Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

Εορτή της Αγίας και Οσιομάρτυρος Ανυσίας εκ Θεσσαλονίκης



Η Αγία Ανυσία, έζησε επι αυτοκρατορίας Διοκλητιανού 298 μ.Χ. Καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και ήταν θυγατέρα γονέων ευσεβών και πολύ πλουσίων. Όταν πέθαναν οι γονείς της, η Αγία Ανυσία στάθηκε κυρία του εαυτού της. Ούτε τα πλούτη που κληρονόμησε τη μέθυσαν, ούτε η ορφάνια της την παρέσυρε. Αλλά με φρόνηση και εγκράτεια, προσπαθούσε πάντα να μαθαίνει «τι εστίν ευάρεστον τω Κυρίω».
Τι δηλαδή, είναι ευχάριστο και ευπρόσδεκτο στον Κύριο. Η ευσέβειά της αυτή, την έκανε γνωστή στους ειδωλολάτρες. Μια φορά λοιπόν, ενώ πήγαινε στην Εκκλησία, τη συνάντησε κάποιος ειδωλολάτρης στρατιώτης.
Αφού την έπιασε βίαια, την έσυρε στους βωμούς των ειδώλων και την πίεζε να θυσιάσει στους Θεούς.
Η Ανυσία ομολόγησε ότι πιστεύει στον Ένα και Αληθινό Θεό, τον Ιησού Χριστό, και Αυτόν αγωνίζεται να ευχαριστεί κάθε μέρα. Ο στρατιώτης εξαγριωμένος, άρχισε να βλασφημεί το Θεό και τότε η Αγία τον έφτυσε στο πρόσωπο. Ντροπιασμένος αυτός, έσυρε το σπαθί του και διαπέρασε τα πλευρά της. Έτσι η Αγία Ανυσία, παρέδωσε μαρτυρικά την ψυχή της στον Κύριο.
Απολυτίκιο: Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Οσίως ανύσασα, των αρετών την οδόν, τω Λόγω νενύμφευσαι, ω Ανυσία σεμνή, και χαίρουσα ήθλησας, αίγλη δε απαθείας, λαμπρυνθείσα Μελάνη, ήστραψας εν τω κόσμω, αρετών λαμπηδόνας, και νυν ημίν ιλεούσθε, Χριστόν τον Κύριον.

Μοναχός Λάζαρος Διονυσιάτης (1892 - 24 Δεκεμβρίου 1974)


Λάζαρος μοναχός Διονυσιάτης
(1892-1974)r
Γεννήθηκε, ο φιλόθεος, φιλάγιος και φιλάδελφος αυτός υποδειγματικός κοινοβιάτης, στο χωριό Αθάνατο της Λάρισας το 1892. Δεν είχε κλείσει τα είκοσι χρόνια του, όταν ανήλθε στον θεσπέσιο Άθωνα, για ν’ αγωνισθεί ισόβια για την κατάκτηση της θεοΰφαντης αρετής.
Το 1911 εισέρχεται στη μάνδρα του προστάτη των μοναχών Τιμίου Προδρόμου, που ίδρυσε ο όσιος Διονύσιος (†1388), και συγκαταλέγε­ται στη διακρινόμενη για τους ασκητικούς της αγώνες αδελφότητα της μονής Διονυσίου. Διήλθε διάφορα διακονήματα της μετανοίας του με ζήλο και αγάπη. Διακρίθηκε περισσότερο ως ανύστακτος τυπικάρης, επιμελής βιβλιοθηκάριος και πρόθυμος νοσοκόμος. Αγάπησε ολόψυχα τη θεία λατρεία, τη μελέτη και τη διακονία των νοσούντων αδελφών.
Υπήρξε μοναχός πολυτάλαντος, με κατάρτιση κι ευφυΐα, που δεν τον απομάκρυνε όμως από την υπακοή και την ταπείνωση. Η σοφία και η σύνεσή του τον έκαναν ν’ αγαπήσει πολύ την προσευχή. Αναδείχθηκε μυστικός εργάτης της νοεράς προσευχής. Δίδασκε και με τη σιωπή του. Έκρυβε μέσα στην καθαρή ψυχή του ένα πολύτιμο πνευματικό θησαυ­ρό. Οι συμμοναστές του δεν είχαν πολλά λόγια να σου πουν. Αρκούνταν σε λόγια στερεότυπα, αλλά που έλεγαν πολλά: ησυχαστικός τύπος, σι­ωπηλός μοναχός, υπάκουος κοινοβιάτης, ταπεινός, απλός και καλός.

Ο Γέροντας Χερουβείμ της μονής Παρακλήτου στις αναμνήσεις του από το Περιβόλι της Παναγίας, όταν τον είδε το 1938, γράφει γι’ αυτόν: «Η σεμνή και ταπεινή του εμφάνισις απεκάλυπτε χαρακτήρα εξαιρε­τικά πειθαρχημένο. Ο ντορβάς, το καθαρό του ράσο, τα χονδρά κοινοβιάτικα παπούτσια, οι άσπρες μάλλινες κάλτσες, ο μάλλινος σκούφος το μαρτυρούσαν. Ένιωσα μέσα μου μία έντονη επιθυμία να γνωρισθώ μαζί του, διαισθανόμενος ότι πρόκειται περί ευλαβούς μοναχού … Το πρόσωπό του έλαμπε σαν αγγέλου. Ο τόνος της φωνής του και οι σταθερές απαντήσεις του στα ατελείωτα ερωτήματά μου με είχαν συνεπάρει … Η δίψα του για την ζωή της αγιότητος, για την άσκηση, την μόνωση και την ησυχία τον κατέτρωγε. Είχε φέρει μάλιστα σε δύσκολη θέση και το μοναστήρι με τις υψηλές ασκητικές του τάσεις. Η ζωή τέ­τοιων ανθρώπων είναι ένα φως, που μετά τον θάνατό τους λάμπει πολύ περισσότερο, όπως το φως των αγίων του Θεού …».

Ιερομόναχος Μάξιμος Ιβηρίτης (1904 - 25 Δεκεμβρίου 1999)

Γεννήθηκε ο κατά κόσμον Αντώνιος Τυριτίδης στην Τραπεζούντα του Πόντου το 1904. Μεγάλωσε κάνοντας μετάνοιες και νηστείες. Μικρός αρρώστησε βαριά και τον θεράπευσε ο άγιος Γεώργιος, στο μοναστήρι του Περιστερεώτα, που τον πήγε η ευσεβής μητέρα του. Κατά την πολύκλαυστη μικρασιατική καταστροφή, του 1922, που ήλθε στην Ελλάδα, θρήνησε τον θάνατο εφτά συγγενών του. Εγκαταστάθη­κε στην Αλιστράτη Σερρών.
Στο Άγιον Όρος ήλθε το 1928 και εισήλθε δόκιμος στη μονή Ιβήρων. Εκάρη μοναχός το επόμενο έτος και διήλθε διάφορα διακονήματα. Το 1940 χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος από τον μητροπολίτη Μιλητουπόλεως Ιερόθεο (†1956) και ανέλαβε προσμονάριος στο παρεκκλήσι της Παναγίας, με τη θαυματουργή εικόνα της Πορταΐτισσας (1944-1987). Από το 1957 ήταν προϊστάμενος της μονής. Νέος, στην πρώτη μου αγρυπνία στο Άγιον Όρος, στην πανήγυρη του Δεκαπενταύγουστου, εξομολογήθηκα τα κρίματά μου, στο παρεκκλήσι της Πορταΐτισσας, κι ο παπα-Μάξιμος με συμβούλευσε με λίγα, απλά, εγκάρδια λόγια, διαβάζοντάς μου τη συγχωρητική ευχή.

