Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

Ἡ ταλαιπωρία τοῦ ἀρρώστου καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεὸ...Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου

-Γέροντα, ἄν κάποιος ἔχη μιά βαρειὰ ἀρρώστια καὶ ἀποφασίση νὰ ἀφεθῆ στὸν Θεό, θὰ κάνη καλά;
-Ἅμα δὲν ἔχη ὑποχρεώσεις, ὅ,τι θέλει κάνει. Ἅμα ὅμως ἔχη ὑποχρεώσεις, αὐτὸ θὰ ἐξαρτηθῆ καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Καὶ ἐγὼ πῆγα στὸν γιατρό «ἄκων καὶ μὴ βουλόμενος»....
Ἄν δὲν πήγαινα γιὰ ἐκείνη τὴν «ἁπλὴ ἐξέταση» ποὺ εἶπε ὁ γιατρός, θὰ ἔκλεινε τελείως τὸ ἔντερο. Ὁπότε θὰ ἔπινα μόνο λίγο ὑγρὰ καὶ μετὰ πάει, θὰ τελείωναν ὅλα. «Μιὰ ἁπλὴ ἐξέταση», μοῦ εἶπε, καὶ μπῆκα σὲ ἕναν τέτοιο κύκλο...
Ἀξονικὲς ἀπὸ ἐδῶ, καρδιολόγος ἀπὸ ἐκεῖ, τώρα τὰ λευκὰ αἱμοσφαίρια κατέβηκαν, τώρα ἀνέβηκαν, κοψίματα, μπαλώματα.... Καὶ τελικὰ τί βγῆκε; Ὅπως πάω, θὰ καθήσω ἐδῶ....


Συνήθως λέμε: «Οἱ ἄρρωστοι πρῶτα νὰ φροντίσουν νὰ βοηθηθοῦν ἀνθρωπίνως καὶ σὲ ὅ,τι δὲν μποροῦν νὰ βοηθηθοῦν ἀνθρωπίνως θὰ βοηθήση ὁ Θεός». Ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ ξεχνοῦμε ὅτι, γιὰ νὰ βοηθηθοῦν ἀνθρωπίνως οἱ ἄνθρωποι ποὺ πάσχουν ἀπὸ κάποια βαρειὰ ἀρρώστια, περνοῦν μεγάλη ταλαιπωρία, ὁλόκληρο μαρτύριο.

Πρέπει νὰ κάνουν ἕνα σωρὸ ἐξετάσεις, ἐγχειρήσεις, μεταγγίσεις, χημειοθεραπεῖες, ἀκτινοβολίες. Τρυπήματα γιὰ τὶς μεταγγίσεις, τρυπήματα γιὰ τοὺς ὀρούς..... Νὰ σπάζουν φλέβες, νὰ τοὺς βάζουν τὴν τροφὴ ἀπὸ τὴν μύτη, νὰ μὴν μποροῦν νὰ κοιμηθοῦν.... Καὶ ὅλα αὐτά, γιὰ νὰ γίνη αὐτὸ ποὺ γίνεται ἀνθρωπίνως. Κατάλαβες; Δὲν εἶναι κάτι ἁπλό, πρόκειται λ.χ. γιὰ μιὰ πληγὴ ποὺ μάζεψε πύον καὶ πρέπει νὰ σπάση, γιὰ νὰ βγῆ τὸ πύον, καὶ μετὰ θὰ γίνουν καλά.
Ἐδῶ τοῦτα εἶναι ὁλόκληρη διαδικασία. Γι’ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ ἐπαναπαυώμαστε καὶ νὰ λέμε «ἐντάξει, αὐτὸς ὁ ἄρρωστος ἔπεσε σὲ καλοὺς γιατρούς», ἀλλὰ νὰ ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν ὅτι, γιὰ νὰ βοηθηθῆ ὁ ἄρρωστος ἰατρικά, πρέπει νὰ περάση μιὰ ὁλόκληρη ταλαιπωρία καὶ νὰ προσεύχεται μὲ πόνο νὰ τοῦ δίνη ὁ Χριστὸς ὑπομονή. Νὰ φωτίζη τούς γιατρούς, γιατὶ οἱ γιατροί μπορεῖ νὰ κάνουν λάθη, ἰδίως ἄν δὲν ἔχουν ταπείνωση.

Βλέπεις, ὅταν χαλάση τὸ σπίτι, ὁ νοικοκύρης τοῦ σπιτιοῦ δὲν μπορεῖ νὰ σταθῆ. Ἔτσι καὶ ὁ νοικύρης τοῦ σώματος, ἡ ψυχή, δὲν μπορεῖ νὰ σταθῆ, ἄν χαλάση τὸ σπίτι της, τὸ σῶμα. Καὶ τώρα προσπαθοῦν νὰ κρατήσουν τὸν νοικοκύρη μέσα στὸ σπίτι μὲ τὸ σίδηρο, μὲ τὸ ....ἀτσάλι, μὲ βιταμίνες Α,Β,C...., νὰ βοηθήσουν δηλαδὴ τοὺς ἀρρώστους μὲ τὴν ἐπιστήμη, ἀλλὰ δὲν βοηθιοῦνται ὅλοι καί, μὲ τὴν βοήθεια ποὺ τοὺς προσφέρουν, ἁπλῶς παρατείνεται μᾶλλον ὁ πόνος.

Γιατὶ δὲν φθάνει μόνον ἡ ἐπιστήμη. Χρειάζεται καὶ πίστη καὶ προσευχή. Καμμιὰ φορὰ βλέπω καὶ ἐδῶ στὸ μοναστήρι τὶς ἀδελφές ποὺ εἶναι γιατροὶ νὰ θέλουν περισσότερο μὲ τὴν ἐπιστήμη τους νὰ βοηθήσουν τὸν ἄρρωστο παρὰ μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη στὸν Θεὸ καὶ μὲ τὴν προσευχή. Ἡ καρδιακὴ ὅμως προσευχὴ θὰ τὶς δώση ἀνώτερο ἰατρικὸ πτυχίο, διότι θὰ σταματοῦν τὴν ἀνθρώπινη ἐπιστήμη.

Ὅταν καλλιεργηθῆ ἡ ἀγάπη μὲ τὸν πόνο γενικὰ γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, τότε ἐνεργοῦν οἱ θεῖες δυνάμεις, ἀρκεῖ νὰ ὑπαρχη βαθειὰ ταπείνωση στὴν ψυχή, γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανευθῆ καὶ ἀδικήση τὸν Θεὸ νομίζοντας ὅτι εἶναι δικές της αὐτὲς οἱ δυνάμεις.

Δὲν πρέπει νὰ ξεχνοῦμε ὅτι ὁ Χριστὸς μπορεῖ ἀκόμη καὶ αὐτὰ ποὺ δὲν θεραπεύονται ἀπὸ γιατροὺς νὰ τὰ θεραπεύση, ἀλλὰ πρέπει νὰ ὑπάρχη σοβαρὸς λόγος καὶ ὁ πιστὸς νὰ εἶναι πολὺ πιστὸς καὶ πολὺ δοσμένος στὸν Χριστό.

