχής του.
Όταν πήγε κάποτε στην Καλύβη των Θωμάδων και είδε τη συσκευή του τηλεφώνου, δεν ήξερε τι ακριβώς είναι. Είχε να μάθει νέα από τον αδελφό του εδώ και 40 χρόνια. Δεν δέχθηκε να πάρει σύνταξη που δικαιούνταν. «Δεν περιμένω χρήματα», έλεγε, «ούτε το κράτος μού χρωστά χρήματα». Η ζωή του κύλησε όλη μέσα στην κακουχία, τη στέρηση και την πενία. Δεν είχε κανένα παράπονο. Δεν δεχόταν τον ευτρεπισμό του σώματος με καινούρια ράσα και κουκούλια. Όταν ο Γέροντας Κυπριανός (†2008) τον κάλεσε να τον γηροκομήσουν, απάν­τησε: «Κατά μόνας ειμί εγώ έως αν παρέλθω». Ένα εξάμηνο πριν την εκδημία του πήγε στον ίδιο Γέροντα να προσφέρει κάτι λίγες οικονο­μίες που είχε για να τελέσουν τα μνημόσυνά του. Ο ιερομόναχος Φί­λιππος των Θωμάδων στην ωραία νεκρολογία του γι’ αυτόν καταλήγει: «Ήτο καλλίφωνος πρακτικός ψάλτης. Την τελευταίαν δεκαετίαν δεν έψαλλε διά περισσοτέραν ησυχίαν. Το απόκοσμόν του παρεξηγήθη από πολλούς μοναχούς και κοσμικούς. Εκοιμήθη χωρίς να εννοήση ποτέ, διατί ξαφνικά το Άγιον Όρος και την έρημον επισκέπτονται τόσοι κοσμι­κοί. Το ιερόν ησυχαστήριόν του έμεινε έρημον. Αναμένει σιωπηλόν τον επόμενον αγωνιστήν διά να επιτύχη ως αυτός, την ψυχικήν σωτηρίαν. Θεός σχωρέσ’ τον». Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 25.1.1993.
Πηγές – Βιβλιογραφία
Φιλίππου ιερομ., Ο Γέρων Προκόπιος από την Μικρά Αγία Άννα, Πρωτάτον 44/1993, σσ. 187-188.

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

Η Παιδαγωγία της Μουσικής και ο Όσιος Παΐσιος

Το ήθος της Βυζαντινής μουσικής
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική έχει μόνο ύφος και όχι ήθος. Βέβαια το ήθος αφορά τα πρόσωπα κι όχι τα πράγματα. Αλλά εδώ γίνεται λόγος για το φορέα της εκκλησιαστικής μουσικής. Όντως είναι σημαντικό το ύφος της ιεράς ψαλμωδίας, αλλά πρωτεύοντα ρόλο στον τρόπο ψαλμώδησης των ύμνων παίζει το ήθος του ιεροψάλτη με την ευρύτερη έννοια του όρου. Το ερώτημα που αναδύεται  είναι: Ο ιεροψάλτης ψάλλει με ηδυπάθεια και αυταρέσκεια ή προσευχητικά και εν μετανοία; Εκτελεί μουσικά μαθήματα με κοσμικό τρόπο ή με ήθος συντετριμμένης και τεταπεινωμένης καρδίας; Τον αγγίζουν αυτά που ψάλλει ή του είναι αδιάφορα; Μήπως ισχύει αυτό που αναφέρεται σε σχετικό ύμνο της Εκκλησίας; «Πολλάκις την υμνωδίαν εκτελών, ευρέθην την αμαρτίαν εκπληρών…τη μεν γλώττη άσματα φθεγγόμενος τη δε ψυχή άτοπα λογιζόμενος…;». Ο Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης γράφει, ότι εκείνος που παρακαλεί και δέεται δια της ψαλμωδίας, «πρέπει να έχει ήθος ταπεινόν και κατανενυγμένον· το δε να κραυγάζει τινάς, δηλοί ήθος θρασύ και ανευλαβές».
 
