Αγριππίνης, Αριστοκλέους και οι συν αυτώ, Ευστοχίου και οι συν αυτώ, Βαρβάρου Πενταπολίτου, Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Βλαδιμήρου ἐν Κιέβῳ,Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Τρυφερῆς.
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἀγριππίνα ἐγεννήθηκε στὴ Ρώμη καὶ καταγόταν ἀπὸ περιφανεῖς καὶ ἰσχυροὺς γονεῖς ποὺ τὴν ἀνέθρεψαν μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Προόδευσε τόσο στὴν πίστη στὸ Χριστὸ ὥστε ἐπόθησε τὴν παρθενία καὶ τὴν ἁγνότητα. Μὲ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὴ φιλανθρωπία ἐκέρδισε τὴν ἐκτίμηση τῆς χριστιανικῆς κοινότητας. Συκοφαντήθηκε ὅμως ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες ὅτι ἀποσπᾶ τὰ νέα κορίτσια ἀπὸ τὰ εἴδωλα καὶ τὰ ὁδηγεῖ στὸ Χριστό, ὅτι καταφρονεῖ καὶ δὲν ὑπολογίζει τοὺς νόμους τοῦ βασιλέως, ὅτι δὲν σέβεται τοὺς ἄρχοντες καὶ ὅτι διακηρύττει δημόσια πὼς ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς καὶ δημιουργὸς ὁλόκληρου τοῦ σύμπαντος. Τὴν κατέδωσαν λοιπὸν στὸν ἄρχοντα καὶ τὴν ὁδήγησαν σ’ αὐτόν, ἐνῶ τὴ συνόδευαν ἡ Βάσσα, ἡ Παύλα καὶ ἡ ἄριστη Ἀγαθονίκη.
Ἀρνούμενη ἡ Ἀγριππίνα νὰ προδώσει τὴν πίστη της, ἐμαρτύρησε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 253 – 260 μ.Χ. Τὸ ἱερὸ λείψανό της μετακόμισαν στὴ Σικελία ἡ Βάσσα, ἡ Παύλα καὶ ἡ Ἀγαθονίκη καὶ ἔγινε πρόξενος πολλῶν θαυμάτων.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείῳ Πνεύματι, κραταιωθεῖσα, ἠνδραγάθησας, γενναιοφρόνως, Ἀγριππῖνα παρθενίας ὀσφράδιον· ὅθεν Χριστοῦ δοξασθεῖσα τῇ χάριτι, πηγὰς θαυμάτων βλυσταίνεις τοῖς πέρασι.
Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Ὥσπερ παρθένον σεμνὴν καὶ ἀμόλυντον, καὶ ἀθληφόρον στερρὰν καὶ ἀήττητον, Χριστός σε λαμπρῶς προσελάβετο, καὶ θαυμαστῶς Ἀγριππῖνα ἐδόξασεν, ὁ μόνος ὑπάρχων
Φιλάνθρωπος.
Μεγαλυνάριον.
Φίλτρῳ πτερωθεῖσα τῷ ἱερῷ, νύμφη ἀνεδείχθης, τοῦ Σωτῆρος πανευπρεπής, οὗ ἰχνηλατοῦσα, μαρτυρικῶς τὸ πάθος, τῆς τούτου Ἀγριππῖνα, εὐκλείας ἔτυχες.
Οἱ Ἅγιοι Ἀριστοκλῆς, Δημητριανὸς καὶ Ἀθανάσιος οἱ Μάρτυρες ἐν Κύπρῳ ἀθλήσαντες
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀθανάσιος ἦταν ἀναγνώστης τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο, τὸ 302 μ.Χ., κατὰ τοὺς διωγμοὺς ἐπὶ Μαξιμιανοῦ, ἀφοῦ ὁμολόγησε τὸν Χριστό, στὴ Σαλαμίνα τῆς Κύπρου, τμηθεὶς τὴν κεφαλή. Μαζί του ἐμαρτύρησαν ὁ πρεσβύτερος Ἀριστοκλῆς καὶ ὁ διάκονος Δημητριανός.Ὁ Ἅγιος Εὐστόχιος ὁ Πρεσβύτερος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ
Ὁ Ἅγιος Εὐστόχιος καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Οὐσάδων καὶ ἦταν ἱερεὺς τῶν εἰδώλων κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν βασιλέων Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.), Γαλερίου (305 – 311 μ.Χ.) καὶ τοῦ ἡγεμόνος Ἀγρίππα.
Βλέποντας τὸ πλῆθος τῶν Μαρτύρων καὶ τὰ τελούμενα θαύματα ἀπὸ αὐτούς, ἀπαρνήθηκε τὴ θρησκεία τῶν εἰδώλων καὶ προσῆλθε στὸν Ἐπίσκοπο Ἀντιοχείας Εὐδόξιο, ὁ ὁποῖος τὸν ἐβάπτισε καὶ τὸν ἐχειροτόνησε πρεσβύτερο.
Ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια μετέβη στὰ Λύστρα, ὅπου εὑρῆκε τὸν ἀνεψιό του Γαϊανὸ, τὸν ὁποῖο καὶ ἐφείλκυσε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐβάπτισε αὐτὸν καὶ τὰ παιδιά του Λολλία, Πρόβη καὶ Οὐρβανό.