-Δηλαδή, Γέροντα, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ὑποφέρουν, νὰ μὴ ζητοῦν ἰατρικὴ βοήθεια;
-Δὲν ἐννοῶ αὐτὸ, βρὲ παιδί! Δὲν λέω «μὴν τοῦ βάζης λ.χ. ὀξυγόνο», γιὰ νὰ σκάση ὁ ἄνθρωπος. Θέλω νὰ πῶ, τί τραβάει ὁ ἄρρωστος, γιὰ νὰ βοηθηθῆ ἀνθρωπίνως, καὶ ὅτι πρέπει νὰ κάνουμε προσευχὴ νὰ βοηθάη ὁ Χριστὸς τοὺς ἀρρώστους, γιὰ νὰ μὴν ταλαιπωροῦνται. Ἄν κάτι εἶναι σοβαρό, νὰ παρακαλοῦμε τὸν Χριστὸ νὰ τὸ πάρη μὲ ἕνα χάδι Του.

Γιατὶ ὁ Χριστός, λίγο ἄν χαϊδέψη τοὺς ἀρρώστους στὸ χέρι, φεύγουν ὅλα καὶ γίνονται καλά! Οὔτε φάρμακα χρειάζονται μετὰ οὔτε φαρμάκια. Κι ἄν τοὺς χαϊδέψη στὸ πρόσωπο, εἶναι ἀκόμη καλύτερα. Ἄν τοὺς ἀγκαλίαση κιόλας, θὰ μαλακώση καὶ ἡ καρδιά τους! Καταλάβατε; Χρειάζεται ὅμως μεγάλη πίστη. Ἄν δὲν ἔχη πίστη ο ἴδιος ὁ ἄρρωστος, δὲν γίνεται καλά.

Λόγοι Αθωνιτών πατέρων: Λόγος περί Οσιακού τέλους



Γέρων Θεόφιλος Λαυριώτης
40.  Πρώην εγγονός του αείμνηστου ησυχαστού Χαρίτωνος υπήρξε και ο Χαρίτων μοναχός, ο Καυσοκαλυβίτης. Ακολούθησε τα ευλογημένα ίχνη του παππού του και επιδόθηκε στην άθληση και τα κατορθώματα της ασκήσεως, νέος όταν ήταν ακόμη. Πολλές φορές έπεφτε σε έκσταση ενώ έτρωγε. Αδιάκοπη νίψη και αδιάλειπτος προσευχή ήταν η ζωή του. Και ο θάνατος του οσιακός και αυτός. Έπεσε κατάκοιτος στο κρεβάτι και στα τελευταία του έβλεπε ουράνια οπτασία. Πάτερ Αθανάσιε, έλεγε στον παραδελφό του, κοίταξε. Που βρέθηκαν τόσο μικρά ολόλευκα παιδάκια; Ω, τι ωραία, κοίτα. Κρατούν λουλούδια στα χεράκια τους. Σε ευχαριστώ Θεέ μου, που με αξίωσες να δω τους αγγέλους σου.


41.  Ο Λαυριώτης γέρων Θεόφιλος φρόντισε για τα μνημόσυνά του και είχε δώσει χρήματα για τα επιμνημόσυνα έξοδα. Προ του θανάτου του μοίρασε όλα τα προσωπικά του είδη στους αδελφούς και πατέρας.


42.  Ένας καλός και ενάρετος ιερομόναχος της ιερά μονής του αγίου Παύλου, απεβίωσε, βρισκόμενος έξω την Μονής σε ένα βραχάκι καθισμένος και ευλογών με το δεξί του χέρι.

Γέρων Αββακούμ
  
  43.  «Χριστέ μου, το μέγα Σου έλεος» Αυτοί ήταν οι τελευταίοι λόγοι του γέροντος Αββακούμ του ανυπόδητου, με τους οποίους λόγους και εκοιμήθη με ειρήνη.

  
  44.  Ένας μοναχός ρώτησε ένα άλλο γέροντα, ηλικίας άνω των 100 χρονών. Τώρα που θα φύγεις από τον πρόσκαιρο αυτό κόσμο τι αισθάνεσαι; Αισθάνομαι τόσο χαρούμενος και ειρηνικός σαν να πηγαίνω σε γάμο είπε.

  
  45.  Ένας μοναχός εκοιμήθη επικαλούμενος τις τελευταίες στιγμές του βίου του το Πανάγιο Πνεύμα, λέγων  το Πνεύμα το Αγιον. Το Πνεύμα το Αγιον. Το Πνεύμα το Αγιον. Το είπε τρεις φορές και ξεψύχησε.

Ερημίτης Φιλάρετος
  
  46.  Οσιακή η ζωή, οσιακό και το τέλος του ερημίτου Φιλάρετου φίλου της αρετής και της ερήμου. Λίγο πριν κοιμήθη, κάλεσε δυο αδελφούς των Δανιηλαίων, Δανιήλ και Ακάκιο και αφού τους είπε πολλά περί της νοεράς προσευχης και την μοναχικής πολιτείας, κατόπιν σηκώθηκε όρθιος και παρακάλεσε να του ψάλουν τον εθνικό ύμνο του Άθωνος, δηλαδή το «Άξιον εστίν». Στάθηκε προσοχή και άκουσε ευφραινόμενος και με δάκρυα ως συνήθως. Μετα τους αγκάλιασε τους ησπάσθη με το εν Χριστώ ασπασμό και τους είπε. Αδέλφια μου, αγγελούδια της Παναγίας, δεν πρόκειται να σας ξαναδώ με τα μάτια του σώματος μου, γιατί με κάλεσε ο Κύριος, με την πρεσβεία της Παναγίας και των αγιορειτών Πατέρων, να με πάρει στα ουράνια θεία Σκηνώματα. Την άλλη μέρα που τον επισκέφτηκαν να τον δουν και να λάβουν την ευχή του, είχε σχηματιστεί μόνος του με σταυρωμένα τα χέρια; Πάνω στο ξύλινο κρεβατάκι του με τα μάτια κλειστά, σαν να κοιμάται τον φυσικό ύπνο.


Ασκητής Πέτρος
  47.  Όταν ο ενάρετος και ο υπαίθριος ασκητής Πέτρος προαισθάνθηκε το τέλος του, πήγε και αποχαιρέτησε τους πατέρες και αδελφούς της ερήμου. Δεν θα ξαναϊδωθούμε έλεγε στο γέροντα Γεράσιμο τον Υμνογράφο. Ήταν παραμονή του οσίου Πέτρου του Αθωνίτου όταν επέστρεψε στην σπηλιά, όπου υπάρχει και ναός προς τιμή του αγίου. Είχαν συγκεντρωθεί όλοι οι ερημίτες για το πανηγύρι. Μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων. Ευχήθηκαν οι πατέρες και οι αδελφοί για την γιορτή του καλό παράδεισο γέρο – Πέτρο με το ασκητικό κέρασμα, είπε το «αμήν» και εκοιμήθει με ειρήνη. Λίγες μέρες πριν είχε μεταβεί στις Καρυές , χαιρέτισε τους πάντες, έδωσε το εργόχειρων του για να εξασφαλίσει χρήματα για τα έξοδα της κηδείας και για σαρανταλείτουργο.

