Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016

Είπε Γέρων Αγιοβασιλειάτης

Στὸν Ἅγιο Βασίλειο παλαιά, δὲν εἶχαν νερὸ οἱ πατέρες, ἰδίως μετὰ τὸν Αὔγουστιο καὶ ἀναγκάζονταν νὰ πηγαίνουν στὴν Κερασιὰ ἢ στὸν Ἅγιο Πέτρο γιὰ νὰ πλένουν τὰ ῥοῦχά τους. Τὰ ἔπλεναν, ἔκαναν τὴν ἀκολουθία τους, στέγνωναν τὰ ῥοῦχα καὶ τὰ ἔπαιρναν μαζί τους. Τὸν ἄλλο μῆνα ἔκαναν πάλι τὸ ἴδιο. Ἦταν πολὺ δύσκολη ἡ ζωὴ ἐδῶ. Τὰ πράγματα ἔφθαναν μὲ δυσκολία. Γι’ αὐτὸ ἔλεγαν οἱ παλαιοί: -Ὅποιος ἀφήνει τὰ κόκκαλά του στὸν Ἅγιο Βασίλειο, ἔχει ἐλπίδα σωτηρίας.
Ἔχει ἀλλάξει τὸ Ὄρος· τὴν ἀλλαγὴ τὴν ἔζησα καὶ ἐδῶ στὴν συνοδεία μου. Μοῦ λένε Τετάρτη νὰ τρῶνε δύο φόρες, καὶ τοὺς λέω: -Ὄχι, διότι ἕνας ἐνάρετος παλαιὸς Γέροντας ἔλεγε, ἂν θέλεις νὰ τρῶς δύο φορές, τὴν μία φορὰ θὰ τρῶς ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι.

