Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

Απλοποιήστε την ζωή σας! (Γέροντας Παΐσιος Αγιορείτης)

Οι κοσμικοί λένε: «Καλότυχοι αυτοί που ζουν στα παλάτια και έχουν όλες τις ευκολίες». Αλλ’ όμως μακάριοι είναι αυτοί που κατόρθωσαν να απλοποιήσουν την ζωή τους και ελευθερώθηκαν από την θηλειά της κοσμικής αυτής εξελίξεως των πολλών ευκολιών, ίσον των πολλών δυσκολιών, και απαλλάχθηκαν από τον φοβερό άγχος της σημερινής εποχής μας. Αν δεν απλοποιήση την ζωή του ο άνθρωπος, βασανίζεται. Ενώ, αν την απλοποιήση, δεν θα έχη αυτό το άγχος.
Ένας Γερμανός μια φορά στο Σινά είπε σε ένα Βεδουϊνάκι που ήταν πανέξυπνο: «Εσύ είσαι έξυπνο, μπορείς να μάθης γράμματα». «Και μετά;» τον ρωτάει εκείνο. «Μετά θα γίνης μηχανικός». «Και μετά;» «Μετά θ’ ανοίξης ένα συνεργείο αυτοκινήτων». «Και μετά;» «Μετά θα το μεγαλώσης». «Και μετά;» «Μετά θα πάρης και άλλους να δουλεύουν και θα έχης πολύ προσωπικό». «Δηλαδή, του λέει, να έχω έναν πονοκέφαλο, να βάλω άλλον έναν πονοκέφαλο και μετά να βάλω και έναν άλλον; Δεν είναι καλύτερα τώρα που έχω ήσυχο το κεφάλι μου;» Ο περισσότερος πονοκέφαλος είναι από αυτές τις σκέψεις, να κάνουμε αυτό, να κάνουμε εκείνο. Αν ήταν πνευματικές οι σκέψεις, θα ένιωθε κανείς πνευματική παρηγοριά και δεν θα είχε πονοκέφαλο.
Τώρα και στους κοσμικούς τονίζω πολύ την απλότητα. Γιατί πολλά από αυτά που κάνουν, δεν χρειάζονται και τους τρώει το άγχος. Τους μιλάω για την λιτότητα και την ασκητικότητα. Συνέχεια φωνάζω: «Απλοποιήστε την ζωή σας, για να φύγη το άγχος». Και τα περισσότερα διαζύγια από ‘κει ξεκινούν. Πολλές δουλειές, πολλά πράγματα έχουν να κάνουν οι άνθρωποι και ζαλίζονται. Δουλεύουν και οι δύο, πατέρας και μάνα, αφήνουν και τα παιδιά εγκαταλελειμμένα. Κούραση, νεύρα – μικρό θέμα, μεγάλος καυγάς – αυτόματο διαζύγιο μετά, εκεί φθάνουν. Αν απλοποιούσαν όμως την ζωή τους, θα ήταν και ξεκούραστοι και χαρούμενοι. Αυτό το άγχος είναι καταστροφή!
Μια φορά βρέθηκα σε ένα σπίτι που ήταν όλο πολυτέλεια και, καθώς συζητούσαμε, μου είπαν: «Ζούμε στον Παράδεισο, ενώ άλλοι άνθρωποι στερούνται». «Ζήτε στην κόλαση», τους λέω. «Άφρον, ταύτη τη νυκτί» (Λουκ. 12, 20), είπε ο Θεός στον πλούσιο. Αν ο Χριστός με ρωτούσε: «Πού θέλεις να σε βάλουμε, σε μια φυλακή ή σε ένα σπίτι σαν αυτό;» θα έλεγα: «Σε μια σκοτεινή φυλακή». Γιατί η φυλακή θα με βοηθούσε. Θα μου θύμιζε τον Χριστό, θα μου θύμιζε τους αγίους Μάρτυρες, θα μου θύμιζε τους ασκητές που ήταν στις οπές της γης, θα μου θύμιζε καλογερική. Η φυλακή θα έμοιαζε και λίγο με το κελλί μου και θα χαιρόμουν. Αυτό το δικό σας τι θα μου θύμιζε και σε τι θα με βοηθούσε; Γι’ αυτό οι φυλακές με αναπαύουν καλύτερα όχι μόνον από ένα σαλόνι κοσμικό αλλά και απ’ένα ωραίο κελλί μοναχού. Χίλιες φορές στην φυλακή παρά σε ένα τέτοιο σπίτι”.
Κάποτε που είχα φιλοξενηθή στην Αθήνα σ’ έναν φίλο μου, με παρακάλεσε να δεχθώ έναν οικογενειάρχη πριν φωτίση, γιατί άλλη ώρα δεν ευκαιρούσε. Ήρθε λοιπόν χαρούμενος και συνέχεια δοξολογούσε τον Θεό. Είχε και πολλή ταπείνωση και απλότητα και με παρακαλούσε να εύχωμαι για την οικογένειά του. Ο αδελφός αυτός ήταν περίπου τριάντα οκτώ ετών και είχε επτά παιδιά. Δυό το ανδρόγυνο και άλλοι δυό οι γονείς του, εν όλω έντεκα ψυχές, και έμεναν όλοι σε ένα δωμάτιο. Μου έλεγε με την απλότητα που είχε: «Όρθιους μας χωράει το δωμάτιο, αλλά, όταν ξαπλώνουμε, δεν μας παίρνει, είναι λίγο στενόχωρα. Δόξα τω Θεώ, τώρα κάναμε ένα υπόστεγο για κουζίνα και βολευτήκαμε. Εμείς έχουμε και στέγη. Πάτερ μου, ενώ είναι άλλοι που μένουν στην ύπαιθρο». Η εργασία του ήταν σιδερωτής. Έμενε στην Αθήνα και έφευγε πριν φωτίση, για να βρεθή εγκαίρως στον Πειραιά όπου εργαζόταν. Από την ορθοστασία και τις πολλές υπερωρίες τα πόδια του είχαν κιρσούς και τον ενοχλούσαν, αλλά η πολλή αγάπη του προς την οικογένειά του τον έκανε να ξεχνάη τους πόνους και τις ενοχλήσεις. Ελεεινολογούσε μάλιστα τον εαυτό του συνέχεια και έλεγε ότι δεν έχει αγάπη, γιατί δεν κάνει καλωσύνες σαν Χριστιανός, και επαινούσε την γυναίκα του ότι εκείνη κάνει καλωσύνες, γιατί εκτός από τα παιδιά και τα πεθερικά της που φρόντιζε, πήγαινε και έπαιρνε τα ρούχα από τους γέρους της γειτονιάς, τα έπλενε, τους συγύριζε και τα σπίτια, τους έφτιαχνε και καμμιά σούπα. Έβλεπε κανείς στο πρόσωπο του καλού αυτού οικογενειάρχη ζωγραφισμένη την θεία Χάρη. Είχε μέσα του τον Χριστό και ήταν γεμάτος χαρά και το δωμάτιό του γεμάτο από παραδεισένια χαρά. Ενώ αυτοί που δεν έχουν μέσα τους τον Χριστό, είναι γεμάτοι από άγχος, και δυό άνθρωποι να είναι, δεν χωράνε μέσα σε έντεκα δωμάτια. Ενώ οι έντεκα αυτοί άνθρωποι με τον Χριστό, χωρούσαν μέσα σ’ ένα δωμάτιο.
