Ένας αγαθώτατος ερημίτης
γειτόνευε με κάποιον τεμπέλη Μοναχό, που βαρειόταν να δουλέψει και για
να ζήσει πήγαινε κρυφά στην καλύβη του γείτονά του και του έκλεβε τα
πράγματα. Ο Ερημίτης το είχε καταλάβει, αλλά δεν έκανε ποτέ του λόγο γι’
αυτό στον ένοχο.
-Για να κάνει τέτοια πράξη, θα έχει πολλή ανάγκη ο Αδελφός, έλεγε συχνά στον εαυτό του ο αγαθός Γέροντας.
-Για να κάνει τέτοια πράξη, θα έχει πολλή ανάγκη ο Αδελφός, έλεγε συχνά στον εαυτό του ο αγαθός Γέροντας.
Δούλευε
όμως σκληρά, για να καταφέρει να ζήσει και μ’ όλο τούτο, υστερείτο,
γιατί ο κλέπτης παίρνοντας για κουταμάρα τη σιωπή του είχε εντελώς
αποθρασυνθεί και δεν του άφηνε σχεδόν ούτε ψωμί να φάγει.
Έφθασε
η ώρα να κοιμηθεί ο Ερημίτης κι οι Αδελφοί της σκήτης μαζεύτηκαν γύρω
του να πάρουν την ευχή του. Ανάμεσά τους ο ετοιμοθάνατος είδε εκείνον
που τόσα χρόνια τον είχε κάνει να υποφέρει με τις κλεψιές του. Του
έγνεψε να πάει κοντά του, και , όταν εκείνος πλησίασε, πήρε τα χέρια του
μέσα στα δικά του κι άρχισε να τα φιλεί.
-Ευχαριστώ τα χέρια αυτά, έλεγε, που έγιναν αφορμή να βρω σήμερα τον Παράδεισο.
Αν μάθεις πως κάποιος σε μισεί και σε κακολογεί – λέγει ένας από τους Πατέρες- μη του κρατάς κακία. Αν μπορείς μάλιστα στείλε του ένα δώρο. Έτσι θα έχεις το θάρρος να πεις στον Χριστό την ώρα της Κρίσης
-Άφες μου, Δέσποτα, τα οφειλήματά μου, καθώς και εγώ αφήκα τα οφειλήματα του πλησίον μου.
Αν μάθεις πως κάποιος σε μισεί και σε κακολογεί – λέγει ένας από τους Πατέρες- μη του κρατάς κακία. Αν μπορείς μάλιστα στείλε του ένα δώρο. Έτσι θα έχεις το θάρρος να πεις στον Χριστό την ώρα της Κρίσης
-Άφες μου, Δέσποτα, τα οφειλήματά μου, καθώς και εγώ αφήκα τα οφειλήματα του πλησίον μου.
Κάποιος ερημίτης είχε
ένα νεαρό μαθητή δύστροπο κι ανυπότακτο. Με κανένα τρόπο δεν εννοούσε
ν’ ακούσει τις συμβουλές του Γέροντος του και να διορθωθεί. Ο Όσιος
μακροθυμούσε, ελπίζοντας πως με τον καιρό θα φρονίμευε.
Μια
μέρα ο υποτακτικός κλείδωσε το κελλαρικό που φύλαγαν τα λίγα τρόφιμά
τους και κατέβηκε στην πόλη, χωρίς να πει σε κανένα τίποτα κι έμεινε δύο
εβδομάδες. Στο διάστημα αυτό ο Γέροντας του έμεινε νηστικός, αφού δεν
έβρισκε τι να φάει. Κάποτε, τέλος πάντων, τον πήρε είδηση ένας γείτονάς
του και του πήγε λίγες μαγειρεμένες φακές.
-Σαν ν’ άργησε πολύ ο υποτακτικός σου, είπε ο γείτονας.
Και ο αγαθώτατος Γέροντας, μ’ όλη του την ανεξικακία
-Ε, όταν ευκαιρήσει ο αδελφός, θα έλθει πάλι, αποκρίθηκε.
Και ο αγαθώτατος Γέροντας, μ’ όλη του την ανεξικακία
-Ε, όταν ευκαιρήσει ο αδελφός, θα έλθει πάλι, αποκρίθηκε.
Ένας από τους Γέροντες δίνει την ακόλουθη αξιοπρόσεκτη συμβουλή:
Αν
μεταξύ σού και κάποιου άλλου ειπωθούν λόγια δυσάρεστα κι εκείνος,
ύστερα από λίγο, αρνηθεί αυτά που είπε, συ μη επιμένεις να του λέγεις,
ναι τα είπες, γιατί σίγουρα θα παρεκτραπεί πάλι και θα σου απαντήσει:
-Ναι, τα είπα. Και με τούτο τι;
Και έτσι θα μεγαλώσει η φιλονικία. Λησμόνησε λοιπόν τα πικρά λόγια για να έλθει μεταξύ σας ομόνοια και ειρήνη.
-Ναι, τα είπα. Και με τούτο τι;
Και έτσι θα μεγαλώσει η φιλονικία. Λησμόνησε λοιπόν τα πικρά λόγια για να έλθει μεταξύ σας ομόνοια και ειρήνη.