Όσα ακολουθούν μπορούν να εμπνεύσουν τους ιεροψάλτες μας και κυρίως τα νέα παιδιά που κοσμούν τα αναλόγια των εκκλησιών μας.
Στο Αναλόγιο γίνεται εμμελής διδαχή της πίστης
Η εκκλησιαστική υμνογραφία διδάσκει το δόγμα και το ήθος της Εκκλησίας· ερμηνεύει αυθεντικά το μήνυμα της εν Χριστώ σωτηρίας· μυσταγωγεί στην ορθόδοξη πίστη και την εν Αγίω Πνεύματι ζωή. Σημαντικό ρόλο στη λειτουργική ζωή δεν παίζουν μόνο ο κληρικοί αλλά και οι ιεροψάλτες, οι οποίοι διακονούν την εκκλησιαστική λατρεία. Το αναλόγιο είναι χώρος μύησης στα ιερά κείμενα της Εκκλησίας μας· σχολείο εντρύφησης στην εκκλησιαστική ποίηση· χώρος προσευχητικής αναφοράς στον Τριαδικό Θεό. Η ψαλμωδία δεν είναι δημοτικό τραγούδι, -έστω κι αν συγγενεύει με αυτό-,  δεν είναι φωνή άτακτη, βίαιη και εκκωφαντική, δεν είναι επίδειξη σπάνιων λαρυγγισμών μέσω μεγαφώνων. Η ιερά ψαλμωδία είναι φωνή αύρας λεπτής, προσευχή εμμελής, διδαχή σωστική και σωτήριος, μύηση στο υπέρλογο μυστήριο της πίστεως.
Οι ύμνοι έχουν θεολογικό, μυσταγωγικό, παιδαγωγικό, εκκλησιολογικό και αναγωγικό χαρακτήρα. Η Εκκλησία μέσω της υμνολογίας υπομνηματίζει, αναδεικνύει και ερμηνεύει το υπερφυές μυστήριο της θείας οικονομίας. Συνθέτει σε θεία αρμονία λόγο και μέλος. Η εμμελής ψυχαγωγία και ηδονή γεννά αγνούς και σώφρονες λογισμούς διδάσκει ο Μ. Βασίλειος και συμπληρώνει: Το  Άγιο Πνεύμα, βλέποντας ότι το ανθρώπινο γένος είναι «δυσάγωγον προς αρετήν και επιρρεπές προς την ηδονήν», «το εκ της μελωδίας τερπνόν τοις δόγμασιν εγκατέμιξεν», ώστε να δέχεται χωρίς αντίδραση την ωφέλεια των λόγων που θα ακούγονται γλυκόηχα και απαλά.
Το μέλος παιδαγωγεί και συμβάλλει στη διαρκή μνήμη των θείων αληθειών με έμμεσο τρόπο: «Δία τούτο τα εναρμόνια μέλη των ψαλμών ημίν επινενόηται (επινοήθηκαν), ίνα οι παίδες την ηλικίαν, η και όλως νεαροί το ήθος, τω μεν δοκεί μελωδώσι, τη δε αληθεία τας ψυχάς εκπαιδεύονται», επισημαίνει ο Μ. Βασίλειος.
 Η ψαλμωδία αποβλέπει στη ένωση, συνάρμοση και ενότητα του λαού του Θεού μέσω της αγάπης. Συναρμονίζει το λαό του Θεού στη συμφωνία ενός χορού. Γράφει ο ιερός Πατέρας: «…το μέγιστον των αγαθών την αγάπην η ψαλμωδία παρέχεται, οιονεί σύνδεσμον τινά προς την συνωδίαν επινοήσασα, και εις ενός χορού συμφωνίαν τον λαόν συναρμόζουσα» .
Για να βρουν όμως εφαρμογή οι λόγοι του Μ. Βασιλείου χρειάζεται να κατεβούμε –κληρικοί, λαός και ιεροψάλτες- από το θρόνο της ατομικότητας και του εγωισμού και εν ταπεινώσει να «ποιήσωμεν εαυτούς στρογγύλους» σύμφωνα με τη Φιλοκαλία. Να έχουμε ήθος όπως τα γλυκόηχα γυρίσματα της βυζαντινής μουσικής, που μοιάζουν με τους κουμπέδες και τους στρογγυλούς θόλους των εκκλησιών μας.
Ο όσιος Παΐσιος για «τα γλυκόηχα γυρίσματα»
Γράφει εύστοχα ο όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: «Και τι γλυκά γυρίσματα έχει η βυζαντινή μουσική!… άλλα λεπτά σαν το αηδόνι, άλλα σαν απαλό κυματάκι, άλλα δίνουν μια μεγαλοπρέπεια. Όλα αποδίδουν, τονίζουν τα θεία νοήματα. Όμως σπάνια να ακούσης αυτά τα όμορφα γυρίσματα. Οι περισσότεροι που ψέλνουν τα λένε λειψά, κουτσουρεμένα, καλουπωμένα. Αφήνουν κενά, τρύπες! Και το κυριώτερο, τα λένε χωρίς τόνο. Απορώ· δεν έχουν οξείες τα βιβλία τους; … Όλα τα πάνε ίσια, λες και πέρασε οδοστρωτήρας και τα ισοπέδωσε όλα! «πα-νη-ζω, πα-νη-ζω», πανίζουν-πανίζουν το φούρνο και ψωμί δε βγάζουν!  Ἄλλοι πάλι τονίζουν όλα δυνατά, … όλα καρφωτά, και νομίζεις ότι χτυπούν καρφιά με το σκεπάρνι».
Και συνεχίζει ο όσιος Παΐσιος αναφερόμενος στους σύγχρονους ψάλτες: Ναι, αλήθεια ψάλλουν, «η τελείως άτονα η σκληρά! Δεν σε ξεσηκώνουν εσωτερικά· δε σε αλλοιώνουν. Ενώ πόσο γλυκειά είναι η καθαρή βυζαντινή μουσική! Ειρηνεύει, μαλακώνει την ψυχή. Η σωστή ψαλμωδία είναι ξεχείλισμα της εσωτερικής πνευματικής καταστάσεως. Είναι θεία ευφροσύνη… Όταν συμμετέχει κανείς σ’ αυτό που ψάλλει, τότε αλλοιώνεται, με την καλή έννοια, και ο ίδιος και οι άλλοι που τον ακούνε».
Πρωτοπρ. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης,
Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.