Ήταν σεβαστός απ’ όλους. Δεν είχε σπουδαία μόρφωση. Είχε όμως εμπειρία και διάκριση. Εκείνα που νουθετούσε τους άλλους πρώτα τα βίωνε ο ίδιος. Είχε ευλάβεια στον Γέροντα Χατζη-Γιώργη (†1886) και προσπαθούσε να τον μιμηθεί στην αυστηρή ασκητική του βιοτή. Υπήρξε ισόβιος νηστευτής. Το λίγο πάλι που έτρωγε, στο πόδι το έτρωγε. Έλεγε: «Ποτέ μου δεν ευχαρίστησα την κοιλιά. Η νηστεία είναι το θεμέλιο της προσευχής. Όπως το πουλί δεν πετά με ένα φτερό, έτσι είναι και η προσευχή χωρίς νηστεία. Κάτω πέφτει· δεν μπορεί ν’ ανέβει στον θρόνο του Κυρίου. Γι’ αυτό η Παναγία πάντα με βοηθά σ’ όλα. Η κακοπάθεια ελκύει τη χάρη του Θεού μετά νηστείας. Με γέλια και τραγούδια και καλοπέραση κανένας δεν πήγε στον παράδεισο. Στήτε, στήτε και κρατάτε τις παραδόσεις, γιατί αν πούμε δεν χρειάζεται νηστεία, θα φθάσουμε σιγά-σιγά σε τελεία χαλάρωση».

Άγιος Νεομάρτυς και Οσιομάρτυς Γεδεών ο Καρακαλληνός

Αγιορείτης Άγιος
Μνήμη 30 Δεκεμβρίου
Μαρτύρησε στον Τύρναβο της Θεσσαλίας στις 30 Δεκεμβρίου 1818
.......Ο Άγιος καταγόταν από το χωριό Κάπουρνα κοντά στη Μακρυνίτσα του Πηλίου. Προερχόταν από ευσεβείς γονείς και ήταν το πρώτο παιδί από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας. Το κοσμικό του όνομα ήταν Νικόλαος. Ο πατέρας του λόγω της μεγάλης φορολογίας αναγκάστηκε να μετακομίσει οικογενειακώς σ' ένα άλλο χωριό, όπου θα μπορούσε να εξοικονομεί καλύτερα τα αναγκαία. Ο άγιος ήταν τότε δώδεκα ετών.
.......Η μητέρα του είχε κάποιο εξάδελφο παντοπώλη στο Βελεστίνο, ο οποίος ζήτησε τον μικρό Νικόλαο να τον βοηθάει στο μαγαζί. Πράγματι το παιδί εργαζόταν με πολλή προθυμία. Κάποιος Τούρκος ονόματι Αλής, ο οποίος σύχναζε στο μπακάλικο, είδε ότι ο μικρός Νικόλαος ήταν έξυπνος, εργατικός και υπάκουος και τον ζήτησε από τον θείο του για ένα χρόνο να υπηρετεί στο χαρέμι του καθώς ήταν ακόμη μικρός στην ηλικία. Ο θείος αρνήθηκε λέγοντάς του να τον ζητήσει από την μητέρα του. Μετά από μια εβδομάδα επέστρεψε θυμωμένος ο Τούρκος, άρπαξε με τη βία τον μικρό Νικόλαο και τον πήρε σπίτι του, να υπηρετεί στο χαρέμι.
.......Μετά από τον ένα χρόνο πήγε ο πατέρας και ζητούσε τον Νικόλαο από τον Αλή. Εκείνος του απάντησε, εγώ έχω το παιδί μου στoν πόλεμο, μόλις επιστρέψει ο γιος μου να έρθεις να πάρεις τον γιό σου. Σε λίγες ημέρες επέστρεψε ο γιος του Τούρκου από τον πόλεμο, είδε τον μικρό και λέει στον πατέρα του: Πού το βρήκες αυτό το Ρωμιόπουλο που υπηρετεί στο χαρέμι; Είναι ασυμβίβαστο Ρωμιός να υπηρετεί στο χαρέμι. Εγώ θα ήθελα να του κάνουμε περιτομή, να γίνω ανάδοχός του και να τον έχουμε να υπηρετεί στο χαρέμι για πάντα. Και άρχισε αμέσως ο ασεβής να καλοπιάνει τον Νικόλαο. Τελικά με τα λόγια αλλά και λόγω του νεαρού της ηλικίας του τον κατάφερε να αρνηθεί τον Χριστό και να τον εξισλαμίσει.

Μοναχός Γεώργιος Βατοπαιδινός (1908 - 30 Δεκεμβρίου 1998)

Μοναχός Γεώργιος Βατοπαιδινός (1908 - 30 Δεκεμβρίου 1998)

Ο κατά κόσμον Γεώργιος Κυρίτσης του Νικολάου και της Μαρίας γεννήθηκε στο χωριό Αγία Παρασκευή Κόνιτσας το 1908. Νέος ήλθε σε γάμου κοινωνία και απέκτησε πέντε τέκνα. Με τη σύμφωνη γνώμη της συζύγου του Σταυρούλας αναχώρησε για το Άγιον Όρος, αφού είχαν μεγαλώσει τα παιδιά του.
Μόνασε στην αρχή στη μονή Βατοπεδίου και κατόπιν στο Βατοπεδινό Κελλί του Αγίου Προκοπίου, όπου το 1967 εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός από τον Γέροντα Νεόφυτο τον Πνευματικό (†1967). Μετά από αποκάλυψη του εναρέτου Γέροντά του, του έδωσε ευλογία να μεταβεί στον κόσμο.
Άφησε το αγαπημένο του Άγιον Όρος και κατοίκησε σε διάφο­ρα μέρη στη Νίκαια του Πειραιά, δίχως ποτέ να πάει στο σπίτι και τους δικούς του. «Εγώ», έλεγε, «είμαι μοναχός και την οικογένειά μου την έχει αναλάβει ο Θεός. Αυτός ξέρει». Κατόπιν τον φιλοξένησε μία ευσεβής οικογένεια σ’ ένα φτωχό σπιτάκι του κήπου. Συχνά έλεγε: 
«Η ταπείνωση για την ψυχή είναι η αφάνεια και για το σώμα είναι ο κόπος». Εργαζόταν με τα χέρια του για τον επιούσιο άρτο πουλώντας εικόνες και θυμιάματα. Οι επισκέψεις στα σπίτια ήταν μία ευκαιρία να μιλά με απλότητα και αγάπη στους ανθρώπους που ήταν μακριά από τον Θεό, που έβριζαν και δεν πίστευαν, και να τους οδηγεί σε μετάνοια και στην αναζήτηση του Θεού. Με τα χρήματα που μάζευε ζούσε λιτά, έδινε κάτι σε αυτούς που τον φιλοξενούσαν και τα υπόλοιπα τα έκανε φιλανθρωπίες. Μάλιστα έκανε βιβλιάρια τραπέζης με μικρά ποσά και τα έδινε σε άπορες νέες για ένα ξεκίνημα της ζωής.