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

Μοναχός Νεκτάριος Γρηγοριάτης




Το 2003 κυκλοφόρησε ένα χαριτωμένο αγιορείτικο βιβλίο. Περιέχει διδακτικές διηγήσεις, περιστατικά και ιστορίες από την ζωή παλαιτέρων και νεωτέρων Πατέρων του Άθωνος. Τιτλοφορείται: Αγιορείτικα ανέκδοτα και διηγήσεις και όχι μόνο. Συγγραφεύς φέρεται ο μοναχός Νικάνωρ Καυσοκαλυβίτης.
Τα διηγήματά του γραμμένα με απλή και κατανοητή γλώσσα, είναι διδακτικά και ωφέλιμα για κάθε καλοπροαίρετο αναγνώστη. Ανάμεσα σ  ατά τα περιστατικά ευρήκα και την ζωή του π Νεκταρίου Γρηγοριάτου μοναχού, η οποία λόγω της μεγάλης ωφελείας που θα προσφέρη, σκέφθηκα να την καταχωρήσω εδώ σ  ατό το  Γρηγοριάτικο Γεροντικό, εφ  σον κι αυτός συγκαταλέγεται στην χορεία των παλαιοτέρων Γρηγοριατών πατέρων. Παρουσιάζω την περιπετειώδη βιογραφία του, χωρίς ν  λλοιώσω τα ιστορικά της στοιχεία, ενώ η σύνταξις του κειμένου θα φέρη τον προσωπικό χαρακτήρα του γράφοντος. Στην ιερά Μονή του Οσίου Γρηγορίου μετέβη, πριν από 100 χρόνια, κάποιος νέος να μονάση. Ασφαλώς τότε ηγούμενος ήτο ο ικανώτατος Γέροντας αρχιμ. π.Συμεών Αγγελίδης, ο εκ Τριπόλεως Πελοποννήσου, ο οποίος εχρημάτισε ηγούμενος από το 1860 μέχρι το 1906.
Γεννήθηκε ο μοναχός αυτός, άγνωστο πότε, στην Πάτρα και το βαπτιστικό του όνομα ήτο Νικόλαος. Σύμφωνα με την τάξι του Αγίου Όρους, δοκιμάσθηκε επί μία τριετία και μετά εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός ονομασθείς Νεκτάριος. Την εποχή εκείνη, λόγω πτωχείας, ίσως είχε ευλογία κάθε μοναχός, ακόμη και κοινοβιάτης, να ασχολήται με κάποιο εργόχειρο για τα προς το ζην αναγκαία. Ίσως ο μοναχός Νεκτάριος να ζούσε εκτός της Μονής σαν εξαρτηματικός και ησχολείτο με κάποιο εργόχειρο για να καλύπτη τα απολύτως αναγκαία της ζωής του. Ήθελε, λοιπόν, ν  γοράση παπούτσια και μερικά άλλα προσωπικά του αντικείμενα.
Ζήτησε ευλογία από τον Γέροντά του να πάη στην Θεσσαλονίκη για να πωλήση το εργόχειρό του. Δεν μας είναι γνωστό τι κατεσκεύαζε. Ο Γέροντάς του του απήντησε:
-Δεν πρέπει να βγης, έξω π. Νεκτάριε. Είσαι νέος μοναχός και ίσως κινδυνεύσης.
-Γέροντα, θα πάω να πωλήσω τα εργόχειρό μου και να ψωνίσω ο, τι προσωπικό μου χρειάζομαι και να επιστρέψω. Ο Γέροντας όμως δεν ευλογούσε την έξοδό του, αλλά και ο μοναχός δεν παραιτείτο από το θέλημά του. Τελικά υπεχώρησε ο Γέροντάς του και του είπε:
-Πήγαινε, αλλά δεν θα καθυστερήσης περισσότερο από τρεις ημέρες. Δηλαδή δύο ημέρες το ταξίδι σου και μία ημέρα για τα ψώνια σου.
Έφυγε ο π. Νεκτάριος κι έφθασε στην Θεσσαλονίκη. Ενώ εβάδιζε κοντά στον Βαρδάρη, ύψωσε το βλέμμα του σ  ένα μπαλκόνι και είδε μία κοπέλλα να τινάζη τις κουβέρτες. Αλλά και η κοπέλλα τον είδε και  επίμονα με το βλέμμα της τον περιεργαζόταν.
Αυτός ενόμισε ότι η κοπέλλα τον εκύτταξε με πονηρό λογισμό. Από εκείνη την στιγμή μπήκε μέσα του ο πειρασμός. Την επομένη ημέρα ξαναπέρασε πάλι από εκεί μήπως και την ιδή. Το ίδιο έκανε και τις υπόλοιπες ημέρες.
Οι λογισμοί του να εγκαταλείψη τον μοναχικό του Σχήμα για να κερδίση την κοπέλλα, φούντωσαν μέσα του. Δεν χάνει καιρό και θέτει σε εφαρμογή το σατανικό αυτό σχέδιο. Κάποιο απόγευμα έβγαλε τα ράσα του, έκοψε τα γένεια του και συνέχισε σαν λαϊκός πλέον τώρα να συχνάζη σ  εκείνη την εστία του πειρασμού. Δεν άργησε να προχωρήση και σε άλλα μέτρα για να μη χάση…το δόλωμα, που ο διάβολος του είχε βάλει μπροστά του. Ενοίκιασε δωμάτιο κοντά σ  αυτή την γειτονιά και εν συνεχεία έψαχνε να βρη δουλειά. Γνωρίσθηκε με κάποιον, ο οποίος και τον πήρε στην δουλειά του. Μία ημέρα είπε σ  ατόν που ήταν αφεντικό του στην δουλειά:
-Αυτή η κοπέλλα που μένει απέναντί μας, την έχω συμπαθήσει και θέλω να την κάνω γυναίκα μου.
-Τι λες βρε Νίκο; Είναι αλήθεια; Ξέρεις αυτή η κοπέλλα είναι αδελφή ενός πολύ καλού φίλου μου. Θα κάνω το παν να σε γνωρίσω μαζί του.
Πράγματι γνωρίσθηκε ο Νικόλαος με τον αδελφό της κοπέλλας και ένα βράδυ επήγαν μαζί στο σπίτι της. Τους υποδέχθηκε η μητέρα της κοπέλλας και τους προσέφερε ένα κέρασμα.
Επήγε και πάλι και πάλι ο Νικόλαος στο σπίτι της κοπέλλας. Τότε  είπε ο φίλος του στον αδελφό της κοπέλλας:
-Ο νεαρός Νικόλαος που εγνώρισες έχει ερωτευθή την αδελφή σου και θέλει να την κάνη γυναίκα του.
-Αλήθεια, λες βρε Γιώργο;
-Ναι, είναι σοβαρός άνθρωπος.
-Το βλέπω κι εγώ ότι είναι σοβαρός. Θα το ειπώ στην μητέρα μου.
Η μητέρα του, όταν έμαθε το νέο αυτό, απόρησε και τον ερώτησε:
– Βρε παιδί μου, αυτός δεν είναι απ  εδώ, είναι από την Πάτρα. Πως θα δεχθή να φτιάξη οικογένεια μακριά από τους ιδικούς του συγγενείς;
Τελικά συζήτησαν το θέμα όλοι μαζί και οι γονείς τους. Η κοπέλλα τους είπε:
-Εγώ, μητέρα, δεν έχω σκοπό να παντρευτώ ακόμη. Τελικά η κοπέλλα δέχθηκε τις πιεστικές προτάσεις των γονέων της και υποσχέθηκε να υπαντρευθή.
Έτσι μία ημέρα έγιναν οι γάμοι του Νικολάου και της Όλγας. Γρήγορα απέκτησαν και το πρώτο τους παιδί.
Στο Μοναστήρι οι Πατέρες περίμεναν τον μοναχό Νεκτάριο, αλλά ακόμη δεν φαινόταν πουθενά…Ο Ηγούμενος και όλοι οι Πατέρες έμαθαν για τα …κατορθώματά του και έκαναν προσευχή. Παρακαλούσαν τον Θεό να τον συγχωρήση και να λάβη την απόφασι να επιστρέψη.
Ο μοναχός Νικόλαος συνέχιζε κανονικά την κοσμική του ζωή, μη μεριμνώντας για τίποτε άλλο παρά μόνο για την οικγένειά του, το παιδί του και και τις δουλειές του. Κάθε ανάμνησι για το παρελθόν την απέφευγε διότι τον εμπόδιζε στην απόλαυσι της κοσμικής του ζωής.
Κάποια ημέρα, περίοδος καλοκαιριού, επήγε με το παιδί του, ηλικίας τότε οκτώ ετών, στην παραλία για να κάνουν το μπάνιο τους. Μετά το λούσιμο στην θάλασαα, βγήκε έξω να παίξη τόπι με τον παιδάκι του. Σε μια στιγμή του είπε το παιδί του:
-Μπαμπά, τι είναι αυτό το μαύρο πανί που έχεις επάνω σου;
-Δεν φορώ κάποιο μαύρο πανί επάνω μου, παιδί μου!  Δεν βλέπεις ότι είμαι μόνο με το “μαγιώ”;
-Εγώ βλέπω να φορής ένα μαύρο πανί με κόκκινα γράμματα και με κόκκινο σταυρό στο στήθος σου.
Εδώ ο Θεός  άκουσε τις προσευχές του Γεροντός του και των Αδελφών της Μονής του και έδωσε την δυνατότητα στο παιδάκι του να ιδή με τα νοερά καθαρά του μάτια το υπερφυσικό αυτό φαινόμενο. Είδε να έχει ενδυθή ο πατέρας του με το Αγγελικό Σχήμα. Αυτό σημαίνει ότι το Σχήμα του μοναχού αποτυπώνεται σαν σφραγίδα στο στήθος και στην ζωή του μοναχού. Έτσι, κι αν ακόμη ο μοναχός αρνηθή το Σχήμα του, το Σχήμα όμως δεν τον αρνείται. Τον ακολουθεί και αυτός ενώπιον του Θεού θα σταθή και θα κριθή σαν μοναχός Μεγαλόσχημος.
