Διδαχές του αββά Παλλάδιου και για τον έγκλειστο Δαβίδ τον Θεσσαλονικέα.
Εγώ και ο κύριος Σωφρόνιος ο σοφιστής, πριν γίνει μοναχός, επισκεφτήκαμε στην Αλεξάνδρεια τον αββά Παλλάδιο, άνδρα θεοφιλή και δούλο Θεού, ο οποίος είχε το μοναστήρι του στο Λιθαζόμενο και τον παρακαλούσαμε να μας πει ωφέλιμο λόγο. Τότε ο γέροντας άρχισε να μας λέει: «Παιδιά μου, ο χρόνος που μας μένει είναι λίγος· ας αγωνιστούμε εδώ λίγο κι ας πονέσουμε, για να απολαύσουμε μεγάλα αγαθά στον αιώνα. Βλέπετε τους μάρτυρες, βλέπετε τους οσίους, βλέπετε τους ασκητές, πως υπέμειναν, με ποιά ανδρεία. Αυτούς μεν τους έμαθε καλά ο καιρός που πέρασε, εμείς δε θαυμάζουμε παντοτινά την καρτερικότητά τους. Κι όσοι τους άκουσαν μαρτυρούν κάπου-κάπου με πολλή έκπληξη την υπομονή των μαρτύρων που ξεπερνά κάθε ανθρώπινη φύση· πως δηλαδή τους έβγαζαν τα μάτια· άλλοι
πως τους έκοβαν τα μέλη του σώματος· κι άλλοι μεν έμεναν ανάπηροι από χέρια, άλλοι δε από πόδια. Κι άλλους μεν διά μιας η φωτιά, άλλους δε σιγά-σιγά εξαφάνιζε. Κι άλλοι μεν πως καταποντίζονταν στα ποτάμια, άλλοι δε στη θάλασσα· κι άλλους μεν ξέσχιζαν ζωντανούς τα θηρία σαν κακούργους, άλλους δε, οι οποίοι είχαν πεθάνει, και μάλιστα με πρωτόφαντες επινοήσεις βασάνων, κατάτρωγαν τα όρνια. Και γενικά, αν διηγηθεί κανείς όλα τα είδη των κακών που επινόησε ο εχθρός δαίμονας εναντίον των θεοφιλών μαρτύρων και ασκητών, πως υπέμειναν, πως αγωνίστηκαν, πως νίκησαν την ασθένεια του σώματος με την ανδρεία της ψυχής και πως κέρδισαν τα προσδοκώμενα αγαθά, τα οποία θεώρησαν πολυτιμότερα από τις παρούσες κακουχίες, βλέπει ότι αυτά ακριβώς απόδειξαν σταθερή την πίστη τους σε δύο πράγματα: ένα μεν ότι με λίγους πόνους απολαμβάνουν μεγάλα αγαθά, δεύτερο δε ότι υπέμειναν με γενναιότητα τα πρωτοφανή σωματικά βασανιστήρια που τους προξένησε ο εχθρός μας διάβολος. Αν λοιπόν υπομείνουμε τις θλίψεις και δείξουμε καρτερικότητα, με τη βοήθεια του Θεού, φανερωνόμαστε πραγματικοί φίλοι του Θεού κι ο Θεός θα αγωνιστεί μαζί μας και θα μας ξαλαφρώσει από τους κόπους. Γνωρίζοντας λοιπόν, παιδιά μου, ποιά εργασία έχει ανάγκη αυτή η ζωή, ας γνωρίσουμε καλά τον εαυτό μας με την ησυχία. Γιατί είναι ανάγκη να μεταχειριστούμε τούτο τον καιρό την καλή μετάνοια, για να χρηματίσουμε ναοί του Θεού. Γιατί δεν μας γίνεται κάποια τυχαία τιμή στο μέλλοντα αιώνα».
Είπε πάλι: «Να θυμόμαστε αυτόν που δεν είχε «πού την κεφαλήν
κλίναι». Μας είπε πάλι ο γέροντας: «Επειδή η θλίψη, κατά τον Παύλο,
«υπομονήν εργάζεται», ας κάνουμε το νου μας ικανό να δεχτεί τη βασιλεία
των ουρανών».
Είπε πάλι: «Παιδιά μου, ας μη αγαπήσουμε «τον κόσμον μηδέ τα εν τω κόσμω».
Μας είπε πάλι ο γέροντας: «Ας προσέξουμε τους λογισμούς μας, πράγμα που είναι φάρμακο σωτηρίας».
Αυτός ο αββάς Παλλάδιος. όταν τον ρωτήσαμε: «κάνε αγάπη, πάτερ,
πες μας από πού και από ποιούς λογισμούς ήρθες στην καλογερική;» (ήταν
Θεσσαλονικιός ο γέροντας), μας διηγήθηκε: «Στη χώρα μου, γύρω στα τρία
στάδια έξω από το τείχος της πόλεως, ήταν ένας έγκλειστος, στη μεν
καταγωγή Μεσοποταμινός, στο δε όνομα Δαβίδ, πολύ ενάρετος και ελεήμων
και εγκρατευτής. Έκανε μέσα στο εγκλειστήριό του γύρω στα εβδομήντα
χρόνια. Εκείνο τον καιρό, εξαιτίας των βαρβαρικών επιδρομών, φυλάγονταν
τη νύχτα τα τείχη της πόλεως από τους στρατιώτες. Εκείνοι που φύλαγαν
το μέρος του τείχους κοντά στο οποίο υπήρχε το εγκλειστήριο του γέροντα
βλέπουν μια νύχτα να ξεπετάγονται φλόγες από όλα τα παράθυρα του κελιού
του έγκλειστου. Νόμισαν λοιπόν οι στρατιώτες ότι κάποιοι βάρβαροι έβαλαν
φωτιά στο κελί του γέροντα. Όταν ξημέρωσε όμως, βγήκαν οι στρατιώτες
και βρήκαν το γέροντα αβλαβή και το κελί απείραχτο κι έμειναν έκπληκτοι.
Ξανά την επόμενη νύχτα είδαν τις ίδιες φλόγες στο κελί του γέροντα,
πράγμα το οποίο και γινόταν για πολύ καιρό. Κι αυτό έγινε πασίγνωστο σ’
όλη την πόλη και την περιοχή εκείνη, ώστε πολλοί να αγρυπνούν στο τείχος
νυχτιάτικα, για να δουν τη φωτιά. Γιατί συνέχισε να συμβαίνει μέχρι την
τελευτή του γέροντα. Αφού αντίκρυσα αυτό το θαύμα, όχι μια και δύο,
αλλά πολλές φορές, είπα μέσα μου: «Αν σ’ αυτό τον κόσμο ο Θεός χαρίζει
τόσο μεγάλη δόξα στους δούλους Του. πόση άραγε στο μέλλοντα αιώνα, όταν
θα καταστράψει το πρόσωπό τους «ως ο ήλιος»; Αυτή ήταν. παιδιά μου, η
αιτία να φορέσω το μοναχικό τούτο σχήμα».
(Ιωαν, Μόσχου «Λειμωνάριον», εκδ. Ι.Μ. Σταυρονικήτα, Αγ. Όρος)