Κυριακή 14 Ιουλίου 2013

ΓΙΑΤΙ ΦΙΛΑΜΕ ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΙΕΡΕΑ;

Ο ιερέας σας μπορεί να είναι μόλις 25 χρονών.

Μα η ιεροσύνη του είναι από καταβολής κόσμου. Όταν, λοιπόν, του ασπάζεστε το χέρι, προσκυνάτε την ιεροσύνη του, που φθάνει διαδοχικά από τον Χριστόν και τους Αποστόλους μέχρι τον ιερέα σας.


Όταν φιλάτε το χέρι του παπά σας, φιλάτε ολόκληρη την αλυσίδα των οσίων και αγίων ιερέων και ιεραρχών, από τους Αποστόλους μέχρι σήμερα. Ασπάζεστε και προσκυνάτε τον Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, τον άγιον Νικόλαο, τον άγιον Βασίλειο, τον άγιον Σάββα και όλους τους « επίγειους αγγέλους και ουρανίους ανθρώπους», που, όταν ήταν στη γη, κοσμούσαν την Εκκλησία και τώρα στολίζουν τον ουρανό. Είναι φίλημα άγιον, όπως γράφει στους Κορινθίους ο Απόστολος Παύλος. Να ασπάζεστε, λοιπόν το χέρι του ιερέα που σας ευλογεί. Είναι ευλογημένο από τον Θεό. Με την χάρη της ιεροσύνης. Με την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Να το φιλάτε το χέρι του ιερέα σας. Όσο νέος και αν είναι. Και να τον ακούτε.

Επισκόπου Αχρίδας Νικολάου

Μοναχός Δομέτιος ὁ κουφός († 1905) – Τό ὁσιακό τέλος του

Μοναχός Δομέτιος ο κουφός († 1905) - Το Οσιακό τέλος τουΈτσι ήτο γνωστός στο μοναστήρι του αυτός ο μοναχός. Είναι αλήθεια ότι δεν άκουε, αλλά ζούσε μέσα στην καρδιά του την αγάπη και την χαρά του Χριστού. Είχε έλθει στο μοναστήρι από μικρός, από το 1850. Τότε δεν είχε καταστραφή η ακοή το Το μοναδικό του διακόνημα επί 60 περίπου χρόνια ήτο η φροντίδα του για τα ζώα της Μονής. Καθημερινά μετέφερε τα περισσεύματα των τροφών και τα έδινε στα ζώα του, τα οποία υπεραγαπούσε. Έλεγε αδιάκοπα την προσευχή με τελεία σιωπή και πνευματική ευφροσύνη. Στο κελλί του δεν είχε τίποτε άλλο παρά ένα ράσο, ένα Ωρολόγιο της Εκκλησίας, μία εικόνα της Θεοτόκου και το βιβλίο των Ψαλμών. Δεν είχε κρεβάτι, ούτε στρωσίδια, ούτε τραπέζι, ούτε σκαμνί, ούτε παξιμάδι, ούτε λουκέτο για την πόρτα.

Στα γεράματά του έχασε την ακοή του και οι πατέρες τον ωνόμαζαν «Δομέτιος ο κουφός». Είχε θαυμαστό τέλος. Ας ακούσωμε τον αείμνηστο ηγούμενο της Συχαστρίας π. Ιωαννίκιο Μορόι να μας διηγηθή κάτι σχετικά με το τέλος του, εφ’ όσον παλαιά αυτός ήτο αδελφός της μονής Νεάμτς:
- Πατέρες, ενίοτε πηγαίνω με την σκέωι μου στην μονή Νεάμτς, όπου προ ολίγων ετών έζησε εκεί ένας αξιομνημόνευτος μοναχός, ο Δομέτιος ο κουφός. Τον εβλέπαμε συχνά με τα ξυλοπέδιλα κρεμασμένα στην πλάτη του για να μη τα φθείρη γρήγορα. Επήγαινε τροφή στα μοσχαράκια. Ήτο πάντοτε ειρηνικός και χαρούμενος. Αλλά οι Πατέρες της Μονής δεν τον εκτιμούσαν, αφού αυτός ζούσε πάντοτε με τα ζώα του και συχνά εκοιμόταν κοντά τους! Πολλοί από τους μοναχούς δεν τον εγνώριζαν καθόλου, ούτε ήξεραν το όνομά του, αφού τότε αριθμούντο περί τους 400.
Κάποια ημέρα του φθινοπώρου του 1905, όταν επήγαινα στην εκκλησία, διότι ήμουν τυπικάρης, άκουσα τον ιερομ. π. Γεννάδιο, τον εκκλησιαστικό μας, να λέγη:
-Πατέρες, ο Δομέτιος ο κουφός από τον σταύλο απέθανε. Τον ευρήκαν το πρωί κάτω στο δάπεδο του κελλιού του πεθαμένο. Δεν είχε τίποτε κοντά του, παρά μόνο ένα παλαιό Ωρολόγιο, ένα Ψαλτήριο και μία εικόνα της Παναγίας.
Κατόπιν ο εκκλησιαστικός, κατά την μοναχική μας τάξι, εφόρεσε τον μανδύα του, επήγε και ενέδυσε το νεκρό σώμα του και το μετέφερε στον εξωνάρθηκα της κεντρικής εκκλησίας για τρεις ημέρες και μετά να γίνη η ακολουθία της κηδείας του.
Ο π. Γεννάδιος ερώτησε ποιος θ’ αρχίση να διαβάζη το Ψαλτήριο δίπλα στο σκήνωμά του, αλλά κανείς δεν προθυμοποιείτο. Έλεγαν: «Τι ευλογία θα πάρουμε από ένα τέτοιο μοναχό που κάθε ημέρα ήταν παρέα με τα ζώα και τις ακαθαρσίες τους;». Τότε ερώτησε εμένα και δέχθηκα να διαβάσω. Εφόρεσα τον μανδύα μου, το κουκούλι μου, επήρα το βιβλίο και άρχισα να διαβάζω με δυνατή φωνή δίπλα στο φέρετρό του. Ήμουν μόνος μου και παντού υπήρχε πλήρης ησυχία. Όλοι εκοιμούντο. Όταν εδιάβαζα, ώρα 10 την νύκτα, είδα ένα συγκλονιστικό φαινόμενο. Ο π. Δομέτιος εσήκωσε ψηλά έξω από το φέρετρο το δεξιό του πόδι. Εγώ εξεπλάγην. Σκέφθηκα. Τι να σημαίνη άραγε αυτό; Είπα μέσα μου ότι ο Δομέτιος απέθανε, αλλά όχι και τα καλά του έργα. Πάλι σκέφθηκα ότι βγήκε το πόδι του έξω, διότι μέσα ήτο πολύ πιεσμένο. Ήμουν κατάπληκτος και από την ακτινοβόλο μορφή του προσώπου του. Ο π. Δομέτιος απέθανε, αλλά εγώ τον έβλεπα να κοιμάται. Έκαμα το σημείο του σταυρού, εσκέπασα το πρόσωπο του νεκρού με το ράσο του και κατέβασα και πάλι το πόδι του μέσα στο φέρετρο. Συνέχισα πάλι να διαβάζω το Ψαλτήρι. Μετά από λίγη ώρα ο Γερο-Δομέτιος, ο «βουρδουνάρης» της μονής Νεάμτς, εσήκωσε και έβγαλε έξω το αριστερό του πόδι. Τότε πραγματικά έφριξα μ’ αυτό το τερατούργημα.
Πράγματι, ο π. Δομέτιος είναι ζωντανός, είπα μέσα μου. Πλησίασα στο στόμα του να διαπιστώσω εάν αναπνέη. Τίποτε. Έπιασα τον σφυγμό του. Ο Γέροντας δεν ανέπνεε και το σώμα του ήτο κρύο!
Καθώς τον εκοίταζα έκπληκτος, αμέσως βλέπω να ανοίγη το στόμα του και μέσα απ’ αυτό να εξέρχεται μία ωραία ευωδία, την οποία ουδέποτε είχα αισθανθή στην ζωή μου. Αμέσως η ευωδία αυτή σκορπίσθηκε μέσα σ’ όλη την εκκλησία. Εγέμισε και η μεγάλη αυλή της Μονής. Τότε είπα με δάκρυα χαράς: «Ο π. Δομέτιος είναι ένας μοναχός άγιος».
Στις 11 το βράδυ, όταν κτύπησε η καμπάνα για τον Όρθρο των Πατέρων στην εκκλησία, όλοι ερωτούσαν: «Από πού έρχεται αυτή η ευωδία;». Όταν τους είπα τι συμβαίνει, τότε μαζεύθηκαν όλοι γύρω από το φέρετρό του. Λογομαχούσαν ποιος θα διαβάση τώρα το Ψαλτήρι για να πάρη ευλογία. Με δάκρυα προσηύχοντο όλοι τώρα μπροστά του και έλεγαν: «Όσιε πάτερ Δομέτιε, πρέσβευε υπέρ ημών των αμαρτωλών». Περίπου 300 μοναχοί είχαν κατακλύσει τον χώρο και όλη την εκκλησία τριγύρω και με δάκρυα παρακαλούσαν τον Γερο-Δομέτιο τον κουφό να προσεύχεται για την σωτηρία τους. Κανείς τώρα δεν τολμούσε να σκεφθή ότι ο Γερο-Δομέτιος ήταν ελεεινός και ακάθαρτος, διότι περνούσε την ζωή του μαζί με τα βόδια και τα γουρούνια της Μονής τους.
Και παρέμεινε η ευωδία του αγίου λειψάνου του επί τρεις ημέρες και νύκτες, όσες έμεινε το σκήνωμά του εκεί. Μετά την τρίτη ημέρα έδωσε εντολή ο ηγούμενος της Μονής, ο επίσκοπος Νάρκισσος, να ενδυθούν όλοι οι ιερείς και διάκονοι της αδελφότητος, περί τους 80, για την κηδεία του Οσίου. Ανάμεσα τους εστάθη και ο ίδιος. Όταν μεταφέραμε το λείψανο του προς τον τάφο, η ευωδία ξεχύθηκε και στην ατμόσφαιρα παντού. Τότε ο επίσκοπος Γέροντάς μας, συγκινημένος από την μοναδική αυτή μυσταγωγία που όλοι μας εζούσαμε, είπε τα εξής αξέχαστα λόγια για τον ταπεινό αγωνιστή της αρετής, τον όσιο Δομέτιο:
-Βλέπετε, οσιώτατοι Πατέρες, ποιον εδόξασε ο Παντοδύναμος Θεός μας; Όχι τους πλουσίους, όχι τους μορφωμένους. Όχι τους ενδόξους της γης. Εδόξασε αυτόν τον ταπεινό, τον πτωχό, τον υποτακτικό μέχρι θανάτου. Αυτόν που προσευχόταν ακατάπαυστα, που υπέμενε τα πάντα, που δεν ζητούσε μισθό και τιμές από τους ανθρώπους, αλλά μόνο από τον Χριστό. Ιδού το θαύμα το οποίο σήμερα έχουμε όλοι μπροστά στα μάτια μας! Ιδού τι πνευματική ευωδία εξήλθε από το στόμα του πατρός μας οσίου Δομετίου! Βλέπετε τώρα ποιος εισήλθε πρώτος στον παράδεισο. Ο π. Δομέτιος που υπηρέτησε σε όλη του την ζωή τα ζώα της Μονής μας, βλέπετε τώρα ότι είναι με τούς Αγίους στον παράδεισο. Ο πτωχός Δομέτιος τώρα είναι πλούσιος. Αυτοί που μέχρι προ ολίγου τον περιφρονούσαν και τον κακολογούσαν, τώρα αυτοί τον τιμούν και του ασπάζονται το χέρι. Ενώ ο Όσιος αυτός προσεύχεται στον Θεό για όλους εμάς. Αυτό το ασκητικό του σώμα ανέπνεε σε όλη την ζωή του την μπόχα από τούς σταύλους των ζώων και τώρα είναι μέσα στα ευώδη περιβόλια του Παραδείσου με τούς Αγγέλους του Θεού. Τα πόδια του, που αγωνίσθηκαν να βαδίσουν την οδό της υπακοής, τώρα παραμένουν, και μετά θάνατο, ζωντανά, διότι δοξάσθηκαν από τον Θεό, ο Οποίος δοξάζει τους υπάκουους μοναχούς…
Μετά από πολλά χρόνια, ο τάφος του οσίου Δομετίου ξεχάσθηκε. Τα λείψανά του ίσως να ευρίσκωνται στο οστεοφυλάκιο της Μονής. Όμως αυτός δεν ξεχνά ποτέ να προσεύχεται αδιακόπως στον Θεόν για την Μονή μας και για όλο τον κόσμο.
Οσιακές Μορφές του Ρουμάνικου Μοναχισμού

Ο φονιάς καλόγερος .