Γι’ αὐτὸ συνελήφθη ἀπὸ τὴν ἡγεμόνα καὶ ἐβασανίσθηκε, ἀφοῦ τὸν ἀνήρτησαν ἐπὶ ξύλου. Στὴ συνέχεια μὲ τὸν ἀνεψιό του καὶ τὰ παιδιά του παραπέμφθηκε στὸν ἡγεμόνα τῆς Ἄγκυρας Ἀγρίππα ἢ Ἀγριππίνο, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τοὺς ἐβασάνισε σκληρά, στὸς τέλος τοὺς ἀπεκεφάλισε.Ὁ Ὅσιος Ἡσύχιος τῆς Βάτου
Ὁ Ὅσιος Ἡσύχιος ὁ Σιναΐτης ἦταν ἡγούμενος τῆς μονῆς τῆς φλεγομένης βάτου κατὰ τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. καί, ἀφοῦ διέλαμψε στὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἄσκηση, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Τούτου σώζεται ἔργο, ὑπὸ τὸν τίτλο: «Πρὸς Θεόδουλον λόγος ψυχωφελὴς περὶ νήψεως καὶ ἀρετῆς κεφαλαιώδης, τὰ λεγόμενα ἀτνιρρητικὰ καὶ εὐκτικά».
Ἡ Ὁσία Ἐθελδρέδα ἡ βασίλισσα
Ἡ Ὁσία Ἐθελδρέδα εἶναι ἡ πλέον τιμώμενη Ἁγία τῆς Βρετανίας καὶ ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. Πατέρας της ἦταν ὁ βασιλέας Ἄννα τῆς ἀνατολικῆς Ἀγγλίας. Ἀφοῦ ἐνυμφεύθηκε δύο φορὲς καὶ ὁ δεύτερος σύζηγός της τὴν ἀπέλυσε, διότι ἡ βασίλισσα ἐπιθυμοῦσε ἀδελφικὲς σχέσεις μαζί του, ἐκάρη μοναχὴ καὶ ἵσρυσε μεγάλη μονὴ στὴν περιοχὴ τοῦ Ἔλυ, στὴν ὁποία κατάστη ἡγουμένη. Ἔζησε βίο ἀσκητικὸ καὶ θεοφιλὴ καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 679 μ.Χ., σὲ ἡλικία 49 ἐτῶν.
Ὁ Ὅσιος Βάρβαρος ὁ Μυροβλήτης
Ὁ Ἅγιος Βάρβαρος ἀνῆκε, σύμφωνα μὲ τὸν ἐγκωμιαστή του Κωνσταντίνο Ἀκροπολίτη, καὶ τὸ Συναξάρι, σὲ ληστρικὴ ὁμάδα Ἀράβων, ἡ ὁποία ἐπέδραμε στὴ νότια Ἤπειρο καὶ τὴν Αἰτωλία ἐπὶ τῶν ἡμερῶν Μιχαὴλ τοῦ Τραυλοῦ (820 – 829 μ.Χ.).
Σὲ κάποια σύγκρουση οἱ σύντροφοί του ἐφονεύθησαν καὶ ἀπὸ τότε ὁ Βάρβαρος περιφερόταν μόνος «λήσταρχος γενόμενος, καὶ ποιῶν ἀβάτους τὰς ὁδούς, οἰκῶν ἐν ὄρεσι καὶ ἁλσώδεσι τόποις».
Κατ’ οἰκονομία Θεοῦ κάποια ἡμέρα εἰσῆλθε σὲ ναὸ ποὺ ἦταν ἀφιερωμένος στὸν Ἅγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο, σὲ τόπο ποὺ ὀνομαζόταν Νῆσα, ὅπου ἐλειτουργοῦσε ὁ ἱερεὺς Ἰωάννης Νικοπολίτης. Κατὰ τὴν ὥρα τῆς ὑψώσεως τῶν Τιμίων Δώρων ὁ ἱερεὺς τὸν εἶδε καὶ προσευχήθηκε μετὰ φόβου στὸν Θεό.
Τὴ στιγμὴ ἐκείνη, ὁ Κύριος ἄνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ ληστοῦ, ποὺ εἶδε τοὺς Ἀγγέλους νὰ συλλειτουργοῦν μὲ τὸν ἱερέα. Ὅταν ὁ ἱερεὺς τελείωσε τὴν Θεία Λειτουργία, ὁ Βάρβαρος τὸν ἐρώτησε: «Ποῦ εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἦταν μαζί σου;». Ὁ δὲ ἱερεὺς τοῦ ἐξήγησε ὅτι ἡ Οἰκονομία τοῦ Θεοῦ τὸν ἀξίωσε νὰ δεῖ αὐτὰ ποὺ δὲν μποροῦν νὰ δοῦν τὰ ἀνθρώπινα μάτια, γιὰ νὰ ὁδηγηθεῖ σὲ μετάνοια.
Ὁ Βάρβαρος ἀμέσως ἀπέβαλε τὰ λησταρχικὰ ὅπλα, μετανόησε, ἄρχισε τὴν ἄσκηση καὶ ἐβαπτίσθηκε. Ὁ ἀσκητικὸς ἀγώνας στὴν περιοχὴ τοῦ Ξηρομέρου (ἢ Ξηρομένων) Αἰτωλοακαρνανίας ἔγινε μεγαλύτερος.
Ἐπὶ τρία ἔτη ἀγωνίσθηκε πνευματικὰ καὶ «πεποίηκε χρόνους τρεῖς κυλιόμενος ὡς τετράπους καὶ ἐσθίων χοῦν καὶ βοτάνας τὰς φυομένας, κλαίων καὶ ὀδυρόμενος, κατακοπτομένων αὐτοῦ τῶν σαρκῶν». Μιὰ νύχτα, ἕνας γεωργὸς ποὺ ἔτρωγε σὲ ἐκεῖνο τὸν τόπο ποὺ ἀσκήτευε ὁ Ἅγιος, τὸν ἐφόνευσε κατὰ λάθος, νομίζοντας ὅτι ἦταν θηρίο.