Βοηθούσε πολλούς με την προσευχή του και το παράδειγμά του. Με τις συμβουλές του έκανε τους ανθρώπους ν’ αγαπήσουν πιο πολύ τον Θεό. Αγαπούσε πολύ να λέει το «Πάτερ ημών». Σταματούσε στο «και άφες ημίν …», λέγοντας πως πρέπει να συγχωρούμε τις αμαρτίες των άλλων, για να συγχωρέσει και τις δικές μας ο Θεός. «Οι δοκιμασίες στη ζωή», έλεγε, «είναι από την αγάπη του Θεού». Αγαπούσε πολύ να μιλά για την αγία ταπείνωση, την οποία αληθινά πάντοτε ζούσε.
Κάποτε, όταν ήταν στο Κελλί, ο Γέροντάς του τον έσπρωξε κι έπεσε κάτω. Ξαφνιασμένος ο π. Γεώργιος τον ρώτησε γιατί τον έσπρωξε. Εκείνος τον ρώτησε αν πόνεσε με την πτώση του. Η απάντηση του π. Γεωργίου ήταν αρνητική. Ο Γέροντάς του τού είπε: «Έτσι θα είναι και η ζωή σου. Όσο πιο χαμηλά ζεις, όταν πέσεις δεν θα κτυπήσεις πολύ, εάν πέσεις από ψηλά τότε θα κτυπήσεις άσχημα…». Κι ένας άλλος Γέ­ροντας έλεγε: «Ο ταπεινός δεν φοβάται να πέσει, γιατί είναι χάμω. Και από το χάμω πιο χάμω δεν έχει!». Ο Γέροντας Νεόφυτος ένα βράδυ ξύπνησε τη μικρή αδελφότητα του Κελλιού λέγοντας πως πρέπει να κάνουν προσευχή, γιατί ο αδελφός Γεώργιος θα βγει στον κόσμο. Ο ίδιος ο π. Γεώργιος αργότερα έλεγε: «Όσο κρύβεις ένα καλό έργο, τόσο αυτό διατηρείται περισσότερο».
Το κύριο έργο ήταν η αδιάλειπτη προσευχή και η έμπρακτη αγάπη προς τον αναγκεμένο συνάνθρωπο. Κάθε πρωί πήγαινε με τα πόδια -σπάνια χρησιμοποιούσε το λεωφορείο- και προς διαφορετική κατεύ­θυνση. Όταν έβλεπε συγκεντρωμένο πλήθος και διέκρινε κάποια ένταση μεταξύ τους, πήγαινε εκεί και με τον λόγο του προσπαθούσε να τους ηρεμήσει και ενώσει. Αυτό το έκανε μέχρι που αρρώστησε και δεν μπορούσε να βγει από το σπίτι του. Σε κάθε τι που ήθελε να κάνει, πάντοτε έκανε προσευχή και περίμενε απάντηση από τον Θεό. Ένα χειμώνα είχε τρομερές πλημμύρες στη Νίκαια. Ο π. Γεώργιος έσωσε από σίγουρο πνιγμό τους επιβάτες ενός λεωφορείου. Το νερό κατέβαινε σαν ποτάμι στους δρόμους. Ο π. Γεώργιος παρακάλεσε τον οδηγό του λεωφορείου να κάνει στάση. Ο οδηγός αρνήθηκε, γιατί δεν υπήρχε κα­θορισμένη στάση εκεί. Ο πατήρ επέμενε και ο οδηγός αναγκάσθηκε να σταματήσει. Αυτό ήταν σωτήριο. Αν το λεωφορείο συνέχιζε την πορεία του θα είχε παρασυρθεί από τα πολλά νερά.
Τα βράδια κοιμόταν λίγο. Πολλές φορές βάδιζε στο δωμάτιό του προσευχόμενος. Σε όλη του τη ζωή ταπεινωνόταν συνεχώς. Όταν τον ρώτησαν γιατί τόσος πόνος στον κόσμο και γιατί να υποφέρουν μητέ­ρες και παιδιά; Απάντησε: «Να προσεύχεσθε όσα είναι να γίνουν, να γίνουν γρήγορα, για να έλθει ο Χριστός. Μόνο Αυτός μπορεί να μας σώσει. Να παρακαλάμε να έλθει γρήγορα».
Μία σημερινή μοναχή, που τον γνώριζε από μικρή, λέει περί αυτού: «Ήταν μετρίου αναστήματος, πολύ ισχνός, με ισχνή φωνή, μάλλον βρα­χνή. Ήταν σύννους, αλλά γεμάτος αγάπη. Οι μοναδικές στιγμές που γινόταν αυστηρός ήταν όταν τον επαινούσαν. Ο π. Γεώργιος ζούσε σαν μοναχός. Σηκωνόταν νύχτα, έκανε τις ακολουθίες του και μετά έφευγε για να πουλήσει το εργόχειρό του. Οι άνθρωποι τον περίμεναν σαν άγγελο, για ν’ ακούσουν λόγο Θεού. Έκανε δηλαδή ιεραποστολή. Γύριζε σχεδόν απόγευμα. Έτρωγε πολύ λίγο και μέχρι το βράδυ απεσύρετο στο κελλί του. Μία μέρα η θεία μου, που είχε το σπίτι που έμενε ο π. Γεώργιος, μου είπε να πάω να τον φωνάξω. Πλησιάζοντας είδα από τη μισάνοιχτη πόρτα του κελλιού τον παππού γονατιστό με τα χέρια υψωμένα να περιβάλλεται από ένα σύννεφο φωτεινό. Δεν ξέρω πως ακριβώς να το ονομάσω. Τότε μου φάνηκε ότι μέσα σε καπνό φωτεινό ο παππούς ήταν βυθισμένος στην προσευχή. Αργότερα κατάλαβα ότι ήταν το άκτιστο φως. Πολλοί επίσης ομολογούν ότι τα ενδύματα και το σώμα του ανέδιδαν ευωδία. Επίσης τα γένεια του και το στόμα του όταν μιλούσε».
Ένας ιερεύς που τον γνώρισε από πολύ κοντά και βοηθήθηκε πολύ από αυτόν αναφέρει: «Το κελλάκι του ήταν μία λυόμενη παράγκα. Χωρούσε ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι και μία καρέκλα. Τα μόνα περι­ουσιακά στοιχεία που άφησε ήταν η ευχή του, το Ευαγγέλιον που διάβαζε πάντα, το Ωρολόγιον και το Ψαλτήριον. Μόνο ένα ράσο είχε. Μέσα σ’ ένα συρτάρι είχε όλα τ’ απαραίτητα που έπρεπε να τον ντύ­σουμε όταν θα ερχόταν η ώρα της κοιμήσεώς του. “Δεν θέλω κανέναν να επιβαρύνω”, έλεγε. Πιστεύω ότι προσευχόταν και προσεύχεται για μένα και αυτό το νιώθω από τις πολλές ευεργεσίες που είχα κι έχω στη ζωή μου».
Ανεπαύθη στο Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας από καρδιακή ανακοπή στις 30.12.1998. Οι νοσοκόμοι εντυπωσιάσθηκαν που το νεκρό του σώμα ήταν ευλύγιστο. Ετάφη στο Γ’ Κοιμητήριο.
Πήγες – Βιβλιογραφία:
Μαρτυρίες πρεσβυτέρου Αναστασίου Φούκα, μονάχου Παϊσίου Καρεώτη και μοναχής Καλλίνικης Μακρυνιώτισσας.

