Ο π. Πετρώνιος γεννήθηκε το 1914 στην κοινότητα
Φαρκάσα του νομού Νεάμτς. Ο πόθος του από νέος ακόμα να γίνει μοναχός οδήγησε
τα βήματά του στη Μονή Νεαμτς όπου και έγινε μοναχός. Έπειτα πήγε στην Μονή
Αντίμ του Βουκουρεστίου ενώ σπούδασε και στη Θεολογική Σχολή του Βουκουρεστίου.
Το 1978 πήγε στο Άγιον Όρος. Ο π. Πετρώνιος πήγε εκεί
με τη δεύτερη γενιά μοναχών, σταλμένοι από το Πατριαρχείο Ρουμανίας με σκοπό
την πνευματική αναγέννηση της σκήτης του Τιμίου Προδρόμου.
Όταν ο Placide Desseille ζήτησε από τον π. Μακάριο τον
Σιμωνοπετρίτη να τον πάει σε κάποιον γέροντα για να ακούσει κάποιον πνευματικό
λόγο, εκείνος μαζί με τον ηγούμενο Ελισσαίο και άλλους μοναχούς της συνοδείας
τους τον πήγαν στον πατέρα Πετρώνιο.
Όταν ζήτησαν από τον γέροντα Αντριάν Φαγκατσεάνου να
πεί κάτι για τον γέροντα Πετρώνιο εκείνος είπε: «Τον Πετρώνιο τον Προδρομίτη; Ο πιο
ταπεινός, ο πιο ταπεινός, ο πιο ταπεινός»!
Πατώντας το πόδι του στην αθωνική γη της Σκήτης του
Τιμίου Προδρόμου ο Νικολάε Μπαλτσιούτ θα γράψει: «Ο πατέρας Πετρώνιος είναι τόσο αγαπητός
που τον συμβουλεύονται και οι Έλληνες και οι Ρουμάνοι μοναχοί»
Ο π. Ιωαννίκιος από την Μονή Σίμωνος Πέτρα θα πει: «Ο π. Πετρώνιος ο Προδρομίτης συνταιριάζει
τέλεια την αγάπη με την άσκηση και την πραότητα. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια ο
γέροντας στεκόνταν όρθιος στις αγρυπνίες όλη νύχτα. Το να καθίσει για λίγο
γονατιστός ήταν μια ευλογία»
Ψάχνοντας να βρω και κάτι άλλο να γράψω θυμήθηκα τι
είχε γράψει πριν από 2 χρόνια στο ορθόδοξο περιοδικό Lumea Monahilor ο George
Crasnean: «Έδειξα
στην γυναίκα μου 3217 φωτογραφίες με αθωνίτες μοναχούς και την ρώτησα ποιός σου
φαίνεται ''καλός άνθρωπος''. Απ' όλους διάλεξε
τον π. Πετρώνιο ίσως επειδή τα μάτια του να ''πρόδωσαν'' την ξεχωριστή του ψυχή
Κανένας από όσους πέρασαν το κατώφλι της Σκήτης του
Τιμίου Προδρόμου δεν μπορούν να ξεχάσουν το φως που εξέμπεμπε η μορφή του και
τα πνευματικά λόγια που πρόσφερε καθισμένος σ' ένα παγκάκι κάτω από το φως της
ανατολής ή του δειλινού.
«Μ' αρέσει να περπατάω, αυτή είναι η χαρά
μου, επειδή πολλοί Άγιοι Πατέρες αγίασαν τις πέτρες τούτες με τον ιδρώτα τους» έλεγε ο γέροντας. Πατώντας στα χνάρια αυτών των
πατέρων, αισθανόταν την χαρά της κοινωνίας και της αδιάλειπτης προσευχής
Ο Θεός να τον αναπαύει.