Ο Γέροντας Φιλάρετος, Προηγούμενος της Ιεράς Μονής Κωνσταμονίτου
Είναι συνήθης ο δρόμος που οδηγεί στον
μοναχικό βίο τους νέους και τις νέες κάθε εποχής. Πολλώ δε μάλλον η μέρα πού
επανδρώνονται συνεχώς και τα πλέον ασκητικά μέρη και ακούγονται σ' αυτά,
ψαλμωδήματα και ευχές. Όμως κι αν ακόμη ζούμε την κατά συρροήν προσέλευση στο
μοναδικό πολίτευμα αφιερωμένων ψυχών, εντούτοις δεν διανύουμε τον χρυσό αιώνα
του μοναχισμού, ούτε καν έχουμε ιδιαίτερη ποιοτική και πνευματική ακμή.
Οι δεκαετίες των σύγχρονων καιρών
υπαγορεύουν στον άνθρωπο μια παθολογική αγάπη του «εγώ». Είμαστε οι κατ'
εξοχήν Homo Egoist και συνεπώς ασχολούμενοι με την αυτοπροβολή μας,
με την αχαλίνωτη εγωκεντρικότητά μας, όταν ακόμη και η «άσκηση» μας γίνεται για
να εξυπηρετήσει την φιλαυτία μας, δεν είναι δυνατόν να έχουμε επαφή με τον
ταπεινούμενο καθημερινώς Θεό, αυτόν πού γεννήθηκε σε σταύλο και θερμάνθηκε από
τα χνώτα των βοδιών, ή πού έσκυψε το κεφάλι στο κτίσμα του για να βαπτιστεί απ'
αύτό.
Τον καιρό πού έφθινε αριθμητικά ο μοναχισμός, έζησε ο
συντοπίτης μας, πολύ λίγο γνωστός, Γέροντας Φιλάρετος από το
Τσώρνοβο της Βέροιας (τη σημερινή Φυτιά) πού διετέλεσε ηγούμενος της Ιεράς
Μονής Κωνσταμονίτου του Αγίου Όρους. Βεβαίως και δεν έζησε την σημερινή αύξηση
των μοναχών, έζησε όμως κάτι από την ανθοφορούσα ακμή του μοναχισμού είτε
αναστρεφόμενος ευλαβή γεροντάκια, είτε έχοντας τις προσωπικές του εμπειρίες.
Το μοναχολόγιο της Αγιορείτικης και άκρως ασκητικής
Μονής Κωνσταμονίτου, αναφέρει: «έγεννήθη εις το χωρίον Φυτιά Βεροίας της Μακεδονίας κατά το έτος 1890 εκ
πατρός Γεωργίου Μάστορα και μητρός Αικατερίνης Στεργίου. Βαπτισθείς δε ωνομάσθη
Αντώνιος. Εκοινοβίασε εν τη Ιερά ημών μονή τον Νοέμβριον του 1912 και εκάρη
μοναχός μεγαλόσχημος τον Απρίλιον του έτους 1921 και πρεσβύτερος τον Οκτώβριον
του 1924. Εξελέγη ως Καθηγούμενος τον Μάρτιον του 1949 και εγκαθιδρύθη την 21ην
Μαΐου. Τη 28η Ιανουαρίου 1963, ήμερα Κυριακή, μνήμη του Οσίου Έφραίμ του Σύρου,
εκοιμήθη εν Κυρίω κατά την ώραν πού ανεγινώσκετο ακριβώς ο Άμωμος...».
Ο ίδιος απέφυγε τους πειρασμούς από τα πρώτα του νεανικά χρόνια, ακόμη κι όταν εργάστηκε στην Αμερική. Επέστρεψε στην Ελλάδα και βρέθηκε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης την ήμερα πού παραδίνονταν από τους Τούρκους στους Έλληνες. Προσκύνησε στον τάφο του Μεγαλομάρτυρα Δημητρίου, ο οποίος του εμφανίστηκε στον ύπνο και τον ενέτειλε να μη γυρίσει στη Φυτιά αλλά να πάει στο Άγιον Όρος για να γίνει μοναχός. Για να μπει στο Όρος ζήτησε τη βοήθεια ενός αγωγιάτη, ό όποιος μετέφερε τα πράγματα του. Όταν στάθμευσαν στην πρώτη μονή (τη Μονή Κωνοταμονίτου), ο νεαρός Αντώνης έδωσε όλα τα μπαγκάζια πού είχε από την Αμερική, όλο το κομπόδεμα του, ακόμη και τα ρούχα πού φορούσε στον αγωγιάτη και τον έστειλε πίσω. Με τέτοιο ευλογημένο ξεκίνημα, χωρίς ορθολογισμούς και υπολογισμούς και «συμβολαιογραφικές πράξεις» μπήκε ό ευλαβής νέος οτο μοναστήρι. Χωρίς να το γνωρίζει, γνωρίζοντας μόνον πώς θέλει να ζήσει κατά Θεόν!
Χρειάστηκε ως αρχάριος να δουλέψει σε μετόχια εκτός
Όρους, όπου συνανοστράφηκε γυναίκες ή παιδιά, αλλά το βλέμμα του ήταν πάντα
χαμηλωμένο. Αρρώστησε μάλιστα εκεί άσχημα κι έκαμε 6 μήνες σε προφυματικά
στάδιο αλλά ή επέμβαση του ιδιαίτερου προστάτου της Μονής του, του Αγ.
Πρωτομάρτυρας Στεφάνου, τον απεκατέστησε υγιή και άφησε τους ιατρούς
θαυμάζοντες να λέγουν «Έχει πνεύμονες παιδιού 3 ετών».