Ὅσο μπορεῖτε, οἱ νέοι νὰ κόψετε τὸ ἔξω, νὰ μὴν βγαίνετε στὸν κόσμο. Τότε ἐξασφαλίζετε μία βασικὴ ἀρετή. Λένε ὅτι, ὅταν βγῆ κάποιος ἔξω, χάνει τὴν χάρη τῆς Παναγίας. Ἐγὼ δὲν ἤξερα πῶς χάνεται ἡ χάρη τῆς Παναγίας, ἀλλὰ μοῦ εἶπε ἕνας ἄλλος Γέροντας: -Τὸ ἔπαθα ἐγώ. Δὲν ἔβγαινα ἔξω, ἀλλὰ μὲ μπλέξανε μὲ μία ὑπόθεση στὴν Ἁγία Ἄννα καὶ μὲ ἔβαλαν μάρτυρα. Πῆγα στὴν Θεσσαλονίκη καὶ πῆρα νήματα γιὰ ὅλους τοὺς πατέρες ἐδῶ, γιὰ νὰ μὴν βγαίνουν ἔξω. Εἶδα λοιπὸν μετὰ ποὺ γύρισα ὅτι ὅσες παραστάσεις ἔφερα ἀπὸ τὸν κόσμο, πολλαπλασιάστηκαν, ἐνῶ ὅταν ἦρθα γιὰ νὰ γίνω καλόγερος ὅσες παραστάσεις εἶχα ἀπὸ λαϊκός, ἐξαφανίστηκαν. Αὐτὰ ποὺ φέρνω τώρα σὰν καλόγερος δὲν φεύγουν. Αὐτὴ εἶναι ἡ φυγάδευση τῆς χάριτος τῆς Παναγίας.
Εἶχε πεῖ παλαιὰ στὴν Νέα Σκήτη ἕνας Γέροντας σὲ μία ὁμήγυρη πατέρων ποὺ ἦταν παρὼν καὶ ὁ ἐπίσκοπος Μοσχονησίων, ὅτι ἡ μόνη ἀρετὴ ποὺ θὰ μείνει στὸ Ἅγιον Ὄρος ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς θὰ εἶναι νὰ μὴν βγαίνουν ἔξω οἱ μοναχοί. Καὶ συμφώνησαν ὅλοι. Καὶ ὁ κόσμος ἀναγνωρίζει ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀρετή. Λένε ὅτι ὁ τάδε ἔχει τόσα χρόνια νὰ βγῆ ἔξω. Καὶ ὁ παπα-Μόδεστος ὁ μακαριστὸς ἀπὸ τὴν Κερασιά, εἶχε 50 χρόνια νὰ βγῆ στὸν κόσμο καὶ ὅταν βγῆκε κάποτε, ἔπαιρναν γιὰ εὐλογία τρίχες ἀπὸ τὰ γένεια του καὶ ἔκοβαν κομμάτια ἀπὸ τὰ ῥάσα του, γιατὶ θαύμαζαν ποὺ κάθισε 50 χρόνια στὴν ἔρημο καὶ δὲν βγῆκε ἔξω.
Ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ μοναχοῦ ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ὁ περιορισμός του στὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι ἕνα σιωπηλὸ κήρυγμα γιὰ τὸν κόσμο. Καὶ νὰ θέλει ὁ μοναχὸς νὰ τὸ κρύψει, νὰ κλείσει τὸ στόμα του μὲ καλάϊ, αὐτὸ διδάσκει σιωπηλά. Σκέφτονται ὅτι ὁ μοναχὸς ἄφησε τὰ πάντα καὶ πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος· γιὰ νὰ μένει τόσα χρόνια κάτι βρῆκε.
Ὅσο μποροῦμε νὰ ἀντιγράφουμε τὶς παραδόσεις τῶν παλαιῶν Πατέρων. Ἂν δὲν ξεκινᾶμε παραδοσιακά, δὲν κάνουμε τίποτα. Βλέπω ὅτι σήμερα δὲν ἀκολουθοῦμε τὰ χνάρια τῶν παλαιῶν. Δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε σήμερα μεγάλες ἀσκήσεις. Δύο πράγματα νὰ κρατήσουμε. Τὴν ἀγάπη μεταξύ μας καὶ νὰ μὴν ξεφύγουμε ἀπὸ τὴν μοναχικὴ παράδοση. Δὲν ἀφήνεο ὁ πειρασμὸς νὰ ἔχει ἀγάπη μία συνοδεία. Καὶ παλαιὰ εἴχαμε πειρασμούς, ἀλλὰ ὁ Γέροντας τοὺς προσπερνοῦσε, τοὺς ἔδιωχνε. Τώρα οὔτε καὶ ὁ Γέροντας μπορεῖ, γιατὶ οἱ σημερινοὶ μοναχοὶ ἔχουν μεγάλη γλῶσσα καὶ δύσκολα δέχονται ἢ δὲν δέχονται τίποτε.
Αὐτὸ βέβαια ξεκινᾶ ἀπ’ ἔξω. Ἡ σημερινὴ κοινωνία καὶ ἡ παιδεία δὲν καταρτίζει ὑποτακτικούς, ἀλλὰ ἀντάρτες. Σήμερα εἶναι πανέξυπνα τὰ παιδιά, ἀλλὰ τί νὰ τὸ κάνεις. Εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὸν Χριστό, καὶ οἱ μοναχοὶ μακριὰ ἀπὸ τὴν παράδοση.
Οἰ παλαιοί, εἶχαν ἄλλα μυαλά. Αὐτοὶ ἔκαναν τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν σκέπαζαν. Ἐμεῖς προσπαθοῦμε νὰ ἐπιδειχθοῦμε.
Ἦταν δύσκολα παλαιὰ ἐδῶ στὸν Ἅγιο Βασίλειο. Οὔτε ζάχαρη δὲν εἴχαμε. Μία συνοδεία ἔτρωγε γιὰ δύο χρόνια μόνο πληγούρι. Τὸ ἕμαθε ἕνας γιατρὸς καὶ εἶπε: -Ἡ ἐπιστήμη τῆς ἰατρικῆς φθάνει μόνο μέχρι τὴν Δάφνη. Ἀπὸ ‘κεῖ καὶ πέρα ἐσεῖς ἔχετε ἄλλη ἐπιστήμη.
Οἱ παλαιοί, εἶχαν αὐταπάρνηση καὶ ἐμπιστοσύνη στὴν Παναγία. Εἴχαμε μία ἀγρυπνία καὶ εἶχε ἔρθει ἐδῶ ὁ παπα-Ξενοφῶν ἀπὸ τὴν Καψάλα,. Δὲν ἦταν καλὰ καὶ ἀνέβασε πυρετό. Τοῦ εἶπε κάποιος νὰ βάλει θερμόμετρο. -Ὄχι, δὲν χρειάζεται, ἀπάντησε, ξέρει ἡ Παναγία πόσο πυρετὸ ἔχω. Τελείωσε ἡ ἀγρυπνία καὶ ἐπέστρεψε στὸ Καψάλα μὲ τὰ πόδια μαζὶ μὲ τὸν ὑποτακτικό του. Τέτοιους ἀνθρώπους δὲν βρίσκεις σήμερα. Ἡ γενεὰ ἡ σημερινὴ εἶναι ἀδύνατη. Οἱ καιροί μας εἶναι δύσκολοι. Δὲν εἶναι καιροὶ γιὰ προκοπή. Τοὐλάχιστον νὰ συντηρηθοῦμε ἐκει ποὺ εἴμαστε, νὰ μὴν πᾶμε παρακάτω. Δὲν ὑπάρχουν ἀναστήματα.
Μέχρι τὸ 1991 δὲν ὑπῆρχαν ζῶα στὸν Ἅγιο Βασίλειο. Μᾶς τὰ κουβαλοῦσαν οἱ Δανιηλαῖοι μέχρι τὸ Κελλί τους, καὶ ἀπὸ ‘κεῖ τὰ φορτωνόμεθα στὴν πλάτη. Μᾶς ἔλεγε ὁ Γέροντας ὅτι, ἂν δὲν γογγύζωμε, ὁ Θεὸς κουφίζει τὸ βάρος· καὶ ὄντως τὸ ζούσαμε. Ἐρχόμεθα ἐδῶ, ἀλλάζαμε φανέλα καὶ μᾶς φαινόταν ὅτι εἴμαστε στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Τόση εὐφροσύνη καὶ χαρὰ εἴχαμε μέσα μας, καὶ ἰδιαιτέρως γιὰ τὰ πράγματα ἄλλων ἡλικιωμένων πατέρων ποὺ κουβαλούσαμε.
Εἶχε κόπο ἡ ζωὴ τότε. Ὅμως αὐτὸς ὁ κόπος δημιουργοῦσε μία ἀγάπη, μία συμπόνια καὶ μὲ τοὺς γειτόνους καὶ μὲ τοὺς παραδελφούς· ἐνῶ τώρα, ὅπου ὑπάρχουν μουλάρια καὶ εὐκολίες, αὐτὴ ἡ ζεστασιὰ ἐλαττώνεται. Τρόπον τινὰ ὁ κόπος καὶ οἱ δυσκολίες μᾶς ἑνώνουν μεταξύ μας, ἐνῶ οἱ εὐκολίες μᾶς ἀπομακρύνουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Related Posts Plugin for WordPress,  Blogger...