Ακόμη και πνευματικοί άνθρωποι, όσους χώρους και να έχουν, βλέπεις να μη χωρούν, γιατί μέσα τους δεν έχει χωρέσει ο Χριστός ολόκληρος. Αν οι γυναίκες που ζούσαν στα Φάρασα έβλεπαν την πολυτέλεια που υπάρχει σήμερα, ακόμη και σε πολλά Μοναστήρια, θα έλεγαν: “Θα ρίξη ο Θεός φωτιά να μας κάψη! Εγκατάλειψη Θεού!” Εκείνες μάζευαν τις δουλειές τάκα-τάκα. Πρωί-πρωί έπρεπε να βγάλουν τα γίδια, μετά να συμμάσουν το σπίτι. Ύστερα πήγαιναν στα εξωκκλήσια ή μαζεύονταν στις σπηλιές, και μια που ήξερε λίγα γράμματα διάβαζε το Συναξάρι του Αγίου της ημέρας. Μετά δωσ’ του μετάνοιες, έλεγαν και την ευχή. Και δούλευαν, κουράζονταν. Μια γυναίκα έπρεπε να ξέρη να ράβη όλα τα ρούχα του σπιτιού. Και τα έρραβαν με το χέρι. Μηχανές του χεριού λίγες είχαν σε καμμιά πόλη, στα χωριά δεν είχαν. Αν υπήρχε στα Φάρασα όλο και όλο μια μηχανή του χεριού. Έρραβαν ακόμη και του άνδρα τα ρούχα και ήταν πιο άνετα, και τις κάλτες τις έπλεκαν στο χέρι. Είχαν γούστο, μεράκι, αλλά τους περίσσευε και χρόνος, γιατί τα είχαν όλα απλά. Οι Φαρασιώτες δεν κοιτούσαν λεπτομέρειες. Ζούσαν την χαρά της καλογερικής. Και αν, για παράδειγμα, η κουβέρα δεν ήταν καλά στρωμένη και κρεμόταν λίγο από την μια μεριά και έλεγες: “Σιάξε την κουβέρτα”, θα σου έλεγαν: “Σε εμποδίζει στην προσευχή σου;”
Αυτήν την χαρά της καλογερικής οι άνθρωποι σήμερα δεν την γνωρίζουν. Νομίζουν ότι δεν πρέπει να στερηθούν, να ταλαιπωρηθούν. Αν σκέφτονταν οι άνθρωποι λίγο καλογερικά, αν ζούσαν πιο απλά, θα ήταν ήσυχοι. Τώρα βασανίζονται. Άγχος και απελπισία στην ψυχή. “Ο τάδε πέτυχε που έφτιαξε δυο πολυκατοικίες ή που έμαθε πέντε γλώσσες κ.λπ.! Εγώ δεν έχω ούτε ένα διαμέρισμα, δεν ξέρω ούτε μια ξένη γλώσσα. Ωχ, χάθηκα! Έχει κάποιος ένα αυτοκίνητο και αρχίζει: «Ο άλλος έχει καλύτερο. Να πάρω και εγώ». Παίρνει το καλύτερο, ύστερα μαθαίνει ότι άλλοι έχουν αεροπλάνα ατομικά και πάλι βασανίζεται. Τελειωμό δεν έχουν. Ενώ άλλος που δεν έχει αυτοκίνητο, όταν δοξάζη τον Θεό, χαίρεται: «Δόξα τω Θεώ, λέει, ας μην έχω αυτοκίνητο, έχω γερά τα πόδια μου και μπορώ να περπατήσω. Πόσοι άνθρωποι είναι με κομμένα πόδια, δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν, να βγουν έναν περίπατο, θέλουν έναν άνθρωπο να τους υπηρετή, ενώ εγώ έχω τα πόδια μου!» Κι ένας κουτσός που λέει: «Και άλλοι που δεν έχουν και τα δυό πόδια;» και αυτός χαίρεται.
Η αχαριστία και η απληστία είναι μεγάλο κακό. Ο κυριευμένος από υλικά πράγματα είναι κυριευμένος πάντα από στενοχώρια και άγχος, γιατί πότε τρέμει μην του τα πάρουν και πότε μην του πάρουν την ψυχή. Μια μέρα ήρθε ένας πλούσιος από την Αθήνα και μου λέει: «Πάτερ, έχασα την επαφή με τα παιδιά μου, έχασα τα παιδιά μου». «Πόσα παιδιά έχεις;» του λέω. «Δύο, μου λέει. Τα μεγάλωσα με το πουλιού το γάλα. Τι ήθελαν και δεν το είχαν! Ακόμη και αυτοκίνητο τα πήρα». Από την συζήτηση βγήκε ότι είχε και αυτός δικό του αυτοκίνητο και η γυναίκα του δικό της και τα παιδιά δικό τους. «Ευλογημένε, του λέω, εσύ, αντί να λύσης τα προβλήματά σου, τα μεγάλωσες. Τώρα θέλεις ένα μεγάλο γκαράζ για τα αυτοκίνητα, έναν μηχανικό να τον πληρώνης τετραπλάσια, για να τα διορθώνης, χώρια που κινδυνεύετε και οι τέσσερις κάθε στιγμή να σκοτωθήτε. Ενώ, αν είχες απλοποιήσει την ζωή σου, θα ήταν ενωμένη η οικογένειά σου, θα καταλάβαινε ο ένας τον άλλο και δεν θα είχες αυτά τα προβλήματα. Δεν φταίνε τα παιδιά σου τώρα, εσύ φταις που δεν φρόντισες να δώσης άλλη αγωγή στα παιδιά σου». Μια οικογένεια τέσσερα αυτοκίνητα, ένα γκαράζ, έναν μηχανικό κ.λπ.! Ας πάη ο άλλος λίγο αργότερα. Όλη αυτή η ευκολία γεννάει δυσκολίες.
Άλλη φορά ήρθε ένας άλλος οικογενειάρχης στο Καλύβι -ήταν πέντε άτομα η οικογένειά του- και μου λέει: «Πάτερ, έχουμε ένα αυτοκίνητο και σκέφτομαι να πάρουμε άλλα δύο. Θα μας διευκολύνη». «Και πόσο θα σας δυσκολέψη το σκέφτηκες; του λέω. Το ένα το βάζεις εκεί σε μια τρύπα, τα τρία πού θα τα βάλης; Θα θέλης ένα γκαράζ και μια αποθήκη για καύσιμα. Θα διατρέχετε τρεις κινδύνους. Καλύτερα να έχετε ένα και να περιορίσετε τις εξόδους σας. Θα έχετε χρόνο να δήτε τα παιδιά σας. Θα έχετε την ηρεμία σας. Η απλοποίηση είναι το παν». «Δεν το σκέφθηκα αυτό», μου λέει.
- Γέροντα, μας είπε κάποιος ότι δυό φορές δεν μπορούσε να σταματήση τον συναγερμό του αυτοκινήτου. Την μια φορά, γιατί είχε μπη μια μύγα, και την άλλη, γιατί είχε μη ο ίδιος αντικανονικά στο αυτοκίνητο.
- Μαρτυρική είναι η ζωή τους, γιατί δεν απλοποιούν τα πράγματα… Οι περισσότερες ευκολίες δυσκολίες προξενούν. Οι κοσμικοί πνίγονται από τα πολλά. Έχουν γεμίσει ευκολίες-ευκολίες και έκαναν την ζωή τους δύσκολη. Αν δεν απλοποιήση κανείς τα πράγματα, μια ευκολία γεννάει ένα σωρό δυσκολίες.
Όταν ήμασταν μικρά, κόβαμε το καρούλι στις άκρες, βάζαμε μια σφήνα μέσα και κάναμε ένα ωραίο παιχνίδι και χαιρόμασταν μ’ αυτό. Τα μικρά παιδιά χαίρονται με ένα αυτοκινητάκι πιο πολύ από ό,τι ο πατέρας τους, όταν αγοράζη μερσεντές. Αν ρωτήσης ένα κοριτσάκι: «Τι θέλεις, ένα κουκλάκι ή μια πολυκατοικία;» να δης, θα σου πη: «Ένα κουκλάκι». Και τελικά τα μικρά παιδιά γνωρίζουν την ματαιότητα του κόσμου.
- Γέροντα, τι βοηθάει περισσότερο, για να καταλάβη κανείς αυτήν την χαρά της λιτότητος;
- Να συλλάβη κανείς το βαθύτερο νόημα της ζωής. «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού…» (Ματθ. 6, 33). Από εκεί ξεκινά η απλότητα και κάθε σωστή αντιμετώπιση.
(Απόσπασμα από το βιβλίο «ΛΟΓΟΙ Α’ – ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ»)