oi-treis-kalogeroi-kai-o-agios-antonios-1-315x236

Μιά δυνατή γυναικεία κραυγή, στριγγλιά καλύτερα, ἔσχισε τόν ἀέρα καί πάγωσε τό αἷμα ὅλων μέσα στήν τραπεζαρία τοῦ πανδοχείου.
῾Βοήθεια, βοήθεια, τό παιδί μου κινδυνεύει, πεθαίνει. ῎Ας σώσει κάποιος τό παιδί μου᾽!
Πετάχτηκαν ὅλοι ἀλαφιασμένοι. ῎Ετρεξαν ἔξω καί τό θέαμα πού ἀντίκρυσαν τούς ἄφησε ἄφωνους. ῞Ενα ἑξάχρονο περίπου παιδί βρισκόταν στήν ἀγκαλιά τῆς μάνας του, ἡ ὁποία κείτουνταν χάμω στό ἔδαφος, κοντά στήν φάτνη πού ἦταν ἡ τροφή τῶν ζώων, κλαίγοντας σπαρακτικά μέ ἀναφιλητά. ῾Τό παιδί μου, σῶστε τό παιδί μου᾽, ἔλεγε ξανά καί ξανά.Λίγο πιό πέρα, ἕνα μουλάρι δεμένο κοντά στήν φάτνη γυρόφερνε πανικόβλητο καί ἀνήσυχο.
῾Γιατί παιδάκι μου ἔφυγες ἀπό κοντά μου;᾽ ἔλεγε τώρα ἡ γυναίκα πού φαινόταν κυριολεκτικά χαμένη. ῾Γιατί πῆγες στά ζῶα; Γιατί;᾽
῞Ολοι κατάλαβαν περίπου τί εἶχε συμβεῖ. ῾Η γυναίκα μέ τό παιδάκι της ἔφτασε στό πανδοχεῖο μέ τήν ἅμαξα πού μόλις εἶχε καταφτάσει, καί τό παιδάκι ξέφυγε ἀπό τήν μάνα κι ἔτρεξε στό μέρος πού σιτίζονταν τά ζῶα. ῞Ενα μουλάρι ξαφνιάστηκε καί τρόμαξε, ἀνασηκώθηκε στά πόδια του καί πέφτοντας πάτησε τό παιδάκι πού εἶχε βρεθεῖ ἐκεῖ. Προφανῶς οἱ κραυγές τοῦ παιδιοῦ πανικόβαλαν περισσότερο τό ζῶο πού ἀνασηκωνόταν καί ἔπεφτε πρός τά κάτω διαρκῶς.
Τό παιδί, ὅσο ἐπέτρεπε τό φῶς τοῦ σούρουπου, φαινόταν καταπληγωμένο, μέ τσαλακωμένο τό προσωπάκι του, χωρίς νά κινεῖται, χωρίς νά δείχνει κανένα σημάδι ζωῆς.
῾Κάντε πέρα ὅλοι᾽, ἀκούστηκε ἡ φωνή ἑνός ἀπό τούς πελάτες τοῦ πανδοχείου. ῾Εἶμαι γιατρός. Νά δῶ τό παιδί. Μή μαζεύεστε ὅλοι ἀπό πάνω του᾽.
Παραμέρισαν. ῾Ο γιατρός ἐξέτασε τό παιδί, προσπάθησε νά βρεῖ σημάδι ζωῆς, ἀλλ᾽ εἰς μάτην. Τό παιδάκι δέν εἶχε ἀντέξει τά κτυπήματα τοῦ ζώου. Μπροστά τους εἶχαν μόνο τό ἄψυχο κορμάκι του.
῎Επεσε νεκρική σιγή. Τά πρόσωπα ὅλων ἦταν ἀλλοιωμένα ἀπό τό τραγικό συμβάν. Οἱ πιό ψύχραιμοι πῆραν τήν γυναίκα καί τό παιδί καί τούς ἔβαλαν στό πανδοχεῖο, προσπαθώντας ὅσο μποροῦσαν νά διευθετήσουν τά πράγματα. ῎Αλλοι ἔμειναν ἔξω χωρίς νά ἔχουν κατανοήσει ἀκόμη ἐπακριβῶς τό τί διαδραματίστηκε, ἄλλοι ἄρχισαν σιγά σιγά νά συζητοῦν χαμηλόφωνα καί νά σχολιάζουν τό γεγονός.
Κανείς μέσα στήν γενική ἀναταραχή δέν πρόσεξε ἕναν καλόγερο πού ἀπό τήν ὥρα πού πετάχτηκε κι αὐτός ἔξω ἀπό τίς κραυγές τῆς γυναίκας ἔπεσε παράμερα, χωρίς νά ἔχει τήν παραμικρή δύναμη νά σύρει πιά τά πόδια του. Κείτουνταν ἄναυδος κι ἄν μποροῦσε κανείς νά δεῖ μέσα στήν ψυχή του, θά ἔβλεπε ὅτι ἔσερνε πιά ἕνα βάρος, σάν νά τόν εἶχε πλακώσει ὁλάκερη ἡ γῆ.
Τό μουλάρι ἀνῆκε στόν καλόγερο. ᾽Εκεῖνος μετά ἀπό ὧρες πορεία ἀπό τό μοναστήρι του, σταλμένος γιά ἐξωτερικά διακονήματα, βρῆκε τό πανδοχεῖο, ἔδεσε τό μουλάρι στό σημεῖο πού σιτίζονταν τά ζῶα καί μπῆκε νά ξαποστάσει. Ποῦ νά φανταστεῖ τό τί θ᾽ ἀκολουθοῦσε μετά ἀπό λίγο!
῾Γιατί, Θεέ μου;᾽ ἔλεγε καί ξανάλεγε. ῾᾽Εγώ τό σκότωσα. ᾽Εγώ εἶμαι ὁ φονιάς τοῦ παιδιοῦ᾽. Οἱ λογισμοί κατέτρωγαν τόν ἀββᾶ Παῦλο. ῾῏Ηρθα ἀπό τήν Ρώμη στά ἅγια χώματα πού πάτησε ὁ Χριστός μας, ἀφιερώθηκα σ᾽ Αὐτόν, καί νά τώρα ἡ ἐξέλιξή μου. Εἶναι φανερό. ῾Ο Θεός δέν εὐλόγησε τόν ἐρχομό μου στά ῾Ιεροσόλυμα. Μόνο μέ τό αἷμα μου ἴσως ξεπλύνω τόν φόνο πού ἔκανα᾽.
῾Ο ἀββᾶς βρισκόταν σέ μεγάλη σύγχυση. ῾Η ταραχή δέν τόν ἄφηνε νά ἔχει νηφάλιο τόν νοῦ του. Οἱ ἐνοχές τόν εἶχαν καταβάλει. Εἶχε γύρει πιά ἐντελῶς πάνω στό χῶμα, τό πρόσωπό του ἀκουμποῦσε σ᾽ αὐτό. Ξέψυχα ἐπανελάμβανε διαρκῶς: ῾Εἶμαι φονιάς, εἶμαι φονιάς᾽.
Κάποτε, ἕνα χέρι φιλικό ἔνιωσε νά τόν ἀγγίζει στόν ὦμο. ῾Γέροντα, ἐδῶ εἶσαι; ᾽Ανησυχήσαμε. ῞Ολοι εἶναι πιά μέσα, ἐκτός ἀπό σένα. Τί ἔχεις; Τί ἔπαθες;᾽
῾Ο Παῦλος ἐξακολουθοῦσε νά λέει: ῾εἶμαι φονιάς, ἐγώ σκότωσα τό παιδί᾽.
῾Γέροντα, τρελλάθηκες; Μαζί μου μέσα στό πανδοχεῖο δέν ἤσουνα; Τί λές ὅτι ἐσύ τό σκότωσες;᾽
῾Τό ζῶο εἶναι δικό μου. ᾽Από τά κτυπήματά του πέθανε τό παιδί. ᾽Εγώ ἔχω τήν εὐθύνη᾽.