Μοναχός Παρθένιος Νεοσκητιώτης (1888 - 23 Ιανουαρίου 1973)


Γεννήθηκε στην κωμόπολη Λύση της επαρχίας Αμμοχώστου Κύπρου το 1888. Ο κατά κόσμον Παναγιώτης του Μιχαήλ Χατζηπαπαγιάννης Μιχαηλίδης καταγόταν από λευϊτικό γένος. Γεννήθηκε με πιο κοντό το ένα του πόδι. Έτσι σε όλη του τη ζωή χώλαινε. Η σκληροκαρδία των ανθρώπων άφηνε ειρωνικά χαμόγελα για την κατάστασή του. Δεν μπορούσε μικρός να παίξει άνετα με τ’ άλλα παιδιά. Η αγαθή μητέρα του τον έμαθε από νωρίς να προσεύχεται, να νηστεύει, να εκκλησιάζεται τακτικά. Του δίδαξε να εργάζεται τίμια και να συγχωρεί εγκάρδια. Αγαπούσε να ψέλνει και όχι να τραγουδά. Ο θάνατος της μητέρας του τον λύπησε βαθιά. Η μητριά του δεν του φερόταν τόσο καλά. Δω­δεκάχρονος έμαθε την τσαγκαρική τέχνη. Ποτέ δεν λησμονούσε την προσευχή. Μετά τον θάνατο της αδελφής του και του αδελφού του, που πολύ τον πόνεσε, αλλά δεν τον απογοήτευσε, συνέχισε την εργασία του φιλότιμα. Του πρότειναν τότε να αρραβωνιαστεί μία συγχωριανή του.
Το 1912 όμως αποχαιρέτησε τους δικούς του και εισήλθε δόκιμος μοναχός στην ιερά μονή Σταυροβουνίου. Αμέσως έδειξε την υπακοή του, το φιλακόλουθο και φιλάρετο που πάντοτε τον διακατείχε. Τον έστειλαν στο μετόχι της μονής, την Αγία Βαρβάρα, να εργάζεται με τους άλλους αδελφούς στα κτήματα. Συνέχιζε και την τσαγγαρική του με επιμέλεια, προς ανάπαυση όλων των αδελφών. Ο ηγούμενος Βαρνά­βας (†1948) του φόρεσε το ράσο του δόκιμου μοναχού. Εργαζόμενος πάντα προσευχόταν με τη μονολόγιστη ευχή του ’Ιησού. Είχε απλότητα, πραότητα και ταπεινότητα. Λόγω προβλημάτων οικονομικών της μονής του αναχώρησε, με την ευλογία του Γέροντός του, το 1920 για το Άγιον Όρος.
Κατευθύνθηκε στην ωραία Νέα Σκήτη, στην Καλύβη του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, στην υπακοή του αυστηρού και ενάρετου Γέροντος Αγαπίου, που είχε και έναν Κύπριο αγωνιστή υποτακτικό, τον μοναχό Συμεών (†1963). Υπακοή, σιωπή, αγρυπνία, προσευχή, διακονία χαρακτήριζαν τη ζωή του. Ασχολήθηκε ξανά με την τσαγγαρική.
Ζούσε αυστηρή ασκητική ζωή. Είχαν μόνιμη μονοφαγία και μόνο τα Σαββατοκύριακα έτρωγαν λίγο λάδι. Ο Γέροντας Αγάπιος δίδασκε τους υποτακτικούς του κυρίως με το αγαθό του παράδειγμα. Ο Παρθένιος συνήθιζε να λέει «ευλόγησον» και «να είναι ευλογημένο», δίχως να λέει περιττά. Έλεγε την ευχή ακατάπαυστα. Στο ναό παρακολουθούσε τις ιερές ακολουθίες και θείες Λειτουργίες με πολλά δάκρυα. Τα δάκρυα είχε και στη μελέτη και όταν έλεγε την ευχή. Εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός το 1921.
Ήταν τελείως ακτήμων, αφιλοχρήματος και αφιλόδοξος. Ως μοναχός δεν έπιασε στα χέρια του χρήματα. Δεν είχε πολλές εξόδους από την αγαπητή Καλύβη του, συζητήσεις και συναναστροφές. Ζούσε ευχάριστα στην επιλεγμένη αφάνεια και αδοξία. Ούτε σε άλλες Καλύβες πήγαινε ούτε σε μονές. Ποτέ δεν βγήκε στον κόσμο. Είχε απόλυτη ξενιτεία. Πριν την εκδημία του Γέροντος Συμεών προσήλθαν στη συνοδεία και προσ­τέθηκαν δύο ακόμη αδελφοί. Ο Γέροντας Παρθένιος δίδασκε τους μο­ναχούς του αυτά που διδάχθηκε από τους Γέροντές του: «Παιδιά μου, τον νου σας στην ευχή». Συνεχώς, έλεγε, «ο διάβολος καραδοκεί».
Ο Γέροντας Παρθένιος έως το τέλος της ζωής του διατήρησε την αυστηρή του άσκηση. Δεν δεχόταν στον εαυτό του καμία «οικονομία». Έλεγε: «Βρε παιδιά, εγώ είδα μοναχούς να κάνουν πολύ μεγαλύτερη άσκηση. Τίποτα δεν έκανα εγώ». Ζούσε αθόρυβα, κρύβοντας την αρετή του. Η κατάνυξη του ήταν μεγάλη. Τον πολεμούσε, έλεγε, ο δαίμονας, αλλά τον βοηθούσε πάντοτε η Παναγία. Η υπομονή του στις δοκιμασίες ήταν αξιοθαύμαστη και καταπληκτική.
Αφού άκουσε την ακολουθία της θείας Μεταλήψεως μετάλαβε των αχράντων Μυστηρίων, ήρεμα και γαλήνια παρέδωσε την ψυχή του στον Πλάστη του στις 23.1.1973.