Οι δοκιμασίες, είναι βαρύτερες στους πιστούς (Άγιος Σιλουανός Αθωνίτης)


«Όλοι όσοι θέλουν να ζουν ευσεβώς, θα διωχθούν» (Β΄ Τιμ. 3/γ: 12) είπε ο απόστολος Παύλος. Αυτό το «όλοι», δεν είναι τυχαίο. Ακόμα και ο Ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός, διώχθηκε: «Καταφρονημένος και απορριμμένος από τους ανθρώπους· άνθρωπος θλίψεων και δόκιμος ασθένειας· και σαν άνθρωπος από τον οποίο κάποιος αποστρέφει το πρόσωπο, καταφρονήθηκε, και τον θεωρήσαμε σαν ένα τίποτα» (Ησαίας 53/νγ: 3). Και το ίδιο είπε ότι θα συνέβαινε στους ακολούθους Του: «Να θυμάστε τον λόγο, που εγώ σας είπα: Δεν υπάρχει δούλος μεγαλύτερος από τον κύριό του. Αν εμένα δίωξαν, θα διώξουν και σας· αν φύλαξαν τον λόγο μου, θα φυλάξουν και τον δικό σας" (Ιωάννης 15/ιε: 20). Και όχι μόνο από διωγμούς θα έπασχαν οι πιστοί, αλλά από κάθε είδους θλίψη: "Μέσα στον κόσμο θα έχετε θλίψη· αλλά, να έχετε θάρρος· εγώ νίκησα τον κόσμο" (Ιωάννης 16/ις: 33). Και δήλωσε: "Αν κάποιος θέλει νάρθει πίσω μου, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, κι ας σηκώσει τον σταυρό του, κι ας με ακολουθεί. Επειδή, όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του, θα τη χάσει· και όποιος χάσει τη ζωή του, εξαιτίας μου, θα τη βρει» (Ματθαίος 16/ις: 23,24). .......Έχοντας υπ' όψιν αυτά τα λόγια, που πολλοί από εμάς τα έχουμε βιώσει «στο πετσί μας», παίρνουμε θάρρος μέσα από τις θλίψεις, καθώς βιώνουμε καθημερινά τα λόγια του αποστόλου Παύλου: «σε κάθε τι συνιστώντας τον εαυτό μας ως υπηρέτες τού Θεού, με πολλή υπομονή, με θλίψεις, με ανάγκες, με στενοχώριες, 5. με ραβδισμούς, με φυλακές, με ακαταστασίες, με κόπους, με αγρυπνίες, με νηστείες· 6. με καθαρότητα, με γνώση, με μακροθυμία, με αγαθότητα, με Πνεύμα Άγιο, με αγάπη ανυπόκριτη· 7. με λόγο αλήθειας, με δύναμη Θεού· με τα όπλα τής δικαιοσύνης, τα δεξιά και τα αριστερά· 8. με δόξα και ατιμία, με συκοφαντία και με εγκωμιασμό· σαν πλάνοι, όμως κάτοχοι της αλήθειας· 9. σαν αγνοούμενοι, αλλά είμαστε καλά γνωστοί· σαν να φτάνουμε στον θάνατο, αλλά, δέστε, ζούμε· σαν να περνάμε από παιδεία, αλλά δεν θανατωνόμαστε· 10. σαν λυπούμενοι, αλλά πάντοτε έχουμε χαρά· σαν φτωχοί, όμως πλουτίζουμε πολλούς· σαν να μη έχουμε τίποτε, όμως τα πάντα κατέχουμε» (Β΄ Κορ. 6/ς: 4-10). .......Θυμάμαι σαν σήμερα, τα λόγια ενός φίλου απίστου, για τη ζωή του νονού μου, τον οποίο ο Θεός ευλόγησε με χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, αλλά κατά κόσμον θλιβόταν υπερβολικά ως τον θάνατό του. Μου είπε ο άπιστος εκείνος: «Μα πώς είναι δυνατόν ο Θεός να επιτρέπει να βασανίζεται τόσο ένας δικός Του; Αν είχατε την αληθινή πίστη, δεν θα ήταν η ζωή του ένα βασανιστήριο. Να μην έχει δουλειά, να τον κοροϊδεύουν οι εργοδότες, να αρρωσταίνει, να γκρεμίζεται το σπίτι του, να θλίβεται τόσο πολύ! Αυτό δεν είναι πίστη, είναι πλάνη!» Και πράγματι, είχα δει κι εγώ αυτόν τον ευλογημένο άνθρωπο, να προσεύχεται με δάκρυα, να ζητάει από τον Θεό να τον πάρει «ΤΩΡΑ!». (Και πράγματι, έφυγε νέος, όταν ο αγώνας του έφθασε στην τελείωση). Απάντησα στον άπιστο φίλο μου, ότι αυτή είναι η εν Χριστώ ζωή. Όχι χαρά και διασκέδαση, αλλά θλίψη και πόνος, και δοκιμασία. Αλλά δεν μπορούν αυτό να το δεχθούν όλοι. Μάλιστα θα έλεγα, ότι αν κάποιος δεν βιώνει αυτή τη θλίψη στη Χριστιανική του ζωή, κάτι δεν πάει καλά με αυτόν. Θα πρέπει να ανησυχεί! Γιατί δεν γνωρίζω ΚΑΝΕΝΑΝ που να προοδεύει στην εν Χριστώ ζωή, χωρίς να υφίσταται δοκιμασίες και θλίψεις.

Να βλέπεις τους άλλους ως αγίους (Γέροντας Εφραίμ ο Κατουνακιώτης)


Πολλοί πλησίαζαν τον Γέροντα για να λύσουν τις πνευματικές απορίες τους. Ιδιαίτερα οι μοναχοί έθεταν το θέμα των σχέσεών τους με τον Γέροντα και τους παραδελφούς τους.
Στην σημερινή εποχή πλήθυνε το δικαίωμα και ο αυταρχισμός. Η νέα γενιά ζει μέσα σε ένα κοσμικό περιβάλλον , που συνεχώς εξαπλώνεται και που διέκοψε την επαφή και συνύπαρξη με την παλαιά γενεά. Αυτό στην καλογερική ζωή προκαλεί διακοπή και ασυμφωνία.
Οι παλαιότεροι Γέροντες, που είναι οι φορείς της παραδόσεως, φαίνονται σήμερα στους νέους που προσέρχονται στον μοναχισμό λίγο παράξενοι. Όσοι από τους νέους έχουν καταρτισθεί με την μελέτη των Πατερικών κειμένων δεν δυσκολεύονται, γιατί αντελήφθησαν το θέμα της πίστεως και της υπακοής στον Γέροντα. Στους περισσότερους όμως γεννιούνται διλήμματα και προβάλουν το «γιατί;». Αφού ο Γέροντας δεν έχει δίκαιο, γιατί επιμένει; Ή αφού δεν γνωρίζει καλά, γιατί θέλει να τον υπακούομε;
Σε αυτό το φαύλο κύκλο του ορθολογισμού στεκόταν, ο μακάριος, ως πραγματικός φάρος διακρίσεως. Όποιος πρόβαλλε ερωτήσεις και λάθη ή ελαττώματα ή και παραλείψεις του Γέροντος του απαντούσε στερεότυπα:
«Παιδί μου, ο καρπός της ησυχίας που επιδιώκεις είναι  να επιδιώκεις να βλέπεις τους άλλους ως αγίους, ως αγγέλους. Όταν βλέπεις στους άλλους ελαττώματα  και ιδίως στον Γέροντά του, να ξέρεις ότι έπεσε η πνευματική σου ζωή, υποβιβάστηκε, και χρειάζεται πολλή μετάνοια και αυτομεμψία. Όταν βλέπω και κρίνω μέσα μου τους αδελφούς μου, να ξέρω ότι δεν πάω καλά… Πρέπει να πιστέψω καλά μέσα μου, ότι ο κάθε αδελφός είναι καλός και  άγιος  και μόνο εγώ είμαι ο πιο αχρείος. Σε κάθε παρεξήγηση να βάζω εγώ μετάνοια, είτε φταίω είτε όχι, για να είμαι πάντα ειρηνικός  με τους άλλους και να είναι μαζί μου η Χάρις του Θεού. Ποτέ να μην κοινωνήσω τα θεία Μυστήρια αν έχω πικράνει κάποιον αδελφό και δεν έχω συνδιαλλαγεί μαζί του»

Η ανοχή, η αγάπη κάνουν τον αναιδή πιο αναιδή και τον φιλότιμο πιο φιλότιμο (Γέροντας Παΐσιος)

Αν ένας άνθρωπος έχη αγαθή προαίρεση, αλλά δεν βοηθήθηκε από μικρός, δεν είναι κολακεία να του πης τα καλά που βλέπεις σ' αυτόν, γιατί κατ' αυτόν τον τρόπο βοηθιέται και αλλοιώνεται, επειδή δικαιούται και την θεία βοήθεια. Είπα σε κάποιον: «Εσύ είσαι καλός. Δεν ταιριάζουν σ' εσένα αυτά που κάνεις». Του το είπα αυτό, γιατί είδα το καλό του χωράφι και τον κακό σπόρο που είχε ρίξει. Είδα ότι εσωτερικά ήταν καλός και, ό,τι κακό έκανε, ήταν εξωτερικό. Δεν του είπα: «είσαι καλός», για να τον κολακέψω, αλλά για να τον βοηθήσω, να του κινήσω το φιλότιμο.
Μερικοί έχουν το εξής τυπικό: Έχει, δεν έχει ο άλλος κάποιο χάρισμα, του λένε: «δεν έχει χάρισμα», δήθεν για να μην υπερηφανευθή και βλαφθή. Ένα ισοπέδωμα δηλαδή. Όταν όμως απελπίζεται ο άλλος για το κακό που κάνει, απελπίζεται και για το καλό που έχει, τότε πως θα ξεθαρρέψη, για να αγωνισθή με προθυμία; Ενώ, αν του πης τα καλά που έχει και του καλλιεργήσης το φιλότιμο και την αρχοντιά, βοηθιέται, αναπτύσσεται και προχωράει.
Εγώ έχω τυπικό, όταν βλέπω ότι κάποιος έχει ένα χάρισμα ή ότι πάει καλά στον αγώνα του, να του το λέω και, όταν βλέπω κάτι στραβό, να παίρνω βρεγμένη σανίδα ... Δεν σκέφτομαι μήπως βλαφτή η ψυχή με τον πρώτο ή τον δεύτερο τρόπο, επειδή και οι δύο τρόποι έχουν αγάπη. Αν βλαφθή από την συμπεριφορά μου, αυτό σημαίνει ότι θα έχη βλάβη. Αν π.χ. η εικόνα που έκανε μια αδελφή είναι καλή, θα της πως ότι είναι καλή. Αν δω ότι υπερηφανεύθηκε και αρχίζει να αποκτάη αναίδεια, θα της δώσω μια και θα την κάνω πέρα. Φυσικά, αν υπερηφανευθή, θα κάνη μετά καρικατούρες, οπότε θα φάη άλλο μάλωμα. Αν ταπεινωθή ξανά, θα κάνη πάλι καλή δουλειά. Εμένα αρρωστημένα πράγματα δεν με αναπαύουν. Στραμπουλιγμένα πράγματα δεν τα μπορώ. Θα τα κάνω έτσι από 'δώ, έτσι από 'κεί, ώστε να βρουν την θέση τους. Τι; θα οικονομάω αρρωστημένες καταστάσεις;

- Γέροντα, όταν ο αναιδής γίνεται πιο αναιδής από το ενδιαφέρον που του δείχνεις, πως θα τον βοηθήσης;
- Να σου πω: όταν βλέπω ότι ο άλλος δεν βοηθιέται από το ενδιαφέρον μου, την καλωσύνη, την αγάπη, τότε λέω ότι δεν έχω συγγένεια μαζί του και αναγκάζομαι να μην του φέρωμαι με καλωσύνη. Κανονικά, όσο καλωσύνη σου δείχνουν, τόσο πρέπει να αλλοιώνεσαι, να διαλύεσαι, να λειώνης.
Παλιά τι είχε συμβή με κάποιον. Στην αρχή, για να τον βοηθήσω, αναγκάστηκα να του πω μερικά θεία γεγονότα που είχα ζήσει. Αντί όμως να πη: «Θεέ μου, πώς να Σε ευχαριστήσω γι' αυτήν την παρηγοριά κ.λπ.» και να διαλυθή, πήρε θάρρος και φερόταν με αναίδεια. Τότε κράτησα μια αυστηρή στάση. «Θα τον βοηθώ, είπα, από μακριά με την προσευχή». Αυτό το έκανα, όχι γιατί δεν τον αγαπούσα, αλλά γιατί αυτός ο τρόπος θα τον βοηθούσε.