Μοναχός Ιάκωβος Καρακαλλινός (1903 - 30 Δεκέμβριου 1996)


Ο κατά κόσμον Ιωάννης Παπαγεωργίου γεννήθηκε στον Πτελεό  Αλμυρού Βόλου το 1903. Στην ιερά μονή Καρακάλλου προσήλθε το 1929. Εκάρη μοναχός το 1932 από τον ενάρετο ηγούμενο Κοδράτο (†1940). 
Αγάπησε τη μονή του και κοπίασε πολύ γι’ αυτή. Διετέλεσε και προϊστάμενός της. Εθεωρείτο το αστέρι των καλογέρων του αυστη­ρού κοινοβίου του Καρακάλλου. 
Το 1978, λόγω διαφόρων πικρών γεγο­νότων, για τα οποία δεν έφταιγε ουδόλως, αναγκάσθηκε ν’ αναχωρήσει από τη μονή του. Φιλοξενήθηκε, γηροκομήθηκε και αναπαύθηκε, στο γειτονικό Φιλοθεΐτικο Κελλί του Αγίου Δημητρίου, όπου οι πατέρες του τον φρόντισαν φιλάδελφα. Υπέμεινε το γήρας και τις ασθένειες καρτε­ρικά. Στο τέλος τυφλώθηκε. Αισθανόταν όμως ποιός τον πλησιάζει. Συ­χνά τον έβρισκες με δάκρυα στα μάτια. Είχε καλή μνήμη και του άρεσε να μιλά για παλιές καρακαλλινές ιστορίες και αγωνιστές μοναχούς της μονής του.
 
Επιθυμούσε να επιστρέφει να τελειώσει τον βίο του στη μονή της μετανοίας του, αλλά δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει τον πόθο του. Αισθανόταν βαθιά υποχρεωμένος στους μοναχούς του Κελλιού, που τον διακονούσαν πρόθυμα. Έκρυβε επισταμένως την αρετή του. Ζούσε ασκητικά και φτωχικά. Την πενία θεωρούσε πλούτο. Σ’ ένα νέο μοναχό, που του ζήτησε να τον συμβουλεύσει κάτι, του είπε: «Να μην έχεις θέλημα, να μην θέλεις να κάνεις το δικό σου, να μην απαιτείς τίποτε. Μη ζητήσεις ποτέ εσύ μόνος σου να γίνεις προϊστάμενος ή πα­πάς. Αν σε κάνουν, χωρίς να το ζητήσεις, είναι διαφορετικά, είναι άλλο θέμα. Αν θέλεις να είσαι άνετος και ελεύθερος, έτσι να κάνεις. Και να μην κατακρίνεις κανένα ποτέ, ό,τι και να κάνει…».
Γράφουν περί αυτού: «Πρόκειται περί ανωτάτης πνευματικής μορφής του αγιορειτικού μοναχισμού. Τέλειος κοινοβιάτης, ο οποίος διεπέρασεν τον ασκητικόν δίαυλον εις την ιεράν μονήν Καρακάλλου, όπου εμόνασεν επί πολλάς δεκαετίας. Ο νέος ούτος αθλητής, εραστής και εργάτης της νοεράς προσευχής, εις τα έσχατα του βίου του εδοκιμάσθη διά της απώλειας του αισθητού φωτός των οφθαλμών. Ο μιμητής του πολυάθλου Ιώβ υπέμεινε καρτερικά την δοκιμασίαν αυτήν. Ουδόλως ελυπείτο διά την στέρησιν του φωτός, αλλ’ εδοξολόγει από καρδίας τον Θεόν και εν πλήρει ταπεινώσει εζήτει το έλεος Αυτού …».
Όταν είχε το φως του διάβαζε τις ακολουθίες και για τους πατέρες που ήταν στα διάφορα διακονήματα. Ήταν ένας μεγάλος βιαστής. Ποτέ δεν βγήκε στον κόσμο. Όταν έπεσε και κτύπησε σοβαρά, είπε ο ιατρός ότι πρέπει να βγει αμέσως έξω, στο νοσοκομείο, γιατί κινδυνεύει η ζωή του. Δεν δέχθηκε επ’ ουδενί. «Ανοίχτε ένα λάκκο και βάλτε με μέσα», είπε. Έζησε άλλα δύο χρόνια και αναπαύθηκε ήσυχα ο μακάριος στις 30.12.1996, ξημερώνοντας του οσιομάρτυρος Γεδεών του Καρακαλλινού, στη μονή του οποίου έζησε επί τόσες δεκαετίες.
Πήγες – Βιβλιογραφία:
Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Καρακάλλου. Ανωνύμου, Ιάκωβος Μοναχός Καρακαλλινός, Άγιος Αγαθάγγελος Εσφιγμενίτης 153/1996, σ. 40.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου,

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2015

Μοναχός Χαραλάμπης Νεοσκητιώτης (1871- 5 Νοεμβρίου 1961)

Ο κατά κόσμον Δημήτριος Παναγιώτου Λυγερός γεννήθηκε στο Πλωμάρι της Μυτιλήνης το 1871. Είχε εφτά αδέλφια. Στην Καλύβη του Αγίου Χαραλάμπους-Χαλδέζων της Νέας Σκήτης ήλθε το 1888. Εκάρη μοναχός το 1889. Ήταν εξαίρετος αγιογράφος. Αγιογράφησε εικόνες σε πολλούς ναούς της Ελλάδος. Για την αγιογραφική του τέχνη βραβεύθηκε από διεθνή έκθεση αγιογραφίας στη Θεσσαλονίκη. Ήταν ευλαβής μοναχός και ό,τι ζητούσε από τον Θεό τού το έκανε, όπως λέγουν.

Το 1937, σε μία πανήγυρη του Αγίου Χαραλάμπους, δεν είχαν ψάρια για την εορτή. Πήγε στην εικόνα του αγίου και τον παρακάλεσε θερμά. Ο άγιος παρουσιάσθηκε σ’ έναν ψαρά και του είπε να πάει ψάρια στην Καλύβη των Χαλδέζων. Όταν ο ψαράς πήγε τα ψάρια και θέλησε να προσκυνήσει την εικόνα του αγίου, αναγνώρισε το πρόσωπο που τον είχε επισκεφθεί. Ο μακάριος Γέροντας Χαραλάμπης ευχαρίστησε τον άγιο για την προστασία του, καθώς και όλοι όσοι το έμαθαν.

Ο Γέροντας Χαραλάμπης ήταν αγαπητός απ’ όλους τους πατέρες της σκήτης. Είχε πλούσια την αρετή της διακρίσεως. Ήταν αρκετά φιλάνθρωπος και ελεήμων. Με τα χρήματα που κέρδιζε από την αγιογραφία προίκισε πολλά ορφανά. Στα τέλη της ζωής του ήλθε πλησίον και ο πατέρας του, αφού τον είχαν αποδιώξει οι δικοί του. Εκοιμήθη ειρηνικά και εν μετανοία, μετά την τέλεση του μυστηρίου του θείου και ιερού Ευχελαίου. Νόμιζε ότι τον έκειραν μοναχό και αναχώρησε αναπαυμένος.
Ο Γερο-Χαραλάμπης ανεπαύθη εν Κυρίω από τους πολλούς του κόπους στις 5.11.1961 ειρηνικά, έπειτα από μικρή αδιαθεσία σε ηλικία 90 ετών. Έζησε στην αγαπητή του Καλύβη επί 73 έτη, χωρίς ποτέ ν’ απομακρυνθεί από αυτή. Έως τις τελευταίες ημέρες του αγιογραφούσε.
Ο Γέροντας Χαραλάμπης στη συνοδεία του είχε τους μοναχούς Ευστράτιο (†1974), Δωρόθεο (†1985), τον απλούστατο και θεοτοκοφιλή, που ήλθε στη σκήτη 13 ετών και δεν εξήλθε ποτέ στον κόσμο, τον Προκόπιο, που μεγαλόσχημος ονομάσθηκε Χαράλαμπος (†1990), που προείδε το τέλος του και ήλθε ν’ αναπαυθεί στην Καλύβη του 55 ετών, τον Δαμασκηνό (†1991) και τον Δαμιανό, που αναχώρησε στον κόσμο. Όλοι αυτοί ασχολούνταν με την αγιογραφία, την αλιεία και την κηπουρική.
Πήγες – Βιβλιογραφία
Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου. Ανωνύμου, Χαράλαμπος Μοναχός Χαλδέζος, Αγιορειτική Βιβλιοθήκη 305-306/1962, σ. 59. Μανώλη Μελινού, Των Σκητών Αγιορείται, Αθήνα 2003, σσ. 216-218. Βενεδίκτου Αγιορείτου ιερομ., Προσκυνητάριον Ιεράς Νέας Σκήτης, Άγιον Όρος 2010, σ. 106.