Ο πατέρας του κατάλαβε αμέσως τι του έλεγε το παιδί του. Σκέφθηκε και μονολόγισε μόνος του: “Ακόμη με θυμάται και μ  γαπ ο Θεός!  Μετά είπε στο παιδί του:
-Φεύγουμε. Ετοιμάσου να πάμε στο σπίτι μας.
Έφθασαν στο σπίτι, αλλά ο Νικόλαος, όπως ήτο στενοχωρημένος, φαινόταν  αγνώριστος από την γυναίκα του.
-Τι έχεις, βρε Νίκο, γιατί είσαι τόσο στενοχωρημένος; Άλλη φορά ήσουν πάντα χαρούμενος και γελαστός. Κάτι σοβαρό σου συμβαίνει. Θέλω να μου το ειπής.
-Ετοίμασε να φάμε και μετά θα σου ειπώ τα πάντα με ειλικρίνεια.
Μετά το φαγητό, έβαλαν το παιδί να κοιμηθή και τότε ο Νικόλαος της απεκάλυψε για πρώτη φορά στην γυναίκα του τα εξής:
-Άκουσέ με, Όλγα. Εγώ, πριν σε γνωρίσω και σε ζητήσω για γάμο ήμουν μοναχός στο Άγιον Όρος. Ήλθα για δουλειές μου στην Θεσσαλονίκη. Σε είδα, σε ερωτεύθηκα. Πέταξα τα ράσα μου και το Σχήμα μου, εγκατέλειψα τις καλογερικές μου υποχρεώσεις και το μοναστήρι μου για να πάρω εσένα. Σήμερα το παιδί μας, με θεία νεύσι, είδε επάνω στο στήθος μου το Αγγελικό μου Σχήμα, το οποίον και κατερύπωσα με αυτή την άσωτη ζωή μου..
-Τι είναι αυτά που λέγεις, βρε Νίκο; Αν είναι αλήθεια αυτά που μου λέγεις, τότε είσαι δολοφόνος…Κατέστρεψες τρία σπίτια: Το δικό μας, της μητέρας μου και επρόσβαλλες το μοναστήρι σου και το Άγιο Σχήμα σου…Σήκω και φύγε αμέσως…Και τα δάκρυά της επήγαιναν ποτάμι. Ήτο άνθρωπος της εκκλησίας..
-Θα φύγω της είπε αυτός και θα γυρίσω στο Μοναστήρι μου. Αν με κρατήσουν θα μείνω για πάντα εκεί και εκεί θα πεθάνω. Εάν δεν με κρατήσουν, θα σκεφθώ που θα πάω..
-Φύγε, αμέσως για το μοναστήρι σου. Μη σκέπτεσαι εμένα και το παιδί μας. Θα φροντίση για εμάς ο Θεός. Φύγε για να μη καταδικασθής αιώνια. Όσο καθυστερής στον κόσμο, τόσο παροργίζεις τον Πανάγαθο Θεό μας. Εάν κάνης έτσι και μετανοήσης ειλικρινά θα σε συγχωρέση ο Θεός και θα σε σώση…
-Σε παρακαλώ, της είπε, μην ειπής τίποτε στο παιδί μας. Όταν μεγαλώση θα μάθη από σένα ποιός είναι και που είναι ο πατέρας του…
Πράγματι, έφθασε στο μοναστήρι του συντετριμμένος σαν τον άσωτο υιό ο Νεκτάριος. Μόλις τον είδε ο Γέροντάς του, τον γνώρισε, τον αγκάλιασε και τον έφερε μέσα στο Μοναστήρι.
Ο Νεκτάριος έπεσε στα πόδια του και με στεναγμούς παρακαλούσε και του έλεγε:
-Γέροντά μου, συγχώρεσέ με. Είμαι ο δεύτερος άσωτος γυιός. Δεν είμαι άξιος να στέκομαι μπροστά σου. Κατεμόλυνα το Σχήμα μου, το οποίο από τα χέρια σου έλαβα. Δεν έχω  μάτια να σ  ντικρύσω. Δέξαι με όχι σαν δούλο σου, όχι σαν γυιό σου, αλλά σαν το σκουλήκι και το σκουπίδι της γης.
Εν τω μεταξύ ήλθαν κι οι άλλοι Αδελφοί και Πατέρες. Άλλοι έκλαιγαν και άλλοι εχαίροντο για την επιστροφή του. Σηκώθηκε ο Γέροντάς τους, παπά Συμεών, τον αγκάλιασε και πήγανε μαζί στο Αρχονταρίκι. Εκεί του εξωμολογήθηκε ο Νεκτάριος όλα τα παθήματά του. Και ο Γέροντάς του του είπε:
-Παιδί μου, όλοι εμείς, εγώ ο Γέροντάς σου και οι Αδελφοί σου σε δεχόμεθα και πάλι στο μοναστήρι. Όμως θα πας να μείνης στην σπηλιά του Οσίου Γρηγορίου, του Κτίτορος της Μονής μας.
Ο Νεκτάριος δέχθηκε την εντολή του π. Συμεών και τον ευχαρίστησε διότι τον δέχθηκαν και πάλι στο μοναστήρι.
Ο Γέροντάς του του έδωσε μία φραντζόλα ψωμί και νερό και τον επήγε ο ίδιος να τον εγκαταστήση μέσα στην σπηλιά. Εκεί επέρασε ο Νεκτάριος ένα μήνα μ  ατό το ψωμί. Όταν πεινούσε έτρωγε και λίγα χόρτα, απ  ατά που φύτρωναν έξω εκεί στα κηπάρια του Καθίσματος της Παναγίας. Είχε βέβαια πολύ αδυνατίσει.
Μετά από ένα μήνα τον επισκέφθηκε και πάλι ο Γέροντάς του και του έφερε νερό και ψωμί. Τον ερώτησε:
-Πως είσαι, πάτερ Νεκτάριε;
-Καλά με τις ευχές σας, Γέροντα. Δόξα σοι ο Θεός, πολύ καλά.
-Θα έλθη καιρός να κατέβης και κάτω στο Μοναστήρι μας, αλλά όχι τώρα.
Τώρα μόνο εσύ θα κάνης νηστεία, αγρυπνία και προσευχή για να δεχθή την μετάνοιά σου ο Θεός.
Μετά από αρκετό καιρό του μετέφερε ο Γέροντάς του μέσα σε μία στάμνα βρεγμένα όσπρια. Του είπε:
-Πάρε αυτή την στάμνα με τα όσπρια, όσα είναι μέσα. Θα βάζης το χέρι σου μόνο μία φορά την ημέρα και όσα βγάζης, θα τα τρως. Πάρε κι αυτά τα δύο πρόσφορα και το νερό σου.
Ήλθε καιρός και πέθανε ο παπά Συμεών και τον διαδέχθηκε ο παπά Ιάκωβος. Συνέχιζε κι αυτός να του πηγαίνη τρόφιμα καό νερό, όπως ο προηγούμενος.
Με τις προσευχές και τα δάκρυα καθαρίσθηκε η ψυχή του π. Νεκταρίου. Ήδη είχε φθάσει και 75 ετών.
Μία ημέρα τον ερώτησε ο Ηγούμενος:
-Πως πας, Αδελφέ;
-Καλά, δόξα σοι ο Θεός, Γέροντα. Και άρχισε να κλαίη ασταμάτητα. Μόλις ησύχασε λίγο, είπε στον Γέροντά του:
-Γέροντα, έρχεται ένα πουλάκι και μου κάνει παρέα.
Ο Γέροντας κατάλαβε ότι ήτο το Άγιο Πνεύμα, αλλά  τον ρώτησε:
–Τι πουλάκι είναι αυτό, Νεκτάριε;
-Να, είναι ένα άσπρο και ωραίο πουλάκι. Έρχεται και με κυττάει. Μου κάνει παρέα και μετά από λίγο φεύγει και πάλι έρχεται.
-Καλά, παιδί μου, συνέχισε την προσευχή σου.
Τελικά ο π. Νεκτάριος έφθασε στην ηλικία των 80 ετών.
Μία ημέρα τον επισκέφθηκε και πάλι ο Γέροντάς του και τον ρώτησε:
-Πως πας, Αδελφέ Νεκτάριε;
-Καλά, Γέροντα. Να το πουλάκι ήλθε και πάλι πολύ κοντά μου. Άπλωσα το χέρι μου να το πιάσω, αλλά αυτό μ  να πήδημα μπήκε μέσα στο στόμα μου και από τότε πάλι δεν έρχεται. Τώρα πως θα το βγάλω από μέσα μου; Και άρχισε να κλαίη.
-Δεν πειράζει. Μην ανησυχής, Νεκτάριε. Τώρα είναι καιρός να γυρίσης στο μοναστήρι μας. Θα μένης στο γηροκομείο και θα σ  χουμε κοντά μας.
-Όχι, του είπε ο π. Νεκτάριος. Καλά είμαι εδώ. Άφησέ με να πεθάνω εδώ στην σπηλιά σε παρακαλώ.
-Όχι, του είπε ο Γέροντάς του, πρέπει να κάνης υπακοή και να κατέβης στην Μονή.
-Και αφού ήτο θέμα υπακοής, κατέβηκε μαζί του στην Μονή ο π. Νεκτάριος και έμενε πλέον στο γηροκομείο. Σε ηλικία 85 ετών εκοιμήθη εν Κυρίω. Έκαμαν την κηδεία του και στα τρία χρόνια έβγαλαν τα οστά του. Τι το εξαίσιο και θαυμάσιο; Τα οστά του ευωδίαζαν. Απ  ατό αντιλαμβάνεται ο καθένας τι καρπούς πνευματικούς ημπορεί να φέρη η υπακοή και η μετάνοια.
Δόξα στον Πανοικτίρμονα Θεό μας, ο Οποίος δέχθηκε την μετάνοια του μοναχού Νεκταρίου και τον επανέφερε όχι μόνο στην μοναχική τάξι, στην οποία ευρισκόταν και παλαιότερα, αλλά και τον αρίθμησε μεταξύ των χορών των αγίων της Εκκλησίας μας.
Αιωνία η μνήμη του οσίου γέροντος Νεκταρίου, ο οποίος ανήλθε εξ άδου κατωτάτου και μας άφησε σαν πνευματική κληρονομία το υπέροχο παράδειγμα της συνεχούς μέχρι θανάτου μετανοίας του.
Κύριε Ιησού Χριστέ πρεσβείαις πάντων των Οσίων Γεροντάδων μας και του αγίου Γέροντός μας π. Γεωργίου αξίωσον και ημάς της αιωνίου μακαριότητος. Αμήν.

Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου
Άγιον Όρος Άθω

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

θεώρησε τον εαυτό σου μάρτυρα

 
Εάν θέλεις να δώσεις κάτι σε αυτόν που έχει ανάγκη, δώσε το με όμορφο πρόσωπο, και με λόγια καλά να παρηγορείς την θλίψη του· και αν πράξεις έτσι, νικάει η ομορφιά του προσώπου σου, αυτό που δίνεις, στην καρδία του, περισσότερο την ανάγκη του σώματος του· την ημέρα που θα ανοίξεις το στόμα σου να κατηγορήσεις κάποιον, θεώρησε τον εαυτό σου νεκρό εκείνη την ημέρα, και όλα σου τα έργα μάταια, και αν ακόμη σου φαίνεται, ότι ειλικρινά και προς οικοδομή σε παρακίνησε ο λογισμός σου να μιλήσεις· γιατί ποια η ανάγκη να καταστρέψει κάποιος το σπίτι του, και να διορθώσει το σπίτι του φίλου του;
Την ημέρα που θα λυπηθείς για κάποιον άνθρωπο, ο οποίος ασθενεί ψυχικά ή σωματικά, εκείνη την ημέρα…
… θεώρησε τον εαυτό σου μάρτυρα, και ότι έπαθες για τον Χριστό, και αξιώθηκες την ομολογία Του.
Καθότι και ο Χριστός για τους αμαρτωλούς πέθανε και όχι για τους δίκαιους. Σκέψου πόσο μεγάλη είναι αυτή αρετή· στ’ αλήθεια μεγάλη αρετή είναι να λυπάται κάποιος για τους κακούς, και να ευεργετεί τους αμαρτωλούς περισσότερο παρά τους δίκαιους· αυτό ο απόστολος Παύλος το αναφέρει ως άξιο θαυμασμού· εάν σε όλα σου τα έργα μπορέσεις να έχεις την συνείδησή σου καθαρή, μην φροντίσεις να εκτελέσεις άλλη αρετή.
Σε όλα σου τα έργα ας προηγηθεί η σωφροσύνη του σώματος σου και η καθαρότητα της συνείδησής σου· διότι χωρίς αυτά τα δύο κάθε άλλη αρετή θεωρείται μάταια για τον Θεό.
Να γνωρίζεις ότι κάθε έργο που κάνεις χωρίς σκέψη και εξέταση υπάρχει μάταιο· καθώς ο Θεός υπολογίζει την αρετή με την διάκριση και όχι με την αδιάκριτη ενέργεια.
Άγιος Ισαάκ ο Σύρος

Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

Απλοποιήστε την ζωή σας! (Γέροντας Παΐσιος Αγιορείτης)

Οι κοσμικοί λένε: «Καλότυχοι αυτοί που ζουν στα παλάτια και έχουν όλες τις ευκολίες». Αλλ’ όμως μακάριοι είναι αυτοί που κατόρθωσαν να απλοποιήσουν την ζωή τους και ελευθερώθηκαν από την θηλειά της κοσμικής αυτής εξελίξεως των πολλών ευκολιών, ίσον των πολλών δυσκολιών, και απαλλάχθηκαν από τον φοβερό άγχος της σημερινής εποχής μας. Αν δεν απλοποιήση την ζωή του ο άνθρωπος, βασανίζεται. Ενώ, αν την απλοποιήση, δεν θα έχη αυτό το άγχος.
Ένας Γερμανός μια φορά στο Σινά είπε σε ένα Βεδουϊνάκι που ήταν πανέξυπνο: «Εσύ είσαι έξυπνο, μπορείς να μάθης γράμματα». «Και μετά;» τον ρωτάει εκείνο. «Μετά θα γίνης μηχανικός». «Και μετά;» «Μετά θ’ ανοίξης ένα συνεργείο αυτοκινήτων». «Και μετά;» «Μετά θα το μεγαλώσης». «Και μετά;» «Μετά θα πάρης και άλλους να δουλεύουν και θα έχης πολύ προσωπικό». «Δηλαδή, του λέει, να έχω έναν πονοκέφαλο, να βάλω άλλον έναν πονοκέφαλο και μετά να βάλω και έναν άλλον; Δεν είναι καλύτερα τώρα που έχω ήσυχο το κεφάλι μου;» Ο περισσότερος πονοκέφαλος είναι από αυτές τις σκέψεις, να κάνουμε αυτό, να κάνουμε εκείνο. Αν ήταν πνευματικές οι σκέψεις, θα ένιωθε κανείς πνευματική παρηγοριά και δεν θα είχε πονοκέφαλο.
Τώρα και στους κοσμικούς τονίζω πολύ την απλότητα. Γιατί πολλά από αυτά που κάνουν, δεν χρειάζονται και τους τρώει το άγχος. Τους μιλάω για την λιτότητα και την ασκητικότητα. Συνέχεια φωνάζω: «Απλοποιήστε την ζωή σας, για να φύγη το άγχος». Και τα περισσότερα διαζύγια από ‘κει ξεκινούν. Πολλές δουλειές, πολλά πράγματα έχουν να κάνουν οι άνθρωποι και ζαλίζονται. Δουλεύουν και οι δύο, πατέρας και μάνα, αφήνουν και τα παιδιά εγκαταλελειμμένα. Κούραση, νεύρα – μικρό θέμα, μεγάλος καυγάς – αυτόματο διαζύγιο μετά, εκεί φθάνουν. Αν απλοποιούσαν όμως την ζωή τους, θα ήταν και ξεκούραστοι και χαρούμενοι. Αυτό το άγχος είναι καταστροφή!
Μια φορά βρέθηκα σε ένα σπίτι που ήταν όλο πολυτέλεια και, καθώς συζητούσαμε, μου είπαν: «Ζούμε στον Παράδεισο, ενώ άλλοι άνθρωποι στερούνται». «Ζήτε στην κόλαση», τους λέω. «Άφρον, ταύτη τη νυκτί» (Λουκ. 12, 20), είπε ο Θεός στον πλούσιο. Αν ο Χριστός με ρωτούσε: «Πού θέλεις να σε βάλουμε, σε μια φυλακή ή σε ένα σπίτι σαν αυτό;» θα έλεγα: «Σε μια σκοτεινή φυλακή». Γιατί η φυλακή θα με βοηθούσε. Θα μου θύμιζε τον Χριστό, θα μου θύμιζε τους αγίους Μάρτυρες, θα μου θύμιζε τους ασκητές που ήταν στις οπές της γης, θα μου θύμιζε καλογερική. Η φυλακή θα έμοιαζε και λίγο με το κελλί μου και θα χαιρόμουν. Αυτό το δικό σας τι θα μου θύμιζε και σε τι θα με βοηθούσε; Γι’ αυτό οι φυλακές με αναπαύουν καλύτερα όχι μόνον από ένα σαλόνι κοσμικό αλλά και απ’ένα ωραίο κελλί μοναχού. Χίλιες φορές στην φυλακή παρά σε ένα τέτοιο σπίτι”.
Κάποτε που είχα φιλοξενηθή στην Αθήνα σ’ έναν φίλο μου, με παρακάλεσε να δεχθώ έναν οικογενειάρχη πριν φωτίση, γιατί άλλη ώρα δεν ευκαιρούσε. Ήρθε λοιπόν χαρούμενος και συνέχεια δοξολογούσε τον Θεό. Είχε και πολλή ταπείνωση και απλότητα και με παρακαλούσε να εύχωμαι για την οικογένειά του. Ο αδελφός αυτός ήταν περίπου τριάντα οκτώ ετών και είχε επτά παιδιά. Δυό το ανδρόγυνο και άλλοι δυό οι γονείς του, εν όλω έντεκα ψυχές, και έμεναν όλοι σε ένα δωμάτιο. Μου έλεγε με την απλότητα που είχε: «Όρθιους μας χωράει το δωμάτιο, αλλά, όταν ξαπλώνουμε, δεν μας παίρνει, είναι λίγο στενόχωρα. Δόξα τω Θεώ, τώρα κάναμε ένα υπόστεγο για κουζίνα και βολευτήκαμε. Εμείς έχουμε και στέγη. Πάτερ μου, ενώ είναι άλλοι που μένουν στην ύπαιθρο». Η εργασία του ήταν σιδερωτής. Έμενε στην Αθήνα και έφευγε πριν φωτίση, για να βρεθή εγκαίρως στον Πειραιά όπου εργαζόταν. Από την ορθοστασία και τις πολλές υπερωρίες τα πόδια του είχαν κιρσούς και τον ενοχλούσαν, αλλά η πολλή αγάπη του προς την οικογένειά του τον έκανε να ξεχνάη τους πόνους και τις ενοχλήσεις. Ελεεινολογούσε μάλιστα τον εαυτό του συνέχεια και έλεγε ότι δεν έχει αγάπη, γιατί δεν κάνει καλωσύνες σαν Χριστιανός, και επαινούσε την γυναίκα του ότι εκείνη κάνει καλωσύνες, γιατί εκτός από τα παιδιά και τα πεθερικά της που φρόντιζε, πήγαινε και έπαιρνε τα ρούχα από τους γέρους της γειτονιάς, τα έπλενε, τους συγύριζε και τα σπίτια, τους έφτιαχνε και καμμιά σούπα. Έβλεπε κανείς στο πρόσωπο του καλού αυτού οικογενειάρχη ζωγραφισμένη την θεία Χάρη. Είχε μέσα του τον Χριστό και ήταν γεμάτος χαρά και το δωμάτιό του γεμάτο από παραδεισένια χαρά. Ενώ αυτοί που δεν έχουν μέσα τους τον Χριστό, είναι γεμάτοι από άγχος, και δυό άνθρωποι να είναι, δεν χωράνε μέσα σε έντεκα δωμάτια. Ενώ οι έντεκα αυτοί άνθρωποι με τον Χριστό, χωρούσαν μέσα σ’ ένα δωμάτιο.