- Και αν, Γέροντα, καταλάβη, το λάθος του και ζητήση συγγνώμη;
- Αν το καταλάβη, εντάξει, μπορούμε να συνεννοηθούμε. Διαφορετικά, αν δεν βοηθιέται από το φιλότιμό μου, δεν βρίσκω ανταπόκριση, και δεν έχω συγγένεια μαζί του. Όταν ο άλλος έχη ευλάβεια, ταπείνωση, δεν έχη αναίδεια, κι εσύ κινείσαι απλά. Εγώ εξ αρχής φέρομαι σε όλους με άνεση και απλότητα. Δεν φέρομαι περιορισμένα, δήθεν για να μη δώσω θάρρος στον άλλον και τον βλάψω. Δίνομαι ολόκληρος, για να βοηθηθή, να αναπτυχθή μέσα σ' ένα κλίμα αγάπης, και σιγά-σιγά του λέω τα κουσούρια του. Τον θεωρώ αδελφό μου, πατέρα μου, παππού μου, ανάλογα με την ηλικία του. Κάνω λιακάδα, για να βγουν όλα τα φίδια, οι σκορπιοί, τα σκαθάρια - τα πάθη -, και ύστερα τον βοηθάω να τα σκοτώση. Αν όμως δω ότι δεν το εκτιμάει αυτό και δεν βοηθιέται από την συμπεριφορά μου, αλλά εκμεταλλεύεται την απλότητά μου και την αληθινή αγάπη μου και αρχίζει να φέρεται με αναίδεια, τραβιέμαι σιγά-σιγά, για να μη γίνη περισσότερα αναιδής. Αλλά στην αρχή δίνομαι ολόκληρος, γι' αυτό μετά έχω αναπαυμένη την συνείδησή μου.
Μια φορά στην Μονή Στομίου είχα πάρει ένα παιδί, για να το βοηθήσω, να του μάθω και την τέχνη του μαραγκού. Του φερόμουν με πολλή καλωσύνη, τον είχα σαν αδελφό. Έβλεπα όμως μερικά πράγματα που δεν με ανέπαυαν. Μια φορά τον ρωτάω: «Τι ώρα είναι;». «Με τα μυαλά τα δικά σου πάει το ρολόι!», μου λέει. Ε, τότε είπα: «Δεν συμφέρει να συνεχίσω έτσι. Θα συμμαζέψω σιγά-σιγά ¨τα μυαλά μου¨, γιατί δεν ωφελείται». Κανονικά αυτός, αν ήταν φιλότιμος, έτσι όπως του φερόμουν, έπρεπε να διαλυθή. Αλλά είδα ότι δεν με χωρούσε, δεν με καταλάβαινε. Ύστερα μόνος του έφυγε· δεν τον έδιωξα. Βλέπεις, η ανοχή, η αγάπη κάνουν τον αναιδή πιο αναιδή και τον φιλότιμο πιο φιλότιμο.

Μοναχική Αναχώρησις και Μαρτυρία στο Άγιον Όρος των Δυσμών του Εικοστού Αιώνος



Η μοναχική αναχώρησις
Οι Χριστιανοί που επέλεγαν τον δρόμο της χριστιανικής τελειότητος (παρθενίας, σωφροσύνης και ακτημοσύνης) μέσα στα πλαίσια της κοινοτικής ζωής της αρχαίας Εκκλησίας ωνομάστηκαν ασκητές, ενώ οι γυναίκες ασκήτριες ή παρθένες. 
Οι πρώτοι ασκητές που βγήκαν από τις πόλεις και τα χωριά της Αιγύπτου για να ζήσουν αρχικά στις παρυφές τους και αργότερα στην ακατοίκητη και απαράκλητη έρημο, ωνομάστηκαν αναχωρητές. Αν και ποτέ δεν έπαυσαν να υπάρχουν και οι εν τω κοσμω μεμονωμένοι ασκητές και ασκήτριες, (ιδιαίτερα κληρικοί και παρθένες), η ονομασία μοναχός καθιερώθηκε κυρίως για τους ασκητές της ερήμου, των αναχωρητικών λαυρών και των μαγάλων κοινοβίων. Η αναχώρησις, δηλ. η απομάκρυνσις από την ωργανωμένη ανθρώπινη κοινωνία -με τις ανέσεις, τους πειρασμούς και τις δεσμεύσεις της- απετέλεσε ουσιώδες γνώρισμα του Ορθόδοξου μοναχισμού καθ' όλη την μακραίωνα ιστορία του. Ακόμη και στην περίπτωσι που η γεωγραφική απομάκρυνσις από τον κόσμο δεν ήταν μεγάλη, η διασφάλισις της πνευματικής αποστάσεως (ξενιτεία) και η αποφυγή των θορύβων και του περισπασμού (ησυχία) αποτέλεσαν βασικές προϋποθέσεις για την επίτευξι του σκοπού της μοναχικής ζωής, που είναι η εσωτερική κάθαρσις από τα πάθη και η δια της προσευχής και της τηρήσεως των εντολών ένωσις με τον θεό.

