Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

Ιστορίες απο τον Ευεργεντινό

Ο διακριτικός υποτακτικός

Κάποτε ζούσε ένας αναχωρητής πάρα πολύ διακριτικός. Αυτός ήθελε να μένει  στα κελιά, αλλά προς το παρόν δεν εύρισκε κελί. Ένας άλλος Γέροντας, όταν έμαθε για τον αναχωρητή, και επειδή είχε ένα παράμερο κελλί άδειο, τον παρεκάλεσε να καθίσει σ’ εκείνο, μέχρις ότου βρει άλλο καλύτερο. Πράγματι ο αναχωρητής πήγε και κάθισε εκεί.
Μερικοί όμως από αυτούς που κατοικούσαν σε εκείνο τον τόπο έρχονταν προς τον αναχωρητή  σαν να έρχονταν σε ξένο και ο καθένας  απ’ αυτούς  έφερνε ό,τι μπορούσε-και αυτός τους δεχόταν και τους φιλοξενούσε.
Ο Γέροντας που του πρόσφερε το κελί άρχισε να τον φθονεί, να τον κακολογεί και να λέει: εγώ, αν και έχω τόσα χρόνια εδώ με αυστηρή άσκηση, εν τούτοις κανείς δεν έρχεται σε μένα· και αυτός ο απατεώνας λίγες ημέρες έχει και κοίταξε πόσοι τον επισκέπτονται. Αμέσως δε λέει  στο μαθητή του.
- Πήγαινε και πες του να φύγει γρήγορα, διότι το χρειάζομαι το κελλί.

Πράγματι ο υποτακτικός πήγε στον αναχωρητή και του λέει.
-Ο Γέροντάς μου ερωτά πώς είσαι;

-Να εύχεται δι’ εμέ, διότι έχει βαρύνει το στομάχι μου.
Όταν επέστρεψε στο κελί του, λέει στο Γέροντα που τον έστειλε.
-Μου είπε ο Γέροντας, ότι αναζητεί άλλο κελί και φεύγει.
Μετά δύο ημέρες λέει πάλι ο Γέροντας στον υποτακτικό του.
-Πήγαινε και πες του, ότι εάν δεν αναχωρήσει από το κελλί, εγώ θα έρθω να τον διώξω με το ξύλο.
Ο υποτακτικός ήλθε στον αναχωρητή και του είπε.
-Άκουσε ο Γέροντάς μου ότι είσαι άρρωστος και λυπάται και με έστειλε να σε επισκεφθώ.
Και ο αναχωρητής του απάντησε.
-Πες του, ότι με τις ευχές του έγινα καλά.
Όταν επέστρεψε ο υποτακτικός, λέει στο Γέροντά του.
-Μου είπε ότι, μέχρι την Κυριακή φεύγω με το θέλημα του Θεού.
Όταν λοιπόν έφθασε η Κυριακή και δεν έφυγε ο αναχωρητής από το κελί, πήρε ο Γέροντας ένα  ραβδί και πήγε για να τον δείρει και να τον διώξει.
Ενώ όμως πήγαινε, του λέει ο υποτακτικός.
-Πηγαίνω, Γέροντα, εγώ γρηγορότερα, μη τυχόν ευρίσκονται τίποτε άνθρωποι εκεί και σκανδαλισθούν.
Ο Γέροντας του το επέτρεψε. Πρότρεξε τότε ο υποτα­κτικός και λέει στον αναχωρητή.
-Έρχεται ο Γέροντάς μου να σε παρακαλέσει και να σε πάρει  στο κελλί του.
Ο αναχωρητής μόλις άκουσε για την αγάπην του Γέροντα, βγήκε από το κελί να τον προϋπαντήσει, και μόλις τον είδε, του έβαλε μετάνοια από μακρυά και του λέει:
-Μη κουράζεσαι, Πάτερ· εγώ έρχομαι προς την αγιοσύνη σου.
Βλέποντας ο Θεός την καλοπροαίρετη εργασία του υποτακτικού, συγκίνησε την καρδιά του Γέροντα και, αφού πέταξε εκείνος το ραβδί, έτρεξε να τον ασπαστεί. Πράγματι τον ασπάσθηκε και τον πήρε μαζί του στο κελί, σαν να μην είχε ακούσει ο αναχωρητής τίποτε από όσα είπε εναντίον του ο Γέροντας. Όταν έφθασαν στο κελί, ρώτησε τον υποτακτικό του.
-Τίποτε δεν του είπες από όσα σου είπα;
-Όχι, απάντησε ο υποτακτικός.
Όταν το πληροφορήθηκε αυτό, χάρηκε ο Γέροντας και αντιλήφθηκε ότι ο φθόνος του οφειλόταν στο διάβολο και τον μεν αναχωρητή τον ανέπαυσε και τον περιποιήθηκε, στη συνέχεια δε πέφτει  στα πόδια του υποτακτικού του και του λέει.
-Συ πλέον πρέπει να είσαι Γέροντας και εγώ υποτακτικός σου, διότι με την εργασία σου σώθηκαν και των δύο μας οι ψυχές.

(Ευεργετινός)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Related Posts Plugin for WordPress,  Blogger...