Ὁ τάφος του ἀνέδιδε μύρο καὶ ὁ Ἅγιος ἐπιτελοῦσε θαύματα πολλά. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη του καὶ στὶς 15 Μαΐου. Ὁ Ὅσιος ἀναφέρεται στὴν τοπικὴ ἁγιολογία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας καὶ Κερκύρας ὡς Ὅσιος Βάρβαρος ὁ Πενταπολίτης, ἡ ὁποία τιμᾶ τὴ μνήμη του στὶς 23 Ἰουνίου.
Μέχρι σήμερα στὴν Αἰτωλο-Ἀκαρνανία ὁμιλοῦν γιὰ τὸ σπήλαιο, ὅπου ὁ Ἅγιος Βάρβαρος ἐπέρασε τὰ 18 χρόνια τῆς ἀσκήσεώς του καὶ τὸ ἁγίασμά του. Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν ἀναφορὰ τὸ 1571 μ.Χ. ἕνας Βενετὸς στρατιωτικός, ὀνόματι Σκλαβοῦνος, ποὺ ἔλαβε μέρος στὴ Ναυμαχία τῆς Ναυπάκτου, ἀσθένησε ξαφνικὰ ἐπὸ θανατηφόρο ἀσθένεια.
Ὁ ἀσθενὴς βλέπει τὸν Ἅγιο σὲ ὅραμα, ὁ ὁποῖος τὸν καλεῖ νὰ προσκυνήσει τὸν τάφο του, γιὰ νὰ θεραπευθεῖ. Πράγματι, ὅταν ἔφθασε στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου, προσκύνησε μὲ εὐλάβεια καὶ ἐγινε καλά. Θέλοντας νὰ τιμήσει τὸν Ἅγιο Βάρβαρο ἔκανε ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του μὲ σκοπὸ νὰ μεταφέρει τὰ ἱερὰ λείψανα στὴ Βενετία. Περνώντας ἀπὸ τὴν Κέρκυρα, γιὰ ἀνεφοδιασμό, σταμάτησε στὸ χωριὸ Ποταμός, ὅπου θεραπεύθηκε ἕνας παράλυτος νέος. Γι’ αὐτὸ καὶ σήμερα ὑπάρχει ἐκεῖ ναὸς ἀφιερωμένος στὸν Ἅγιο.
Ὁ Ὅσιος Νικήτας ἐκ Θηβῶν
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νικήτα καταγράφεται στὸ χειρόγραφο 552 τῆς μονῆς Ἁγίου Παντελεήμονος τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ὁ Ὅσιος Νικήτας ἐγεννήθηκε στὴν πόλη τῶν Θηβῶν πιθανὸν κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου«ἄνωθεν ἡ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χάρις ἐν εἴδει περιστερᾶς εἰς αὐτὸν ἐπεφοίτησεν». Ὅταν ἔγινε πέντε ἐτῶν, οἱ γονεῖς του τὸν παρέδωσαν στὸ διδασκαλεῖο τῆς ἐποχῆς, γιὰ νὰ διδαχθεῖ τὰ θεῖα καὶ ἱερὰ γράμματα καὶ νὰ προκόψει στὴν ἀρετὴ καὶ τὴ μάθηση. αἰῶνος μ.Χ. Οἱ γονεῖς του, Ἀνδρέας καὶ Θεοδώρα, ἦσαν εὐπάτριδες καὶ εὐσεβεῖς. Ὁ βιογράφος του ἀναφέρει ὅτι, ὅταν ὁ Ὅσιος ἐβαπτιζόταν
Ὁ Ὅσιος διακρινόταν γιὰ τὴν φρόνηση, τὴν ἀνδρεία, τὴ σωφροσύνη καὶ τὴ δικαιοσύνη καὶ ἐπορευόταν τὴν ὁδὸ τῆς ἁγιότητος καὶ τοῦ θεοφιλοῦς βίου. Βλέποντάς τον οἱ γονεῖς του εὐχαριστοῦσαν τὸν Θεὸ καὶ προσεύχονταν γιὰ τὴν κατὰ Θεὸν αὔξησή του.
Ἡ καρδιὰ τοῦ Ὁσίου ἐπιθυμοῦσε τὸ μονήρη καὶ ἀσκητικὸ βίο. Ἔτσι σὲ ἡλικία δεκαέξι ἐτῶν, παίρνοντας μαζὶ τὸν ἀδελφό του, κατέφυγε μυστικὰ στὴ μονὴ Θεοκλήτου, ὅπου ἐκάρη μοναχὸς ἀπὸ τὸν ἡγούμενο. Ἐδῶ ζοῦσε ἀσκητικὰ καὶ προσευχητικά.
Ἐκεῖνος ὅμως ἀναζητοῦσε νὰ ἀκολουθήσει τὴν ἡσυχία καὶ νὰ γίνει ἐρημίτης καὶ ἀναχωρητής. Τότε Ἄγγελος Κυρίου παρουσιάζεται στὸν ἡγούμενος τῆς μονῆς καὶ τοῦ παραγγέλει νὰ μὴν ἐμποδίσει τὸ νέο μοναχὸ στὰ σχέδιά του γιὰ τὴν ἀναχώρησή του στὴν ἔρημο.
Τὸ ἴδιο πρωΐ ὁ ἡγούμενος προσκαλεῖ τὸν Ὅσιο καὶ τοῦ δίδει τὴν εὐχή του: «Πορεύου, τέκνον, καὶ Κύριος κατευθύναι τὰ πρὸς αὐτόν σου διαβήματα». Καί τότε, παίρνοντας τὸν αὐτάδελφό του μαζί, ἔφυγαν στὴν ἔρημο ἀναζητώντας ἡσυχαστικὸ τόπο. Ἔφθασαν στὴν περιοχὴ τῆς Ὀστείας, ὅπου εὑρῆκαν ἕνα «σπηλοειδὲς κογχάριον» καὶ ἐκεῖ ἐδιάλεξαν νὰ στήσουν τὴ σκηνὴ τῶν πνευματικῶν ἀγώνων τους.