Η αναχώρησις στο Άγιον Όρος σήμερα
Ένα τέτοιο τόπο αναχωρήσεως και ησυχίας απετέλεσε για τον Ορθόδοξο Μοναχισμό το Άγιον Όρος από τα τέλη του ενάτου αιώνος μέχρι σήμερα. Θα μπορούσε δε κάλλιστα να υποστηριχθή ότι αυτό σήμερα αποτελεί και την μοναδική έρημο της Ορθοδοξίας, με την έννοια του γεωγραφικού χώρου του αφιερωμένου εξ ολοκλήρου στην μοναχική άσκησι, όπου αποκλείεται η εγκαταβίωσις λαϊκών και η είσοδος γυναικών και όπου ισχύει ειδικό καθεστώς μοναχικής αυτοδιοικήσεως βάσει πανάρχαιων κανόνων και τυπικών.
Πόσο εφικτή είναι όμως η αναχώρησις και η ησυχία στο Άγιον Όρος των δυσμών του 20ου αιώνος; Η ανάπτυξις των συγκοινωνιών και επικοινωνιών, το ογκούμενο ρεύμα των επισκεπτών, οι τεράστιες αναστηλωτικές ανάγκες, η υπογράμμισις της «πολιτιστικής» αξίας των αγιορειτικών μνημείων και κειμηλίων και η συνακόλουθη εξάρτησις από κοσμικούς φορείς εξουσίας, όχι πάντοτε αντιστοίχους εκείνων των Ορθοδόξων αυτοκρατόρων και ηγεμόνων, έχουν φέρει τον «κόσμο» απειλητικά κοντά στο Άγιον Όρος, κάνοντας την αναχώρησι μια αρκετά πιο δύσκολη υπόθεσι από ό,τι ήταν μέχρι και το πρώτο ήμισυ του εικοστού αιώνος.
Αν ήδη από την εποχή των Αγίων Αθανασίου του Αθωνίτη, Ιωάννη του Κουκουζέλη και Νήφωνος Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως δεν ήταν τελικά δυνατό να «κρυφτή» κανείς και να τηρήση την ανωνυμία του στο Άγιον Όρος, πόσο μάλλον δεν είναι δυνατό αυτό σήμερα, όταν με τις σύγχρονες τεχνικές ευκολίες η αλληλογραφία, τα τηλεφωνήματα και οι επισκέψεις των συγγενών και φίλων - τελευταία δε και οι κάμερες των τηλειπτικών καναλιών - εισβάλλουν και σ' αυτό ακόμη το κελλί του σημερινού επίδοξου αναχωρητή;
Όσον αφορά το ρεύμα των επισκεπτών γίνεται συνήθως η διάκρισις μεταξύ προσκυνητών και περιηγητών, ενώ σαφώς δεν κρύβεται μια κάποια προτίμησις για τους πρώτους. Όμως τόσο οι πρώτοι όσο και δεύτεροι βρίσκουν πιο εύκολα τον δρόμο για το Άγιον Όρος σήμερα, σε σημείο που, αν δεν ισχύσουν κάποια περιοριστικά μέτρα, να κινδυνεύη το Άγιον Όρος να πάθη σε πνευματικό επίπεδο κάτι αντίστοιχο με αυτό που παθαίνουν τα δάση, οι εξοχές και οι παραλίες, όταν τα κάνουμε αγνώριστα από το να συνωστιζώμαστε σ' αυτά κάθε λίγο, χωρίς να αφήνουμε το απαραίτητο περιθώριο για την ανανέωσί τους. Συνηθίζω να αναφέρω το παράδειγμα του κήπου με τα ευωδιαστά λουλούδια που ευφραίνει μεν τους επισκέπτες του - όταν αυτοί δεν υπερβαίνουν κάποιον ανώτατο αριθμό - αρχίζει όμως να καταστρέφεται, όταν αυτοί είναι τόσοι ώστε να συνωστίζονται και να καταπατούν τα φυτά και τα άνθη. Ισχύει λοιπόν και εδώ το λεγόμενο ότι «καταστρέφουμε εκείνον που αγαπούμε υπερβολικά».
Οι μοναχικές αδελφότητες και συνοδείες που ζουν μέσα σ' ένα συνεχές ρεύμα επισκεπτών, με ένα γενικό και συνεχή προσανατολισμό προς την φολιξενία και την συζήτησι - όσο πνευματική κι αν αυτή θέλη να είναι - αντιμετωπίζουν πολλά εσωτερικά πνευματικά προβλήματα, τα οποία μόλις τώρα αρχίζουμε να εκτιμούμε. Ο πρώτος εκείνος ενθουσιασμός για την πρόσφατη επάνδρωσι και κοινοβιοποίησι των αγιορείτικων μονών και η συναφής χαρά για τους πολλούς προσκυνητές που έρχονται να οικοδομηθούν από τους νέους Αγιορείτες υποχωρεί σήμερα μπροστά στην γενικώτερη περίσκεψι για το πως θα σταθεροποιηθή πνευματικά αυτή η νέα γενιά των μοναχών, με φανερή την έλλειψι της παρουσίας των «παλαιών» ανάμεσά της και μέσα σε συνθήκες σαφώς πιο αντίξοες, όσον αφορά τουλάχιστον την αναχώρησι και ησυχία.
Αν κατά τους Πατέρες ακόμη και η θέα των κοσμικών βλάπτει τον αρχάριο μοναχό, γιατί του θυμίζει όλα εκείνα που θέλει να ξεχάση και να αποτινάξη από την καρδιά του, τότε η καθημερινή παρουσία ανεξέλεγκτου αριθμού κοσμικών φιλοξενουμένων μέσα στα πλαίσια μιας μοναχικής αδελφότητος συνιστά πράγματι πρόβλημα ανανεώσεώς της. Από την άλλη μεριά κρίνεται ότι η ανάθεσις της φιλοξενίας των κοσμικών σε κοσμικούς εκτός του περιβόλου των Ιερών Σκηνωμάτων θα οδηγήσει σιγά-σιγά στην τουριστικοποίησι και εκκοσμίκευσι του Αγίου Όρους.
Αλλά και οι εργασίες αναστηλώσεως των μνημείων και συντηρήσεως των κειμηλίων απορροφούν ένα μεγάλο μέρος της δραστηριότητος των αδελφοτήτων και ιδιαίτερα των προεστώτων τους, με άμεσες συνέπειες την τακτική έξοδο των Αγιορειτών στον κόσμο για εξασφάλισι πόρων και τεχνογνωσίας και την συναφή όλο και μεγαλύτερη εξάρτησι της ζωής της αδελφότητος από κοσμικούς φορείς.
Εξ' άλλου οι αναστηλώσεις χρειάζονται υλικά, τα υλικά οχήματα και τα οχήματα δρόμους. Η τήρησις του μέτρου και της ισορροπίας στον τομέα αυτόν είναι πράγμα τόσο δύσκολο όσο και πολυσυζητημένο. Όμως οι δρόμοι φτάνουν όλο και πιο κοντά ακόμη και στα πιο απόμακρα ερημητήρια, ενώ μερικοί λαϊκοί που εισέρχονται με οχήματα μεταφέροντας κάποια υλικά δεν χάνουν την ευκαιρία και για έναν αυτοκινητιστικό γύρο του Αγίου Όρους, όσο κι αν αυτό συνεπάγεται πολλή σκόνη και ταρακούνημα.
Γενικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι κάθε προσπάθεια των Αγιορειτών για την διατήρησι των στοιχειωδών συνθηκών αναχωρήσεως και ησυχίας στον Ιερό τους Τόπο έρχεται αντιμέτωπη με μια ποικιλία συμφερόντων, διεκδικήσεων και νοοτροπιών. Πόσο θα αντέξη η τελευταία αυτή μοναστική «έρημος» της Ορθοδοξίας σε μια μάχη που μάλλον χάθηκε για τα άλλα μοναστικά κέντρα της Παλαιστίνης, του Σινά, της Πάτμου και των Μετεώρων:
Αυτό ανθρωπίνως θα εξαρτηθή από την επιτυχία μιας πολυμέτωπης προσπάθειας στην οποία πρέπει να αποδυθούν οι σημερινοί Αγιορείτες, με κύριους άξονες:
α) την απώθησι των πάσης φύσεως κοσμικών αντιλήψεων και επιδιώξεων από τις τάξεις των ίδιων των μοναχών, έτσι ώστε να μην επιδεινώνονται εκ των έσω τα ήδη υπάρχοντα προβλήματα, με την φιλόδοξη, φιλομέριμνη και άρα φιλόκοσμη στάσι των ίδιων των Αγιορειτών.
β) την διατήρησι και ομαλή λειτουργία του αρχαίου προνομιακού καθεστώτος αυτοδιοικήσεως του Αγίου Όρους, το οποίο, με την χιλιόχρονη ιστορία του και παρά τις ανθρώπινες ελλείψεις και ατέλειές του, αποτελεί - μετά Θεόν - την μοναδική εγγύηση για την αποτροπή κάθε έξωθεν επεμβάσεως, κάθε προσπάθειας χειραγωγήσεως μοναχών από τους μοναχούς, κάθε φιλόδοξου σχεδίου «αξιοποιήσεως», «εντάξεως» ή και «υποτάξεως» του Αγίου Όρους σε εφήμερες κοσμικές σκοπιμότητες και νοοτροπίες.
και γ) την διατήρησι και ενίσχυσι της οικονομικής αυτοτέλειας των αγιορείτικων μονών, διότι η υλική εξάρτησις αργά ή γρήγορα φέρνει και την πνευματική.
Ας προχωρήσουμε όμως και στο πρόβλημα της μαρτυρίας του Αγίου Όρους σήμερα.

Η ποικιλία των πειρασμών κατά τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή


Λέγονται πειρασμοί, επειδή γεννούν πείρα και κατά τον αόρατο πόλεμο γίνονται φορείς πνευματικής γνώσεως στους προσεκτικούς. Πειρασμός είναι και λέγεται κάθε αντίθεση στον αγώνα μας για την πίστη και την ευσέβεια, ενώ φροντίζουμε για την υποταγή μας στον Θεό. Κατά την γνώμη των Πατέρων υπάρχουν ποικίλες υποδιαιρέσεις πειρασμών. Άλλοι είναι οι πειρασμοί των αγωνιστών, για να προσθέσουν κέρδος και πρόοδο στον αγώνα τους· άλλοι είναι οι πειρασμοί των ράθυμων και απρόθυμων, για να προφυλάσσονται από τα βλαβερά και επικίνδυνα· άλλοι είναι οι πειρασμοί αυτών που νυστάζουν και κοιμούνται, για να τους ξυπνήσουν. Διαφορετικοί είναι οι πειρασμοί αυτών που απομακρύνονται και πλανώνται, για να πλησιάσουν κοντά στο Θεό· διαφορετικοί τέλος είναι οι πειρασμοί των δικαίων και φίλων του Θεού, για να κληρονομήσουν την επαγγελία. Υπάρχουν και πειρασμοί των τελείων, που επιτρέπει ο Θεός, για να τους προβάλλει στην Εκκλησία ως στήριγμα των πιστών και ως παράδειγμα προς μίμηση. Υπάρχει και άλλο είδος πειρασμών των τελείων, όπως του Κυρίου και των Αποστόλων, που πλήρωσαν τον νόμο της (επι)κοινωνίας με τον κόσμο σηκώνοντας τους δικούς μας πειρασμούς.
Στον νόμο αυτό της "κοινωνίας" μετέχουν και οι πνευματικοί Πατέρες σηκώνοντας τα βάρη και τις αδυναμίες των πνευματικών παιδιών τους με προσευχές και διάφορους αγώνες που συμπληρώνουν τις ελλείψεις των άλλων. Κατά τους Πατέρες υπάρχει και ένας άλλος τρόπος "κοινωνίας" σε ξένους πειρασμούς: Όποιος κατηγορεί "κοινωνεί" με τους πειρασμούς του κατηγορουμένου, όποιος συκοφαντεί με τους πειρασμούς του συκοφαντουμένου, όποιος άδικεί με τούς πειρασμούς του αδικούμενου, ιδίως μάλιστα όταν ο αδικούμενος υπομένει αγόγγυστα τη ζημιά.
Εδώ αναφέρουμε τους πειρασμούς αυτών που προκόπτουν εξαιτίας της προσοχής και αγωνιστικότητάς τους, που κατά την κρίση πάντοτε των Πατέρων είναι: οκνηρία, βάρος του σώματος, χαύνωση των μελών, ακηδία, σύγχυση της διανοίας, υποψία για σωματική ασθένεια, δηλαδή μικροψυχία, σκοτισμός των λογισμών, εγκατάλειψη της ανθρώπινης βοήθειας, περιορισμός στις εξωτερικές ανάγκες και τα παρόμοια. Όλα αυτά, όταν συμβούν στους αγωνιστές με παραχώρηση του Θεού, δημιουργούν αίσθηση εγκαταλείψεως. Τότε αρχίζει να κλονίζεται η πίστη τους, και να κόβεται η ελπίδα που τούς ενθάρρυνε μέχρι τότε. Μυστικά όμως η Χάρις τους παρηγορεί, για να μην αλλάξουν πρόγραμμα. Τους πείθει ότι ο πειρασμός δεν προήλθε από τους ίδιους, αφού όλα μαρτυρούν ότι δεν εγκατέλειψαν την καλή τους πορεία. Μετά τον προβληματισμό αυτόν και την μυστική παρηγοριά της Χάριτος στρέφονται με πίστη και πόθο προς τον Θεό, που έχει την δύναμη να τους σώσει, και προσπίπτουν με ταπείνωση ζητώντας την σωτηρία, που είναι και ο σκοπός για τον οποίο δοκι­μάστηκαν. "Ως εδώ, όπως λένε οι Πατέρες, είναι οι πειρασμοί γι' αυτούς που προοδεύουν και προκόβουν στα πνευματικά.
Σε όσους συμβεί να αμελήσουν τα καθήκοντα τους ή, και το θλιβερότερο, να περιπέσουν σε οίηση και υπερηφάνεια, οι πειρασμοί είναι διαφορετικοί και σκληρότεροι, όπως όταν χρειάζονται εγχειρήσεις και εκτομές στις βαρείες αρρώστιες. Οι δαίμονες τους πολεμούν πρώτα φανερά με πολλή αναίδεια και επιμονή περισσότερο από την δύναμη τους. Σκοτίζεται ο νους και χάνουν τελείως την δύναμη της διακρίσεως η άνοια και οι βλακώδεις λογισμοί πληθαίνουν αρχίζει ισχυρός πόλεμος της σάρκας που εκβιάζει την προαίρεση παρουσιάζεται αναίτιος θυμός και σκληρότητα σε ό,τι άφορα το ίδιο θέλημα· εμφανίζεται αναίτια φιλονικία και επίπληξη στον οποιοδήποτε- ακολουθούν βλάσφημοι λογισμοί εναντίον του Θεού, απώλεια του θάρρους από την καρδιά, αφανής και φανερός εμπαιγμός από τους δαίμονες, ακράτεια στην ματαιολογία και, γενικά επιθυμία του κόσμου και της ματαιότητος. Έπειτα έρχονται πειρασμοί σκληροί που δύσκολα καταπολεμιούνται, παράξενα και ασυνήθιστα συμπτώματα ασθενείας, οδυνηρά τραύματα, φτώχεια και εγκατάλειψη ασυνήθιστη και απαρηγόρητη, κάθε αδύνατο και άλυτο συμβάν ή πράγμα, που προκαλεί απόγνωση και φόβο γιατί η καρδία στειρεύει από ελπίδα. Όλα αυτά είναι μάλλον συνέπειες της υπερηφάνειας και συμβαίνουν στον άνθρωπο που πλανήθηκε, και πίστεψε στον εαυτό του. Αυτά είναι τα φάρμακα για την θεραπεία του, ώστε να ξυπνήσει, να ταπεινωθεί και να εξεμέσει την χολή αυτής της ολέθριας διαστροφής.
Όπως στα θέματα της Χάριτος υπάρχουν τα βοηθητικά μέσα που κάνουν να περισσεύει η προκοπή σε χρόνο και ποσότητα έτσι και στην πλευρά της πλάνης υπάρχουν αυτά που συντελούν στην αυξομείωση της. Στην πλευρά της Χάριτος, όταν με την βοήθεια του Χριστού βαδίζει κάποιος την στενή και τεθλιμμένη οδό των εντολών και προσθέτει στην πορεία του αυτή ταπείνωση και συμπάθεια στην διακονία της αγάπης, αυξάνει την αντίληψη της Χάρι­τος και τον φωτισμό. Το αντίστοιχο συμβαίνει και στην πλευρά της πλάνης· αν προστεθεί ανυπομονησία και γογγυσμός, βαραίνει ο σταυρός στο διπλάσιο και ακόμη περισσότερο. Η μικροψυχία και η έλλειψη ελπίδας είναι τα βασανιστικότερα δεινά του αοράτου πολέμου. Αυτά παραχωρούνται στους σκληρούς και αταπείνωτους χαρακτήρες ως η σκληρότερη παιδεία, που είναι γεύση της ίδιας της γέεννας και της κολάσεως, αισθητό δείγμα της αποστασίας και εγκαταλείψεως. Εδώ χρειάζονται ευχές άγιων και θαυματουργική επέμβαση, για να μαλακώσει η καρδιά. Χρειάζονται πολλές προσευχές και δάκρυα, για να επανασυνδεθεί η αρρωστημένη ψυχή με την Χάρη και να θεραπευθεί -αλλιώς είναι αναπόφευκτη η κατάκτηση της πλάνης, όπου η έκσταση των φρενών και ο όλεθρος!
Όντως μακάρια είσαι ταπείνωση! Ποιός είναι σοφός για να φυλάξει τα θελήματά σου και να μάθει καλά τα δικαιώματά σου, ώστε να σε κατακτήσει ολόκληρη. Να σε έχει σύντροφο και συγκάτοικο και εσύ να προπορεύεσαι αλλά και να ακολουθείς πίσω από αυτόν σε όλο τον δρόμο της ζωής του, ώσπου να τον παρουσιάσεις στον Δεσπότη και Βασιλέα σου, που σε ενδύθηκε ως αξιαγάπητη και σύνεδρό Του και σε αποκάλυψε και σε μας! «Μάθετε γάρ, λέει. ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία», και όχι κατά το σχήμα, «και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών»!
Δεν ήταν βέβαια ο σκοπός μας να επαναλάβουμε προβλήματα και ερμηνείες που είναι τόσο γνωστά από τους Πατέρες μας, αλλά μας παρέσυρε η ροή των πραγμάτων, αφού σχεδόν άθελά μας βρεθήκαμε στους στροβίλους των πειρασμών, των οποίων συχνότατα γινόμαστε θύματα για τις τόσες ελλείψεις και αμέλειες μας.
Ο αείμνηστος Γέροντας δεν έπαυε, με τον δικό του επαγωγικό τρόπο, να ερμηνεύει σε όλες τις φάσεις της ζωής μας τον στόχο και σκοπό των «συμβα­τικών αυτών επιφορών». Βλέπαμε τις κινήσεις και τη λειτουργία των πειρασμών αυτών συνεχώς στα πλαίσια του πνευματικού νόμου, που ρύθμιζε τα πάντα στη ζωή μας με λεπτομέρεια. Πραγματικά, πόση σοφία κρύβεται εδώ για τους συνετούς και για όσους γνωρίζουν καλά την πνευματική ζωή, όταν χαράζουν την πορεία της πλεύσεως τους σε αυτόν τον ωκεανό της ζωής έχοντας ως βάση και πόλο έλξε­ως τον πνευματικό νόμο, «τον νόμον του πνεύματος της ζωής».
(Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού,
«Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής»,

Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Αικατερίνα Δέρβα (1ο μέρος) «Καλύτερη είναι η σιωπή παρά να λέμε άχρηστα πράγματα».


Γεννήθηκε στην Βλάστη Κοζάνης το 1890 και ήταν η έκτη θυγατέρα του Γιάννη Βλαχογιάννη και της Μαρίας, που ήταν πολύ ευλαβής γυναίκα και πολύ συνετή. Διηγείτο η μητέρα της ότι οι πρόγονοί της φιλοξένησαν στο σπίτι τους δύο φορές τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό και τους ευλόγησε.


Η Κατερίνα παρακολούθησε μερικές τάξεις στο Δημοτικό Σχολείο, έμαθε να διαβάζη και σ’ όλη της την ζωή μελετούσε πολύ. Ήταν πολύ όμορφη και όταν ήρθε στο χωριό τους ένας νέος δάσκαλος, του άρεσε και την έκλεψε. Ο πατέρας της έδωσε την ευχή του, έγινε ο γάμος της Κατερίνας με τον Κωνσταντίνο Δέρβα και εγκαταστάθηκαν στο χωριό του συζύγου της, στην Τσαρίτσανη Ελασσώνος. Όταν η Κατερίνα περίμενε το τρίτο της παιδί, τον άνδρα της κάποιος τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Έτσι σε ηλικία 27 ετών έμεινε χήρα με τρία μωρά. Για να ζήση εμαθε να ράβη. Αργότερα οι συγγενείς της της έκτισαν ένα σπίτι στην Βλάστη δίπλα στο πατρικό της. Εκεί έμαθε και πλεκτομηχανή. Ο γυιός της, ο Γιώργος, έμαθε και αυτός ραπτική και αργότερα εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη, όπου τον ακολούθησε και η μητέρα του Κατερίνα.

Η εγκατάστασή της στην πόλη του Αγίου Δημητρίου ήταν δώρο Θεού για την Κατερίνα, γιατί αξιοποίησε τις πνευματικές ευκαιρίες που υπήρχαν. Εκκλησιαζόταν στον Άγιο Μηνά, στην Παναγία Χαλκέων, στην Αγία Αικατερίνη και κυρίως στην Αγία Σοφία, την οποία θεωρούσε σπίτι της. Εκεί βρήκε τον π. Βασίλειο Καϊμάκη, τον ενάρετο πνευματικό, στον οποίον εξωμολογείτο.