Κοντοστάθηκε ὁ πανδοχέας. ῾Γέροντα, δέν εἶναι ἔτσι᾽ εἶπε. ῾Τό ζῶο ἦταν στήν θέση πού τό βάλαμε. Δεμένο καί ἔτρωγε. Τό παιδάκι ξέφυγε ἀπό τήν μάνα του καί πῆγε πρός τά ἐκεῖ. ῎Αν κάποιος φέρει εὐθύνη, εἶναι ἡ ἴδια ἡ μάνα στό κάτω-κάτω πού δέν τό πρόσεξε ὅσο ἔπρεπε. ᾽Εσύ λοιπόν τί εὐθύνη ἔχεις;᾽
῾Ο ἀββᾶς Παῦλος δέν ἄκουγε. Μπορεῖ ἡ λογική νά συνηγοροῦσε μ᾽ αὐτό πού τοῦ ἔλεγε ὁ πανδοχέας, ἀλλά ἡ καρδιά του ἔλεγε ἄλλα. ᾽Ανασηκώθηκε μέ τήν βοήθεια τοῦ πανδοχέα καί χωρίς νά πεῖ τίποτε ἄλλο, τήν ἴδια νύκτα ἔφυγε γιά τόν ᾽Αρονά, μιά ἐρημική περιοχή, ἀρκετά μακριά ἀπό ἐκεῖ πού βρισκόταν, πού ἤξερε ὅτι τήν ἐπέλεγαν οἱ μοναχοί, ὅταν ἤθελαν νά ἀφιερωθοῦν περισσότερο στόν Θεό ὡς ἀναχωρητές.
῾Δέν μπορῶ νά μένω πιά στό μοναστήρι. Εἶμαι ἀνάξιος νά βρίσκομαι μαζί μέ τούς καλούς ἐκεῖ ἀδελφούς. ῾Η θέση μου εἶναι νά κλαίω γιά τό ἀνόμημά μου στήν ἔρημο καί νά ᾽μαι μαζί μέ τά θηρία᾽, μονολογοῦσε διαρκῶς.
῾Ο θρῆνος του ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός γινόταν πιό σπαρακτικός. ῾Η μόνιμη ἐπωδός τῶν ὅποιων προσευχῶν καί τῶν σκέψεών του ἦταν: ῾᾽Εγώ ἔκανα τόν φόνο τοῦ παιδιοῦ καί θά κριθῶ σάν φονιάς στήν μέλλουσα κρίση᾽.
῾Η ἀρχική σκέψη πού εἶχε κάνει ἔξω ἀπό τό πανδοχεῖο, ὅτι μέ τό αἷμα του πρέπει νά ξεπλύνει τόν ῾φόνο᾽, κέρδιζε διαρκῶς ἔδαφος στήν ψυχή του. ῾Τό λιοντάρι, τό λιοντάρι, αὐτό εἶναι ἡ λύση. ῾Ο ἴδιος ὁ Κύριος δέν εἶπε ὅτι ῾μάχαιραν ἔδωκες, μάχαιραν θά λάβεις;᾽ Λοιπόν κι ἐγώ ἀφοῦ σκότωσα τό παιδί, πρέπει νά σκοτωθῶ. Πρέπει νά λειτουργήσει ὁ πνευματικός νόμος᾽.
Ξεκίνησε τήν ἑπόμενη ἀξημέρωτα ἀκόμη. Τό λιοντάρι πού τό θεωροῦσε λύση βρισκόταν πολύ κοντά του. ῎Εμενε σέ μιά σπηλιά καί ἦταν τό φόβητρο ὅλης τῆς περιοχῆς καί ὅλων τῶν ἐρημιτῶν. Καί μοναχά ὁ βρυχηθμός του γέμιζε φόβο καί τρόμο τίς καρδιές.
Δέν ἄργησε νά φτάσει. Τό λιοντάρι ἦταν στήν σπηλιά. Μέ τό θάρρος τοῦ ἀνθρώπου πού ἔχει ἀποφασίσει ἤδη τόν θάνατό του προχώρησε θαρρετά στήν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς. Τό θηρίο τοῦ ἔριξε μιά ματιά καί δέν κουνήθηκε καθόλου. ῾Ο Παῦλος μέ τό ραβδί του τσίγκλισε τό ἄγριο λιοντάρι. Κι αὐτό νά μήν ἤθελε, μέ τίς προκλήσεις του θά τό ἀγρίευε. Τοῦ ἦρθε στήν σκέψη ὁ ἅγιος ᾽Ιγνάτιος ὁ θεοφόρος. Κι ἐκεῖνος ἀπό λιοντάρια ἔφυγε ἀπό τήν ζωή αὐτή. ῾Κι ἄν αὐτά δέν θελήσουν νά μοῦ ἐπιτεθοῦν, ἐγώ θά τά προκαλέσω᾽ εἶχε γράψει στίς ἐπιστολές του στούς χριστιανούς πηγαίνοντας πρός τήν Ρώμη. ῾Τά δόντια τους θά μέ ἀλέσουν, ὥστε σάν καθαρό ψωμί νά βρεθῶ μπροστά στόν Κύριό μου᾽.
῾Μέ τήν διαφορά᾽, σκοτείνιασε πιό πολύ τό βλέμμα τοῦ Παύλου, ῾ἐκεῖνος ἦταν μάρτυρας, ἦταν ἅγιος. Γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ κατασπαράχτηκε. ᾽Εγώ ὅμως…!᾽
Τό λιοντάρι καί πάλι δέν τοῦ ἔδωσε σημασία. Τό ἀντίθετο. Μαζεύτηκε σάν ἥσυχο σκυλάκι καί πῆγε παραμέσα στήν σπηλιά.
῾Μά, τί κάνει;᾽ ψιθύρισε ὁ ἀββᾶς. Προχώρησε κι αὐτός πιό μέσα. Καί πάλι μέ τό ραβδί του τό τσίγκλισε. Πῆρε καί μιά πέτρα πού βρῆκε καί τοῦ τό πέταξε.
Καμμιά ἀντίδραση. Τό λιοντάρι σάν νά βαριόταν δέν ἔδειχνε νά ἐνοχλεῖται.
῾Θά ξανάρθω αὔριο᾽, σκέφτησε ὁ ἀναχωρητής. ῎Ισως σήμερα δέν ἔχει ὄρεξη. Μπορεῖ νά εἶναι καί ἄρρωστο.
Τό ἴδιο σκηνικό ἐπαναλήφθηκε πολλές φορές, ἀλλά μέ τό ἴδιο ἀποτέλεσμα. Τό λιοντάρι ὅ,τι καί νά ἔκανε ὁ ἀπελπισμένος καλόγερος δέν ἀντιδροῦσε. Σάν νά τό συγκρατοῦσε μιά δύναμη πολύ μεγαλύτερη ἀπό αὐτό, κάτι πού δέν μποροῦσε νά σκεφτεῖ μέ τόν θολωμένο νοῦ του ὁ ἀββᾶς.
Τό μυαλό του δούλευε πάνω στήν ἀπόφασή του. Νόμισε ὅτι βρῆκε τελικά τήν λύση. ῾Τό λιοντάρι κάθε μέρα κατεβαίνει στό ποτάμι νά πιεῖ νερό. ᾽Εκεῖ λοιπόν στόν δρόμο του ἐπάνω θά ξαπλώσω καί θά κοιμηθῶ, ὁπότε, δέν μπορεῖ, θά μοῦ ἐπιτεθεῖ᾽.
῾Η λύση πού βρῆκε τόν ἀνέπαυσε. ῎Εβαλε ἀμέσως σέ ἐνέργεια τό σχέδιό του. Πῆγε καί ξάπλωσε στό μονοπάτι γιά τό ποτάμι. Δέν χρειάστηκε νά περιμένει γιά πολύ. ῎Ακουσε τά μεγαλόπρεπα βήματα τοῦ βασιλιά τῶν ζώων. ῾Ο βρυχηθμός του χωρίς νά τό θέλει ἔσφιξε τήν καρδιά του.
῾Κύριε, δῶσε μου θάρρος. ῎Ας γίνει ἡ θυσία μου αὐτή τό ξέπλυμα τῆς ἀνομίας μου. Κύριε, σβῆσε τήν ἁμαρτία τοῦ φόνου καί μήν μοῦ τήν καταλογίσεις στήν κρίση Σου᾽. ῎Ακουσε τήν καρδιά του νά χτυπάει δυνατά. ῎Εσφιξε τά δόντια καί περίμενε. ῾Λίγο ἀκόμη καί τό αἷμα μου θά ξεπλύνει τό αἷμα τοῦ ἀδικοχαμένου παιδιοῦ᾽.
῎Ακουσε τώρα τήν ἀνάσα τοῦ λιονταριοῦ πάνω ἀπό τό κεφάλι του. ῾Κύριε, δέξου τό πνεῦμα μου᾽. Καί τότε, ὤ τοῦ θαύματος! Τό λιοντάρι, σάν νά ἦταν ἄνθρωπος ὑπερπήδησε τόν γέροντα ἥσυχα-ἥσυχα καί προχώρησε στήν πορεία του. Καί πάλι τό θηρίο δέν ἀσχολήθηκε καθόλου μέ αὐτόν.
Δάκρυα πλημμύρισαν τά μάτια τοῦ ἀββᾶ Παύλου τοῦ Ρωμαίου. Δάκρυα αὐτήν τήν φορά εὐγνωμοσύνης καί ἀγαλλίασης. Σάν νά ἄστραψε φῶς μέσα στόν νοῦ του καί κατάλαβε ὅτι ὁ Θεός δέν τοῦ κρατάει τίποτε γιά τό συμβάν μέ τό παιδάκι. ῾Ο Θεός τόν εἶχε συγχωρήσει. Τό σημάδι μέ τό λιοντάρι ἦταν παραπάνω ἀπό φανερό. ῎Αρχισε νά καταλαβαίνει αὐτό πού λέει ἡ Γραφή καί ἡ ᾽Εκκλησία ὅτι δέν εἶναι τό αἷμα τό δικό μας πού ξεπλένει τίς ἁμαρτίες, ἀλλά τό χυμένο ἤδη ῾μιά φορά καί γιά πάντα᾽ αἷμα τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου. ῾Ναί, Κύριε, ᾽Εσύ εἶσαι ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου. Κύριε, Σέ εὐχαριστῶ. Κύριε, ἐλέησόν με᾽.
῾Ο ἀναχωρητής πῆρε τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς γιά τό μοναστήρι του. ῾Η πληροφορία στήν καρδιά του ὅτι ὁ Θεός τόν εἶχε συγχωρήσει ἔδινε φτερά στά πόδιά του. ᾽Εξομολογήθηκε στόν ἡγούμενο, ὁ ὁποῖος καί αὐτός ἔκπληκτος ἄκουσε τήν διήγηση τοῦ καλοῦ καί εὐαίσθητου μοναχοῦ του. Τόν συμβούλευσε, τόν κανόνισε, τόν ξανάβαλε στόν εὐλογημένο ρυθμό τοῦ μοναστηριοῦ.
῾Ο ἀββᾶς Παῦλος ὁ Ρωμαῖος πέρασε ἔκτοτε ἐκεῖ τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του, μέχρι τήν πρός Θεόν ἀνάπαυσή του, ὠφελώντας καί οἰκοδομώντας τούς πάντες, διηγούμενος συχνά αὐτό πού τοῦ συνέβη καί τό πόσο ὁ Κύριος εἶναι ἵλεως πρός ὅλους, ἀρκεῖ νά δείχνουμε τήν πρέπουσα μετάνοια.
ΠΗΓΗ:ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ

Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

Αγιορείτες Νεοησυχαστές Πατέρες


Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου
Μετά την αναγέννηση τού 18ου αιώνος, με τη δράση του νεοησυχαστικού κινήματος τών λεγομένων Κολλυβάδων, και πρωτεργάτες τους οσίους Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ (+1794), ο οποίος ως άλλος Γρηγόριος Σιναΐτης (+1346) εργάζεται μεταφραστικά και Ιεραποστολικά σε όλα τα Βαλκάνια- Νικόδημο τον Αγιορείτη (+1809), τον σοφό διδάσκαλο και νέο Γρηγόριο Παλαμά (+1359)· Μακάριο Νοταρά και πρώην Κορίνθου (+1805), τον άλλο Ιερό Φώτιο (+899)· και Αθανάσιο Πάριο (+1813), τον ακαταμάχητο υπερασπιστή των ορθών δογμάτων, ως άλλο άγιο Μάρκο τον Ευγενικό (+1445), έχουμε μία χορεία ενάρετων φίλων της νοεράς προσευχής. 
Με πρώτους τους εξόριστους Ιεροπρεπείς Κολλυβάδες πού εργάσθηκαν πλούσια σε νησιά του Αιγαίου και άλλους τόπους και μετέφεραν σε πολλά λαϊκά στρώματα την ευωδία του αθωνικού αρώματος, πού λέγεται νοερά άθληση, νοερά προσευχή, ευχή του Ιησού, δηλαδή ή επανάληψη του ονόματος· Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με, και με μερικές μικρές παραλλαγές. Παρακάτω θα δούμε μερικούς Αγιορείτες νεοησυχαστές πατέρες.
Το 1851 συγγράφεται ή «Νηπτική θεωρία» περιέχουσα «λόγους είκοσιν Ανωνύμου τινός αγιορείτου Απελπισμένου επικληθέντος, εν οις ακριβώς, άφ’ ών διά της πείρας έμαθε και έπαθε, τον τρόπον της ενάρξεως και οδηγίαν της προοδεύσεως και απλανή τελείωσιν τής ατελούς νοεράς εργασίας, τής, παρά των θεσπέσιων Οσίων Πατέρων άνωθεν παραδομένης, καλούμενης νοεράς προσευχής, ίνα εκ προχείρου έχωσιν οι ποθούντες εισελθείν εις τον ιερόν αγώνα ταύτης της συντόμως (δι΄ αγώνων) εισαγούσης εν τη επουρανίω Χρίστου του Θεού Βασιλεία». Με τον απλό αλλά γλαφυρό τρόπο του, ο αφιλόδοξος, ταπεινός, ανώνυμος συγγραφέας -μερικοί τον ταυτίζουν με τον διάσημο ησυχαστή παπα Χαρίτωνα τον ερημίτη (+1906)- θέλει να βοηθήσει τους εργάτες της προσευχής και λέγει πώς θα προετοιμασθούν γι΄ αυτή: «Η παντοτινή νηστεία, η άμετρος κακοπάθεια και ταλαιπωρία του σώματος, η υπερβολική ταπείνωσις». Ο ταπεινός, συνεχίζει να λέει και να επιμένει, «έχει την καρδίαν του τεταπεινωμένην και συντετριμμένην από την βίαν της ευχής, ευθύς οπού ήθελεν εμβή μέσα εις την εκκλησίαν, πάραυτα τον αρπάζει και τον περικυκλώνει μία αληθινή και ζωηρά ευλάβεια εις τον Θεόν και εις τα θεία- και τόσον τον περικυκλώνει η θεϊκή ευλάβεια, ώστε οπού και αυτός ο ίδιος καταλαμβάνει την ενέργειάν της, διότι του φαίνεται πλέον και είναι πεπεισμένος ότι στέκεται όχι εις την επίγειον ταύτην εκκλησίαν, αλλά του φαίνεται από την χαράν του ότι στέκεται εις την άνω Ιερουσαλήμ».
Ο ιερομόναχος Αρσένιος ο Πνευματικός (+1846) ήταν από τη Ρωσία κι έζησε μία εικοσιπενταετία με αυστηρότατη άσκηση σε κελλιά της μονής Ιβήρων και αλλού. Τετάρτη και Παρασκευή είχε τέλεια ασιτία και τις υπόλοιπες ήμερες μονοφαγία και για πολλά έτη το φαγητό του ήταν αλάδωτο. Ο νυκτερινός ύπνος του ήταν πολύ ολιγόωρος και κοιμόταν καθιστός. Ασκούσε επιμελημένα τη νοερά προσευχή. Οι θείες λειτουργίες του ήταν πάντα ένδακρεις. Αγαπούσε να μιλά, αν ποτέ μιλούσε, μόνο για την προσευχή. Προτιμούσε να δίνει παρά να παίρνει. Υπέφερε πραγματικά όταν τον τιμούσαν οι άνθρωποι. Τον ίδιο τρόπο ζωής και ασκήσεως είχε και ο υποτακτικός του Νικόλαος (+1840). Οι μαθητές του δεν άντεχαν τη μεγάλη του φτώχεια. Το μόνο πού επέμενε ήταν η τήρηση του κανόνος της προσευχής, η συνεχής μνήμη του Θεού, η επίκληση του αγίου ονόματος του. Η κοίμηση του ήταν οσιακή.
Ο Γέροντας Ιωάννης (+1843) ήταν κι αυτός Ρώσος στην καταγωγή. Μαθήτεψε για ένα διάστημα στον διάσημο στάρετς όσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ στη μονή Νεάμτς της Μολδαβίας, πού είχε περίπου χίλιους μοναχούς. Ο στάρετς δεχόταν όσους υπέμεναν τις στερήσεις μαζί του, μόνο και μόνο για ν΄ αυξάνονται τα στόματα πού θα υμνούσαν προσευχόμενα τον Θεό. Κύριο έργο του στάρετς, καθώς λέγει ο Γέροντας Ιωάννης, ήταν η διδασκαλία της καθαρότητος της καρδιάς και του νου, διά της αδιάλειπτου ευχής του Ιησού. Ο Ιωάννης έκοψε το δάκτυλο του, για να μη τον χειροτονήσουν και χάσει την ηρεμία της αγαπημένης του προσευχής. Έζησε επί έτη στην αθωνική έρημο εργοχειρώντας και προσευχόμενος. Να πώς περιγράφει την κατάσταση του ο ίδιος: «Την καρδιά μου επλημμύρισε ανέκφραστη χαρά και η προσευχή άρχισε να ενεργεί μόνη της. Τόσο με γλύκανε, πού δεν με άφηνε να κοιμηθώ. Κοιμόμουν μία ώρα καθημερινώς και μάλιστα καθιστός- και πάλι σηκωνόμουν, σαν μη μου χρειαζόταν ο ύπνος- «εγώ καθεύδω και η καρδία μου αγρυπνεί» … Γεννήθηκαν μέσα μου ανέκφραστη αγάπη και δάκρυα- αν θέλω, μπορώ να κλαίω ασταμάτητα … Συχνά το βράδυ σηκώνομαι να διαβάσω το ψαλτήρι, λέγω την προσευχή του Ιησού και πέφτω σε έκστασι. Δεν γνωρίζω που βρίσκομαι- είμαι στο σώμα η εκτός του σώματος δεν ξεύρω· μόνον ο Θεός το γνωρίζει. Όταν συνέρχομαι ήδη χαράζει».
Ο Γέροντας Δανιήλ (+1879) έζησε σ’ ερημικά μέρη του Αγίου Όρους με Γέροντα σκληρό και δύσκολο και με πολλές στερήσεις, στον οποίο έκανε άκρα υπακοή. Στους ελάχιστους επισκέπτες του, μετά την τελευτή του Γέροντα του, έλεγε: «Μόνον ελπίζω στο έλεος του Θεού και στις προσευχές του Γέροντα. Με τί άλλο θα μπορούσα να δικαιωθώ;». Αυτό έλεγε συχνά: «Ζητώ μόνον το έλεος του Θεού και σ’ αυτό αποκλειστικώς ελπίζω». “Οσοι επέμεναν να τον συμβουλεύονται τους έλεγε: «Όταν ο άνθρωπος ευρίσκεται σε δυσκολία, στρέφεται με δάκρυα στον Θεό κι εκείνος τον παρηγορεί…». Άλλοτε έλεγε: «Όποιος δοκίμασε τους καρπούς της ησυχίας μπορεί να μείνη στην αυτοσυγκέντρωσι και στην προσευχή περισσότερο από τρεις ήμερες…»
Ο ιερομόναχος Ευστράτιος ο Τραπεζούντιος οκταετής προσήλθε να μονάσει στη μονή Σουμελά του Πόντου. Μετά εικοσαετή εκεί παραμονή κι αφού χειροτονήθηκε ιερέας και επισκέφθηκε τα Ιεροσόλυμα ήλθε στο Άγιον Όρος στη Σκήτη των Καυσοκαλυβίων. Το τυπικό του ήταν: τρεις χιλιάδες μετάνοιες κάθε νύχτα και η ευχή αδιάλειπτη. Το τυπικό του αυτό ήταν ισόβιο. Η σπηλιά πού ζούσε έμοιαζε με τάφο, σκοτεινή και κλειστή, για να επιμηκύνει τη νύχτα και να καλλιεργεί την προσευχή. Κοιμόταν μία ώρα την ήμερα, σχεδόν όρθιος. Λειτουργούσε καθημερινά. Νήστευε συνέχεια. Σ’ ένα των μαθητών του, πού ζούσαν πλησίον του, αλλά σε άλλον τόπο, πριν τον θάνατο του είπε, πώς του δόθηκε τέτοια προσευχή, ώστε και κατά την ώρα του ύπνου η καρδιά του προσεύχεται. Ο Γέροντας προσευχόταν καθιστός η όρθιος, έκλινε την κεφαλή λίγο προς το στήθος και πρόφερε σιγά, με κατάνυξη και προσοχή την ευχή, προσηλώνοντας το νου στα λόγια της ευχής και συγκρατώντας την αναπνοή, ώστε αυτή να εναρμονίζεται με την κίνηση του νου. Τον κοσμούσε και το διορατικό χάρισμα. Προσευχόμενος είχε κι ένα μεγάλο μανδήλι, για τα πολλά και θερμά του δάκρυα και βρισκόταν σε κατάσταση πνευματικής ανυψώσεως.
Ένας σπουδαίος εργάτης της νοεράς προσευχής υπήρξε ο Γέροντας Βαρνάβας Αγιοβασιλειάτης (+1905). Οι αγρυπνίες του ήταν συχνές και ολονύκτιες και μόνο με το κομποσχοίνι. Ακόμα μεγαλύτερος βιαστής ήταν ο Γέροντας του Ναθαναήλ. Σε συμβουλές του προς μοναχό ησυχάζοντα κατά μόνας, μεταξύ άλλων σπουδαίων, γράφει: «Όταν ενεργήσει η ευχή, έρχονται τα δάκρυα, η χαρά, η κίνησις και ο ανακαινισμός της καρδίας. Αλλά μη τα έχης διά τίποτε, ούτε να τα καταφρονής, αλλά με απλότητα λέγε «Κύριε Ιησού Χριστέ…» καθότι φωτισμός είναι ο Θεός … Όταν δε κάθησαι εις την ευχήν και ο νους σου φεύγει και δεν δύνασαι να κάμης ευχήν, σήκω από το κάθισμα σου και μη λυπηθής πώς δεν δύνασαι να κάμης ευχήν, αλλά μάλιστα να είσαι χαρούμενος. Εάν πάλιν το πονηρόν πνεύμα σε δέση και δεν δύνασαι να κάμης διόλου ευχήν, κάμε άλλην πνευματικήν εργασίαν, και εάν δεν δύνασαι κάμε σωματικήν υπηρεσίαν, και να έχης προσοχήν εις τον εαυτόν σου και να μη συγχύζεσαι ποτέ, πάντοτε χαρούμενος να είσαι και όχι λυπημένος, διότι όλοι οι άγιοι με την πραότητα εβάδισαν. Διάβαζε και εξακολούθησον καθώς σε είπον και θέλει περνά η ημέρα σου χωρίς να την καταλαμβάνης…».
Μεγάλος αγωνιστής υπήρξε και ο Γέροντας του γνωστού παπα Σάββα του Πνευματικού του Μικραγιαννανίτη (+1908) Γέρων Ιλαρίων ο Γκουρτζής (+1864), πού από μικρός ήταν ασκητής στην πατρίδα του την Γεωργία. Στο Άγιον Όρος έζησε στις μονές Ιβήρων και Διονυσίου και στην έρημο. Πολλές σπηλιές έγιναν κατοικία του. Πότιζε τα βράχια με δάκρυα και τηρούσε ακριβή σιωπή. Είχε πολλές δαιμονικές επιθέσεις, οι όποιες όμως τον άφησαν απτόητο. Η προσευχή του θαυματουργούσε. Οι μακρές νηστείες του τον άφηναν ημιθανή. Αγαπούσε πολύ την ησυχία και την αδιάλειπτη προσευχή και με την ευλογία του Πνευματικού, για ένα μεγάλο διάστημα διετέλεσε έγκλειστος. Στα γεράματα του χρησιμοποιούσε αλυσίδες ως κρεμαστήρες για τις πολύωρες αγρυπνίες του. Οι επιθανάτιοι λόγοι του ήταν: «Δόξα τω Θεώ! Ήθελα μαρτυρικό θάνατο, αλλά ο Κύριος δεν με αξίωσε. Μου έστειλε όμως ασθένεια, πού μπορεί να είναι κάτι περισσότερο από μαρτύριο, αν την υπομείνω με καρτερία και πίστη στο θείο θέλημα». Μετά την εκταφή του τα οστά του ευωδίασαν.
Ο όσιος Αντίπας ο Μολδαβός (+1882) από νέος είχε θείες εμπειρίες στην προσευχή του και έτσι αποφάσισε να γίνει μοναχός, διερχόμενος από μεγάλους και πολλούς πειρασμούς. Με τις συμβουλές αγίων Γερόντων και διάφορους ασκητικούς πόνους καλλιέργησε συστηματικά τη νοερά προσευχή. Έζησε για τρία έτη στη μονή Εσφιγμένου και μετά αποσύρθηκε στην βαθύτατη έρημο. Είχε Ιδιαίτερη αγάπη στην Παναγία, όπως κι όλοι οι ησυχαστές. Ο ζήλος του ήταν πάντοτε συνετός. Το αθωνικό τυπικό διατήρησε σ΄ όλη του τη ζωή κι όταν βρέθηκε μακρυά από το προσφιλές του Άγιον Όρος. Καρπός της νήψεώς του ήταν μία γλυκύτητα πού πάντα είχε, κατά τον αββά Ισαάκ τον Σύρο. Αγαπούσε τη μόνωση, την ησυχία, τη σιωπή και την ευχή κι όταν ήταν μετοχάρης στον κόσμο. Τις αποφάσεις και τις μετακινήσεις του προετοίμαζε με μεγαλύτερη άσκηση και προσευχή. Καταλήγοντας στη μονή Βαρλαάμ δόθηκε όλος στη φίλη του προσευχή. Την απερίσπαστη προσευχή του συνόδευαν πυκνά και θερμά δάκρυα. Η ταπείνωση, η αυτομεμψία, η υπομονή, η ανεξικακία τον στόλιζαν και τον χαρίτωναν. Μόνη του περιουσία η αθωνίτικη εικόνα της Παναγίας. Αναχώρησε της παρούσης ζωής προσευχόμενος στη Θεοτόκο.
Ο διάσημος ασκητής του Άθωνα Χατζηγιώργης (+1886) ο Καππαδόκης από μικρός κι αυτός αγάπησε εγκάρδια την άσκηση και την προσευχή, όπως και την Υπεραγία Θεοτόκο, η οποία πολύ τον βοήθησε. Στο Άγιον Όρος πρωτοήλθε στη μονή Γρηγορίου. Αργότερα πήγε στη σκήτη των Καυσοκαλυβίων, υπό την έμπειρη διδαχή του συμπατριώτη του πνευματικού Νεοφύτου (+1860), ο οποίος του έδωσε κανόνα να ζει παρά την σπηλιά του οσίου Νήφωνα. Κατόπιν πήγαν στην Κερασιά και καθιέρωσαν συνεχή, πολυετή, αυστηρή νηστεία με παντοτινό αλάδωτο φαγητό. Η σιωπή, η υπακοή, η ασιτία, η ευχή, η ταπείνωση, η αγάπη, τον κοσμούσαν. Για ν΄ αποφεύγεται η φλυαρία στη συνοδεία του, όταν ήταν όλοι μαζί σε κάποιο διακόνημα, έλεγε δυνατά την ευχή. Η ζωή τους ήταν μια συνεχόμενη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Η χαρμολύπη τους χαρακτήριζε. Η διακριτική αγάπη του Χατζηγιώργη βοήθησε πολλούς. Φάρμακα είχαν τα θεία μυστήρια. Η αλουσία του, τα βρώμικα και κουρελιασμένα ρούχα του έκρυβαν μία καθαρή καρδιά, πού αγαπούσε τη νήψη. Εκοιμήθη μόλις μετέλαβε των άχραντων μυστηρίων.