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016

Μοναχός Αρσένιος Γρηγοριάτης (1912 - 16 Ιανουαρίου 1991)

Ένας συμμοναστής του έτσι τον χαρακτηρίζει: «Ήταν πράος, ειρηνικός και γαλήνιος. Ήταν ευπροσήγορος, ταπεινός και μειλί­χιος. Ήταν απλός, ευθύς και ειλικρινής. Σπάνια θύμωνε. Σπανιώτατα φώναζε. Ποτέ δεν οργιζόταν. Καθάριο βλέμμα και παιδικό, βάδισμα αργό και συνετό, πρόσωπο λαμπερό και ευχάριστο, απαύγασμα της άδολης ψυχής του. Πρώτος στην υπακοή, πρώτος στην ταπείνωση, πρώ­τος στη μετάνοια. Όσιος, άκακος, άμεμπτος, υπομονετικός, σαν τον Αυσίτη Ιώβ. Και προ πάντων, μοναχός “θεομητορικός”, αγαπητό παιδί της Παναγίας». 
Έτσι τον γνωρίσαμε κι εμείς. Δεν νομίζουμε ότι υπερβάλλει διόλου ο φίλος, καλός βιογράφος του.
Γεννήθηκε στο Βελβίτσιο Πατρών το 1912. Οι γονείς του δεν χαρακτηρίζονταν για την ευσέβειά τους. Έχυσε πολλά δάκρυα στις προσευχές του για τη σωτηρία των ψυχών τους. Δύο αδελφές του έγιναν μοναχές. Υπηρέτησε ως χωροφύλακας. Ζούσε στην άγνοια και στο σκο­τάδι, όπως αναφέρει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του.
 