Ἐδῶ ἄρχισαν τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς μὲ ἐγρυπνίες, προσευχές, ὑπομένοντες κάθε κακουχία καὶ ἀντιξοότητα. Ἔτσι ἀξιώθηκαν τῆς διακρίσεως πρὸς Θεόν.
Ἡ φήμη τοῦ ἐνάρετου ἀσκητοῦ ἐξαπλώθηκε παντοῦ καὶ πολλοὶ πιστοὶ ἄρχισαν νὰ τὸν ἐπισκέπτονται, γιὰ νὰ τὸν συμβουλευθοῦν στὰ πνευματικὰ θέματα καὶ νὰ λάβουν τὴν εὐχή του.
Ἐκεῖ ἔλαβε καὶ τὴν ἱερωσύνη ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς περιοχῆς. Τότε ἄρχισε νὰ μεγαλώνει καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν μοναχῶν ποὺ ἐζοῦσαν κοντά του μιμούμενοι τὸν ἀγγελικὸ βίο.
Γιὰ τὶς λειτουργικὲς ἀνάγκες τῶν συμμοναστῶν του ἔκτισε στὴ σπηλιὰ ἐκείνη ναὸ ἀφιερωμένο στὸ Σωτήρα Χριστὸ καὶ ἐκεῖ, μπροστὰ στὸν πρόναο τοῦ κογχοειδοῦς αὐτοῦ σπηλαίου, εὑρισκόταν σχεδὸν ὅλη μέρα καὶ ὅλη νύκτα προσευχόμενος.
Παροιμιώδης ἦταν καὶ ἡ ἀκτημοσύνη τοῦ Ὁσίου. Εἶχε τὸ χάρισμα νὰ ἀναστράφεται μὲ τὰ θηρία τοῦ δάσους χωρὶς τὸν παραμικρὸ κίνδυνο. Δὲν εἶχε φροντίδα γιὰ τὸ τί θὰ ἐνδυθεῖ ἢ τί θὰ φάγει. Ὄλα τὰ ἄφηνε μὲ ἐμπιστοσύνη στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ὅταν κάποιοι τὸν ἐπισκέπτονταν καὶ τοῦ ἔφερναν κάτι φαγώσιμο, δὲν ἐδίσταζε νὰ γευθεῖ, ἔστω καὶ ἐλάχιστα, μαζί τους, ἀκόμη καὶ λίγο κρασί, γιὰ νὰ διώχνει μακριὰ τὸ «οἴημα τῆς ἀνθρωπαρέσκειας», δηλαδὴ τὴν ὑπερηφάνεια. Ὡστόσο, ὅταν ἔμενε μόνος, ἐπανελάμβανε τὴν αὐστηρὴ νηστεία. Μάλιστα κατὰ τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ τὴν ξηροφαγία τὴν εἶχε μόνο τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακή, τηρώντας ἀπόλυτη νηστεία τὶς ἄλλες ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος.
Στὸ τέλος τοῦ Βίου τοῦ Ὁσίου Νικήτα, ὁ βιογράφος του ἀναφέρει καὶ δύο ἀπαντήσεις τοῦ Ὁσίου σὲ θεολογικὰ ἐρωτήματα, ποὺ διάφοροι ἱερεῖς ὑπέβαλαν στὸν Ὅσιο.
Τὸ πρῶτο ἦταν σχετικὸ μὲ τὴ νηστεία τοῦ Μεγάλου Σαββάτου: μετὰ τὴ Θεία Κοινωνία, καταλύουμε ἢ ὄχι; ὁ Ὅσιος τοὺς ἀπαντᾶ προκαταβολικῶς καὶ τοὺς ἀναφέρει τὸ συγκλονιστικὸ ἐκεῖνο παράδειγμα τοῦ Λειμωναρίου.
Ἔνας ἐρημίτης μοναχός, ποὺ δὲν εἶχε δεῖ ἄνθρωπο στὴν ἔρημο ποὺ ἀσκήτευε γιὰ πολλὰ χρόνια, ἐδέχθηκε τὴν ἐπίσκεψη κάποιων Χριστιανῶν τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ποὺ τοῦ ἔφεραν καὶ διάφορα δῶρα, τυρὶ καὶ ἄλλα φαγώσιμα. Ὁ ἀσκητὴς τοὺς προσέφερε καὶ ἔφαγε καὶ αὐτὸς μαζί τους «μηδόλως διακριθείς».
Οἱ πιστοὶ τὸ εἶδαν καὶ ἐξαφνιάσθηκαν κάπως δυσάρεστα, μὰ δὲν εἶπαν τίποτε. Μόλις ἐγύρισαν, ὅμως, στὴν πόλη πῆγαν καὶ τὸ ἀνέφεραν στὸν Ἐπίσκοπο. Ἐκεῖνος τὸν ἐκάλεσε μπροστά του, τὸν ἤλεγξε μὲ αὐστηρὸ τρόπο καὶ τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακή, ἀποκαλώντας τον πλάνο καὶ παραβάτη.
Τὸ μεσημέρι ὁ Ἐπίσκοπος ἐκάλεσε τοὺς ἱερεῖς σὲ τράπεζα καὶ εἶπε νὰ φέρουν καὶ τὸν ἀσκητὴ ἀπὸ τὴ φυλακή, γιὰ νὰ τὸν λοιδορήσει καὶ νὰ τὸν προσβάλει. Ὁ ἀσκητὴς προσπάθησε νὰ ἐξηγήσει μὲ πνευματικὰ καὶ εὐγενικὰ ἐπιχειρήματα, γιατὶ τὸ εἶχε κάνει: «Τόσα χρόνια στὴν ἔρημο καθήμενος δὲν εἶδα ἄνθρωπο, γι’ αὐτὸ ὅταν εἶδα τοὺς ἀδελφοὺς ἐθεώρησα τὴν ἄφιξή τους Πάσχα.