Ο μακάριος παπα Χαρίτων ο Πνευματικός (+1906) έγινε μοναχός στα Μετέωρα, κατόπιν πήγε στο Σινά και μετά στην έρημο του Αγίου Όρους. Κοιμόταν λίγο και στο στασίδι, έτρωγε μια φορά την ήμερα, και λάδι μόνο το Σαββατοκύριακο. Αγαπητοί του τόποι τα σπήλαια των αγίων της μείζονος περιοχής των Καυσοκαλυβίων. Επρόκειτο για ησυχαστή, σιωπηλό, φιλήσυχο, εγκρατή, ταπεινό και φιλομαθή. Μελετητής και μιμητής αγίων, υμνογράφος και συναξαριογράφος. Έγραφε: «Την αγρυπνίαν αγάπα, νηστείαν, δάκρυα, εύχάς και ψαλμωδίας, και Γραφών την μελέτην, γενού ταπεινόφρων και γαληνός, και τον τύφον απόρριπτε, μη σε νικήση ο φθόνος και των παθών, ακρασία η ψυχόλεθρος». Ο πόλεμος του πειρασμού νικιόταν με την επίκληση της Παναγίας. Σπάνια εξήρχετο στα τέλη του βίου του του κελλιού του. Έχοντας διαρκή τη μνήμη του θανάτου, τη μνήμη του Θεού, αναχώρησε για το ανεπίστροφο ταξείδι των ουρανών, καθώς έγραφε, προσευχόμενος.
Ο Γέροντας Δανιήλ ο Κατουνακιώτης ο Σμυρναίος (+1929) αγαπητούς του οσίους είχε τον Ιωάννη της Κλίμακος και τον Ισαάκ των Ασκητικών, ως και τους Κολλυβάδες. Μετά τον μονασμό του στις μονές Αγίου Παντελεήμονος και Βατοπεδίου πήγε στα πάντερπνα Κατουνάκια, όπου επεδόθη στην άσκηση, στη μελέτη και την προσευχή. Η πενία του έγινε πλούτος και η ησυχία φίλη κι αφορμή πνευματικής αγαλλιάσεως. Η εξωτερική ησυχία του έγινε και εσωτερική και καλλιεργούσε τον κήπο της αγαθής καρδιάς του με την ευχή του Ιησού, πού τον γέμιζε ευφροσύνη. Η αλληλογραφία του με άγιες μορφές και οι συγγραφές του φανερώνουν περίτρανα τον θείο φωτισμό και τη χάρη του, τη διάκριση του και τη σοφία του, όπως για παράδειγμα η επιστολή του προς μοναχό περί νοεράς προσευχής, πού αποδεικνύει την πατερική του γνώση, την κατάκτηση της ευχής, τη διάκριση και διόραση.
Ο Αθηναίος Καλλίνικος ο ησυχαστής ο Κατουνακιώτης (+1930) αγαπούσε ιδιαίτερα τη Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών πατέρων. Αγαπούσε επίσης πολύ την ησυχία, τη μόνωση, την άσκηση, τη σιωπή και την ευχή, όπως όλοι άλλωστε οι ησυχαστές. Η νηστεία, η εγκράτεια, η αγρυπνία, ο κόπος, τα δάκρυα δεν ήταν λόγια και ιδέες, αλλά πράξεις και βιώματα, ως λέγει ο αββάς Θαλλάσιος· «νους εγκρατούς, ναός του Αγίου Πνεύματος». Η απλότητα, η ταπεινότητα κι η αγαθότητα τον στόλιζαν. Η εκούσια και μεγάλη του άσκηση κορυφώθηκε με τον τέλειο εγκλεισμό του στο κελλί του επί τέσσερις και πλέον δεκαετίες. Η αυτοφυλάκισή του δεν είχε άλλο λόγο παρά την καλύτερη καλλιέργεια της ευχής του Ιησού. Η αμεριμνησία, το απερίεργο, το ευκατάνυκτο, τ΄ ολιγόλογο η σιωπηλό, συνόδευαν τη διάπυρη ευχή του. Θεοφώτιστος, διακριτικώτατος, φιλάδελφος, χαριτωμένος ο Γέροντας Καλλίνικος, αξιώθηκε της θέας του Θαβωρείου φωτός, κι οι υποτακτικοί του τον έβλεπαν μερικές φορές να λάμπει. Πολέμησε τους αιρετικούς ονοματολάτρες κι έγινε ακραιφνής διδάσκαλος της νοεράς αθλήσεως. Η τελευταία επίγεια ήμερα του ήταν η 6η Αυγούστου, η λαμπρή εορτή της Μεταμορφώσεως, το Πάσχα των ησυχαστών.
Ο Γέροντας Γαβριήλ Διονυσιάτης (+1983) έλεγε περί του μοναχού Ισαάκ (+1932) της μονής του: «Ήτο τύπος απλότητος, ακριβείας και ευλάβειας, σιωπηλός και απερίσπαστος εν παντί… υπόδειγμα εις όλους τους πατέρας». Ο ευλαβέστατος μοναχός Λάζαρος (+1974), της αυτής μονής, έγραφε περί αυτού, όταν ήταν μαζί στο Κάθισμα των Αγίων Αποστόλων: «Όταν ετελούσαμεν την ακολουθίαν του όρθρου οι δύο μας επί δυόμισυ ώρας με κομβοσχοίνι, μόλις ένα η δύο κομβοσχοίνια έλεγε με σιγανήν φωνήν την ευχήν εις κάθε κόμπον: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υϊέ του Θεού, ελέησον ημάς». Εις το τρίτον κομβοσχοίνιον εθερμαίνετο η καρδιά του από θείον έρωτα και ζήλον και δεν μπορούσε να κράτηση τον εαυτόν του για να ομιλή σιγά. Εφώναζε, λοιπόν, την κάθε λέξιν με διάπυρον ζήλον και αγάπην, ώς να είχεν ενώπιον του τον Χριστόν και τον παρακαλούσε, ώς κυλιόμενος εις τους πόδας του…». Τις νύχτες περνούσε κλαίγοντας για τις αμαρτίες του και για όλο τον κόσμο. Πρόθυμος πάντοτε στο διακόνημά του, στην ακολουθία, στον κανόνα του, για ν΄ αποδεικνύει ότι οι ησυχαστές υπάρχουν και στα κοινόβια, αγωνιζόμενοι μυστικά και γενναία.
Ο Γέροντας Γαβριήλ Καρουλιώτης (+1968) υπήρξε αυστηρός ασκητής τών Καρουλίων, άνθρωπος βαθειάς μετάνοιας, βίας κι αγωνιστικότητος. Φίλος θερμός τής μελέτης τών ασκητικών πατέρων, εχθρός τής οκνηρίας, αετός υψιπέτης, κατά τον άγιο Εφραίμ τον Σύρο, ώς ακτήμων, εραστής τής ησυχίας, ευφρόσυνος ησυχαστής, ένδοξος άδοξος, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο. Σκληρός στον εαυτό του, νηστευτής, φυγόκοσμος, ως στρουθίον. Δεν περπατούσε, όταν περπατούσε, στα κακοτράχαλα μονοπάτια, αλλ’ ήταν σαν να πετούσε, λιπόσαρκος, προσευχόμενος, σκυμμένος πάντα στον εαυτό του, απερίεργος, προσέχοντας την εσωτερική νηνεμία και καθαρότητα στην ωραία ησυχία τής αγιότεκνης κι αγιότροφης ερήμου. Ερημίτης τών βράχων, μεταξύ ουρανού και γης, καθώς έλεγε. Στους επισκέπτες του αντί να τους μιλά, τους διάβαζε κάτι από τή Φιλοκαλία. Τον θάνατο περίμενε με χαρά. Μετάλαβε και ανεπαύθη ειρηνικά. Επρόκειτο περί ηρωικού μοναχού.
Λίγο πιο κάτω από την ασκητική παλαίστρα τού Γερο Γαβριήλ έμενε ένας άλλος γενναίος αθλητής τού Χριστού, ο Κωνσταντινουπολίτης και πρώην Σταυρονικητιανός προϊστάμενος Γέροντας Φιλάρετος (+1962), ο οποίος προσεποιείτο και τον διά Χριστον σαλό για να ταπεινώνεται. Το άσημο και φτωχό ασκητήριό του θεωρούσε ανάκτορο. Το κελλί του θύμιζε πιο πολύ μνήμα. Είχε αφεθεί πλήρως στα χέρια τού Θεού, μη φροντίζοντας για τα γήινα. Την περιφρόνηση θεωρούσε έπαινο. Για την καθαρότητα τού νου του μόνο νοιαζόταν. Ήταν, κατά τ΄ όνομα του, αληθινός φίλος τής αρετής. Αγαπούσε κι αυτός τή Θεοτόκο πολύ. Δάκρυζε στίς ψαλμωδίες και τους ψάλτες θεωρούσε αγγέλους. Όλη του η ζωή ήταν μια δέηση. Η ευχή είχε γίνει ένα με την αναπνοή του. Εκοιμήθη χαρούμενος, αφού άκουσε από τους Δανιηλαίους το Άξιον Έστι.
Ο Γέροντας Παΐσιος (+1994) στό ωραίο βιβλίο του «Αγιορείτες πατέρες και αγιορείτικα» αναφέρει αρκετές μορφές ησυχαστών, όπως τον παπα Τύχωνα (+1968),πού για «εργόχειρο» του είχε τις μετάνοιες και την ευχή, συγκάτοικους αγγέλους και αγίους και τή δοξολογία αέναη, έως τή μακαρία τελευτή του- τον Γέροντα Ευλόγιο (+1948), μαθητή τού Χατζηγιώργη, πού τηρούσε το αυστηρό τυπικό τής συνεχούς νηστείας και τής αέναης προσευχής κι είχε συχνές δαιμονικές επιθέσεις· τον Γέροντα Κοσμά τον Παντοκρατορινό (+1970), πού συνδύαζε πάντοτε την εργασία με την ευχή, με δάκρυα πότιζε τον κήπο τής μονής και τής ψυχής του- τον Γέροντα Πέτρο (+1958), πού διακρινόταν για την απλότητα και την ευλάβεια του, την αδιάλειπτη προσευχή, πού τού ήταν αυτενέργητη, και πού συχνά άκουγε γλυκιές ψαλμωδίες αγγέλων και τον έλουζε το άκτιστο φως· τον Γέροντα Αυγουστίνο (+1965), πού στα τέλη του η ζωή του ήταν πλημμυρισμένη θεία οράματα, προσευχές κι αέναα δάκρυα και κατά την εκδημία του έλαμψε το πρόσωπο του- και αρκετούς άλλους.
Ο ίδιος ο Γέροντας Παΐσιος ζούσε και χαιρόταν τή συνεχή ευλογία τής προσευχής, ασκούμενος ταπεινά και προσευχόμενος πολύωρα και καθημερινά για τις ανάγκες του πονεμένου κόσμου με μεγάλη αγάπη. Έλεγε: «Όταν ο άνθρωπος έχει την πνευματική του υγεία και απομακρύνεται άπό τους ανθρώπους, για να βοηθήσει περισσότερο και τους ανθρώπους με την προσευχή του, τότε όλους τους ανθρώπους τους θεωρεί αγίους και μόνο τον εαυτό του θεωρεί αμαρτωλό». Άλλοτε πάλι έλεγε: «Αν θέλεις να πιάσεις τον Θεό, για να σε ακούσει όταν προσευχηθείς, γύρισε το κουμπί στην ταπείνωσι, γιατί σ’ αυτή τή συχνότητα πάντα εργάζεται ο Θεός και ζήτησε ταπεινά το έλεός του».
Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (+1959) αγωνίσθηκε κι έφθασε σε υψηλά μέτρα θεωρίας, μετά μακρά και πολύμοχθη άσκηση. Οι πολύτιμες επιστολές του διασώζουν εύγεστο μέλι τής πνευματικής του κυψέλης: «Αρχή τής πορείας πρός την καθαρά προσευχή, είναι η μάχη πρός τα πάθη. Είναι αδύνατο να γίνει πρόοδος στην ευχή Οσο ενεργούν τα πάθη. Παρ’ όλα αυτά δεν εμποδίζεται η παρουσία τής χάρης τής προσευχής, αρκεί να μήν υπάρχει αμέλεια και κενοδοξία». Άλλου έγραφε: «Όλη τή νύχτα προσεύχομαι και φωνάζω: Κύριε, η σώσε όλους τους αδελφούς, η σβήσε και εμένα. Δέν θέλω τον παράδεισο μόνος»! Αυτή είναι η αληθινή αγάπη τών μοναχών και η μεγαλύτερη ιεραποστολή, κοινωνική προσφορά και φιλανθρωπία.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος (+1993) είναι ο θεολόγος τής προσευχής και ο προσευχόμενος θεολόγος, νηπτικός πατήρ, εξαίσιος άνθρωπος. Μας λέγει- η προσευχή είναι κοινωνία Θεού, διάλογος με τον Θεό, ομολογία τής αδυναμίας μας, επίσκεψη Θεού- η θεοεγκατάλειψη μας ωριμάζει- η σιωπή του Θεού μας φρονηματίζει και μας κάνει να υπομένουμε και να επιμένουμε, μας μαθαίνει να προσευχόμαστε- συνάντηση Θεού, γνώση Θεού, η αληθινή μετάνοια. Στό περίφημο βιβλίο του «Περί προσευχής» γράφει: «Κατά την επίκλησιν του Ονόματος του Ιησού Χριστού. Κατ΄ εκείνην την ώραν ηναγκάσθην να διακόψω την επίκλησιν του Ονόματος: Η ενέργεια αυτού ήτο καθ’ υπερβολήν ισχυρά. Η ψυχή άνευ λόγων, άνευ σκέψεων, εν τέλει εν τρόμω εκ τής εγγύτητος του Θεού. Τότε διηνοίχθη εις εμέ εν μέρει το μυστήριον τής ιερουργίας».
Ο Γέροντας Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης (+1991) παντού όπου κι αν πήγε ήταν με το κομποσχοίνι. Οι πολλοί του λόγοι ήταν μέσα άπό την προσευχή και για την προσευχή: «Όταν είμαστε στη Χάρη τού Θεού, τότε η προσευχή μας γίνεται καθαρή». Άλλοτε έλεγε σ΄ ένα πνευματικοπαίδι του: «Ξέρεις πόσο μεγάλη δωρεά είναι το ότι μας έδωσε ο Θεός το δικαίωμα να του μιλάμε κάθε ώρα και στιγμή και σε οποιαδήποτε θέση κι αν βρισκόμαστε; Εκείνος μας ακούει πάντα. Αυτή είναι η μεγαλύτερη τιμή πού έχουμε». Να, πού μερικές φορές ησυχαστές συναντούμε και στην Αθήνα. Αλλά αυτό είναι το εξαιρετικά σπάνιο.
Ο Γέροντας Εφραίμ ο Κατουνακιώτης (+1998) είναι ο τελευταίος τών γνωστών κοιμηθέντων νεοησυχαστών Αγιορειτών πατέρων. Ασφαλώς και δεν εξαντλήσαμε διόλου τον ιερό αυτό κατάλογο με το παρόν άρθρο. Ο Θεός να βοηθήσει να επανέλθουμε. Ο παπα Εφραίμ με τή βιβλική μορφή του δίδασκε και δίχως να θέλει φανέρωνε τή μυστική του εργασία, τή μεγάλη του αγάπη στον αενάως επικαλούμενο Ιησού. Τα προσφιλή του θέματα ήταν κυρίως περί υπακοής και περί προσευχής. Η μεγαλύτερη μορφή αγάπης πρός τον Θεό και πρός τον πλησίον είναι διά τής προσευχής, έλεγε. Αγωνίσθηκε πολύ κι αξιώθηκε μεγάλων χαρισμάτων. Η ευχή του ας μας συνοδεύει, ώς και όλων τών μνημονευθέντων παραπάνω.
Ο ησυχασμός είναι ανάγκη να μελετηθεί βαθειά σήμερα, πού τάσεις εκκοσμικεύσεως και κοινωνικής υπερδραστηριότητος, άκρατου και απροετοίμαστου ιεραποστολισμού και πληθώρας πρόχειρων παρεμβάσεων στον κόσμο, επηρεάζουν όχι μόνο το σώμα τής αγίας μητέρας μας Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά και τον Ανατολικό Ορθόδοξο Μοναχισμό και μάλιστα τον αγιορείτικο. Η παράδοση τών σπλάχνων τού Αγίου Όρους πάντως παραμένει πιστεύουμε, ελπίζουμε και προσευχόμαστε, ανέπαφη και στα κοινόβια και στην έρημο. Καλούμεθα με κάθε κόστος και πολλές θυσίες να διατηρήσουμε τον ησυχαστικό χαρακτήρα τού Αγίου “Ορους, τον οποίο κυρίως έχει ανάγκη ο σύγχρονος κόσμος, παρά άπό οτιδήποτε άλλο, και πού θα τον έχει, θεωρούμε, μεγάλη ανάγκη και τον επόμενο αιώνα πού ανατέλει σε λίγο…
Πηγή: Περιοδικόν «Ο Όσιος Γρηγόριος», Τεύχος 24, σελ. 57-71
Έκδοσις Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Αγίου Όρους

