Κυριακή 17 Ιουνίου 2012

Σινά

Για τον αββά Γεώργιο του αγίου όρους Σινά και μια γριά Φρυγογαλάτισσα.




Μας διηγήθηκε η αμμά Δαμιανή η ησυχάστρια, η μητέρα του αββά  Αθηνογένη του επισκόπου Πέτρας, και είπε ότι ήταν κάποιος ηγούμενος ατό άγιο όρος Σινά στο όνομα Γεώργιος, πολύ μεγάλος στην αρετή και ασκητικός. Σ’ αυτόν τον αββά Γεώργιο, ενώ ησύχαζε στο κελί του, ήρθε το Μέγα Σάββατο επιθυμία ότι «ήθελα», λέει, «να κάνω την αγία Ανάσταση στην αγία πόλη και να μεταλάβω τα άγια μυστήρια στο ναό της αγίας του Χριστού του Θεού μας Αναστάσεως». Πέρασε λοιπόν όλη τη μέρα ο γέροντας ενασχολούμενος μ’ αυτούς τους λογισμούς και προσευχόμενος. Μόλις λοιπόν βράδιασε, ήρθε ο μαθητής του και του είπε: «Ευλόγησον, πάτερ, να αρχίσουμε τον κανόνα». Τότε ο γέροντας του αποκρίθηκε: «Πήγαινε και στον καιρό της θείας κοινωνίας έλα κι έρχομαι».
Έμεινε λοιπόν ο γέροντας στο κελί. Όταν λοιπόν έφτασε ο καιρός της θείας κοινωνίας στο ναό της αγίας Αναστάσεως, βρέθηκε ο γέροντας κοντά στο μακαρίτη επίσκοπο Πέτρο, ο οποίος και του δίνει την αγία κοινωνία μαζί με τους πρεσβυτέρους. Βλέποντάς τον λοιπόν ο πατριάρχης, λέει στο Μηνά, το σύγκελό  του: «Πότε ήρθε ο αββάς του Σινά;» Αποκρίθηκε ο σύγκελος: «Με τις ευχές σας. δέσποτα, δεν τον είδα, δέσποτα, παρά τώρα και μόνο». Τότε ο πατριάρχης λέει στο σύγκελο: «Πες του: Μην αναχωρήσεις. Γιατί θέλω να γευτείς τροφή μαζί μου». Τότε ο σύγκελος πήγε και το είπε στο γέροντα. Εκείνος του λέει: «Ας γίνει το θέλημα του Θεού». Μόλις λοιπόν έφυγε ο γέροντας από τη λειτουργία και προσκύνησε το άγιο μνήμα, βρέθηκε ο γέροντας στο κελί του. Και να ο μαθητής του χτυπώντας τη θύρα και λέγοντας: «Πάτερ, ευλόγησον να μεταλάβεις». Τότε ο γέροντας πήγε στην εκκλησία με το μαθητή του και μετάλαβε τα άγια μυστήρια. Ο δε αρχιεπίσκοπος Πέτρος, επειδή λυπήθηκε, γιατί τον παράκουσε, μετά τη γιορτή στέλνει γράμματα προς το γέροντα και τον επίσκοπο Φαράν, τον αββά Φώτιο, και προς τους πατέρες του Σινά να φέρουν τον αββά προς αυτόν. Μόλις λοιπόν πήγε ο γραμματοκομιστής κι έδωσε τις επιστολές, έστειλε τρεις πρεσβύτερους· τον αββά Στέφανο τον Καππαδόκη το μεγάλο και τον αββά Ζώσιμο και τον αββά Δουλκήτιο το Ρωμαίο προς τον πατριάρχη. Κι απολογήθηκε ο γέροντας γράφοντας τα εξής: «Ας μη μου καταλογιστεί, δέσποτά μου αγιότατε, ότι καταφρόνησα τον άγιο αγγελιαφόρο σας». Έγραφε κι αυτό: «Να ξέρει η μακαριότητά σας ότι μετά από έξι μήνες πρόκειται να συναντήσουμε μαζί το δεσπότη Χριστό το Θεό μας κι εκεί να προσκυνήσουμε».  Ήρθαν λοιπόν οι πρεσβύτεροι κι έδωσαν τα γράμματα στον πατριάρχη. Πρόσθεταν και ότι έχει πολλά χρόνια να πάει στην Παλαιστίνη ο γέροντας. Έδειξαν και τα γράμματα του Φαράν που τους διαβεβαίωναν ότι ο γέροντας έχει γύρω στα εβδομήντα χρόνια να βγει από το άγιο όρος Σινά.  Ο θείος όμως και πράος Πέτρος είχε μάρτυρες τους παρευρεθέντες επισκόπους και τους κληρικούς οι οποίοι έλεγαν: «Εμείς είδαμε το γέροντα και τον ασπαστήκαμε όλοι με το φίλημα το άγιο». Αφού λοιπόν συμπληρώθηκαν έξι μήνες, αναπαύτηκαν ο γέροντας κι ο πατριάρχης κατά την πρόρρηση του γέροντα.
Η ίδια αμμά Δαμιανή μας διηγήθηκε κι αυτό: «Κάθε Παρασκευή, πριν γίνω έγκλειστη, πήγαινα στο ναό των αγίων Κοσμά και Δαμιανού κι εκεί περνούσα τη νύχτα. Ερχόταν λοιπόν το βραδάκι μια γριά Φρυγογαλάτισσα κι έδινε σ’ όλους όσοι ήσαν στο ναό από δύο λεπτά. Κι εγώ τη γνώριζα, επειδή μου είχε δώσει πολλές φορές. Μια μέρα λοιπόν μια ανιψιά δική μου και του πιστότατου βασιλιά Μαυρίκιου, η οποία ήρθε στη αγία πόλη, για να προσκυνήσει, έκανε καιρό εκεί. Την πήρα λοιπόν και την πήγα στον άγιο Κοσμά και Δαμιανό. Και καθώς ήμασταν στην εκκλησία, λέω στη συγγενή μου: «Πρόσεχε, κυρία, έρχεται μια γριά και δίνει από δύο νουμίαπάρε τα και μην υπερηφανευτείς». Αυτή δυσκολευόταν και έλεγε: «Έχω εντολή να τα πάρω;» Τότε της είπα; «Ναι, πάρε, γιατί η γυναίκα είναι μεγάλη κατά Θεόν· γιατί όλη