Καὶ ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, δὲν μοῦ ἐφάνηκε βαρὺ ἢ νὰ λογισθεῖ ἁμαρτία τὸ ὅτι ἔφαγα τυρὶ μαζί τους». Ὅμως, ὁ Ἐπίσκοπος δὲν ἤθελε νὰ ἀκούσει τίποτε. Τότε ὁ ἀσκητὴς φωνάζει ἕνα βρέφος σαράντα ἡμερῶν, παιδὶ τοῦ πρωτοπαππᾶ, τὸ πιάνει ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸ ἐρωτᾶ δυνατά, γιὰ νὰ ἀκούσουν ὅλοι: «Πές μου, ὢ παιδί μου, ποιὸς εἶναι ὁ πατέρας σου; Καὶ ὢ τοῦ ξένου ἀκούσματος: τὸ βρέφος ἐξεβόησε ἐκ τρίτου: ὁ ἐπίσκοπος, ὁ ἐπίσκοπος, ὁ ἐπίσκπος». Φρίκη καὶ ντροπὴ κατέλαβε τοὺς ἄλλους, ποὺ δὲν ἤξεραν πῶς νὰ φύγουν ἀπὸ τὸ χῶρο γρηγορώτερα.
Ὁ Ὅσιος Νικήτας ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1079, ὅταν ἐβασίλευε στὸ Βυζάντιο ὁ αὐτοκράτορας Νικηφόρος ὁ Βοτανειάτης (1078 – 1081).
Ἡ Ἁγία Εἰρήνη ἡ πριγκίπισσα Μούρωμ
Ἡ Ἁγία Εἰρήνη, πριγκίπισσα τοῦ Μούρωμ τῆς Ρωσίας, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1129, ἀφοῦ ἔζησε βίο εὐσεβὴ καὶ ἐνάρετο, καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Μούρωμ.
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ πρίγκιπας Περεγιασλάβλ καὶ Βλαδιμὶρ Ρωσίας
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος Α’ Ἀλεξάνδροβιτς ἦταν υἱὸς τοῦ μεγάλου ἡγεμόνος Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ καὶ ἐγεννήθηκε τὸ 1234. Διαδέχθηκε, τὸ 1276, στὸ θρόνο τὸ θεῖο του Βασίλειο Ἰαροσλάβιτς, ἀναγνώρισαν δὲ αὐτὸν ὡς ἡγεμόνα τους καὶ οἱ πολίτες τοῦ Νόβγκοροντ. Οἱ Ρῶσοι ἱστορικοὶ χαρακτηρίζουν τρομερὴ τὴν περίοδο τῆς βασιλείας του, διότι ἡ Ρωσία ὑπέστη ἀλλεπάλληλους ἐμφύλιους σπαραγμοὺς καὶ ἔπαθε πολλὰ ἀπὸ τὰ ταρταρικὰ στίφη. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες καὶ δεινά, ὁ Δημήτριος, κατάπονος ἀπὸ τοὺς ἀδιάκοπους πολέμους, παραχώρησε τὸ ἀξίωμά του στὸν ἀδελφό του Ἀνδρέα καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1294.
Ἡ Ἁγία Εὐδοξία πριγκίπισσα Βλαδιμίρ
Ἡ Ἁγία Εὐδοξία ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸ 13ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν θυγατέρα τοῦ μεγάλου πρίγκιπος Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ γυναικεία μονὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Βλαδιμὶρ μαζὶ μὲ τὶς δύο συζύγους τοῦ Ἀλεξάνδρου, Ἀλεξάνδρα καὶ Βάσσα. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴ μνήμη τους στὶς 23 Ἰουνίου, ἡμέρα τῆς ἑορτῆς ὅλων τῶν Ἁγίων τοῦ Βλαδιμίρ.
Οἱ Ἅγιοι Γεώργιος καὶ Θεοδοσία ἐκ Ρωσίας
Οἱ Ἅγιοι Γεώργιος καὶ Θεοδοσία, οἱ Δίκαιοι, μέλη τῆς ἁγίας οἰκογένειας τῆς Ἁγίας Ἰουλιανῆς († 2 Ἰανουαρίου), ἐζησαν κατὰ τὸν 16ο καὶ 17ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ ἐκοιμήθησαν μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Ἀρτέμιος ἐν Βέρκολᾳ Ρωσίας
Ὁ Ἅγιος Ἀρτέμιος ἐγεννήθηκε στὸ χωριὸ Βέρκολα, στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Πινέγκα, τῆς βορείου περιοχῆς τοῦ ποταμοῦ Ντβίνα, τὸ ἔτος 1532, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους, τὸν Κοσμᾶ καὶ τὴν Ἀπολλιναρία, καὶ ἦταν ἀδελφὸς τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς τοῦ Πινέγκα († 28 Ὀκτωβρίου).
Κατὰ τὸν Συναξαριστή, ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν πέντε ἐτῶν ἔδειξε συμπεριφορὰ ὄχι παιδική. Τοῦ ἄρεσε ἡ σιωπή καὶ ἦταν ἰδιαίτερα ὑπάκουος, τὸν διέκρινε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἦταν δὲ ἀσυνήθιστα ταπεινὸς καὶ ἁγνός.
