Για τον αββά Κοσμά τον ευνούχο.
Μας διηγήθηκε ο αββάς Βασίλειος, ο πρεσβύτερος της μονής των
Βυζαντίων, τα εξής: «Όταν ήμουν στη Θεούπολη, στον αββά Γρηγόριο τον
πατριάρχη, ήρθε από τα Ιεροσόλυμα ο αββάς Κοσμάς ο ευνούχος, ο της
λαύρας Φαράν, άνδρας καθ’ όλη την αλήθεια μοναχός και ορθόδοξος και με
ζήλο πολύ. Είχε επίσης και γνώση των θείων Γραφών όχι ασήμαντη. Όταν
έκανε λίγες μέρες εκεί, πέθανε ο γέροντας. Και παράγγειλε ο πατριάρχης,
για να τιμήσει το λείψανο, να ταφεί αυτός στο μνήμα όπου ήταν θαμμένος
κάποιος επίσκοπος. Μετά δύο ημέρες λοιπόν, πήγα», λέει, «να ασπαστώ τον
τάφο του γέροντα. Ξάπλωνε τότε πάνω στον τάφο κάποιος φτωχός παράλυτος, ο
οποίος ζητούσε ελεημοσύνη από όσους έμπαιναν στο ναό. Καθώς λοιπόν με
είδε ο φτωχός να κάνω τρεις μετάνοιες και να διαβάζω ευχή πρεσβυτέρου,
μου λέει: “Κύριε αββά, ήταν πράγματι μεγάλος ο γέροντας που θάψατε εδώ
πριν δύο μέρες”. Και του αποκρίθηκα: “Από πού το ξέρεις;” Αυτός μου
λέει: “Εγώ ήμουν δώδεκα χρόνια παράλυτος και δι’ αυτού με θεράπευσε ο
Κύριος· κι όταν στενοχωριέμαι, έρχεται παρηγορώντας με και μου δίνει
ανάπαυση.
“Αλλά κι άλλο παράδοξο”, λέει, “πρόκειται ν’ ακούσεις γι’
αυτόν. Από τότε που τον θάψατε, τον ακούω κάθε νύχτα να φωνάζει και να
λέει στον επίσκοπο: Μη μ’ ακουμπάς· παρέκει· μη μ’ αγγίζεις, αιρετικέ κι
εχθρέ της αλήθειας και της αγίας του Θεού καθολικής Εκκλησίας”. Αυτά
άκουσα εγώ από το θεραπευμένο παράλυτο και πήγα και τα είπα όλα στον
πατριάρχη· και παρακαλούσα αυτόν τον αγιότατο άνθρωπο να πάρουμε το σώμα
του γέροντα και να το αποθέσουμε σ’ άλλο μνημείο. Τότε μας λέει ο
πατριάρχης; “Σας βεβαιώνω, παιδιά μου, ότι δεν βλάπτεται σε τίποτε ο
αββάς Κοσμάς από τον αιρετικό· αλλά όλο τούτο έγινε, για να γίνει γνωστή
σε μας η αρετή του γέροντα και ο ζήλος, πόσον έχει, μετά την απαλλαγή
του από την εδώ ζωή. Αλλά και για να μας φανερωθεί η πίστη του
επισκόπου, για να μην τον έχουμε για ορθόδοξο”».
Έλεγε δε κι αυτό σε μας ο ίδιος αββάς Βασίλειος για το γέροντα τούτο,
τον αββά Κοσμά: «Τον επισκέφτηκα, όταν ησύχαζε στη λαύρα Φαράν. Και μου
λέει ο γέροντας: “Μου ήρθε κάποτε ένας λογισμός που έλεγε: Τί είν’ αυτό
που λέει όο Κύριος στους μαθητές του: «Ο έχων ιμάτιον πωλησάτω αυτό και
αγορασάτω μάχαιραν. Και αυτοί είπον: Ιδού δύο μάχαιραι»; Και καθώς
συλλογιζόμουν για πολύ το ρητό και δεν έβρισκα την απάντηση, βγαίνω από
το κελί μου μέσα στο καυτό μεσημέρι, επειδή όφειλα να πάω στη λαύρα των
Πυργιών, στον αββά Θεόφιλο και να τον ρωτήσω. Και λοιπόν, όταν έφτασα
στην έρημο, κοντά στον Καλαμώνα, βλέπω ένα δράκοντα πολύ υπερμεγέθη να
κατεβαίνει από το βουνό προς τον Καλαμώνα. Και ήταν τόσο μεγάλος, ώστε
έκανε καμάρα, όταν μετακινιόταν. Κι άξαφνα βρέθηκα να περνώ κάτω από την
καμάρα του αβλαβής. Και κατάλαβα», λέει, «ότι ο μεν διάβολος θέλησε να
μαράνει το ζήλο μου, οι ευχές όμως του γέροντα με βοήθησαν. “Πήγα
λοιπόν”, λέει, “κι είπα το γραφικό στον αββά Θεόφιλο. Και μου είπε ότι η
ερμηνεία των δύο μαχαιρών είναι αυτή: η πράξη και η θεωρία. “Αν λοιπόν
έχει κανείς τις δύο αρετές, είναι τέλειος”».
Αυτόν τον αββά Κοσμά συνάντησα στη λαύρα Φαράν. Γιατί έμεινα σ’ αυτή
δέκα χρόνια. Και καθώς μου μιλούσε για τη σωτηρία της ψυχής, έτυχε να
χρησιμοποιήσει λόγο του αγίου Αθανασίου, του αρχιεπισκόπου
Αλεξανδρείας. Και μου λέει ο γέροντας: “Όταν βρεις λόγο του αγίου
Αθανασίου, κι αν δεν έχεις χαρτί, στα ρούχα σου να τον γράψεις”. Τέτοιον
πόθο είχε ο γέροντας για τους αγίους Πατέρες μας και διδασκάλους.
Έλεγαν δε και τούτο γι’ αυτόν, ότι τη νύχτα της αγίας Κυριακής
καθόταν από το σούρουπο ως το πρωί ψάλλοντας και διαβάζοντας και στο
κελί του και στην εκκλησία, χωρίς να καθίσει καθόλου. Κι όταν ανάτελλε ο
ήλιος και τελείωνε τον κανόνα, καθόταν διαβάζοντας το άγιο Ευαγγέλιο,
μέχρι να σημάνει για την ακολουθία.
(Ιωαν, Μόσχου «Λειμωνάριον», εκδ. Ι.Μ. Σταυρονικήτα, Αγ. Όρος)