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Μοναχός Ιερόθεος Διονυσιάτης (1883 - 19 Οκτωβρίου 1963)


Ο κατά κόσμον Ιωάννης Προκοπίου του Προκοπίου γεννήθηκε στα Βουρλά της Σμύρνης το 1883. 
Προσήλθε στη μονή Διονυσίου το 1913 και εκάρη μοναχός το 1916.
Διακρινόταν μέσα σε όλη τη Διονυσιάτικη αδελφότητα για την απλότητα, την καλοκαγαθία του, την ταπείνωση και την εργατικότητά του. Γι’ αυτό η χάρη του Θεού, που πλουτίζει μόνο τους ταπεινούς, τον επισκέφθηκε, τον χαροποίησε και τον χαρίτωσε. Στον αγώνα του είχε και συχνές δαιμονικές προσβολές.
Το 1938 όταν ήταν μυλωνάς στον μύλο της μονής, του παρουσιάσθηκε πλήθος δαιμόνων ως τράγοι και μαϊμούδες να τον εκφοβίσουν.

Άρχισε να ψέλνει δυνατά το «Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία» και αμέσως εξαφανίσθηκαν. Από τότε είχε μεγάλη ευλάβεια στην Παναγία κι έκαιγε ακοίμητο καντήλι στην εικόνα της στο κελλί του. Όταν προσευχόταν ή διάβαζε την ακολουθία, τού παρουσιάζονταν οι δαίμονες και τον περιέπαιζαν κι ενοχλούσαν. Άλλοτε κτυπούσαν δυνατά τη θύρα του κελλιού του και του δημιουργούσαν ταραχή. Επικαλούμενος την Κυρία Θεοτόκο χάνονταν.
Το 1944 ευρισκόμενος στο μετόχι της μονής τού Μονοξυλίτη για τον τρύγο ασθένησε βαριά. Πονούσε, έβηχε δυνατά, δεν μπορούσε να φάει και να καταπιεί τίποτε. Διάβασε το Απόδειπνο κι έγειρε να ξεκουρασθεί. Τα μεσάνυχτα ξύπνησε από ένα δυνατό φως. Φως διαφορετικό, κάτασπρο. Στο ράφι του βλέπει την εικόνα της Παναγίας να λάμπει. Άρχισε να λέει τους Χαιρετισμούς της. Ο λαιμός του καθάρισε κι έγινε τελείως καλά. Η εικόνα της Παναγίας δεν υπήρχε ούτε πριν ούτε μετά. Φανερώθηκε για να του πει πως Εκείνη ήταν η θεραπεύτριά του. Ξημέρωνε η εορτή του Γενεσίου της Θεοτόκου: 8.9.1944.
Στις 6.2.1958, ετοιμαζόμενος ο μακάριος μοναχός Ιερόθεος για τη θεία Μετάληψη, εγκρατευόταν, βίαζε υπερβολικά τον εαυτό του και μάλιστα είχε διπλασιάσει τις καθημερινές του μετάνοιες και τα κομποσχοίνια του. Μέσα στη νύχτα γέμισε το κελλί του από φως. Διηγείται ο ίδιος στον παραδελφό του Λάζαρο (†1974): «Καθώς προσηυχόμουν εις τας τρεις η ώρα της νυκτός, έξαφνα βλέπω το κελλί μου και εγέμισε φως! Φως, μα τί να σου πω! Όχι λάμπες, όχι ηλεκτρικά … αλλά σαν ήλιος κάτασπρος και μου φαινόταν ότι έβγαινε από την εικόνα όπου έχω της Παναγίας. Πολύ ευχαριστήθηκα και χαράν πολλήν αισθανόμην και άρχισα να λέγω τους Χαιρετισμούς της Παναγίας και ό,τι άλλο ήξερα από την Παράκλησιν, από τα μεγαλυνάρια, “Άξιόν έστιν”, και τα έψαλλα με πολλήν χαράν και ευχαρίστησιν! Τρεις έως τέσσερες ώρες θαρρώ να εστάθηκε το φως και ύστερα εχάθηκε».
Στις 23.11.1960, μόλις τελείωνε τον κανόνα του κι ετοιμαζόταν να κατακλιθεί ξαφνικά ακούει μουσικά όργανα να παίζουν στο κελλί του. Κατάλαβε ότι ήταν δαιμονική ενέργεια και πήρε το κομποσχοίνι του να λέει την ευχή του Ιησού. Του παρουσιάσθηκαν δαίμονες ως τράγοι και ως νέοι και νέες ν’ ασχημονούν. Έκλεισε τα μάτια του. Ήταν όλα φαντασίες. Με την ευχή του Ιησού και το «Θεοτόκε Παρθένε» όλα εξαφανίσθηκαν. Από την εικόνα της Παναγίας άστραφτε πάλι ένα ωραίο φως. Κατόπιν τον περιγελούσαν από το παράθυρο και του σφράγισαν τη θύρα με ξύλα και δεν μπορούσε να πάει στο Καθολικό για την ακολουθία του Μεσονυκτικού, μέχρι που εξαφανίσθηκαν και εξήλθε.
Έτσι διήλθε τη ζωή του ο τρισόλβιος, με δαιμονικές παγίδες, που τις νικούσε με θερμή προσευχή και γνήσια ταπείνωση, και θείες παρηγοριές προς ενίσχυση και πραγματική αναψυχή.
Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 19.10.1963.
Πήγες – Βιβλιογραφία
Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Διονυσίου. Λαζάρου Διονυσιάτου μοναχού, Διονυσιάτικαι Διηγήσεις, Άγιον Όρος 1997, σσ. 37-44. Ανωνύμου, Ο Γερο-Ιερόθεος Διονυσιάτης, Ορθόδοξο Μήνυμα 64/2009, σ. 26.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β’ – 1956-1983, σελ. 703-704 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.

Μοναχός Αββακούμ Λαυριώτης (1894 - 19 Οκτωβρίου 1978)


Γεννήθηκε ο κατά κόσμον Αντώνιος Γαϊτανιός, στη Σύμη των Δωδεκανήσων το 1894. Η ζωή του ήταν πάντοτε μέσα στις εκκλησιές του ωραίου νησιού του και περισσότερο στη δική τους εκκλησία, τον Άγιο Φανούριο. Μη καταφέρνοντας να πάει στα Ιεροσόλυμα, μέσω Κρήτης και Πειραιά, έφθασε στο Άγιον Όρος και κατευθύνθηκε στην αρχαία μονή της Μ. Λαύρας το 1920.
Εκεί εκάρη μοναχός μετά ενός έτους δοκιμή. Στη Βίγλα έκτισε εκκλησάκι του Αγίου Φανουρίου. Στη Λαύρα ήταν πάντα καλός και πρόθυμος διακονητής. Διήλθε από τα διακονήματα του τραπεζάρη, του παροικονόμου -γιατί Οικονόμισσα είναι η Παναγία- του νοσοκόμου και άλλα. Ο μακαριστός μητροπολίτης Κώου Ναθαναήλ Λαυριώτης έγραφε περί αυτού: «Από την εκκλησία δεν έλειπε ποτέ. Τα μοναχικά του καθήκοντα δεν τα παραμελούσε. Κομποσχοίνι, μετάνοιες και νηστείες δεν έκαμνε μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για πολλούς επισκέπτες της Λαύρας, με τους οποίους είχε πνευματικούς δεσμούς. Και είχε με όλους, γιατί όλους τους αγαπούσε και όλοι τον αγαπούσαν».