Ὁ Ἀρτέμιος σὲ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν, ἐνῶ βοηθοῦσε τὸν πατέρα του στὶς ἀγροτικές του ἐργασίες, κτυπήθηκε ἀπὸ κεραυνὸ καὶ ἔπεσε νεκρός, στὶς 23 Ἰουνίου 1545. Τὸ Συναξάρι, ἀναφερόμενο στὸν τρόπο τοῦ θανάτου του παρατηρεῖ ὅτι «ἔτσι ὁ Ἐλεήμων Πάνσοφος Κύριος ὁ Θεός, σχεδίασε νὰ λάβει στὰ σκηνώματα τῆς Οὐρανίου Βασιλείας Του, τὴν ψυχὴ τοῦ δικαίου δούλου Του».
Τὸν τρόπο τοῦ θανάτου του οἱ ἁπλοϊκοὶ καὶ δεισιδαίμονες χωρικοὶ τὸν ἑρμήνευσαν σὰν θεία τιμωρία, σὰν σημεῖο ὅτι ὁ Θεὸς ἦταν θυμωμένος μὲ τὸν Ἀρτέμιο. Γιὰ τοῦτο τὸν ἄφησαν ἄταφο στὸ δάσος, ἀφοῦ σκέπασαν τὸ σῶμά του μὲ κλαδιά.
«Εὔκολα μπορεῖ νὰ φανταστεῖ κανεὶς πόσο ἐπηρέασε ἡ γνώμη του χωριοῦ τὴν ἤδη θεοφοβούμενη καὶ ἐξαιρετικὰ εὐσεβὴ οἰκογένειά του. Σ’ αὐτὴ τὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ δέους καὶ τῆς σιωπῆς, τρέμοντας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀνατράφηκε ἡ Παρασκευὴ ἡ ἀδελφὴ τοῦ Ἁγίου Ἀρτεμίου, ποὺ ἔφθασε σὲ μέτρα ἁγιότητος χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζει. Ἀπομονωμένη ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ τριγυρισμένη ἀπ’ τὶς ὀμορφιὲς τῆς ἀνθισμένης ἄνοιξης τοῦ βορρᾶ καὶ διατηρημένη ἀπὸ τὶς παγωνιὲς τοῦ χειμῶνα, ἔγινε Ἁγία καὶ Θαυματουργή, γιατί, ὅπως καὶ ὁ ἀδελφός της, ἦταν ἐκλεκτὸ σκεῦος τοῦ Θεοῦ».
Τὸ 1577, τριάντα δύο χρόνια μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἀρτεμίου, ἔνα συνταρακτικὸ γεγονὸς ἦλθε νὰ ἀνατρέψει τὴν κοσμικὴ καὶ ἀντιπνευματικὴ γιὰ τὸ δοῦλο τοῦ Θεοῦ γνώμη.
Ἔνας χωρικὸς ποὺ ὀνομαζόταν Καλλίνικος, Ἀναγνώστης στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, βγῆκε στὸ δάσος γιὰ νὰ μαζέψει μανιτάρια. Ἕνα ὑπερκόσμιο φῶς, πάνω ἀπὸ τὸ σημεῖο ποὺ «ἀναπαυόταν» τὸ λείψανο τοῦ Ἀρτεμίου, τὸν ὤθησε νὰ πλησιάσει παρὰ τὸ φράκτη ποὺ εἶχε ὑψωθεῖ, καὶ ἔκπληκτος νὰ διαπιστώσει ὅτι τὸ ἱερὸ λείψανο παρέμενε ἄφθορο.
Οἱ δεισιδαίμονες χωρικοὶ ὑποδέχθηκαν τὸ γεγονὸς χωρὶς ἰδιαίτερη προσοχή. Ἁπλὰ ἐπῆραν τὸ σκήνωμα, τὸ ἔβαλαν σὲ ἕνα φέρετρο καὶ τὸ ἐτοποθέτησαν σὲ μιὰ στοὰ τοῦ ἐνοριακοῦ τους ναοῦ.
Ὁ Κύριος ὅμως ἐπέτρεψε νὰ συμβεῖ στὴν περιοχὴ μία μεγάλη και θλιβερὴ δοκιμασία, γιὰ νὰ ὁδηγήσει στὴ διαπίστωση καὶ διακήρυξη τῆς ἁγιότητος τοῦ δούλου Του.
Τὸ ἴδιο ἔτος τῆς εὑρέσεως, τὸ 1577, λοιμικὴ νόσος ἔπληξε τὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ βορείου Ντβίνα καὶ πάρα πολλοὶ θάνατοι ἐσημειώθηκαν, κυρίως γυναικοπαίδων. Τότε ὁ ἀπελπισμένος πατέρας ἑνὸς ἐτοιμοθάνατου ἀγοριοῦ, ἐσκέφθηκε νὰ ἐπικαλεσθεῖ τὶς πρεσβεῖες τοῦ ἀγνοημένου Ἀρτεμίου. Ἔσπευσε στὴν ἐκκλησία, προσκύνησε τὸ ἱερὸ λείψανο, καὶ φεύγοντας ἐπῆρε μερικὰ φύλλα ἀπὸ τὰ κλαδιὰ ποὺ ἐσκέπαζαν ἀκόμη τὸ φέρετρο. Ὅταν στὴ συνέχεια εὐλόγησε μὲ αὐτὰ τὸν ἄρρωστο υἱό του, τὸ παιδὶ ἔγινε ἀμέσως καὶ ἐντελῶς καλά.
Τὸ πρῶτο αὐτὸ θαῦμα ἀκολούθησε δεύτερο, μεγαλύτερο καὶ σπουδαιότερο, ὅταν, διὰ πρεσβειῶν τοῦ Ἁγίου Ἀρτεμίου, ὁ Θεὸς εἰσάκουσε τὶς δεήσεις τῶν κατοίκων καὶ ἐσταμάτησε ἡ ἐπιδημία.