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2013

ΑΒΒΑΣ ΧΡΟΝΙΟΣ ΚΑΙ ΑΒΒΑΣ ΠΑΦΝΟΥΤΙΟΣ

1Πολλές ψυχές έχουν προτερήματα, άλλες ευφυϊα του μυαλού, και άλλες ασκητικές ικανότητες.

Αλλά όταν ούτε η πράξη ούτε η ευφυϊα σκοπεύουν τό καλό, και αυτοί πού έχουν προτερήματα δεν τα αποδίδουν στο Θεό, το δοτήρα τών αγαθών, αυτοί, αφού εγκαταλειφθούν καί πέσουν σε πράξεις ή πάθη αισχρά, ακίνδυνα αποβάλλουν τήν οίηση για τη νομιζόμενη αρετή τους, με την ταπείνωση καί τή ντροπή πού επακολουθεί.


Γιατί επειδή ό φουσκωμένος γιά ευφυϊα λόγων, υπερηφανεύεται και δεν αποδίδει στό Θεό τήν ευφυϊα ούτε τό χάρισμα της γνώσης, απομακρύνει ό Θεός τόν Άγγελο τής προνοίας Του απ’ αυτόν, καί όταν φύγει ο Άγγελος, ο υπερηφανευόμενος γιά τήν ευφυϊα του, αφού κυριευθεί από τόν εχθρό, πέφτει στήν ακολασία από τήν υπερηφάνειά του, ώστε, αφού έχει χάσει πιά τό τεκμήριο τής σωφροσύνης, τά λεγόμενά του γίνονται αναξιόπιστα, καί οί ευλαβείς αποστρέφονται τή διδασκαλία από τέτοιο στόμα, σαν μιά πηγή γεμάτη βδέλλες, ώστε νά εφαρμόζεται τό γεγραμμένο “Τω δέ αμαρτωλώ είπεν ο Θεός, ίνα τί σύ εκδιηγή τά δικαιώματά μου καί αναλαμβάνεις τήν διαθήκην μου διά στόματός σου;” (Ψαλμ. 49, 16.).

Γιατί πράγματι οί ψυχές τών εμπαθών μοιάζουν μέ διάφορες πηγές, οί γαστρίμαργοι καί οινοπότες μέ πηγές βορβορώδεις, οί φιλάργυροι καί πλεονέκτες μέ πηγές γεμάτες βατράχους, οί δέ φθονεροί καί υπερήφανοι, πού έχουν όμως ικανότητες καί γνώσεις, μέ πηγές πού τρέφουν φίδια, όπου πάντα επιπλέει ή γνώση, αλλά κανείς δέν πίνει από κεί ευχαρίστως γιά τήν πικρότητα τής γεύσης. Γι’ αυτό ό Δαβίδ παρακαλούσε ζητώντας τρία πράγματα, “χρηστότητα καί παιδείαν καί γνώσιν” (Ψαλμ. 118, 66.). Γιατί χωρίς τή χρηστότητα ή γνώση είναι άχρηστη, καί άν μέν διορθωθεί ό άνθρωπος, απομακρύνοντας τήν αιτία τής εγκατάλειψης, δηλαδή τήν οίηση, καί έρθει σέ επίγνωση τής κατάστασής του μέ τήν ταπεινοφροσύνη, μή επαιρόμενος απέναντι τών άλλων καί ευχαριστώντας τό Θεό, ξαναγυρίζει πάλι σ’ αυτόν ή θεμελιωμένη γνώση. Γιατί οί πνευματικοί λόγοι, όταν δέν συνοδεύονται από σεμνό καί σώφρονα βίο, μπιάζουν μέ στάχυα πού τά σαρώνει ό άνεμος, πού κρατούν μέν τό σχήμα, έχουν χάσει όμως τή ζωή τους. Κάθε πτώση λοιπόν, είτε μέ τή γλώσσα είτε μέ τήν αίσθηση είτε μέ τήν πράξη, ή καί μέ όλο τό σώμα, γίνεται κατά εγκατάλειψη, ανάλογα μέ τήν υπερηφάνεια, επειδή ό Θεός λυπάται τούς εγκαταλειπομένους. Γιατί άν ό Κύριος μαζί μέ τήν ακολασία φανερώσει καί τήν ευφυϊα τους μέ τό χάρισμα τού λόγου, ή υπερηφάνεια τούς κάνει δαίμονες, αφού κομπάζουν ενώ είναι ακάθαρτοι. Όταν δείς κάποιον πού έχει κακή ζωή αλλά λόγια πειστικά, θυμήσου τό δαίμονα πού μιλούσε στό Χριστό από τήν Αγία Γραφή.

από τό βιβλίο: Παλλαδίου, Λαυσαϊκή Ιστορία, έκδοση Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα, Αγίου

Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

Δίψα Θεού - Αγίου Σιλουανού

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ – ΕΣΣΕΞ: ΠΩΣ Η ΓΙΑΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΟΛΑ ΑΥΤΑ;



Επειδή οι γυναίκες της εποχής μας έχασαν την υψηλή αυτή συνείδηση, άρχισαν να γεννούν προπαντός κατά σάρκα.
Τα παιδιά μας έγιναν ανίκανα για την πίστη. Συχνά αδυνατούν να πιστέψουν ότι είναι εικόνα του Αιωνίου Θεού. Η μεγαλύτερη αμαρτία στις ήμερες μας έγκειται στο ότι οι άνθρωποι βυθίστηκαν στην απόγνωση και δεν πιστεύουν πια στην Ανάσταση.

Ο θάνατος του ανθρώπου εκλαμβάνεται από αυτούς ως τελειωτικός θάνατος, ως εκμηδένιση, ενώ πρέπει να θεωρείται ως στιγμή αλλαγής της μορφής της υπάρξεώς μας ως ημέρα γεννήσεώς μας στην ανώτερη ζωή, σε ολόκληρο πλέον το πλήρωμα της ζωής που ανήκει στο Θεό.  

Αλήθεια, το Ευαγγέλιο λέει: «Ο πιστεύων εις τον Υιόν έχει ζωήν αιώνιον ο δε απειθών τω Υιώ ουκ όψεται ζωήν» (Ιωάν. 3,36). «Αμήν, αμήν λέγω υμίν ότι… ο πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον, και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιωάν. 5,24). «Αμήν, αμήν λέγω υμίν, εάν τις τον λόγον τον εμόν τηρήση, θάνατον ου μη θεωρήση εις τον αιώνα» (Ιωάν. 8,51). Παρόμοιες λοιπόν εκφράσεις μπορούμε να αναφέρουμε πολλές.

Συχνά ακούω από τους ανθρώπους: Πώς ή γιατί συμβαίνουν όλα αυτά;

Γιατί η πλειονότητα των ανθρώπων έχασε την ικανότητα να πιστεύει; Δεν είναι άραγε η νέα απιστία συνέπεια της ευρύτερης μορφώσεως, όταν αυτό που λέει η Γραφή γίνεται μύθος, απραγματοποίητο όνειρο;
Η πίστη, η ικανότητα για την πίστη, δεν εξαρτάται πρωτίστως από τον βαθμό μορφώσεως του ανθρώπου. Πράγματι παρατηρούμε ότι στην εποχή μας, κατά την οποία διαδίδεται η μόρφωση, η πίστη ελαττώνεται, ενώ θα έπρεπε ουσιαστικά να συμβαίνει το αντίθετο όσο δηλαδή πλατύτερες γίνονται οι γνώσεις του ανθρώπου, τόσο περισσότερες αφορμές έχει για να αναγνωρίζει τη μεγάλη σοφία της δημιουργίας του κόσμου. Σε τί λοιπόν συνίσταται η ρίζα της απιστίας;

Πριν απ’ όλα οφείλουμε να πούμε ότι το θέμα αυτό είναι πρωτίστως έργο των γονέων, των πατέρων και των μητέρων.
Αν οι γονείς φέρονται προς την πράξη της γεννήσεως του νέου άνθρωπου με σοβαρότητα, με τη συνείδηση ότι το γεννώμενο βρέφος μπορεί να είναι αληθινά «υιός άνθρωπου» κατ’ εικόνα του Υιού του Ανθρώπου, δηλαδή του Χριστού, τότε προετοιμάζονται για την πράξη αυτή όχι όπως συνήθως γίνεται αυτό.

Να ένα υπέροχο παράδειγμα ο Ζαχαρίας και η Ελισάβετ προσεύχονταν για πολύ καιρό να τους χαρισθεί τέκνο… Και τί συνέβη λοιπόν; «Ώφθη δε αιτώ (τω Ζαχαρία) άγγελος Κυρίου εστώς εκ δεξιών του θυσιαστηρίου του θυμιάματος. Και εταράχθη Ζαχαρίας ιδών, και φόβος επέπεσεν επ’ αυτόν. Είπε δε προς αυτόν ο άγγελος μη φοβού, Ζαχαρία διότι εισηκούσθη η δέησίς σου, και η γυνή σου Ελισάβετ γεννήσει υιόν σοι, και καλέσεις το όνομα αυτού Ιωάννην και έσται χαρά σοι και αγγαλίασις, και πολλοί επί τη γεννήσει αυτού χαρήσονται.

Έσται γαρ μέγας ενώπιον του Κυρίου… και Πνεύματος Αγίου πλησθήσεται έτι εκ κοιλίας μητρός αυτού, και πολλούς των υιών Ισραήλ επιστρέψει έπι Κύριον τον Θεόν αυτών» (Λουκ. 1,11-16).
Βλέπουμε μάλιστα στη συνέχεια ότι ο Ιωάννης, ευρισκόμενος ακόμη στην κοιλιά της μητέρας του, αναγνώρισε την επίσκεψη της μητέρας του Χριστού, σκίρτησε από χαρά και η χαρά του μεταδόθηκε στη μητέρα του. Τότε εκείνη γέμισε με προφητικό πνεύμα. Άλλο παράδειγμα είναι η προφήτιδα Άννα.

Έτσι και τώρα αν οι πατέρες και οι μητέρες θα γεννούν παιδιά συναισθανόμενοι την άκρα σπουδαιότητα του έργου αυτού, τότε τα παιδιά τους θα γεμίζουν από Πνεύμα Άγιο, ήδη από την κοιλιά της μητέρας και η πίστη στον Θεό, τον Δημιουργό των απάντων, ως προς τον Πατέρα τους, θα γίνει γι’ αυτά φυσική, και καμία επιστήμη δεν θα μπορέσει να κλονίσει την πίστη αυτή, γιατί «το γεννώμενον εκ Πνεύματος πνεύμα έστιν».
Η ύπαρξη λοιπόν του Θεού και η εγγύτητά του σε μας είναι για μια τέτοια ψυχή οφθαλμοφανές γεγονός. Και η απιστία των πολυμαθών ή των αμαθών στα μάτια των τέκνων αυτών του Θεού θα είναι απλώς απόδειξη ότι οι άνθρωποι εκείνοι δεν γεννήθηκαν ακόμη Άνωθεν, και ακριβώς εξαιτίας του γεγονό¬τος αυτού δεν πιστεύουν στον Θεό, διότι είναι εξολοκλήρου σάρκα, γεννημένοι από σάρκα.