Με τη βοήθεια του Θεού ήλθε σε μετάνοια και υποσχέθηκε να γίνει μοναχός. Η θεία Πρόνοια τον έσωσε από θανατηφόρους κινδύνους. Το 1943 εκάρη μο­ναχός στη μονή Βλαχερνών Κυλλήνης και από Αντώνιος ονομάσθηκε Αγάπιος.
Το 1945 εγκαταβίωσε στη μονή Γρηγορίου. Ο ηγούμενος της μονής Βησσαρίων (1974) τον έκειρε μοναχό μεγαλόσχημο στις 29.6.1946 και τον μετονόμασε Αρσένιο. Διήλθε διάφορα διακονήματα της μονής με υπακοή και αυτοθυσία. Η ζωή του κύλησε μέσα σε πολλά θεία ορά­ματα, που τα ερμήνευε απλά και ταπεινά. Είχε συνεχή τη μνήμη του θανάτου ζωηρή στην ψυχή του. Είχε πιάσει φιλία με τους αγίους, τους οποίους παρακαλούσε να τον συνδράμουν σε διάφορα προβλήματά του, πράγμα που το έκαναν. Οι θείες παρηγοριές τον ενίσχυαν συχνά στον αγωνιστικό του δρόμο. Είχε ιδιαίτερα μεγάλη ευλάβεια στην Παναγία, η οποία με τη στοργική της εύνοια δεν τον άφηνε ποτέ να λιποψυχήσει και ν’ αποθαρρυνθεί.
Έγραφε στα τετράδιά του πως όποιος δεν κεντηθεί στην καρδιά του από αγάπη και γλυκασμό προς την αγνή Παρθένο, θα βρει πολύ κου­ραστική τη μοναχική ζωή και θα στραφεί στον κόσμο. Όποιος όμως την αγαπήσει, θα αισθανθεί τον παράδεισο από τώρα. Μαζί με τον υμνωδό συχνά έλεγε ο μακάριος: «Συ της εμής καρδίας το αγαλλίαμα, Θεοτόκε, συ μου το κραταίωμα, συ μου το καύχημα και το φως, συ μου θυμηδία, συ δόξα και εγκαλλώπισμα, ζωή, πνοή, γλυκύτης, ηδονή, ευφροσύνη και χαρά και τρυφής η απόλαυσις».
Το 1961 αναχώρησε για τη μονή Βαρλαάμ των Μετεώρων. Το 1974 επέστρεψε στη Νέα Σκήτη και το 1975 στη μονή Γρηγορίου. Τον γοή­τευε η θεία λατρεία και τον συνέπαιρνε η νοερά προσευχή. Συνήθιζε να λέει πως για να είναι ευάρεστη η προσευχή μας στον Θεό, θα πρέπει να μην έχουμε τίποτε κατά κανενός. Αγαπούσε πολύ τους νέους μοναχούς και τους νουθετούσε με τον λόγο του και το παράδειγμά του. Προέτρεπε να προκόπτουν στις αρετές. Έτσι θα βοηθούν τον κόσμο καλύτερα, παρά με τα λόγια. Έργα, παράδειγμα και θεάρεστη πολιτεία ζητά ο κόσμος, έλεγε.
Είχε φόβο Θεού, αληθινή πίστη, θερμή προσευχή, πλήρη εμπιστοσύνη στον Θεό, ειλικρινή ταπείνωση, αφελότητα καρδίας, φεγγοβολούσε από τη χάρη του Θεού, ποθούσε τον παράδεισο ολόψυχα. «Όταν πάμε στον παράδεισο», έλεγε, «έχουμε να ιδούμε εκεί τρεις εκπλήξεις: Πρώτα- πρώτα θ’ αναρωτηθούμε: Εγώ στον παράδεισο; Δεύτερον, θα βρούμε ανθρώπους που δεν ελπίζαμε να τους ιδούμε. Και τρίτον, δεν θα ιδούμε άλλους που περιμέναμε να ιδούμε».
Υπομένοντας ασθένειες σοβαρές, δίχως κανένα παράπονο και γογγυσμό, σιγοψάλλοντας αναχώρησε εκ της παρούσης ματαιότητος στις 16.1.1991, την ώρα του εσπερινού της μνήμης του Αγίου Αντωνίου του Μεγάλου, του αγίου που έλαβε τ’ όνομα στην κολυμβήθρα. Πορεύθηκε ο γενναίος αγωνιστής για τον τόπο των τριών εκπλήξεων … Στις συνα­ντήσεις μας μιλούσε για θαύματα, μετάνοια, ταπείνωση και προσευχή.
Πηγές – Βιβλιογραφία
Μωυσέως Αγιορείτου μοναχού, Μοναχός Αρσένιος Γρηγοριάτης (1912-1991), Πρωτάτον 27/1991, σσ. 48-49. Αρτεμίου Γρηγοριάτου ιερομ., Μοναχός Αρσένιος Γρηγοριάτης, Ο Όσιος Γρηγόριος 17/1992, σσ. 88-112.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Γ΄, εκδ. Μυγδονία σ. 1287-1291

Μοναχός Βαρλαάμ Ξενοφωντινός ( 1886 - 17 Ιανουαρίου 1983)