τη βδομάδα τα μοιράζει σ’ όσους βρίσκονται στο ναό· είναι δε χήρα γύρω στα ογδόντα χρόνια. Πάρ’ τα λοιπόν και δώσ’ τα και συ σε άλλον μόνο μην αποστραφείς τη θυσία της γριάς». Ενώ λέγαμε αυτά, να κι η γριά που ερχόταν κι έδινε· κι ήρθε κι έδωσε με πολλή ησυχία και σιωπή. Έδωσε λοιπόν και στην ανιψιά μου και είπε: «Πάρ’ τα και φάε». Μόλις λοιπόν έφυγε, καταλάβαμε ότι ο Θεός της αποκάλυψε ότι είπα: «Πάρε και δώσ’ τα σε φτωχό». Έστειλε λοιπόν έναν υπηρέτη της και πήρε λούπινα με τα δύο λεπτά και έφαγε και διαβεβαίωσε ενώπιον του Θεού και είπε ότι ήσαν γλυκά σαν μέλι. Έτσι απόρησε αυτή και δόξασε το Θεό, ο οποίος δίνει χάρη στους δούλους Του.

(Ιωαν, Μόσχου «Λειμωνάριον», εκδ. Ι.Μ. Σταυρονικήτα, Αγ. Όρος)
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Related Posts Plugin for WordPress,  Blogger...