Γέρων Βαρθολομαίος ο Ρουμάνος
Ο
π. Βασίλειος, που διετέλεσε ηγούμενος της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα από
το 1968 ως το 1990 και της Ιεράς Μονής Ιβήρων από το 1990 ως το 2005,
φεύγοντας από την πρώτη μονή για να πάει στη δεύτερη, άφησε παραγγελία
στους πατέρες να συνεχίσουν να φροντίζουν έναν από τους θησαυρούς του
μοναστηριού: τα γεροντάκια που έφερναν εκεί από τα διάφορα ησυχαστικά
κελλιά και καλύβες της περιοχής, τα οποία, με το παράδειγμα και τη χάρη
του Χριστού που μεταδίδουν, βοηθούν περισσότερο απ' όσο βοηθιούνται.
Στη
Μονή Σταυρονικήτα πήγα το 1978. Βρήκα εκεί τον γέρο Βαρθολομαίο, τον
ρουμάνο, που είχε πάρκινσον βαριάς μορφής, ώστε να μην μπορεί ούτε να
σηκωθεί από το κρεβάτι ή την καρέκλα και να τρέμει ολόκληρος. Το στόμα
του είχε στραβώσει, και δυσκολευόταν πολύ να μιλήσει. Είχε ένα
κουδουνάκι στο χέρι του, για να ειδοποιεί τον μοναχό που τον διακονούσε.
Στο
Άγιο Όρος είχε έρθει λίγο μετά το 1920, σε ηλικία δεκατεσσάρων χρονών.
Όπως σημειώνει ο γέρο Παΐσιος στο κείμενο που έγραψε για τον γέρο
Φιλάρετο, τον Γέροντά του (εκοιμήθη το 1975 σε ηλικία 83 ετών και
τιμάται ως άγιος στη Ρουμανία) στο βιβλίο του «Αγιορείται πατέρες και
αγιορείτικα»: «Τον πατέρα
Βαρθολομαίο μετά [την κοίμηση του Γέροντά του], τον γηροκόμησε η Μονή
Σταυρονικήτα. Ο πατήρ Βαρθολομαίος είχε υπηρετήσει και για αρκετά χρόνια
ως Μοναχός στο Λεπροκομείο που είχε η Ιερά Μονή Ιβήρων στην περιοχή
της».
Μέχρι
το 1975, ο π. Φιλάρετος με τον π. Βαρθολομαίο έμεναν στην Καψάλα, στο
κελλί του Αγίου Ανδρέου, κοντά στο κελλί του Τιμίου Σταυρού, όπου
ασκήτευε ο π. Παΐσιος από το 1969 ώς το 1979. Ο π. Φιλάρετος υπέφερε από
δύσπνοια. Όταν αρρώστησε κι ο π. Βαρθολομαίος, ο Γέροντας, παρά τα
χάλια της υγείας του, διακονούσε τον υποτακτικό του για δεκαπέντε
χρόνια. Παρ' ότι αρκετά μοναστήρια και κελλιά τους πρότειναν να τους
γηροκομήσουν, αυτοί αρνούνταν, γιατί, όπως γράφει ο π. Παΐσιος, «είχαν
ζήσει πολλές θείες καταστάσεις σ' αυτό το Κελλί τους και δεν τους έκανε
καρδιά να αποχωριστούν από ένα θείο χώρο, αλλά και δεν ήθελαν να
γίνουν βάρος σε άλλους, γιατί είχαν και αρχοντικές ψυχές».
Αυτό
που διέκρινε κανείς στο πρόσωπο του γέρο Βαρθολομαίου, ήταν η
εγκαρτέρηση. Επί είκοσι χρόνια σήκωνε τον σταυρό του χωρίς γογγυσμούς.
Αλλά είχε κι άλλες εμπειρίες που ήταν δύσκολο σ' έναν αρχάριο σαν και
μένα να τις αντιληφθεί. Θα γράψω παρακάτω τα λίγα πράγματα που έπεσαν
στην αντίληψή μου.
Στο
μοναστήρι είχαμε κι έναν Ελβετό μοναχό που ήξερε εφτά γλώσσες. Το
διακόνημά του τότε ήταν η καθαριότητα. Μια μέρα σκούπιζε την αυλή. Ο π.
Βαρθολομαίος καθόταν στην καρέκλα του, έξω από το κελλί του, στον
διάδρομο που έβλεπε στην αυλή, μαζί με τον αδελφό που τον διακονούσε.
Του λέει αυτός: «Τον βλέπεις αυτόν; Ξέρει εφτά γλώσσες: Γερμανικά, γαλλικά, αγγλικά, ρωσικά, σερβικά». Ο γέρο Βαρθολομαίος, απαθής, τον διακόπτει: «Γιούφτικα ξέρει; Ε, τίποτα δεν ξέρει».
Αυτή ήταν η αξία της κοσμικής μόρφωσης στα μάτια του γέροντα. Και τα
«γιούφτικα» ίσως είναι η γλώσσα της ταπείνωσης και της αφάνειας.
Ο
επόμενος διακονητής του ήταν ένας μοναχός με ζήλο, αλλ' αρκετά οξύθυμος
και αμφίθυμος. Μια μέρα έβαλε τις φωνές στον γέροντα γιατί λερώθηκε. Ο
γέροντας δεν είπε τίποτα. Μετά από λίγο ο διακονητής του έβαζε
μετάνοιες, του ζητούσε συγγνώμη και του έλεγε: «Είμαι παλιοτόμαρο, βλάκας», κλπ. Ο γέροντας, απαθής, του λέει: «Κι εγώ τι είμαι;»
Ενώ ο γέροντας ήταν παράλυτος, ο επόμενος διακονητής του ένα πρωινό τον βρήκε όρθιο έξω από το κελλί του. Του λέει ο αδελφός: «Τι έγινε, γέροντα; Πώς βγήκες έξω;» Του απαντά αυτός: «Ήρθε το βράδυ ο άγγελός μου και με πήγε στη Λάκκο-σκήτη.» (Είναι αρκετά απομονωμένη, μέσα στο δάσος και ησυχάζουν Ρουμάνοι εκεί). «Τι είδα στον δρόμο! Νερά, ελάφια, ζαρκάδια! Και οι πατέρες πόσο ευλαβείς!»
Στα εξήντα χρόνια της παραμονής του, ο γέροντας δεν είχε επισκεφτεί τη
σκήτη, κι ο Θεός του έδωσε μια μικρή παρηγοριά. Και για να το
καταλάβουμε, δεν τον άφησε στο κρεβάτι του, αλλά στον διάδρομο.
Αναπαύθηκε ειρηνικά στις 22 Νοεμβρίου του 1982, για να βρει τον Γέροντά του και τους άλλους αγίους.