Εκείνο όμως που αποτελεί πραγματικό πρόβλημα για την Εκκλησία, τον προορισμό της, είναι το πώς να πείσει τους ανθρώπους ότι είναι αληθινά τέκνα και θυγατέρες του αιωνίου Πατρός πώς να δείξει στον κόσμο τη δυνατότητα μιας άλλης ζωής, όμοιας προς τη ζωή του ιδίου του Χριστού, ή τη ζωή των προφητών και των αγίων. Η Εκκλησία οφείλει να φέρει στον κόσμο όχι μόνο την πίστη στην ανάσταση, αλλά και τη βεβαιότητα γι’ αυτήν. Τότε περιττεύει η απαίτηση για οποιεσδήποτε άλλες ηθικιστικές διδασκαλίες.

αποσπάσματα από: Αρχιμ. Σωφρονίου, Το Μυστήριο της χριστιανικής ζωής. Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ 2010

Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

Γερόντισσα Μακρίνα

Σταχυολόγημα από τις πνευματικές νουθεσίες της Γεροντίσσης Μακρινής Μοναχής

Προκειμένου να προέλθει ψυχική ωφέλεια εις περισσότερες καλοπροαίρετες ψυχές, μεταφέρομε και εις τον τύπον μερικές νουθεσίες της μακαριστής Γεροντίσσης Μακρινής, τα οποία έθεσαν εις τη διάθεσή μας πνευματικά της τέκνα.

*    Όταν ο άνθρωπος έχει το νου του στο Θεό, είναι αδύνατον να μην τον ενισχύσει ο Θεός.

*    Τι μεγαλείο που έχει το Σχήμα, όταν κάνεις υπομονή στους πειρασμούς!

*    Όταν έχει ο άνθρωπος πειρασμούς και βλέπει ο Θεός ότι κάνει υπομονή ανταμείβει την ψυχή.

*    Όλη η βάση στη μοναχική πολιτεία είναι η υπομονή. Δια της πίστεως και υπομονής, υπομένει κανείς τα πάντα. Δίχως υπομονή τίποτε δεν γίνεται.

*    και θα πονέσουμε και θα θλίβουμε, γιατί δίχως αυτά δεν μπορούμε να φθάσουμε στον ουρανό.

*    Αν ο άνθρωπος δεν αφήνει το νου του στα επίγεια, τότε ο Θεός τον φωτίζει και τον αγιάζει.

*    Όταν βλέπει κανείς συνεχώς τον εαυτό του και δεν τον δικαιολογεί ποτέ, τότε έρχεται η Θεία Χάρις και σκέφτεται ότι λύπησα τον Θεόν, τον πλησίον μου, και λεπταίνει η ψυχή σαν βαμβάκι.

*    Είναι ωραίο πράγμα η προσευχή. Όταν ο άνθρωπος έχει προσευχή, θα ‘χει και υπακοή. Μέσα στην προσευχή όλα κανείς τα βρίσκει.

*    Επειδή κρίνουμε και κατακρίνουμε, κοιτάζουμε τον α και τον β, γι' αυτό δεν μπορούμε να προοδεύσουμε.

*    Άμα ο άνθρωπος βρίσκεται συνέχεια στην προσευχή βλέπει ένα φως μέσα στην ψυχή του, βλέπει μία λάμψη, ένα μεγαλείο, του έρχονται άφθονα δάκρυα, γλυκά και νόστιμα, αισθάνεται ένα χορτασμό, που δεν μπορεί να τον συλλάβει ο νους του.

*    Η προσευχή είναι ένας παράδεισος επίγειος, η οποία παρηγορεί και λαμπρύνει την ψυχή. Η προσευχή έχει πολλή χαρά, ομορφιά και αγαλλίαση.

*    Το μεγαλείο του Μοναχού, αλλά και του πιστού είναι η προσευχή. Κυνήγα το Θεό, για να ‘ρθει κοντά σου. Ο Θεός έχει συνέχεια τα χέρια Του ανοικτά και λέει: «ελάτε παιδάκια μου», αλλά εμείς δεν πλησιάζουμε γιατί είμαστε αιχμαλωτισμένοι σε πειρασμούς και ασχολούμεθα με λογισμούς. Όποιος θα νιώσει την προσευχή, θα έχει κερδίσει τον Παράδεισο. Όποιος κοπιάσει θα απολαύσει. Μέσα στον πόνο και στον κόπο βρίσκουμε το Θεό.

*    ...Όλα αυτά είναι θέμα πίστεως και προσευχής. Και όταν θα γλυκαθείτε στην προσευχή και αγκαλιάσετε την προσευχή, δεν θα σας κάνει διάθεση για τίποτε. Δεν θα βρίσκετε την ώρα να τρέχετε σαν τα ελαφάκια τα διψασμένα να πιείτε νερό, να ξεδιψαστείτε.

*    Όταν προχωρήσει ο άνθρωπος στην προσευχή, αισθάνεται έναν άλλο κόσμο, μια άλλη ζωή, αισθάνεται μέσα του καταστάσεις, που ούτε μπορεί κανείς να φαντασθεί...

*    Ό,τι παθαίνουμε, το παθαίνουμε από την αμέλειά μας και από το στόμα μας.

*    Η υπακοή λαμπρύνει την ψυχή και την αναβιβάζει στον ουρανό και καταλαβαίνει την ηδονή διά της πνευματικής υπακοής. Και εμείς θεληματικά, επειδή έχουμε το εγώ μας, τα υστερούμεθα όλα αυτά, ενώ ο Θεός θέλει να μάς τα δώσει. Ενώ μπορούμε να βλέπουμε το χορό των Αγγέλων και των Αγίων, εμείς θα τα βλέπουμε από μακρυά, γιατί δεν καταβάλαμε λίγο κόπο, λίγη ταπείνωση, λίγη υπακοή και προσευχή.

*    Η μεμψιμοιρία επί το πλείστον, οι συζητήσεις, παίρνουν την επικοινωνία με το Θεό και έρχεται ταραχή και αδημονία.

*    Η οκνηρία η εσωτερική μάς τα κάνει όλα βαριά, ογκώδη..., γι' αυτό λοιπόν χρειάζεται ταπείνωση στην ψυχή μας. Όταν θα ταπεινωθούμε τότε θα σωθούμε.

*    Μέσα στον κόπο, μέσα στο μόχθο είναι ο Θεός. Μέσα στον κόπο βρίσκει κανείς πολύ το Θεό. Η χάρις του Θεού έχει μεγαλείο.

*    Να κυνηγάς πολύ την «ευχή», σαν αυτούς που ψάχνουν να βρουν ένα μαργαριτάρι. Χωρίς «ευχή», δεν έχει Χριστό στην καρδιά. Αυτή θα σε μάθει να αγαπάς το Χριστό. Όποιος κυνηγάει την «ευχή» σαν το χρυσάφι και εκμεταλλεύεται και το λεπτό όλα τα υπερπηδά, τα δέχεται και τα υπομένει. Τότε ο Θεός και η Παναγία τον σκεπάζουν...

*    Όταν ο άνθρωπος έχει το Θεό στην ψυχή του δεν κακολογεί, αλλά όταν βλέπει κάποιον που υποφέρει τον πονάει και κλαίει μαζί του και ικετεύει το Θεό να τον ελεήσει.

*    Δια της προσευχής θα θεραπεύσουμε και του αδελφού μας την πληγή και κάθε κατάσταση.

*    Να βάλουμε μια καλή αρχή γιατί θα αντικρύσουμε πολλά γεγονότα.
Η διάνοιά μας έπαθε μια πάχυνση και δεν βλέπουμε τι κάνουμε, τι λέμε... Εδώ ήρθαμε να εργασθούμε τον Θεό, να λατρεύσουμε το Θεό... Να προσέξουμε πάρα πολύ καλά το βίωμά μας. Να πολιτευόμαστε θεαρέστως.

*    Όταν δεν κάνετε υπακοή να ξέρετε θα λάβετε την ένδικο μισθαποδοσία...

*    Η αργολογία φέρνει όλην την κατάπτωση της ψυχής και δεν μπορεί να διορθωθεί ο άνθρωπος... Το πρώτο που θα πολεμήσετε είναι το θέμα της κατακρίσεως. Κριτικάρουμε τον κάθε άνθρωπο και όλη αυτή η βρωμιά επιβαρύνει την συνείδησή μας. Να μην κρίνουμε και κατακρίνουμε κανένα. Να βλέπουμε μόνον τον εαυτό μας, και να κάμνουμε το θέλημα του Θεού.

*    Όπου η ταπείνωση εκεί η χάρις του Θεού, όπου η υπερηφάνεια, εκεί διάβολος.

*    Η Θεία Χάρις φεύγει από κατάκριση, θυμό, υπερηφάνεια και αισχρούς λογισμούς. Όταν αυτά τα προσέξει ο άνθρωπος, η Θεία Χάρις είναι μέσα στην ψυχή του ανθρώπου.

*    Η ευχή προλαβαίνει πολλά κακά. Όταν δεν έχει προσευχή ο άνθρωπος όλο οι άλλοι του φταίνε, ενώ όταν έχει την ευχή μέσα του, λέει ότι όλοι είναι αγιασμένοι και εγώ είμαι αμαρτωλός... Έρχεται μέσα του μια μεγάλη συμπάθεια και τον κάνει αρνάκι.

*    Οι Πατέρες είχαν το χορτασμό της Θείας Χάριτος γι' αυτό ζούσαν με τόσο ελάχιστη τροφή, όμως πρώτα αγωνίστηκαν. Πολέμησαν τη γαστριμαργία, την κατάκριση, τη μνησικακία, το σαρκικό φρόνημα, την φιλαυτία και νίκησαν.

*    Ο Θεός θέλει προσευχή, προσοχή και ταπείνωση.

*    Κυρίως να προσέξουμε το στόμα μας, για να ‘ρθει η χάρις του Θεού στην ψυχή μας, για να μην υστερούμεθα τα μεγαλεία του Θεού... Να προσέξουμε πολύ την αργολογία γιατί μας κάνει την ψυχή ένα χέρσο αμπέλι.

*    Όταν λείπει η προσοχή και η υπακοή έρχεται η αναισθησία... Η υπακοή είναι το φάρμακο της ψυχής.

*    Όταν ο μοναχός δεν έχει ακρίβεια στη ζωή του, στην υπακοή του, στα καθήκοντα του, δεν έχει προκοπή... Εύχομαι να βάλουμε μια αρχή και να βιώνουμε την Αγάπη του Χριστού, και να αγωνιστούμε όπως πρέπει.

*    Αν αγαπήσουμε το Χριστό και δώσουμε την καρδιά μας σ' Εκείνον θα μας τα δώσει όλα δωρεάν... Δεν ζουν οι άνθρωποι μόνο με την τροφή, αλλά και με τη χάρη του Θεού. Η εγκράτεια και η προσευχή μάς κάνει πολύ καλό· και όταν αφήσει κανείς τον εαυτό του στο Θεό ολοκληρωτικά, ο Θεός τον ταΐζει, τον ποτίζει, το Θεό γεύεται και πολλά ουράνια μεγαλεία του Θεού αισθάνεται η ψυχή του ανθρώπου... Ο Χριστός θέλει όλη την αγάπη μας να την δώσουμε σ' Εκείνον και ύστερα Αυτός δωρίζει τα θεία Του δώρα... Όταν θα έχουμε την ένωση με το Θεό, όλα τα πράγματα θα είναι γαλήνια μέσα μας.

*    Όταν ο άνθρωπος προσέχει στην υπακοή και στην ταπείνωση ο Χριστός δωρεάν χαρίζει την χάρη του Αγ. Πνεύματος· αλλά θέλει να Τον αγαπήσουμε πολύ, όχι ψεύτικα... Θέλει ο Χριστός από εμάς να μην αφήνουμε το νου μας να ασχολείται με μεμψιμοιρίες, με πράγματα του κόσμου, αλλά σε πνευματικές θεωρίες... Γι' αυτό λοιπόν, όταν θα κάνουμε γνήσια υπακοή, ούτε το σώμα μας θα εξασθενεί, ούτε η ψυχή μας θα αρρωσταίνει.

*    Η ευσπλαχνία του Θεού είναι ατέλειωτη σαν το πέλαγος, σαν τον Ουρανό. Ο Θεός δεν λέει «γιατί αμάρτησες, αλλά γιατί δεν σηκώνεσαι;» Όλα μάς τα συγχωρεί, αρκεί να μετανοούμε μόλις καταλαβαίνουμε ότι κάναμε ένα σφάλμα.

*    Δεν ωφελεί νηστεία στις τροφές και συγχρόνως να κατακρίνουμε, να ψιθυρίζουμε, να αργολογούμε και να γυρίζουμε εδώ και εκεί. «Ευχή, σιωπή και εργασία»...

*    Για να νικήσει κανείς τα πάθη του πρέπει να κοιτάζει μόνο τον εαυτό του, όχι δεξιά και αριστερά... Να φυλάμε τα μάτια μας και την ακοή μας και να προσευχόμαστε αδιαλείπτως για να έχουμε τη χάρη του Θεού... Άφησε την προσευχή και τα καθήκοντα του ο άνθρωπος; Γίνεται σαν άλογο ζώο.