Ἡ ἀποκάλυψη τῆς ἁγιότητος τοῦ Ἁγίου Ἀρτεμίου ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ ἔφερε στρατιὲς πασχόντων ἐμπρὸς στὸ ξύλινο φέρετρο, στὸν ταπεινὸ ἐνοριακὸ ναὸ τοῦ χωριοῦ.
Νέα θαύματα, ὅπως ἐκεῖνο στὸ χωρικὸ Παῦλο, τοῦ ὁποίου τὸ πρόσωπο εἶχε στραφεῖ πρὸς τὰ πίσω, ὑποχρέωσαν τοὺς κατοίκους νὰ φτιάξουν εἰδικὴ πτέρυγα στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ὅπου ἐτοποθέτησαν τὸ τίμιο λείψανο, τὸ 1584, ἀφοῦ προηγουμένως ἐτοποθέτησαν αὐτὸ σὲ λάρνακα.
Βλέποντας τὶς ἀλλεπάλληλες θεραπεῖες, οἱ ἱερεῖς Ἰωάννης καὶ Θωμᾶς, ἀπεφάσισαν νὰ ἁγιογραφήσουν εἰκόνες τοῦ Ἁγίου ἐπάνω στὶς σανίδες τοῦ παλαιοῦ φερέτρου. Μάλιστα, ὁ ἱερεὺς Ἰωάννης περισυνέλεξε μὲ πολλὴ προσοχὴ τὰ ὑπολείμματα τῶν κλαδιῶν ποὺ κάποτε ἐσκέπαζαν τὸ τίμιο σκήνωμα.
Τὸ 1601, ὁ εὐσεβὴς Παγκράτιος μετέφερε μία ἀπὸ τὶς εἰκόνες αὐτὲς στὸ Μεγάλο Οὔστιουγκ, ὅπου ἀναδείχθηκε θαυματουργή.
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀρτεμίου τιμᾶται, ἐπίσης, στὶς 10 Ὀκτωβρίου.
Ὁ Ὅσιος Κορνήλιος ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Κορνήλιος τοῦ Ἀλεξάντρωφ ἔζησε τὸ 17ο μ.Χ. αἰώνα στὴ Ρωσία καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ὁ Βίος του συνδέεται μὲ τὸ μοναστήρι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ἀλεξάντρωφ, στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Βλαδιμίρ.
Ὁ Ἅγιος Καλλίνικος ὁ Ἱερομάρτυρας ἐκ Βεροίας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Καλλίνικος ἐγεννήθηκε στὴν ἁγιοτόκο πόλη τῆς Βεροίας σὲ καιροὺς χαλεποὺς κατὰ τὸ 1790. Κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Βεροίας ἐδιδάχθηκε μαζὶ ἐγκύκλια γράμματα καὶ τὴν ἀγάπη στὸν Χριστό.
Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ τὸν ὁδήγησε μακριὰ ἀπὸ τὴ γενέθλιά του γῆ, πρῶτα ἴσως στὸ Ἰάσιο, ὄπου ἐσπούδασε σύμφωνα μὲ κάποιες πληροφορίες κοντὰ στὸ διδάσκαλο Κλεόβουλο, καὶ στὴ συνέχεια στὴν Κρήτη, γιὰ νὰ συμβάλει ἐκεῖ μὲ τὶς γνώσεις του ὡς διδάσκαλος στὴ διατήρηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως.
Ἱεροδιάκονος ἤδη καὶ μυημένος στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία, ποὺ εἶχε ὡς μοναδικὸ σκοπὸ τὴν ἀφύπνιση τῶν Ἑλλήνων, καὶ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Γένους ἀπὸ τὸν Τουρκικὸ ζυγό, δὲν παρέλειπε νὰ ἀγωνίζεται μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτό.
Στενὸς συνεργάτης τοῦ Μητροπολίτου Κυδωνίας Καλλινίκου, τὸν ὁποῖο καὶ ἐμύησε, τὸ 1820, στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία, ἐδοκίμασε τὴν ὀργὴ τῶν Τούρκων δύο μόλις μῆνες μετὰ τὸ ξέσπασμα τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821.
Συνελήφθη περὶ τὰ μέσα Μαΐου μὲ τὴν κατηγορία ὅτι ἐγύμναζε τοὺς μαθητές του μὲ στρατιωτικὲς ἀσκήσεις καὶ ἐφυλακίσθηκε μαζὶ μὲ τὸ Μητροπολίτη Κισάμου Μελχισεδέκ. Ἡ ὥρα τοῦ μαρτυρίου εἶχε σημάνει γιὰ τὸ νεαρὸ ἀλλὰ γενναῖο ἱεροδιάκονο Καλλίνικο, ποὺ ὑπέμεινε μὲ ἀξιοθαύμαστη καρτερία τὰ βασανιστήρια καὶ τοὺς ἐξευτελισμούς.
Στὶς 19 Ἰουνίου τοῦ 1821, ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως, κρεμασμένος στὴν πλατεία Σπλάτζιας τῶν Χανίων, παρέδωσε μαζὶ μὲ τὸ Μητροπολίτη Μελχισεδὲκ τὸ πνεῦμά του στὸν Θεό.