Ακόμη και πνευματικοί άνθρωποι, όσους χώρους και να έχουν, βλέπεις να μη χωρούν, γιατί μέσα τους δεν έχει χωρέσει ο Χριστός ολόκληρος. Αν οι γυναίκες που ζούσαν στα Φάρασα έβλεπαν την πολυτέλεια που υπάρχει σήμερα, ακόμη και σε πολλά Μοναστήρια, θα έλεγαν: “Θα ρίξη ο Θεός φωτιά να μας κάψη! Εγκατάλειψη Θεού!” Εκείνες μάζευαν τις δουλειές τάκα-τάκα. Πρωί-πρωί έπρεπε να βγάλουν τα γίδια, μετά να συμμάσουν το σπίτι. Ύστερα πήγαιναν στα εξωκκλήσια ή μαζεύονταν στις σπηλιές, και μια που ήξερε λίγα γράμματα διάβαζε το Συναξάρι του Αγίου της ημέρας. Μετά δωσ’ του μετάνοιες, έλεγαν και την ευχή. Και δούλευαν, κουράζονταν. Μια γυναίκα έπρεπε να ξέρη να ράβη όλα τα ρούχα του σπιτιού. Και τα έρραβαν με το χέρι. Μηχανές του χεριού λίγες είχαν σε καμμιά πόλη, στα χωριά δεν είχαν. Αν υπήρχε στα Φάρασα όλο και όλο μια μηχανή του χεριού. Έρραβαν ακόμη και του άνδρα τα ρούχα και ήταν πιο άνετα, και τις κάλτες τις έπλεκαν στο χέρι. Είχαν γούστο, μεράκι, αλλά τους περίσσευε και χρόνος, γιατί τα είχαν όλα απλά. Οι Φαρασιώτες δεν κοιτούσαν λεπτομέρειες. Ζούσαν την χαρά της καλογερικής. Και αν, για παράδειγμα, η κουβέρα δεν ήταν καλά στρωμένη και κρεμόταν λίγο από την μια μεριά και έλεγες: “Σιάξε την κουβέρτα”, θα σου έλεγαν: “Σε εμποδίζει στην προσευχή σου;”
Αυτήν την χαρά της καλογερικής οι άνθρωποι σήμερα δεν την γνωρίζουν. Νομίζουν ότι δεν πρέπει να στερηθούν, να ταλαιπωρηθούν. Αν σκέφτονταν οι άνθρωποι λίγο καλογερικά, αν ζούσαν πιο απλά, θα ήταν ήσυχοι. Τώρα βασανίζονται. Άγχος και απελπισία στην ψυχή. “Ο τάδε πέτυχε που έφτιαξε δυο πολυκατοικίες ή που έμαθε πέντε γλώσσες κ.λπ.! Εγώ δεν έχω ούτε ένα διαμέρισμα, δεν ξέρω ούτε μια ξένη γλώσσα. Ωχ, χάθηκα! Έχει κάποιος ένα αυτοκίνητο και αρχίζει: «Ο άλλος έχει καλύτερο. Να πάρω και εγώ». Παίρνει το καλύτερο, ύστερα μαθαίνει ότι άλλοι έχουν αεροπλάνα ατομικά και πάλι βασανίζεται. Τελειωμό δεν έχουν. Ενώ άλλος που δεν έχει αυτοκίνητο, όταν δοξάζη τον Θεό, χαίρεται: «Δόξα τω Θεώ, λέει, ας μην έχω αυτοκίνητο, έχω γερά τα πόδια μου και μπορώ να περπατήσω. Πόσοι άνθρωποι είναι με κομμένα πόδια, δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν, να βγουν έναν περίπατο, θέλουν έναν άνθρωπο να τους υπηρετή, ενώ εγώ έχω τα πόδια μου!» Κι ένας κουτσός που λέει: «Και άλλοι που δεν έχουν και τα δυό πόδια;» και αυτός χαίρεται.
Η αχαριστία και η απληστία είναι μεγάλο κακό. Ο κυριευμένος από υλικά πράγματα είναι κυριευμένος πάντα από στενοχώρια και άγχος, γιατί πότε τρέμει μην του τα πάρουν και πότε μην του πάρουν την ψυχή. Μια μέρα ήρθε ένας πλούσιος από την Αθήνα και μου λέει: «Πάτερ, έχασα την επαφή με τα παιδιά μου, έχασα τα παιδιά μου». «Πόσα παιδιά έχεις;» του λέω. «Δύο, μου λέει. Τα μεγάλωσα με το πουλιού το γάλα. Τι ήθελαν και δεν το είχαν! Ακόμη και αυτοκίνητο τα πήρα». Από την συζήτηση βγήκε ότι είχε και αυτός δικό του αυτοκίνητο και η γυναίκα του δικό της και τα παιδιά δικό τους. «Ευλογημένε, του λέω, εσύ, αντί να λύσης τα προβλήματά σου, τα μεγάλωσες. Τώρα θέλεις ένα μεγάλο γκαράζ για τα αυτοκίνητα, έναν μηχανικό να τον πληρώνης τετραπλάσια, για να τα διορθώνης, χώρια που κινδυνεύετε και οι τέσσερις κάθε στιγμή να σκοτωθήτε. Ενώ, αν είχες απλοποιήσει την ζωή σου, θα ήταν ενωμένη η οικογένειά σου, θα καταλάβαινε ο ένας τον άλλο και δεν θα είχες αυτά τα προβλήματα. Δεν φταίνε τα παιδιά σου τώρα, εσύ φταις που δεν φρόντισες να δώσης άλλη αγωγή στα παιδιά σου». Μια οικογένεια τέσσερα αυτοκίνητα, ένα γκαράζ, έναν μηχανικό κ.λπ.! Ας πάη ο άλλος λίγο αργότερα. Όλη αυτή η ευκολία γεννάει δυσκολίες.
Άλλη φορά ήρθε ένας άλλος οικογενειάρχης στο Καλύβι -ήταν πέντε άτομα η οικογένειά του- και μου λέει: «Πάτερ, έχουμε ένα αυτοκίνητο και σκέφτομαι να πάρουμε άλλα δύο. Θα μας διευκολύνη». «Και πόσο θα σας δυσκολέψη το σκέφτηκες; του λέω. Το ένα το βάζεις εκεί σε μια τρύπα, τα τρία πού θα τα βάλης; Θα θέλης ένα γκαράζ και μια αποθήκη για καύσιμα. Θα διατρέχετε τρεις κινδύνους. Καλύτερα να έχετε ένα και να περιορίσετε τις εξόδους σας. Θα έχετε χρόνο να δήτε τα παιδιά σας. Θα έχετε την ηρεμία σας. Η απλοποίηση είναι το παν». «Δεν το σκέφθηκα αυτό», μου λέει.
- Γέροντα, μας είπε κάποιος ότι δυό φορές δεν μπορούσε να σταματήση τον συναγερμό του αυτοκινήτου. Την μια φορά, γιατί είχε μπη μια μύγα, και την άλλη, γιατί είχε μη ο ίδιος αντικανονικά στο αυτοκίνητο.
- Μαρτυρική είναι η ζωή τους, γιατί δεν απλοποιούν τα πράγματα… Οι περισσότερες ευκολίες δυσκολίες προξενούν. Οι κοσμικοί πνίγονται από τα πολλά. Έχουν γεμίσει ευκολίες-ευκολίες και έκαναν την ζωή τους δύσκολη. Αν δεν απλοποιήση κανείς τα πράγματα, μια ευκολία γεννάει ένα σωρό δυσκολίες.
Όταν ήμασταν μικρά, κόβαμε το καρούλι στις άκρες, βάζαμε μια σφήνα μέσα και κάναμε ένα ωραίο παιχνίδι και χαιρόμασταν μ’ αυτό. Τα μικρά παιδιά χαίρονται με ένα αυτοκινητάκι πιο πολύ από ό,τι ο πατέρας τους, όταν αγοράζη μερσεντές. Αν ρωτήσης ένα κοριτσάκι: «Τι θέλεις, ένα κουκλάκι ή μια πολυκατοικία;» να δης, θα σου πη: «Ένα κουκλάκι». Και τελικά τα μικρά παιδιά γνωρίζουν την ματαιότητα του κόσμου.
- Γέροντα, τι βοηθάει περισσότερο, για να καταλάβη κανείς αυτήν την χαρά της λιτότητος;
- Να συλλάβη κανείς το βαθύτερο νόημα της ζωής. «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού…» (Ματθ. 6, 33). Από εκεί ξεκινά η απλότητα και κάθε σωστή αντιμετώπιση.
(Απόσπασμα από το βιβλίο «ΛΟΓΟΙ Α’ – ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ»)