Ο ασκητής της Λαύρας Αββακούμ εκτός της μεγάλης ασκητικότητός του είχε και χάρισμα απομνημονεύσεως της Αγίας Γραφής, στην οποία εντρυφούσε από μικρός. Γράφει περί αυτού ο Ρόδιος αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Μουστάκας στο ωραιότατο βιβλίο του για το Άγιον Όρος: «Περιπατεί συνήθως ανυπόδητος, η πτέρνα αυτού έχει καταστεί σκληρά ως βράχος, η δε όλη αυτού μορφή ομοιάζει με τον άγιον Αντώνιον … Έρχονται εις την Λαύραν καθηγηταί πανεπιστημίων και μένουν έκπληκτοι και εκστατικοί, ακούοντες τον π. Αββακούμ επί ώρας ολοκλήρους να απαγγέλλη από στήθους και ανέτως προφητείας του Ησαΐου και λόγους του Μεγάλου Βασιλείου και του Γρηγορίου του Θεολόγου. Έρχονται και αρχιερείς και ζητούν συμβουλάς από τον αββάν Αββακούμ». Ο λογοτέχνης Γ. Θεοτοκάς εντυπωσιάσθηκε από τη συνάντησή τους και γράφει περί αυτού: «Ο πατήρ Αββακούμ είναι φαινόμενο μνήμης, από τα πιο σπάνια.
Ξέρει απ’ έξω ολόκληρη την Παλαιά και Νέα Διαθήκη και αμέτρητα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας. Δεν υπερβάλλω· υπάρχουν πολλοί αξιόπιστοι μάρτυρες που μπορούν να βεβαιώσουν αυτό που λέω. Δέχτηκε μάλιστα κάποτε να υποβληθή και σε σχετική δοκιμασία. Όποιο χωρίο του ζήτησαν, το είπε από στήθους, χωρίς καμία δυσκολία. Όταν απαγγέλλει, θαρρείς πως κάτι ξεχειλά μέσα του και πως δεν κυβερνά πια τον εαυτό του. Βρίσκεται σε έξαρση. Ύστερα συγκρατείται, ηρεμεί κάπως και ερμηνεύει τα κείμενα, με τον τρόπο του, σε μιαν απλή, γραφική γλώσσα του χωριού». Ο ακαδημαϊκός Ν. Λούβαρις έλεγε περί αυτού με θαυμασμό: «Αυτός γνωρίζει πράγματα, τα οποία γνωρίζουν συνήθως μόνο καθηγηταί πανεπιστημίου.
Αυτός μπορεί να κάνει κάθε σοφό να ντρέπεται. Είναι πτωχός αλλά κατέχει περισσότερα απ’ ό,τι όλοι οι σοφοί και διανοούμενοι του κόσμου. Αυτός είναι πραγματικά φωτισμένος». Ο ακαδημαϊκός Ι. Καρμίρης: «Θεία Χάρις! Μνήμη απέραντος· ούτε άκουσα, ούτε θα ξανακούσω».
Και ο λογοτέχνης Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος έγραφε στ’ Οδοιπορικό του στο Περιβόλι της Παναγίας περί αυτού: «Ένας ασκητής αρχέτυπος, απροσδιόριστης ηλικίας, ταπεινός, κυμαινόμενος ανάμεσα στη φθορά και την αφθαρσία, προσπαθεί με χαμηλόφωνη ευγλωττία να μας ερμηνεύσει το θαύμα που έχουν πραγματοποιήσει στην Τράπεζα της Μεγίστης Λαύρας ο Θεοφάνης και οι συνεργοί του, να μας ταξιδέψει με πίστη, σοβαρότητα και αυστηρότητα ανάμεσα στο δάσος των μορφών που μας κοιτάζουν. Ο Αββακούμ μας επαναφέρει, με την όλη του παρουσία, στην πρώτη φάση του ασκητισμού, στη Θηβαΐδα».
Ο Γέροντας Παΐσιος (†1994) γράφει περί αυτού: «Όταν πλησίαζε πια να κοιμηθή, είχε λάβει πληροφορία και πήγε στο ασκητήριό του, για να αφήσει τα οστά του εκεί στην μετάνοιά του, όπου είχε αφήσει και τις σάρκες του, όταν ήταν νεώτερος, με τους υπερφυσικούς ασκητικούς αγώνες που έκανε, για να εξαϋλωθεί κάπως, όπως το απαιτεί το αγγελικό σχήμα. Εκεί στην Βίγλα τον επισκέπτονταν οι πατέρες και τον έβλεπαν πολύ χαρούμενο …». Λίγο προ του τέλους του μοίρασε τα φτωχικά του υπάρχοντα. Έλεγε: «Αυτό ήταν, ήλθε η ώρα μου. Το νερό που πίνω με ζωογονεί. Και αισθάνομαι μια δύναμη μεγάλη μέσα μου. Πολύ μεγάλη δύναμη, είναι ο Χριστός. Τώρα έχω ειρήνη. Δεν άφηκα τίποτα απ’ τα κομποσχοίνια και τις μετάνοιες του κανόνα μου. Τώρα έχω χαρά, έχω ειρήνη …». Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Χριστέ μου, το μέγα Σου έλεος». Ήταν 19.10.1978. Μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία ετάφη παρά τον Άγιο Φανούριο, ανάμεσα στ’ αγαπημένα του δένδρα, που τα πότιζε και τα φρόντιζε μιλώντας με στοργή ως να ήταν ζωντανά. Άφησε κι ένα ζευγάρι υποδήματα, σχεδόν καινούργιο. Του το είχε δώσει η μονή το 1922!
Πηγές-Βιβλιογραφία
Θεοδώρητου Αγιορείτου μοναχού, Αββακούμ ο ανυπόδητος. Αθήναι 1988. Ι. Μ. Χατζηφώτη, Αββακούμ Λαυριώτης ο «ανυπόδητος», Κατερίνη 1993, σσ. 5-22. Παϊσίου Αγιορείτου μοναχού, Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 19943, σσ. 99-100.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β’ – 1956-1983, σελ.941-945, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.

Ρώσσος μοναχός, διά Χριστόν σαλός


Ήρθε στο Μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος, του Ρωσσικού, και έγινε μοναχός, κάποιος αξιωματικός του Τσαρικού στρατού στην Βαλτική θάλασσα. Ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα άρχισε να κάνει τρέλλες. Ένα μεσημέρι ανέβηκε σε μία ψηλή καπνοδόχο και φώναζε. Τον κατέβασαν και τον έδιωξαν από το Μοναστήρι. Πίστευαν ότι τρελλάθηκε.
Ήρθε στις Καρυές, και έκανε παρόμοια. Σε μερικούς απεκάλυπτε κάποια απόκρυφα από την ζωή τους και ύστερα πάλι φώναζε και έκανε σαλότητες. Έλεγε προφητικά: 
-Σε λίγα χρόνια θα έρχεστε στις Καρυές, με άλλο μέσο γρήγορο, όχι με ζώα. Θα γίνουν δρόμοι.
Ο παντοπώλης τῶν Καρυών Χρήστος Ζέγγος, διηγήθηκε ότι κάποια μέρα ο Ρώσσος που έκανε τον δια Χριστόν σαλόν, γύριζε και φώναζε δυνατά το: Θεοτόκε Παρθένε... Του έκανε παρατήρηση γιατί φωνάζει μεσημεριάτικα και απήντησε:
-Κύριε Χρήστο, εγώ τρεις μέρες θα σε ανησυχώ ακόμη και μετά θα φύγω. Όταν πέρασαν οι τρεις μέρες και δεν φαινόταν στις Καρυές, πήγαν, έψαξαν στο ερειπωμένο Κελλί του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου που έμενε, και τον βρήκαν ξαπλωμένο, τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος του, το στόμα του και τα μάτια του κλειστά, να έχει κοιμηθή τον ύπνον των Δικαίων.