Κατά κόσμον ονομαζόταν Βασίλειος Αθανασίου Ριζόγλου. Ο μακάριος αυτός Γέροντας γεννήθηκε στα Κούκλινα Στενημάχου της Α. Θράκης το 1886. Νέος, πρόσφυγας, ξένος και φτωχός πήγε στη Θεσσαλονίκη και προσκύνησε στο ναό του Αγίου Δημητρίου.
Προσήλθε στην Ιερά μονή του Αγίου Γεωργίου-Ξενοφώντος το 1910. Εκάρη μοναχός το 1912. Διετέλεσε προϊστάμενος της μονής του έως το 1977 και αντιπρόσωπος στην Ιερά Κοινότητα. 
Μέχρι τα βαθιά του γεράματα διακόνησε τη μονή της μετανοίας του με αγάπη, προθυμία και αφοσίωση. Τον θυμόμαστε με ζέση να προσέρχεται στο Καθολικό για τις καθημερινές, πολύωρες, ιερές ακολουθίες.
Με συγκίνηση διηγείτο ότι το 1927 προσβλήθηκε με πολλούς πατέρες της μονής από ελονοσία και πολλοί πέθαναν.
 Λιτανέυσαν, τότε, τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας γύρω από τα τείχη της μονής και η ασθένεια έφυγε και ο π. Βαρλαάμ σώθηκε. Από ευγνωμοσύνη δοξολογούσε κι ευχαριστούσε σε όλη του τη ζωή τη λατρευτή του Παναγία.
Κατά μία πανήγυρη της μονής του αγίου Γεωργίου ήταν στο διακόνημα του μαγείρου. Ήταν αρκετά λυπημένος που δεν μπορούσε να είναι στο ναό κατά την αγρυπνία της μνήμης του αγίου. Κάποια στιγμή εγκάρδια αναφώνησε: «Άγιε Γεώργιε, σήμερα που τιμάμε τη μνήμη σου, εγώ δεν μπορώ να έρθω κοντά σου, στην ακολουθία …». Τότε έλαμψε όλος ο χώρος του μαγειρείου κι εμφανίσθηκε μπροστά του ολόσωμος ο άγιος Γεώργιος και του είπε: «Μην στενοχωριέσαι, Γερο-Βαρλαάμ, εδώ θα είμαι μαζί σου». Άλλοτε πάλι είδε τον άγιο Γεώργιο καβαλάρη σε άλογο, μέσα στην αυλή της μονής, αδυνατώντας ν’ ατενίσει το λαμπρό πρόσωπό του.
Δεν είχε δει ποτέ σε όλη τη μοναχική του ζωή το πρόσωπό του στον καθρέφτη. Όταν κάποιος επισκέπτης έκανε με μία μηχανή κινηματογραφική λήψη και την παρουσίασε, ο Γέροντας Βαρλαάμ παρατήρησε πως το μπαστούνι του εικονιζομένου είναι ίδιο με το δικό του. Δεν είχε δει ποτέ το πρόσωπό του στον καθρέφτη για να το αναγνωρίσει.
Αιωνόβιος και αγαπούσε να εργάζεται, να μαστορεύει, να κλαδεύει τα δένδρα, να σκαλίζει τους κήπους, να διακονεί. Το κελλί του ήταν γεμάτο εργαλεία γι’ αυτές τις εργασίες. Όταν βάρυνε πολύ και δεν μπορούσε πια να εργασθεί, λυπόταν κι έλεγε: «Είμαι άχρηστος, πετάξτε με, είμαι άχρηστος, δεν προσφέρω τίποτε, τσάμπα τρώω το φαγητό μου».
Για αρκετά έτη διακονούσε στα μετόχια της μονής των Αγίων Θεοδώρων στη Βουρβουρού και τον Άγιο Νικόλαο Χαλκιδικής και στα Καθίσματα του Αγίου Φιλίππου Ζαχαρά, που είναι ψηλά από την Ξενοφωντινή σκήτη, και του Αγίου Τρύφωνος. Μία ημέρα είδε από μακριά να περνά σκυφτός και βιαστικός ένας μοναχός. Του είπε ο Γέροντας Βαρλαάμ «ευλογείτε». Εκείνος δεν απάντησε, μόνο έσκυψε λίγο το κε­φάλι του και τάχυνε το βήμα του. Προχώρησε κάπως κι εξαφανίσθηκε. Η όψη του και η στάση του ήταν μοναδική. Ο Γέροντας Βαρλαάμ, όπως διηγείτο αργότερα στους πατέρες της μονής του, πίστεψε πως ο μοναχός εκείνος ήταν ένας από τους άγνωστους ασκητές του Άθωνα … Όταν κάποτε τα λαχανικά του κήπου του προσβλήθηκαν από κάμπιες, προσκάλεσε με πίστη την τίμια κάρα του Αγίου Τρύφωνος και τελέσθηκε αγιασμός. Την ώρα του αγιασμού ένα σύννεφο από κάμπιες σηκώθηκε από τον κήπο και αφανίσθηκε στο βάθος. Ο πιστός δούλος του Θεού Βαρλαάμ ευχαρίστησε θερμά τον άγιο.
Προσηλωμένος στο διακόνημά του, του αμπελικού και του δενδροκόμου, δεν άφησε ποτέ τον μοναχικό του κανόνα. Ήταν ελεήμων στο έπακρον. Πάντοτε φιλοξενούσε κουρασμένους οδοιπόρους, νυχτωμέ­νους και μοναχούς. Ουδέποτε κατέλυσε κρέας. Δεν άναβε θερμάστρα τους χειμώνες. Θερμαινόταν κάνοντας πολλές μετάνοιες. Η μεγαλύτερη δοκιμασία της ζωής του ήταν όταν τον έστειλε η μονή να υπερασπίσει τα δίκαιά της σ’ ένα μετόχι της. Οι ασεβείς κάτοικοι τον ποδοπάτησαν και τον περιέλουσαν λαδομπογιές. Με δυσκολία επέστρεψε στη μονή και άργησε να συνέλθει, όμως τους συγχώρεσε όλους εγκάρδια.
Πολύ φιλακόλουθος, αφού πήγαινε καθημερινά στο Καθολικό με τον εκκλησιαστικό. Δεν διάβαζε, δεν έγραφε, δεν έψελνε, δεν μιλούσε. Συμμετείχε με το ταπεινό κομποσχοινάκι του. Δεν αργολογούσε. Είχε μία ταπεινή αίσθηση για τον εαυτό του. «Ένα κούτσουρο είμαι», έλεγε, «ένα βόδι». Ήταν αρκετά εγκρατής, υπάκουος, ταπεινός, πράος, ησύχιος, φιλόπονος, φιλότιμος, φιλάγιος και θεοτοκοφιλής.
Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 17.1.1983, ημέρα μνήμης του καθηγητού της ερήμου, του αγίου Αντωνίου του Μεγάλου. Όπως γράφαμε τότε: «Ο μεταστάς έζησε 75 χρόνια στο Άγιον Όρος και εκοσμείτο από τη θεοφιλή ταπείνωση, την ανεξικακία και την υπακοή». Κατά τον σωμα­τικό του χαρακτήρα ήταν κοντός και στα γηρατεία του πολύ κυρτωμέ­νος και με μικρή σχετικά γενειάδα.
Πηγές – Βιβλιογραφία
Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Ξενοφώντος. Μωυσέως Αγιορείτου μοναχού, Εκδημίες Αγιορειτών, Πρωτάτον 4/1983, σ. 73. Νικοδήμου Νεοσκητιώτου ιερομ., Ο πανταχού προφθάνων εις βοήθειαν, Άγιον Όρος 2008, σ. 96.