*    Η απροσεξία μας είναι η αιτία που δεν έχουμε τη Θεία Χάρη, και όλα μας φταίνε.

*    Να προσέχουμε τους λογισμούς μας, το στόμα, την ακοή και τις πέντε αισθήσεις. Δεν προσέξαμε αυτά; μάς φταίει ο ένας και ο άλλος. Όταν έρχεται η χάρις του Θεού, έρχεται η μετάνοια, τα δάκρυα, η ταπείνωση, και τότε βλέπουμε τις σκόνες και τα μικρόβια της ψυχής μας. Να προσέξουμε το θέμα της σωτηρίας μας και να μην το παίρνουμε επιπόλαια.

*    Σιωπή - ευχή για να υπάρχει το μειδίαμα της Θείας Χάριτος στην ψυχή μας.

*    Όταν ο άνθρωπος έχει πολλή βία και αυταπάρνηση φωτίζεται από την Θεία Χάρη...

*    Να αποφεύγουμε πολύ την αργολογία γιατί είναι σαν την πυρκαγιά που καίει ολόκληρα δάση· έτσι και η αργολογία αποβάλλει κάθε καλό μέσα από την ψυχή μας, το απομακρύνει από την καρδιά μας και μένουμε ένας τενεκές ξεγάνωτος.

*    Η μοναχική πολιτεία είναι ένα ουράνιο μεγαλείο. Το θέλω και το γιατί; Αυτά τα δύο πράγματα πρέπει να λείψουν από τον Μοναχό, γιατί είναι η μεγαλύτερη φωτιά στην ψυχή μας.

*    Το δαιμόνιο της υπερηφάνειας, της φιλαυτίας και του εγωισμού πολεμάει όλους τους ανθρώπους σήμερα. Αν δεν τα διώξουμε αυτά δεν πρόκειται να δούμε το Θεό μέσα μας.

*    Όλες οι αρετές είναι μέσα στην υπακοή, μέσα στην ταπείνωση· γιατί άμα θα έχει (ο άνθρωπος) ταπείνωση, θα έχει και υπακοή.

*    Κάμετε υπακοή, πολλή υπακοή, αντιλογία καθόλου. «Να ‘ναι ευλογημένο». Αυτό το «να ‘ναι ευλογημένο» πόσο το ποθώ να τ' ακούω! Πόσο το νοσταλγεί η ψυχή μου! Ν' αναπαυθεί η ψυχή μου και να χαίρομαι.

*    Ο άνθρωπος που έχει το Θεό νοερώς κοντά του, λαμβάνει από το Θεό εξυπνάδα πνευματική και διάκριση, αλλιώς έρχεται σε αναισθησία, και αμελεί τα καθήκοντα του.

*    Ο μοναχός όταν ζωθεί την υπακοή, την ταπείνωση και την προσευχή, η ζωή του είναι παραδεισένια, ούτε διάβολο φοβάται ούτε τίποτε. Μόνον αισθάνεται μια πνευματική χαρά μέσα του... Του έρχεται αφοβία γιατί έχει τον Θεό μέσα του. Όταν όμως δεν έχει υπακοή, δημιουργεί θλίψη και στον εαυτό του και στον πλησίον... Χρειάζεται υπακοή, ταπείνωση και ειλικρίνεια για να σωθούμε.

*    Όταν κυνηγάμε την ευχή μάς φρουρεί, η Θεία Χάρις έρχεται σαν την δρόσο που ζωογονεί τα χόρτα, έτσι έρχεται μέσα στις ρίζες της καρδιάς μας και την ζωογονεί. Εμείς τη γλώσσα μας να την χρησιμοποιούμε στην υμνωδία του Θεού, και η ευχή να βγαίνει με ζωντάνια, με πίστη, με έρωτα Θεού, όχι νωθρά.

*    Όποιος δεν αγωνίζεται στην προσευχή, δεν έχει το Θεό μέσα του και είναι ακατάστατος. Όλα με φόβο Θεού και πολλή αγάπη να τα κάνουμε.

*    Όταν ο άνθρωπος έχει στην μνήμη του την κόλαση, ποτέ δεν αμαρτάνει. Ο θυμώδης γίνεται πράος, τα πάθη ελαττώνονται και μαλακώνει η ψυχή, γίνεται τρυφερή σαν εκείνα τα λουλουδάκια που φυτρώνουν και είναι δροσερά -δροσερά, έτσι γίνεται η ψυχή μαλακιά σαν το βαμβάκι. Πονάει, συμπαθεί, ευσπλαχνίζεται... Όταν σε κάποιον έρθει η Χάρις του Θεού μέσα του, δεν μπορεί να σταθεί από την ευσπλαχνία του Θεού και από την αγάπη για τον πλησίον. Γι' αυτό και εμείς πρέπει να συμπαθούμε, όπως μάς ευσπλαχνίζεται και ο Θεός.

*    Ο Χριστός μας έχει τόση πολλή αγάπη και ευσπλαχνία που ο δικός μας νους δεν μπορεί να το χωρέσει. Οι Πατέρες όλα μπορούσαν να τ' αντέξουν, όταν όμως ένιωθαν την ευσπλαχνία του Θεού, έλιωναν σαν κεράκι. Η ευσπλαχνία του Θεού είναι σαν ένα πέλαγος μεγάλο, όπως βλέπεις την θάλασσα, που ούτε αρχή ούτε άκρη έχει ούτε τέλος...

*    Όταν θεωρεί ο άνθρωπος τον εαυτό του ένα μηδενικό, θέλει να πέσει κάτω να τον ποδοπατήσουν, να τον βρίσουν, να τον μαστιγώσουν και να πει: εγώ είμαι ο πταίστης. Αυτό όταν το νιώσετε στην ψυχή σας είναι το μεγαλύτερο δώρο του Θεού.

*    Δεν έχουμε προσοχή, δεν έχουμε προσευχή. Η αντι¬λογία φέρνει την μεμψιμοιρία, τις έριδες, οπότε δεν μπορεί ο άνθρωπος να νιώσει τη Θ. Χάρη, όταν δεν εγκρατεύεται στη γλώσσα, στο στομάχι... Να αποφεύγετε λοιπόν την αργολογία, γιατί αυτή σβήνει από την ψυχή του ανθρώπου το μεγαλείο...

*    Κάθε βράδυ να κάνουμε ταμείο: ποιον θλίψαμε, πού λυπήσαμε, πού κακολογήσαμε; και να μην καταφρονούμε τη συνείδησή μας. Να έχουμε πολλή αγάπη στο Θεό και τον πλησίον, και μνήμη θανάτου. Να τον παρακαλούμε να μάς δίνει μετάνοια και επίγνωση.

*    Ο άνθρωπος όταν έχει προσευχή, το Πανάγιο Πνεύμα λειτουργεί μέσα στην ψυχή του και αισθάνεται ο άνθρωπος να βρίσκεται εν Αγίω Πνεύματι. Γι' αυτό πολύ σας παρακαλώ μια και ζούμε μέσα σ' αυτήν την κιβωτό, θα πρέπει το θέμα της προσευχής πολύ να το κυνηγάμε. Τότε η προσευχή θα είναι ένα φως αιώνιο μέσα στην ψυχή μας και μια φρούρηση που θα μας σκεπάζει και δεν θα μας εγκαταλείπει ο Θεός.

*    Όταν ο άνθρωπος έχει το νου του στο Θεό και στον Παράδεισο και όχι στα γήινα, λατρεύει το Δεσπότη Χριστό και οι λογισμοί και οι πειρασμοί παραμερίζονται και λαμβάνει χαρά, αγαλλίαση και υπομονή.

*    Να επιμεληθούμε την υπακοή μας, γιατί υποτακτικός χωρίς υπακοή, είναι σαν ένα ξέφραγο αμπέλι που μπαινο¬βγαίνουν οι δαίμονες. Διαφορετικά δεν υπάρχει σωτηρία... Η Θεία Χάρις έρχεται σε εμάς διά της υπακοής.

*    Μέχρι να πεθάνουμε θα έχουμε αγώνα επειδή τα πάθη είναι ζυμωμένα με το αίμα μας... Δίχως κόπο κανείς δεν σώζεται... Όσο κοπιάζει κανείς τόσο χάρη παίρνει. Όλα ο Θεός τα πληρώνει. Τίποτε δεν πάει χαμένο.

*    Όταν εγώ λείπω, θα πηγαίνετε να βάζετε μετάνοια στην Παναγία, γιατί Εκείνην έχω Γερόντισσα και σ' εκείνην ανέθεσα τις ελπίδες μου.

*    Εγώ Παναγία είμαι ένα σκουλήκι ψόφιο. Εσύ είσαι η Μητέρα του Θεού και θέλω να μας βοηθήσεις να τις δω όλες τις ψυχές αυτές (δηλ. των μοναζουσών) στον Παράδεισο· καν θέλουμε καν δεν θέλουμε να σωθούμε... Πρέπει να την ευγνωμονούμε που μας κουκουλώνει και προφυλάγει σαν την κλώσσα που σκεπάζει τα πουλάκια της.

*    Εύχομαι η Χάρις του Θεού να σας σκεπάζει και να σας φρουρεί, να σας αγιάζει και να σας συνοδεύει... Να ζητούμε δε πραγματική μετάνοια, και να μας δώσει φωτισμό για να καταλάβουμε το μεγαλείο της μοναχικής πολιτείας.

*    Όλα του κόσμου τα καλά να κερδίσουμε, ζημιώσαμε την πολύτιμη ψυχή μας, τα χάσαμε όλα. Γι' αυτό ό,τι μπορούμε κατά δύναμιν να κάνουμε, για να μην ξεφεύγουμε από τον σκοπό μας και από τις υποσχέσεις που δώσαμε ενώπιον Θεού, ανθρώπων και των προεστώτων μας.

*    Τρία πράγματα μας χρειάζονται: το νου να τον έχουμε στον ουρανό, την καρδιά μας να την έχουμε θρόνο Θεού και το στόμα μας εκκλησία· επίσης ταπείνωση και αγάπη, σύνεση και ευλάβεια, και αυταπάρνηση...

*    Ο Χριστός δε θέλει την καρδιά μας να είναι μοιρασμένη, αλλά να είναι ολοκληρωμένη η αγάπη μας στο Θεό.

*    Το θέμα της υπακοής δεν το πήραμε πολύ στα σοβαρά, και γι' αυτό έχουμε μεγάλη απώλεια. Το θέμα όμως της υπακοής είναι το μεγαλύτερο δώρο στον άνθρωπο.

*    Τα πάθη είναι μέσα στο αίμα μας. Όταν δεν κάνουμε την προσευχή μας κανονικά, δεν κάνουμε την νηστεία μας, αυτά ξεπετιούνται και κάνουμε πράγματα που δεν στέκονται και δεν είναι κατά Θεόν και θα δώσουμε λόγο στο Θεό.

*    Το κελλάκι μας είναι μία παλαίστρα: άμα το ζήσουμε θα βρούμε πολλή χάρη στην ψυχή μας. Όσο μπορούμε με πολλή στοργή και αγάπη να συμπεριφερόμαστε μεταξύ μας... Όποια θα κάνει υπακοή, απ' τα βάθη της ψυχής μου θα είναι συγχωρεμένη και λελυμένη, και να σας αξιώσει ο Θεός να κατοικήσει το Πανάγιο Πνεύμα μέσα στην ψυχή σας και να γίνετε σκεύη εκλογής.

*    Όλοι μαζί να ευχόμαστε να φύγουμε μια μέρα, και να γίνουμε ένα τάγμα αγγέλων να υμνολογούμε τον Θεό... Το μοναστήρι δεν είναι δικό μας. Μας φιλοξενεί η Παναγία και σύμφωνα με την φιλοξενία που μας κάνει πρέπει να πολιτευόμαστε.

*    Σ' αυτήν την κιβωτό που μας έφερε ο Χριστός πρέπει να γίνουμε άγγελοι. Ζούμε σ' ένα κομμάτι του Παραδείσου. Επιθυμώ να σάς δω στον Ουρανό ένα χορό αγγέλων κοντά στο θρόνο του Θεού.

*    Είθε ο Θεός να μάς αξιώσει να μας βρει η ώρα του θανάτου σε καλή πνευματική κατάσταση. Να ικετεύουμε τους Αγγέλους μας, τους Αγίους μας και την Παναγία μας... Να γίνουμε ένας χορός, να ‘μαστε όλοι μαζί στον Παράδεισο.

*    Εύχομαι στον Πανάγαθο Θεό, να βάλουμε καλή αρχή για να ‘χουμε και τέλος αγαθό.

*    Δι' ευχών του Γέροντός μας ας αξιωθούμε να βρεθούμε κοντά στους αγίους και τους αγγέλους, μαζί με τους μάρτυρες να ευφραινόμαστε όλοι μαζί.

*    Σας αφήνω με του Χριστού την αγάπη, και καλή αντάμωση.
Ορθόδοξος Φιλόθεος Μαρτυρία
Εκδώσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"
Θεσσαλονίκη
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...