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

Η ζωή μου εμένα έτσι επέρασεν, εις τον πόνον και τας ασθενείας

Παιδί μου, εύχομαι να είσαι καλά.
Μόλις και εγώ έγινα κάπως καλύτερα.
Η ζωή μου εμένα έτσι επέρασεν, εις τον πόνον και τας ασθενείας. Και τώρα πάλιν δι’ εσάς ήλθα εις θάνατον. Είπα· ας αποθάνω εγώ, μόνον να ζήσουν τα πνευματικά μου παιδιά. Και τελείως δεν έτρωγα.
Ήμουν και πρώην εξηντλημένος, και τώρα πάλιν τελείως νηστεία. Εστείλατε τόσα γλυκά, μήτε που τα εγεύθην. Τυρί δεν εδοκίμασα. Μόνον χόρτα νερόβραστα δίχως ψωμί. Δεν επέρασε πολύ, έπεσα. Εκατόν είκοσι ενέσεις…
Τρεις φορές με ενυκτέρευσαν ότι θα απέθνησκα. Εφώναξαν όλους κοντά μου. Τους ευχήθην δια τελευταίαν φοράν. Έκλαιον επάνω μου νυχθημερόν. Τέλος και πάλιν εγύρισα.
Μου έστειλαν ένα ιδιότροπον φάρμακον και αυτό, μετα Θεόν, ήτο η θεραπεία μου. 

Είχα σαράντα ημέρες να φάγω. Όταν επήρα το φάρμακον, έφαγα, εκοιμήθην, εκαλυτέρευσα. Δόξα σοι ο Θεός! Άρχισα κάπως να κινουμαι, να γράφω.
Ενόσω, παιδί μου, ζώ, θα σε εύχωμαι· έως να γράψης ότι έγινες καλά. Αν πάλιν αποθάνω, θα ενθυμήσαι ότι το Γεροντάκι αυτό αρρώστησε και απέθανε δια να σώση ημάς.
Θάρρος! Δεν είσαι μόνον εσύ. Κόσμος είναι πολύς. Εγώ, ήλθαν κοντά μου πολλοί, και με προσευχήν και νηστείαν εθεραπεύθησαν. Τώρα ομως, δεν με ακούει ο Κύριος, δια να μάθω και τα φάρμακα και τους ιατρούς. Να γίνω συγκαταβατικός εις τους άλλους.
Εδιάβασα και του Αγίου Νεκταρίου τες επιστολές και είδα πόσον προσείχε εις τους ιατρούς και τα φάρμακα ένας τόσον μεγάλος Άγιος! Εγώ ο πτωχός ασκητής όλο εις την έρημον εγήρασα και ήθελα μόνον με την πίστιν να θεραπεύσω. Τώρα μανθάνω και εγώ ότι χρειάζονται και τα φάρμακα και η χάρις. Λοιπόν τώρα θα λέγω και εγώ ωσάν τον Άγιον: Κύτταξε να γίνης καλά· να διορθώσης τα νεύρα σου με ό,τι τρόπον ημπορείς, και θα εύρης πάλιν την προσευχήν σου και την ειρήνην.
Φρόντισε να βοηθήσης όσον ημπορείς τον εαυτόν σου. Να επιβάλλεσαι εις την όρεξιν να μην τρώγης ό,τι γνωρίζεις πως είναι βλαπτικόν της υγείας σου. Τηγανητά, αλμυρά, σάλτσες, χοιρινό, κρέατα, ψάρια παστά, ποτά εν γένει· όλα αυτά να τα αποφεύγης και θα σου λογισθή ως νηστεία ενώπιον του Κυρίου.
Και, μη λέγης, παιδί μου, με τον λογισμόν σου, διατί το ένα και διατί το αλλο. Άβυσσος τα κρίματα του Θεού. Ας έχη δόξαν ο Κύριος όπου όλους μας αγαπά. Η αγάπη Του, εις τας ασθενείας μας και θλίψεις γνωρίζεται. «Η γάρ δύναμίς μου, λέγει, εν ασθενείαις τελειούται».
Αυτή του Χριστού η αγάπη έκαμε και εμένα να λυπηθώ και να πάσχω μαζί σου. Όμως μη φοβήσαι τον πειρασμόν. Δοκιμασία είναι. Αφήνει ο Θεός όσον νομίζει και εις το τέλος η αγαθότης Του θα νικήση. Εγώ τώρα εικοσιπέντε δράμια ψωμί την ημέρα και ολίγον φαγάκι και αγρυπνία όλην την νύκτα. Έρχεται ο Σατανάς μακρυά και ουρλιάζει, αλλά δεν πλησιάζει. Πηγαίνει στ’ αδέλφια σου και με φαντασίες τους φοβερίζει. Ας μη φοβούνται. Εμένα οκτώ χρόνια εις την αρχήν με πολεμούσαν οι Δαίμονες παντοιοτρόπως και πλάι δεν εκοιμήθην. Όρθιος μόνον ή ολίγον καθήμενος. Λοιπόν μη φοβήσθε. Μόνον προσευχή, πίστις θερμή και δάκρυα. Μόνον οταν αμαρτάνη κανείς, αυτός να φοβήται τον διάβολον. Τότε ημπορεί ο εχθρός να του κάμη κακόν, διότι αφήνει ο Κύριος.
Γέρων Ιωσήφ Ησυχαστής
Από το βιβλίο Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας, εκδ. I. Μ. Φιλοθέου Αγ. Όρους.
Πηγή: Μηνιαίο περιοδικό, «Πειραϊκή Εκκλησία», Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, έτος 24ο, τ.264, σελ.22, Νοέμβριος 2014.

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2015

Μοναχός Αρτέμιος Σιμωνοπετρίτης (1866 - 5 Οκτωβρίου 1943)

Ο κατά κόσμον Αναστάσιος Τρυφωνίδης γεννήθηκε στην Έδεσσα το 1866. Για ένα διάστημα εργάσθηκε στη Μακεδονία ως δάσκαλος. Νέος μόνασε στην ιερά μονή Μεγίστης Λαύρας. Το 1903 προσήλθε στη μεταξύ ουρανού και γης μονή της Σιμωνόπετρας. Στην εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου του 1906 εκάρη μεγαλόσχημος.
Ήταν καλός ψάλτης. Ήταν βιαστής μοναχός. Ζούσε στα υπόγεια της μονής. Ήταν ένας κρυφός ασκητής μέσα στο κοινόβιο. Σανίδα είχε για κρεββάτι. Προαισθάνθηκε το τέλος του. Πήγε στον τραπεζάρη και του ζήτησε να τον κεράσει ένα ρακί, γιατί είπε, «αύριο θα πεθάνω». Πήγε στον ηγούμενο Χαραλάμπη (†1973) και του ζήτησε· «να με διαβάσεις ένα ευχέλαιο και αύριο να μεταλάβω». Του διάβασε το ευχέλαιο. Την άλλη ημέρα λειτούργησε ο ηγούμενος στο παρεκκλήσι του αγίου Χαραλάμπους και ο ίδιος έκανε τον ψάλτη. Μετάλαβε των αχράντων Μυστηρίων. Στην τράπεζα δεν τον είδαν. Ο ηγούμενος έστειλε να δουν οι πατέρες τι κάνει.
 