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

Ο ΓΕΡΩΝ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΣΑΛΟΣ Ο ΚΕΡΑΣΙΩΤΗΣ (+1880)

Στὴν Κερασιά, τὸ Κελλὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ζοῦσε ὁ «σαλὸς» μοναχὸς π. Διονύσιος ὁ Ἕλληνας. Ἐγεννήθη τὸ ἔτος 1814 καὶ ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ 1842. Ἔζησε ἀρχικῶς κοντὰ στὸν π. Νικηφόρο, στὴν Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων, μὲ τὸν ὁποῖο ζοῦσε καὶ ὁ ἄλλος μαθητής, ὁ π. Παρθένιος. Ἐξ αἰτίας τῆς αὐστηρότητος τοῦ π. Νικηφόρου ἐκλονίσθη ἡ υγεία τοῦ Παρθενίου καὶ ἐμφανίσθηκε κάποια μορφὴ πνευμονίας, ὁπότε μὲ τὴν εὐλογία του ἀγόρασε τὸ Κελλὶ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ μετεκόμισε σ’ αὐτό. Μαζί του πῆρε καὶ τὸν Διονύσιο καὶ ἐκεῖ τὸν ἔκειρε μοναχό.
Ὁ π. Διονύσιος ἔζησε κοντά του 14 ἔτη καὶ κατόπιν ἀγόρασε τὸ Κελλὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων στὴν Κερασιά, ὅπου ἔζησε ἄλλα 20, μὲ τέτοια ἀνέχεια ποὺ σπανίως συναντᾶται.
Ἡ μικρὴ ἐκκλησία καὶ τὸ κελλί του ἦταν ἀπολύτως πτωχά. Δὲν εἶναι γνωστὸ ἀπὸ ποῦ καὶ πῶς ἀγόραζε λάδι γιὰ τὰ κανδήλια, ἀφοῦ χρήματα δὲν εἶχε. Γι’ αὐτό, λίγο πρὸ τοῦ θανάτου καὶ γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα ἄρχισε νὰ δέχεται ἐλεημοσύνη, ἐνῶ ἐνωρίτερα δὲν ἐδέχετο τίποτε.
Ἐπὶ παραδείγματι, ἕνας ἄνθρωπος τυχαίως συνήντησε τὸν π. Διονύσιο μακριὰ ἀπὸ τὸ Κελλί του. Ἀπὸ συμπόνια τοῦ ἔδωσε μερικὰ τούρκικα νομίσματα καὶ συνέχισε τὸν δρόμο του. Ὅταν ἐκεῖνος ἀντελήφθη ὅτι τοῦ ἐδόθησαν χρήματα, τόσο ἀναστατώθηκε, ὥστε ἄρχισε νὰ ψάχνει τὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ τοῦ τὰ ἐπιστρέψει. Ἐν τέλει τὸν εὑρῆκε καὶ τοῦ εἶπε:
-Γιατί μοῦ τὰ ἔδωσες; Ντυμένος εἶμαι, ψωμὶ ἔχω· τί μου χρειάζονται;
Ἦταν φανερὸ ὅτι ὁ π. Διονύσιος, ἐπειδὴ δέχθηκε ἐκεῖνα τὰ χρήματα, βασανιζόταν πολύ, ἀλλὰ τὸν ἔπεισαν νὰ τὰ κρατήσει γιὰ τὸ λάδι τῆς ἐκκλησίας. Ἔτσι τὰ κράτησε λίγον καιρό. Ξαφνικὰ ὅμως πνίγηκε στοὺς λογισμούς, ὁπότε τὰ πέταξε στὴν γῆ καὶ ἔφυγε βιαστικά!
Ἡ ἐσωτερική του ζωή, ὅπως φαίνεται, ἦταν «ἐν τῷ Θεῷ», ὁ ὁποῖος καὶ τὸν ἐφρόντιζε σὰν πιστὸ δοῦλό Του.