Οἱ Ἅγιοι Γεράσιμος, Νεόφυτος, Ἰωακείμ, Ἱερόθεος, Ζαχαρίας, Ἰωακείμ, Γεράσιμος, Καλλίνικος, Μελχισεδέκ, Καλλίνικος οἱ Ἱερομάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς ἀθλήσαντες κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ ἐν ἔτεσιν 1821 καὶ 1822
Στὶς 23 Ἰουνίου 1821 ἔγινε Σύνοδος στὴ Μητρόπολη τῆς Κρήτης, στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ἐπίσκοπος Κρήτης ἄρχισε νὰ διαβάζει ἕνα γράμμα ἀπεσταλμένο ἀπὸ τὸ βεζύρη. Οἱ ἐχθροὶ καιροφυλακτοῦντες, ὅρμησαν στὸ ναὸ καὶ ἐφόνευσαν τοὺς Ἀρχιερεῖς, δεκαεπτὰ ἱερεῖς καὶ πέντε ἁγιορεῖτες πατέρες ἀπὸ τὴ μονὴ Βατοπαιδίου, ποὺ εἶχαν προσκομίσει στὸ Μέγα Κάστρο γιὰ προσκύνηση κατὰ τῆς ἐπιδημίας τῆς πανώλους τίμια λείψανα καὶ τὴν Ἁγία Ζώνη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Ἐπίσης ἐφόνευσαν ὡς τριακόσιους παρευρεθέντες Χριστιανούς. Ἀπὸ ἐκεῖ διασπαρέντες στὴν πόλη ἐδίωκαν τοὺς λοιποὺς Χριστιανοὺς φονεύοντες ἀνηλεῶς ὅσους ἀπαντοῦσαν στοὺς δρόμους, ὅπου συνάντησαν καὶ τὸν Ἐπίσκοπο Λάμπης Ἱερόθεο, τὸν ὁποῖο ἐφόνευσαν μετὰ τοῦ διακόνου του.
Τὴν ἑπομένη ἡμέρα στὸ χωριὸ Ἐπάνω Φουρνή, ὅπου ἡ ἔδρα τῆς Ἐπισκοπῆς Πέτρας, ἐτυφεκίσθηκε ὁ Ἀρχιερεὺς αὐτῆς Ἰωακεὶμ ἔξω ἀπὸ τὸν ἱερὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Οἱ Ἅγιοι ἅπαντες Μάρτυρες ἐν Βλαδιμὶρ τῆς Ρωσίας
Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ καθιερώθηκε, τὸ 1982, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Πατριάρχου Μόσχας Ποιμένος. Ἡ λειτουργικὴ μνήμη ἀναφέρεται στοὺς Μάρτυρες Ἀβραὰμ τὸν Βούλγαρο, στοὺς Ἀρχιεπισκόπους Μητροφάνη καὶ Πατρίκιο, στοὺς Ἐπισκόπους τοῦ Βλαδιμὶρ Μάξιμο, Ἀλέξιο, Ἰωνᾶ, Ἰλαρίωνα, Διονύσιο, Ἀρσένιο, Θεόδωρο, Σίμωνα, Ἰωάννη, Σίμωνα, Σεραφείμ, Θεόδωρο, Βασίλειο τοῦ Ριαζάν, Κύριλλο τοῦ Ροστώβ, Σωφρόνιο καὶ Μητροφάνη τοῦ Βορονέζ, στοὺς μοναχοὺς Νικήτα τοῦ Περεγιασλάβλ, Ἠλία τοῦ Μούρωμ, Παχώμιο καὶ Θεοδόσιο, Δανιὴλ τοῦ Οὐσπένσκϊυ, Μιχαὴλ τοῦ Βγιάζνικωφ, Σέργιο τοῦ Ραντονέζ, Ρωμανὸ τοῦ Κιρζάκ, Παχώμιο τοῦ Νερέχτσκϊυ, Εὐθύμιο τῆς Σουζδαλίας, Στέφανο τοῦ Μακχρίνσκϊυ, Νίκωνα τοῦ Ραντονέζ, Κοσμᾶ τοῦ Γιαχρομσκόϊυ, Ἰὼβ τοῦ Βλαδιμίρ, Ἀρκάδιο τοῦ Βγιάζμα, Πρόχορο καὶ Βασσιανὸ τοῦ Γιαστρέμπσκϊυ, Διονύσιο τοῦ Περεγιασλάβλ, Λουκιανό, Κορνήλιο καὶ Ζωσιμᾶ τοῦ Ἀλεξάντρωφ, στὶς μοναχὲς Μαρία (μοναχικὸ ὄνομα Μάρθα),, Θεοδοσία (μοναχικὸ ὄνομα Εὐφροσύνη), Εὐφροσύνη τῆς Σουζδαλίας, Βάσσα (μοναχικὸ ὄνομα Θεοδώρα) τοῦ Νίζνϊυ – Νόβγκοροντ, Σοφία καὶ Θεοδοσία τοῦ Μούρωμ, στοὺς μοναχοὺς καὶ τὶς μοναχὲς Γκλέπμ, Κωνσταντίνο, Μιχαὴλ καὶ Θεόδωρο τοῦ Μούρωμ, Μπόρις τοῦ Τούτωβ, Ἰνιασλάβο, Μιστισλάβο, Ἀνδρέα τοῦ Μπογκολιούμποβο, Γκλέμπ, Μιχαήλ, Πέτρο τοῦ Μούρωμ, Γεώργιο, Βασίλει τοῦ Ροστώβ, Βλαδίμηρο, Δημήτριο, Θεόδωρο, Σβιατοσλάβο, Ἀλέξανδρο Νέφσκϊυ, Δημήτριομ Δημήτριο, Θεόδωρο τοῦ Σταροντούμπσκϊυ, Εἰρήνη καὶ Φεβρονία τοῦ Μούρωμ, Ἀγάθη, Θεοδώρα, Μαρία καὶ Χριστίνα, Εὐδοξία, στοὺς Δίκαιους Γεώργιο καὶ Ἰουλιανὴ τοῦ Μούρωμ, Σάββα τοῦ Μοσκώσκ, στοὺς διὰ Χριστὸν σαλοὺς Κυπριανό, Εὐδοξία καὶ Παρθένιο τῆς Σουζδαλίας.
«Τρυφερῆς», ἐτελεῖτο ἐν τῇ Λαύρᾳ τῶν Σπηλαίων τοῦ Πσκὼφ τῆς Ρωσίας.