Είχε αναχωρήσει για τη Βασιλεία των Ουρανών. Ήταν ακόμη ζεστός. Κατά το μοναχολόγιο της μονής ανεπαύθη εν Κυρίω στις 5.10.1943.
Σ’ ένα από τα χειρόγραφά του σημείωνε: «Όστις το παρόν μου τετράδιον κτήσεται και αναγινώσκει ή όλον ή και μέρος τούτου και οποσούν ωφεληθή εκ τούτου πνευματικώς τε και ψυχικώς, ουδέν άλλο ζητώ παρά σου, ευλαβέστατε φίλε και αδελφέ, ει μη ίνα εύξη προς Κύριον υπέρ απολωλυΐας ψυχής εμού του οικτρού Μοναχού Αρτεμίου τω 1914». Και αλλού έγραφε:
«Πολλάκις την υμνωδίαν εκτελών
ευρέθην την αμαρτίαν εκπληρών
τη μεν γλώττη άτοπα φθεγγόμενος
τη δε ψυχή άτοπα λογιζόμενος.
Τω μεν ύδατι εκπλύνεις ως οικτίρμων
πάντων τας αμαρτίας
τω δε αίματι, Κύριε,
την συγχώρησιν γράψον».
ΠΗΓΕΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας. Πορφυρίου Προδρομίτου αρχιμ., «Γι’ αυτό κλαίω κι εγώ … », Αθήνα 2010, σσ. 43-46.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α’ – 1901-1955, σελ.371-372, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.

Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου

– Γέροντα, μερικοί από φιλότιμο δεν πάνε να εξομολογηθούν.


– Γέροντα, μερικοί από φιλότιμο δεν πάνε να εξομολογηθούν.
«Αφού μπορεί να ξανακάνω το ίδιο σφάλμα, λένε, για ποιό λόγο να πάω να το εξομολογηθώ; για να κοροϊδεύω τον παπά;».
– Αυτό δεν είναι σωστό!
Είναι σαν να λέη ένας στρατιώτης, όταν τραυματίζεται: «Αφού ο πόλεμος δεν τέλειωσε και μπορεί πάλι να τραυματισθώ,
γιατί να δέσω το τραύμα μου;». Αλλά, αν δεν το δέση, θα πάθη αιμορραγία και θα πεθάνη.
Μπορεί από φιλότιμο να μην πηγαίνουν να εξομολογηθούν, τελικά όμως αχρηστεύονται. Ο διάβολος, βλέπεις, εκμεταλλεύεται και τα χαρίσματα. Αν δεν καθαρίζουμε με την εξομολόγηση την ψυχή μας, όταν πέφτουμε και λερωνώμαστε, με τον λογισμό ότι πάλι θα πέσουμε και θα λερωθούμε, προσθέτουμε λάσπες πάνω στις παλιές λάσπες και είναι δύσκολο μετά να καθαρίσουν.

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015

Αν θες να γλιτώσεις, φύγε… αν θέλεις να αγιάσεις, μείνε

 
Το 1933 ο περίφημος Γέροντας Εφραίμ ο Κατουνακιώτης σε ηλικία 21 ετών πήρε την μεγάλη απόφαση της ζωής του να εγκαταλείψει τον κόσμο και να γίνει μοναχός στο Αγιο Όρος.
Έχοντας σαν οδηγό του την ανεπιφύλακτη πίστη και εμπιστοσύνη του στο Θεό έφτασε σε μια από τις πιο απομακρυσμένες και απαράκλητες περιοχές του Άθωνα, τα Καυσοκαλύβια. Εκεί η πρόνοια του Θεού τον οδήγησε στο ασκητικό Ησυχαστήριο του Οσίου Εφραίμ του Σύρου. Εκεί ζούσανε τρεις γέροντες, πολύ αυστηροί και τραχείς, κατά γενική ομολογία.
Έζησε κοντά τους με πολύ υπακοή, ταπείνωση και… υπομονή. Και τονίζουμε την υπομονή διότι οι γέροντες του (τους οποίους όλους γηροκόμησε και φρόντισε μέχρι την τελευταία τους πνοή), ήταν πάρα πολύ αυστηροί μαζί του. Του συμπεριφέρονταν απάνθρωπα. Το όνομά του δεν το άκουσε ποτέ να το λένε, παρά τον αποκαλούσαν πάντα με τα χειρότερα λόγια και πολλές φορές έφταναν και να τον χτυπούν.

Μια μέρα σαν άνθρωπος λύγισε και αγανακτισμένος πήρε την απόφαση να φύγει. Διστάζοντας όμως να εμπιστευτεί τον λογισμό του, σκέφτηκε να πάει πρώτα να τον εξομολογηθεί σε έναν πνευματικό στην Ιερά Μονή της Σιμωνόπετρας.
Με ειλικρίνεια εξέθεσε στον πνευματικό του όλη την αλήθεια και περιέγραψε τα γεγονότα. Αφού λοιπόν εξέθεσε όλα του τα δεινά που υφίστατο κοντά σε αυτούς τους ανθρώπους στο τέλος είπε: “Πάτερ δώσ’ μου ευλογία να φύγω να γλιτώσω…”. Ο διακριτικός πνευματικός αφού σκέφτηκε για λίγο του απάντησε: “Πάτερ Εφραίμ, αν θες να γλιτώσεις, φύγε, αν θέλεις να αγιάσεις μείνε… σκέψου και αποφάσισε”. Ο Γέροντας Εφραίμ σκέφτηκε… και έμεινε….

Πέρασαν έτσι 45 ολόκληρα χρόνια. Ο τελευταίος από τους γέροντές του ο π. Νικηφόρος, ήταν ο χειρότερος απ’ όλους… Μάλιστα τα τελευταία χρόνια αρρώστησε και έγινε ακόμα πιο δύστροπος και επιθετικός. Ο π. Εφραίμ, πιστός στην απόφασή του -γιατί αυτή είναι η λεβεντιά στη ζωή, να έχεις το θάρρος να την αντιμετωπίζεις και να σηκώνεις τον Σταυρό που σου οικονόμησε για τη σωτηρία σου η πρόνοια του Θεού- υπέμενε τα πάντα σαν νέος Ιώβ.

Το 1973 όταν κατάκοιτος πια ο γέροντας Νικηφόρος ψυχορραγούσε, ο π. Εφραίμ νύχτα και ημέρα καθόταν στο προσκέφαλό του και τον υπηρετούσε, ενώ συνέχισε να δέχεται “βροχή” τις ύβρεις και τις ταπεινώσεις.
Λίγο πριν το τέλος ο π.Νικηφόρος του είπε: “Σήκωσέ με. Σκύψε να σου πω…” Ο π.Εφραίμ πέρασε το χέρι του πίσω από την πλάτη του κατάκοιτου γέροντά του και έσκυψε το κεφάλι. Ξαφνικά το πρόσωπο του π. Νικηφόρου αλλοιώθηκε, έχασε την τραχύτητά του και πήρε την πιο ιλαρή έκφραση που μπορούσε να έχει ανθρώπινο πρόσωπο. Με όση δύναμη μπορούσε να επιστρατεύσει ο γέροντας άρπαξε το χέρι του π. Εφραίμ και του είπε: “Παιδί μου, εσύ δεν είσαι άνθρωπος, είσαι άγγελος… ευλόγησον…” του φίλησε το χέρι και ξεψύχησε στην αγκαλιά του…

Ανάμνηση του π. Διονυσίου Ανθόπουλου, από διήγηση του γέροντος Αθανασίου Σιμωνοπετρίτου,στην αδελφότητα της Ιεράς Μονής Παναγίας Δοβρά.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...