***
Δίπλα στὸ Κελλὶ ὑπῆρχε κῆπος μὲ μερικὰ κλήματα καὶ διάφορα καρποφόρα δένδρα, γιὰ τὰ ὁποῖα -ὅπως καὶ γιὰ τὸ ἴδιο τὸ Κελλί- δὲν ἐφρόντιζε καθόλου, ὣς τὸ σημεῖο ποὺ ἐρήμωσαν ἐντελῶς. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἀμεριμνία, ἂν καὶ εἶχε ὡς σκοπὸ νὰ ἐμβαθύνει ὁ Γέροντας στὴν προσευχὴ καὶ στὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ, τελικῶς ἀποδείχθηκε μεγάλος πειρασμός. Πολλὲς φορὲς τοῦ ὑπενθύμιζαν ἀπὸ τὴν Λαύρα ὅτι πρέπει νὰ φροντίζει τὸ Κελλί του, ὅπως ἔχει ὑποχρέωση, ἀλλὰ αὐτὸς δὲν ἔδινε σημασία. Τέλος, ἄρχισαν νὰ τὸν ἀπειλοῦν ὅτι, ὰν δὲν ἐπιδιορθώσει τὸ ἐρειπωμένο Κελλὶ καὶ δὲν καλλιεργήσει τὸν κῆπο, θὰ τὸν διώξουν. Κάποιοι προεστῶτες ἐγνώριζαν τὸν Γέροντα καὶ τὸν ἐσέβοντο ὡς ἀσκητή, γι’ αὐτὸ ἐμπόδιζαν τοὺς ὑπολοίπους νὰ τοῦ συμπεριφέρονται σκληρά. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ σύντομα ἄρχισε νὰ δέχεται τὴν ἐλεημοσύνη.
Ὁ π. Διονύσιος καλλιεργοῦσε τὴν νοερὰ προσευχὴ καὶ σ’ αὐτὴν προόδευσε πολύ. Ἔκρυβε ὅμως τοὺς ἄθλους του μὲ διάφορες παραξενιές, προσπαθῶντας νὰ ἀφήσει σὲ ὅλους τοὺς γνωστοὺς ἐντύπωση ἀνυπολήπτου ἀνθρώπου καὶ σαλοῦ. Συνομιλοῦσε μὲ λίγους, ἀλλὰ τότε ἀπεκαλύπτετο ἡ βαθειά του σοφία καὶ ἡ πεῖρα στὴν πνευματικὴ ζωή. Μὲ ὅλους τοὺς ὑπολοίπους συζητοῦσε μὲ τέτοιον τρόπο, ὥστε, ἂν δὲν τὸν ἐγνώριζες, εὔκολα μποροῦσες νὰ τὸν θεωρήσεις σαλό.
***
Σὲ σπάνιες στιγμές, ὅταν ἄνοιγε τὴν καρδιά του, ὁ Γέροντας ἔλεγε:
-Σήμερα, ἐπειδὴ ἀρετὲς δὲν ὑπάρχουν, οἱ μοναχοὶ σώζονται μόνο διὰ τῶν πειρασμῶν· γι’ αὐτὸ, ὅσοι τοὺς ὑπομένουν θὰ εὑρεθοῦν μὲ τοὺς παλαιοὺς πατέρας, οἱ ὁποῖοι ἠσκοῦντο πολύ. Τὸ νὰ ὑπομένεις τοὺς πειρασμοὺς εἶναι καὶ αὐτὸ ἀρκετό, ἐπειδὴ ἡ ἀγόγγυστη ὑπομονὴ εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὴν προσευχή.
Ὁ διάβολος μᾶς πειράζει, ὄχι ὅσο ἐκεῖνος θέλει, ἀλλὰ ὅσο ὁ Θεὸς τοῦ ἐπιτρέπει. Αὐτὸς μὲ τὶς πονηριές του προσπαθεῖ νὰ ἀναστατώνει τὸν ἄνθρωπο, ὥστε νὰ ἐξασθενήσει ἡ συνείδησή του, καὶ ἢ νὰ ὁδηγηθῆ σὲ ἀπελπισία καὶ ἀπόγνωση, ἢ νὰ πιστεύσει ὅτι δῆθεν εἶναι Ἅγιος. Ὑπάρχουν πλῆθος τεχνάσματα καὶ πανουργίες. Σὲ ὅσους ἐπιθυμοῦν νὰ σωθοῦν, ὁρμᾶ σὰν λυσσασμένος σκύλος. Ἐγὼ τοῦ εἶπα: «Διάβολε, κάνε με ὅ,τι θέλεις». Ἀλλὰ ὁ ἐχθρὸς δὲν εἶναι εἰς θέσιν τίποτε νὰ μοῦ κάνει, ἐπειδὴ ἔχω Πνευματικὸ καὶ κοινωνῶ τῶν Ἁγίων Μυστηρίων. Τί μπορεῖ νὰ κατορθώσει μὲ τὶς ἀπάτες του;
-Ἀλήθεια, τὸν ῥώτησε κάποιος, οἱ πειρασμοὶ προσβάλλουν καὶ ἄνθρωπο ποὺ ζῆ μόνος; Ἐσύ, ἀσκούμενος ἐδῶ, ἔχεις κάποιο ἰδιαίτερο βίωμα;
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...