Είχε μεγάλη ευλάβεια στα θεία και εσέβετο πολύ τους ιερείς. Είχε άνεψιό τον π. Ευσέβιο Βίττη, τον οποίον υπεραγαπούσε. Στην ζωή της αξιώθηκε δύο φορές να προσκυνήση τους Αγίους Τόπους.

Στην εξωτερική της εμφάνιση ήταν μικρόσωμη. Φορούσε πάντα μανδήλα στο κεφάλι και μαύρα ρούχα. Ήταν περιποιημένη, δεν ήταν ρακένδυτη και ατημέλητη. «Αυτά είναι υπερβολές», έλεγε. «Ο άνθρωπος να είναι καθαρός και περιποιημένος».

Ζούσε την μετάνοια και πενθούσε για τις αμαρτίες της, αλλά εκφραζόταν αυτό ως χαρά. Ζούσε το χαροποιό πένθος, την χαρμολύπη, όπως λέγουν οι πατέρες. Ήταν άνθρωπος που αγαπούσε την ζωή, την ομορφιά της ζωής, την καθημερινή πραγματικότητα. Δεν ένιωθε μέσα της ότι εστερήθη, ότι εταλαιπωρήθη, ότι υπέφερε. Δεν παραπονείτο για τίποτε, όλα τα ξεπέρασε με την εμπιστοσύνη της στον Θεό και την προσευχή.

Όπου πήγαινε άλλαζε την ατμόσφαιρα. Μετέδιδε αυτό που βίωνε, και όταν την ρωτούσαν κάτι, μετέδιδε τον λόγο του Θεού. Δεν είχε μονοτονία στην συμπεριφορά της. Ήταν πάντα ένας δροσερός άνθρωπος. Έλεγε: «Μία καινούργια μέρα, μία καινούργια ζωή». Δεν αγωνιούσε για τίποτε. Αν και είχε περάσει πολλές δυσκολίες στην ζωή της, έλεγε: «Αν ξαναερχόμουν στην ζωή, πάλι εύκολα θα την περνούσα. Εμένα ο Θεός με αξίωσε να περνώ άνετα, χωρίς να έχω ούτε κτήμα ούτε σπίτι στο όνομά μου. Δεν ξέρω τι θα πει εφορία, τι θα πει δικηγόρος. Πέρασα σαν βασίλισσα». Ήταν πάντα ειρηνική χωρίς εκρήξεις και θυμούς.

Το τυπικό της

Ο γυιός της είχε αγοράσει ένα κτήμα κοντά στην Σχολή Πολέμου και αυτό για την Κατερίνα ήταν σαν παράδεισος. Εργαζόταν εκεί και η ίδια, αλλά πιο πολύ επιστατούσε στους εργάτες που καλλιεργούσαν τις φυστικιές. Η ίδια ανέβαινε, στα δένδρα και προσευχόταν. Αργότερα εγκαταστάθηκε μόνιμα εκεί.

Ξυπνούσε πολύ πρωί και έλεγε: «Εγώ αργότερα θα κοιμάμαι αιώνια. Όταν θα φύγω απ’ αυτόν τον κόσμο, τότε θα χορτάσω ύπνο. Τώρα πρέπει να προλάβω να χαρώ αυτό το δώρο του Θεού, να σκεφτώ και να φιλοσοφήσω».

Εκτός από την πρωινή προσευχή συνήθιζε να προσεύχεται τα μεσάνυχτα αφού προηγουμένως ξεκουράζετο λίγο. Έλεγε: «Τα μεσάνυχτα, όταν όλα ησυχάζουν αφού ξεκουραστή λίγο ο άνθρωπος, η ψυχή του εχει ανάγκη να μιλήση με τον Θεόν». Αγαπούσε πάρα πολύ να προσεύχεται με το κομποσχοίνι, και έλεγε να προσέχουμε πως κάνουμε την προσευχή μας.

Έλεγε στον εαυτό της όταν έπεφτε να κοιμηθή: «Η νύχτα πέφτει, η ζωή μου πλησιάζει στο τέρμα της». Και στη νυχτερινή προσευχή της μεταξύ άλλων ελεγε: «Είμαι μπροστά Σου, κλαίω ζητώντας να καταλάβω τι έκανα σήμερα. Τα λουδούδια Σου τα πάτησα, στον κήπο μου δεν έχω άλλα λουλούδια, μόνο αγκάθια φυτρώνουν. Κάνε, Χριστέ μου, να ανθίσουν άλλα».

Εκκλησιάζετο κάθε Κυριακή και εορτή και κοινωνούσε συχνά, αφού εξωμολογείτο. Παρακολουθούσε και κηρύγματα. Τις υπόλοιπες προσευχές τις έκανε στην καλύβα της. Ήταν γι’ αυτήν ένας χώρος που την ανέβαζε στον ουρανό. Αν και ζούσε μόνη της, σε μία παράγκα στην ερημιά, όχι στο μεγάλο σπίτι που υπήρχε εκεί δίπλα, δεν φοβόταν. «Τί να φοβηθώ;», έλεγε. «Στα φτωχά και στα ταπεινά κλέφτες δεν πάνε. Μου είπαν να καθήσω εδώ• κάθησα και βρήκα μεγάλη ωφέλεια».

Αγαπούσε πολύ το διάβασμα. Εκτός από την Αγία Γραφή και τα πνευματικά βιβλία, διάβαζε και λογοτεχνικά για να εμβαθύνη στις έννοιες και να μάθη να ψυχολογή τους χαρακτήρες των ανθρώπων. Ό,τι διάβαζε δεν το προσπερνούσε τυπικά αλλά εμβάθυνε. Είχε την ικανότητα να παίρνη μία λέξη, να την αναπτύσση, να κάνη ολόκληρο κήρυγμα. Επειδή μιλούσε για πνευματικά και ενέπνεε σεβασμό, μερικοί νόμιζαν ότι είναι πρεσβυτέρα και την προσφωνούσαν κυρα-παπαδιά. Είχε δυνατή μνήμη και αποστήθιζε όσα διάβαζε. Κάποτε είπε: «Θεέ μου, έμαθα πολλά για σένα, διάβασα πολλά, άκουσα πολλά, ας κλείσω τώρα τα βιβλία και ας μιλήση η ψυχή μου μαζί Σου».

Έλεγε στην προσευχή της: «Πολυεύσπλαχνε, δώσε μας να αισθανθούμε το φως της Μεταμορφώσεως, την δύναμη της Αναστάσεως και την φλόγα της Πεντηκοστής».

«Ιησού, εσύ είσαι η ζωή και το φως, ο λόγος και ο άρτος, η αλήθεια και η αγάπη. Δώσε μας τον εαυτό σου για να βρούμε τον εαυτό μας».

Νήστευε και έκανε όσα ορίζει η Εκκλησία, αλλά είχε ξεπεράσει το τυπικό. Όταν έψαλλε και προσευχόταν ήταν συγκεντρωμένη στον εαυτό της και φαινόταν ότι τα αισθανόταν, τα ζούσε. Ήταν πολύ αδύνατη. Έτρωγε ελάχιστα. «Δεν θυμάμαι ποτέ να έφαγα και να χόρτασα», ελεγε.

Της άρεσε πολύ ν’ ανάβη κερί και να θυμιάζη. Έλεγε: «Να καίη το κερί πάντα μπροστά στην εικόνα. Όπως λάμπει το φως του κεριού, να λάμπη και η ψυχή μου, να φωτισθή με το φως της Μεταμορφώσεως».

Αν και είχε πολλή αγάπη στους ανθρώπους δεν είχε στο τυπικό της να κάνη ελεημοσύνες. Όπως έλεγε δεν είχε τίποτε, όλα ήταν του γυιού της και αυτή δεν μπορούσε να τα διαθέση. Δεν είχε χρήματα και περιουσίες για να εκδηλώνεται η υλική ελεημοσύνη της, αλλά η ελεήμων ψυχή της εδινε άφθονη πνευματική ελεημοσύνη. Όποιος πήγαινε κοντά της, ήταν σαν να του έδινε ολόκληρο το είναι της, εάν ο επισκέπτης το ζητούσε αλλοιώς σιωπούσε. «Στα πνευματικά δεν μπορείς να βοηθήσης, αν δεν έχη ο άλλος διάθεση», έλεγε. Δεν ήταν μέλημά της να πηγαίνη σε Νοσοκομεία και φυλακές, αλλά έδινε ό,τι είχε με διάθεση, με εγκαρδιότητα• όσο ασήμαντο κι αν ήταν αυτό, σε γέμιζε.