Αφότου χειροτονήθηκε ιερέας δεν σταμάτησε να
λειτουργεί κάθε μέρα. Αδιάκοπα, ακούραστα, ταπεινά, ασταμάτητα. Μέρα χωρίς
λειτουργία του φαινόταν νεκρή. Όταν ξέσπασε φωτιά στο δάσος παρακείμενης Μονής
πήρε και λιτάνευσε την εικόνα της Παναγίας στα όρια του δάσους της
Κωνσταμονίτου με αποτέλεσμα ή φωτιά να φθάσει μέχρι τα εκεί καί να σβήσει μόνη
της. Αρκετά περιστατικά αποδεικνύουν και την χάρη της προόρασης πού είχε λάβει
ό Γέροντας. Την ήμερα πού θα πέθαινε ή αδελφή του στη Φυτιά, είπε στους πατέρες
της Μονής: «Πατέρες να προσευχηθούμε για την αδελφή μου, σήμερα αναχωρεί...».
Ως πνευματικός έβαζε μονίμως τον ίδιο κανόνα σε όλους:
Να διαβάζουν τους χαιρετισμούς της Παναγίας, τουλάχιστον μία φορά την ήμερα με
ένα κερί αναμμένο μπρος στην εικόνα Της. «Μάλωνε» τα καλογεράκια του λέγοντας
«Γιατί δεν αγαπάτε την Παναγία;». Μάλιστα κάποτε του εξομολογήθηκε ένας
Βούλγαρος μοναχός πού μιλούσε σπαστά ελληνικά, αλλά ό κανόνας ήταν ίδιος: να
διαβάζει τους Χαιρετισμούς της Παναγίας! Ο Βούλγαρος μοναχός έδειξε το
σλαβόφωνο βιβλίο του στον Γέροντα για να του υποδείξει τους Χαιρετισμούς. Ο
Γέροντας υπολογίζοντας από τα αρχιγράμματα και τους τίτλους κατάλαβε σε ποιο
σημείο είναι και για να το επιβεβαιώσει ρώτησε να του μεταφράσει, ό μοναχός, τι
έγραφε στο συγκεκριμένο σημείο. Ο Βούλγαρος είπε «Πήραν χαμπάρ' οι
τσουμπάνιδες...». Κι ό Γέροντας γελώντας συμφώνησε, λέγοντας «καλά, καλά αυτό
είναι!». Επρόκειτο βεβαίως για τον στίχο των Χαιρετισμών «Ήκουσαν οι
ποιμένες...»!
Ο νους του ήταν απλοϊκός και συνεπώς αδέσμευτος στο να
ανέρχεται οτον ουρανό. Το ανάστημα του κοντό και συνέβαλε στην ταπείνωση του.
Το τέλος του ήταν ήσυχο. Στό κρεβατάκι του λίγο ταλαιπωρημένος από όσα
παραχώρησε ο Κύριος, την ώρα του Όρθρου, τη στιγμή που αναγιγνώσκονταν ό Άμωμος
εξέπνευσε ήρεμα και αθόρυβα. Ο ηγούμενος της Διονυσίου, ο πολύς Γέροντας
Γαβριήλ, διαμαρτυρήθηκε πού δεν ειδοποιήθηκε για την εξόδιο ακολουθία. Έσκυψε
όμως στον φρέσκο τάφο του Γέροντα και στο μαντηλάκι του πήρε χώμα μαζί του για
ευλογία! Τέτοιας φήμης και σεβασμού έτυχε ό Γέροντας Φιλάρετος ό συντοπίτης
μας...
Στή φωτογραφία πού παραθέτουμε (πάνω) ό Γέροντας Φιλάρετος
είναι φωτογραφημένος στο φωτογραφείο των Καρυών του Αγίου Όρους με τον αδελφό
του Θωμά.
.......Στόν βίο του Γέροντα, πού κυκλοφορεί στις θαυμάσιες εκδόσεις της Ι.Μ.
Παρακλήτου, Σύγχρονες Αγιορείτικες Μορφές, αναφέρεται πώς πήγαινε τακτικά ο
Θωμάς και έβλεπε τον Γέροντα Φιλάρετο. Μια φορά όμως είχε κακό σκοπό: θέλησε να
ξεγελάσει τον Γέροντα, να τον πάρει μαζί του για να δει και να μεταλάβει τάχα
την γριά μητέρα τους, αλλά με απώτερο σκοπό να τον εξαναγκάσουν οι Φυτιώτες να
παραμείνει ως εφημέριος του χωρίου τους! Το βράδυ πού έπεσε να κοιμηθεί ό Θωμάς
στο μοναστήρι, εμφανίστηκε αγριεμένος ό Αγ. Πρώτομάρτυς Στέφανος και τον
επέπληξε αυστηρότατα για το δόλο του. Την επόμενη ήμερα τρομαγμένος ό Θωμάς
αποκάλυψε την υπόθεση στον αδελφό του. Μόνον έκαμαν τον κόπο να βγάλουν την
φωτογραφία αυτή για να τη στείλουν στη μητέρα τους. Κι ή φωτογραφία αυτή
περιήλθε στα χέρια μας μετά από προσφορά της κόρης του Θωμά, ήδη κεκοιμημένης
και αυτής, της Αικατερίνης.
Αξίζει βεβαίως να γίνουν περισσότερες ενέργειες και
καταγραφές για να μαθευτούν όσο το δυνατόν περισσότερα για τον θεοφόρο
συμπολίτη μας, ο οποίος ευελπιστούμε, ότι εύχεται και για την ιδιαίτερη πατρίδα
του και τους χοϊκούς συμπολίτες του.