Οι δοκιμασίες, είναι βαρύτερες στους πιστούς (Άγιος Σιλουανός Αθωνίτης)


«Όλοι όσοι θέλουν να ζουν ευσεβώς, θα διωχθούν» (Β΄ Τιμ. 3/γ: 12) είπε ο απόστολος Παύλος. Αυτό το «όλοι», δεν είναι τυχαίο. Ακόμα και ο Ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός, διώχθηκε: «Καταφρονημένος και απορριμμένος από τους ανθρώπους· άνθρωπος θλίψεων και δόκιμος ασθένειας· και σαν άνθρωπος από τον οποίο κάποιος αποστρέφει το πρόσωπο, καταφρονήθηκε, και τον θεωρήσαμε σαν ένα τίποτα» (Ησαίας 53/νγ: 3). Και το ίδιο είπε ότι θα συνέβαινε στους ακολούθους Του: «Να θυμάστε τον λόγο, που εγώ σας είπα: Δεν υπάρχει δούλος μεγαλύτερος από τον κύριό του. Αν εμένα δίωξαν, θα διώξουν και σας· αν φύλαξαν τον λόγο μου, θα φυλάξουν και τον δικό σας" (Ιωάννης 15/ιε: 20). Και όχι μόνο από διωγμούς θα έπασχαν οι πιστοί, αλλά από κάθε είδους θλίψη: "Μέσα στον κόσμο θα έχετε θλίψη· αλλά, να έχετε θάρρος· εγώ νίκησα τον κόσμο" (Ιωάννης 16/ις: 33). Και δήλωσε: "Αν κάποιος θέλει νάρθει πίσω μου, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, κι ας σηκώσει τον σταυρό του, κι ας με ακολουθεί. Επειδή, όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του, θα τη χάσει· και όποιος χάσει τη ζωή του, εξαιτίας μου, θα τη βρει» (Ματθαίος 16/ις: 23,24). .......Έχοντας υπ' όψιν αυτά τα λόγια, που πολλοί από εμάς τα έχουμε βιώσει «στο πετσί μας», παίρνουμε θάρρος μέσα από τις θλίψεις, καθώς βιώνουμε καθημερινά τα λόγια του αποστόλου Παύλου: «σε κάθε τι συνιστώντας τον εαυτό μας ως υπηρέτες τού Θεού, με πολλή υπομονή, με θλίψεις, με ανάγκες, με στενοχώριες, 5. με ραβδισμούς, με φυλακές, με ακαταστασίες, με κόπους, με αγρυπνίες, με νηστείες· 6. με καθαρότητα, με γνώση, με μακροθυμία, με αγαθότητα, με Πνεύμα Άγιο, με αγάπη ανυπόκριτη· 7. με λόγο αλήθειας, με δύναμη Θεού· με τα όπλα τής δικαιοσύνης, τα δεξιά και τα αριστερά· 8. με δόξα και ατιμία, με συκοφαντία και με εγκωμιασμό· σαν πλάνοι, όμως κάτοχοι της αλήθειας· 9. σαν αγνοούμενοι, αλλά είμαστε καλά γνωστοί· σαν να φτάνουμε στον θάνατο, αλλά, δέστε, ζούμε· σαν να περνάμε από παιδεία, αλλά δεν θανατωνόμαστε· 10. σαν λυπούμενοι, αλλά πάντοτε έχουμε χαρά· σαν φτωχοί, όμως πλουτίζουμε πολλούς· σαν να μη έχουμε τίποτε, όμως τα πάντα κατέχουμε» (Β΄ Κορ. 6/ς: 4-10). .......Θυμάμαι σαν σήμερα, τα λόγια ενός φίλου απίστου, για τη ζωή του νονού μου, τον οποίο ο Θεός ευλόγησε με χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, αλλά κατά κόσμον θλιβόταν υπερβολικά ως τον θάνατό του. Μου είπε ο άπιστος εκείνος: «Μα πώς είναι δυνατόν ο Θεός να επιτρέπει να βασανίζεται τόσο ένας δικός Του; Αν είχατε την αληθινή πίστη, δεν θα ήταν η ζωή του ένα βασανιστήριο. Να μην έχει δουλειά, να τον κοροϊδεύουν οι εργοδότες, να αρρωσταίνει, να γκρεμίζεται το σπίτι του, να θλίβεται τόσο πολύ! Αυτό δεν είναι πίστη, είναι πλάνη!» Και πράγματι, είχα δει κι εγώ αυτόν τον ευλογημένο άνθρωπο, να προσεύχεται με δάκρυα, να ζητάει από τον Θεό να τον πάρει «ΤΩΡΑ!». (Και πράγματι, έφυγε νέος, όταν ο αγώνας του έφθασε στην τελείωση). Απάντησα στον άπιστο φίλο μου, ότι αυτή είναι η εν Χριστώ ζωή. Όχι χαρά και διασκέδαση, αλλά θλίψη και πόνος, και δοκιμασία. Αλλά δεν μπορούν αυτό να το δεχθούν όλοι. Μάλιστα θα έλεγα, ότι αν κάποιος δεν βιώνει αυτή τη θλίψη στη Χριστιανική του ζωή, κάτι δεν πάει καλά με αυτόν. Θα πρέπει να ανησυχεί! Γιατί δεν γνωρίζω ΚΑΝΕΝΑΝ που να προοδεύει στην εν Χριστώ ζωή, χωρίς να υφίσταται δοκιμασίες και θλίψεις.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...