Η πνευματική της εργασία

Η Κατερίνα ζούσε έντονα πνευματική ζωή, καθοδηγούμενη από τα πατερικά βιβλία, σαν να ήταν θεοδίδακτη. Είχε όμως την καλή ανησυχία και εφοβείτο μην είναι σε πλάνη. Είπε στον π. Μεθόδιο, γνωστό της ιερομόναχο που σύχναζε στο Άγιον Όρος, αν βγή κάποιος αγιορείτης διακριτικός Γέροντας, να την πάη να τον συμβουλευτή. Όταν ο παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης επαθε κυάμωση και πήγε στο Νοσοκομείο, πήγε να τον δή με τον π. Μεθόδιο. Ο Γέροντας την είδε ιδιαιτέρως και, ενώ έξω περίμεναν πολλοί, αυτήν την κρατούσε και της έλεγε: «Γερόντισσα, πές κι άλλα». Την κοίταζε έκπληκτος και με θαυμασμό της επαναλάμβανε: «Γερόντισσα, πές κι άλλα». Η Γερόντισσα του είπε: «Εγώ ήρθα εδώ για να ρωτήσω και ν’ ακούσω, όχι να πώ». Και ο Γέροντας της είπε: «Έτσι να συνέχισης. Μή φοβάσαι. Εγώ θα εύχομαι για σένα». Την κράτησε πάνω από ώρα, ενώ οι άλλοι περίμεναν απ’ εξω και χτυπούσαν την πόρτα• στον π. Μεθόδιο είπε ιδιαιτέρως: «Η Γερόντισσα θα κοιμηθή σε λίγα χρόνια». Όταν πήγε αργότερα στον παπα-Εφραίμ του είπε πάλι: «Η Γερόντισσα θα κοιμηθή σε ένα χρόνο. Αυτή θα είναι πρώτη στον Παράδεισο, μπροστά από πολλούς Αγιορείτες. Δεν έχω δει τέτοια ψυχή στην ζωή μου, ούτε μπορούσα να φανταστώ ότι υπάρχει τέτοια ψυχή μέσα στον κόσμο. Είναι μία ψυχή που εχει ζήσει την θεολογία στην πράξη και εχει ξεπεράσει όλα τα πνευματικά στάδια. Αυτή η γιαγιά με την απλότητά της, με την εσωτερική κοινωνία με τον Θεό διά της προσευχής, με την πολλή της ταπείνωση και την δίψα και την λαχτάρα που έχει για τον Χριστό, έφθασε σε τέτοια μέτρα και δεν της χρειάσθηκε η άσκηση σε Μοναστήρι. Θα εύχομαι εγώ γι’ αυτήν, αλλά πές την να εύχεται κι αυτή για μένα».

Η Κατερίνα ζούσε αθόρυβα και εν κρυπτώ την πνευματική ζωή. Δεν μιλούσε για υπερφυσικές καταστάσεις και χαρίσματα, και δεν της άρεσε που έλεγαν μερικοί ότι είδαν τον Χριστό και την Παναγία. Έλεγε: «Είδε κάποιος αυτό ή δάκρυσε μία εικόνα και τρέχει ο κόσμος. Πως κάνουν ετσι; Τι ζητούν αποδείξεις και τι χρειάζεται να δης αυτά; Εγώ τα πιστεύω αυτά και δεν αισθάνομαι την ανάγκη να πάω».

Είχε περάσει σε άλλα επίπεδα. Μιλούσε κυρίως για την ουσία της πνευματικής ζωής, για την εσωτερική εργασία και για την αίσθηση της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Αυτό το ένιωθε πολύ έντονα και έλεγε: «Το Άγιο Πνεύμα ζωοποιεί την ψυχή του ανθρώπου».

Αγάπησε πολύ τον Χριστό και προσευχόταν με αίσθηση σαν να ήταν ενώπιόν της ο Χριστός και η Παναγία. Δινόταν ολόκληρη στην προσευχή, ξεχνούσε τα πάντα. Στην θεία Λειτουργία, εστέκετο σ’ ένα ήσυχο μέρος και αφοσιωνόταν τελείως στο Μυστήριο.

Αισθανόταν ότι ποτέ δεν ήταν εντάξει ενώπιον του Θεού, ότι δεν είχε ανταποκριθή. Είχε μεγάλη μετάνοια και αυτομεμψία. Έλεγε: «Από την ζωή μου αυτό που ξέρω είναι ότι 85 χρόνια είναι γεμάτα αμαρτίες. Βάρυναν οι ώμοι μου. Τίποτα δεν έκανα για την μετάνοια και την σωτηρία μου».

Ήταν συνήθως σιωπηλή, δεν έλεγε πολλά λόγια. Καθόταν συμμαζεμένη με σκυφτό το κεφάλι, φορώντας μαντήλα σαν μοναχή και πάντα με το κομποσχοίνι στο χέρι. Έλεγε: «Καλύτερη είναι η σιωπή παρά να λέμε άχρηστα πράγματα».

Μερικές φορές ελεγε κάτι και όταν την ξαναρωτούσαν να το ξαναπή, έλεγε: «Πότε το είπα εγώ αυτό; Δεν το θυμάμαι. Αν είπα κάτι και ήταν καλό, αυτό δεν το είπα εγώ. Εγώ μόνο ανοησίες λέω, τίποτε καλό».

Όλα όσα έλεγε δεν τα είχε προετοιμασμένα στο μυαλό της. Απορούσε κάποιος πως δεν θυμόταν τα τόσο ωραία και πνευματικά λόγια που του έλεγε και αυτή απάντησε: «Αυτά δεν είναι ποίημα να τα πης. Άμα βγή βγήκε, άμα δε βγή… δεν λες τίποτε». Μιλούσε δηλαδή κατ’ έμπνευση και φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και όχι ανθρώπινα.

Έλεγε: «Σκέφτηκα τον Παράδεισο και είπα στον εαυτό μου, “θα μείνω απ’ εξω. Ποιός θα δώσει σημασία σ’ εμένα, μία φτωχή, αμαρτωλή και τιποτένια; Είμαι γυμνή από αρετές, δεν εχω τίποτε να παρουσιάσω. Πόσο θάθελα να είχα μερικούς αγίους φίλους, να μεσιτεύουν για μένα και να πουν ότι με γνωρίζουν!”. Μεγάλο πράγμα! Να κάνουμε φίλους τους αγίους στον Παράδεισο».

Αγαπούσε πολύ την ταπείνωση και μιλούσε συχνά γι’ αυτήν. Έλεγε ότι είναι μία βασική εργασία του ανθρώπου. Πρέπει ο άνθρωπος να ασκήται στην ταπείνωση, να την ζη βαθειά. Βίωνε την ταπείνωση και είχε πλήρη αυτογνωσία με την πατερική έννοια. Ό,τι καλό έβλεπαν οι άλλοι σ’ αυτήν, το θεωρούσε δώρο Θεού, ενώ θεωρούσε ότι η ίδια ήταν μόνο μία γριά.

Είχε χάρι Θεού και αυτό το αισθάνοντο οι πολλοί επισκέπτες της. Εγίνετο κοσμοσυρροή στην καλύβα της. Πήγαιναν άλλοι για να την δούν και να την συμβουλευτούν, και ασθενείς για να παρηγορηθούν. Έλεγε γνωστός της ιερομόναχος: «Ένιωθα το ίδιο πράγμα, την ίδια ειρήνη, όπως όταν επισκεπτόμουν τον γερο-Παΐσιο και τον παπα-Εφραίμ στα Κατουνάκια. Είχε το νού της στα πνευματικά και στον Θεό και όλα τα περιστατικά της καθημερινότητας τα ανήγαγε στον Κύριο. Αυτά που έλεγε σε έβαζαν σε μία άλλη πραγματικότητα. Μερικές φορές δεν μιλούσε. Εφαίνετο ότι ζούσε αλλού, ότι βίωνε κάτι υπερφυσικό. Έσκυβε το κεφάλι της και μονολογούσε: “Αχ, Πατερούλη μου!… πώ, πώ, πώ!… Μεγάλα μυστήρια έχει ο Θεός, αλλά ποιός δίνει σημασία;”».

Δεν έκανε παρέα με γιαγιάδες αλλά με νέους. Την ρώτησε κάποιος πως τα καταφέρνει να επικοινωνή με τους νέους και απάντησε: «Μεγαλώνουν αυτοί καμμιά δεκαριά χρόνια, μικραίνω εγώ καμμιά τριανταριά και έτσι πλησιάζομε και συναντιώμαστε. Τους γέρους δεν τους θέλω. Τί να τους κάνω; Οι γέροι τρων καλά, πίνουν καλά, καλοπερνούν και πάνε και στην Εκκλησία. Αλλά και στην Εκκλησία είναι έτοιμοι να φωνάξουν “γκαρσόν, φέρε μας και ένα καφέ”. Καλά περνάνε και λίγο τους λείπει να καθήσουν και σταυροπόδι. Τελειώνει η Λειτουργία και είναι έτοιμες οι γιαγιάδες να μιλήσουν και να πούνε. Που την βρίσκουν αυτήν την διάθεση; Εγώ φεύγω γρήγορα μετά την Λειτουργία και όταν με ρωτούν που πάω, τους λέω, “πάω στο κελλάκι μου”, για να μη δώ, να μην ακούσω και να μην ξέρω τίποτε. Άμα βλέπης άνθρωπο μετά την Λειτουργία που γελάει και είναι έτοιμος να πή και αστεία, δεν ξέρει αυτός, δεν κατάλαβε τι είναι η Λειτουργία. Δεν εκκλησιάστηκε».

Αυτά τα έλεγε η γερόντισσα Κατερίνα με παράπονο όχι με διάθεση κατακρίσεως, και πρόσθετε: «Όταν σκανδαλίζεσαι στην Εκκλησία, να κλείνης τα μάτια σου, διότι οι αρνητικές εικόνες θα σε επηρεάσουν δυσμενώς. Πές στον εαυτό σου ότι είσαι χειρότερος από όλους. Τα λόγια που λέει ο παπάς όσο αμαρτωλός και νάναι, είναι λόγια Χριστού και παίρνεις ευλογία. Και στον πιο παράφωνο παπά και στον πιο παράφωνο ψάλτη αν βρεθής, πές μέσα σου εδώ είναι ο Παράδεισος. Άνοιξε ο Παράδεισος».
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...