Στον ζυγό της υπακοής.
Ὁ γέρο-Δανιήλ ἤ Δημήτριος Δημητριάδης κατά κόσμον, γεννήθηκε τό
1844 στή Σμύρνη, τήν πόλη, πού ἔκλαψε ὅσο λίγες πολιτεῖες τόν χαμό τοῦ μικρασιατικοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Οἱ γονεῖς τοῦ ὀνομάζονταν
Σταμάτιος καί Μαρία. Ὁ Θεός τούς χάρισε
τρεῖς γυιούς, τόν Γεώργιο, τόν Κωνσταντῖνο καί τό Δημήτριο, καί τρεῖς κόρες, τήν Αἰκατερίνη, τήν Ἄννα καί τήν Παρασκευή.
Ἀνάμεσα στούς γυιούς
ὁ Δημήτριος ἦταν
ὁ μικρότερος. Γιά τήν μητέρα τοῦ ξέρουμε πώς καταγόταν ἀπό
τό γένος τῶν «Γενναδοπούλων». Οἱ δέ πρόγονοι τοῦ πατέρα τοῦ προέρχονταν ἀπό τήν Δημητσάνα τῆς Πελοποννήσου.
Ὁ πατέρας τοῦ Σ. Δημητριάδης ἀσκοῦσε τό ἐπάγγελμα τοῦ ὁπλοποιοῦ καί ὁ μικρός Δημήτρης
πήγαινε κάθε τόσο κοντά του καί περιεργαζόταν τό ἐργαστήριό
του. Μά περισσότερο σύχναζε σ’ ἕνα ἄλλο πνευματικό ὁπλοποιεῖο, πού ἀνῆκε στόν μπάρμπα-Ἀναστάση.
Ἁπλός ἄνθρωπος ὁ μπάρμπα-Ἀναστάσης, μέ λίγα γράμματα, ἀλλά μέ θερμή πίστη καί μεγάλη ἀρετή, ὅπλισε τό Δημήτρη μέ
τά «ὄπλα τοῦ φωτός». Τό
κατάστημά του, πού ἐφτίαχνε καί πουλοῦσε σαπούνι, τό εἶχε μετατρέψει σέ ἀσκητική παλαίστρα.
Δέν ἔλειπαν ἄπ΄ἐκεῖ οὔτε οἱ κρεμαστῆρες γιά τίς ὁλονύχτιες προσευχές. Ὁ
κόσμος συνήθιζε νά
τόν λέει «ὁ σαπουντζής ὁ ἅγιος». Καί οἱ νεανικές καρδιές, πού τόν
πλησίαζαν, δέχονταν τό λόγο
τοῦ Εὐαγγελίου σάν γῆ ἀγαθή. Κάθε Κυριακή
μάλιστα ἔπαιρνε τόν ὅμιλό του καί ἔκαναν ἐκδρομές στήν ἁγνή φύση, μακρυά
ἀπό τήν πνικτική ἀτμόσφαιρα τῆς πόλεως, μελετοῦσαν, προσεύχονταν,
ἀνέπνεαν τό ὀξυγόνο τοῦ Θεοῦ. Δέν μποροῦσε ποτέ νά λησμονήσει ὁ
γερό-Δανιήλ σ΄ὅλη του τήν κατοπινή
ζωή,
τά ὅσα τοῦ προσέφερε ὁ εὐλογημένος αὐτός ἄνθρωπος.
τά ὅσα τοῦ προσέφερε ὁ εὐλογημένος αὐτός ἄνθρωπος.
Ὁ Δημήτρης
διακρινόταν βέβαια γιά τίς ἱκανότητές του στίς
σπουδές, πού ἔκανε στήν περιώνυμη
Εὐαγγελική Σχολή τῆς Σμύρνης. Πάντοτε ἀρίστευε. Τά σχολικά
ὅμως μαθήματα δέν ἤσαν ἱκανά νά τοῦ τραβήξουν ὅλο του τόν πόθο καί
τήν φροντίδα.
Ἡ μεγάλη του ἀγάπη ἦταν
ἄλλη: τά ἱερά βιβλία, ἡ Ἁγία Γραφή, οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Τά
μελετοῦσε ἀκατάπαυστα.
Οἱ Νηπτικοί, πού ἀσχολοῦνται μέ τά ὕψη τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τόν εἶχαν
μαγνητίσει. Καί συνέβη κάτι τό ἀπίστευτο: Τήν Φιλοκαλία, πού ἄλλοι στήν
ἡλικία του δέν
ξέρουν καλά-καλά ἄν ὑπάρχη, αὐτός κατόρθωσε νά
τήν ἀποστηθίζει.
Στίς σελίδες της ὁ γυιός τοῦ ὁπλοποιοῦ εὕρισκε ἀκαταγώνιστα ὄπλα γιά ν’ ἀναμετρηθεῖ μέ τόν ἐχθρό. Ζώντας,
λοιπόν, στό δικό της κλίμα δέν ἄργησε νά ξεφυτρώσει
μέσα τοῦ σιγά-σιγά ὁ πόθος τῆς ἀφιερώσεως. Ἡ ἰσάγγελη ζωή τῶν μοναχῶν τόν γοήτευσε.
Σκεφτόταν
πιά νά ἐγκαταλείψει ὅσο τό δυνατόν πιό γρήγορα τόν κόσμο. Ἄν θέλετε νά δεῖτε ἀρετή καί ἁγιότητα νά πάτε στό
Ἅγιον Ὅρος, τούς ἔλεγε ὁ μπάρμπα-Ἀναστάσης, κάθε φορᾶ πού τοῦ ἐξέφραζαν θαυμασμό
γιά τήν ἄσκησή του.
Τό
Ἅγιον Ὅρος! Ὁ Ἄθως! Μεσ’ στόν ὁρίζοντα τῆς καρδιᾶς τοῦ ὁ Δημήτρης ἔβλεπε
νά ἀχνοφέγγει τό μεγαλεῖο του τό ἀσκητικό, τό βυζαντινό του μεγαλεῖο.
Ἄραγε νά ἦταν αὐτό τό βουνό πού τόν
περίμενε στό μέλλον;
Ἕνας ἁγιορείτης Πνευματικός, πού ἔμενε τότε στήν Σμύρνη, στό μετόχι τῆς μονῆς τοῦ Χιλιανδαρίου, τοῦ εἶχε πεῖ σχετικά:
Ἀνάμεσα σέ τόσους
νέους, πού ἐξομολογῶ, σ’ ἐσένα μόνο, παιδί
μου, διέκρινα αὐτόν τόν πόθο.
Φαίνεται πώς εἶναι θέλημα Κυρίου
νά γίνεις καλόγερος στό Ἅγιον Ὅρος.
Κάθε
θεάρεστη ἐπιθυμία ὅμως δοκιμάζεται. Ἦταν φυσικό, λοιπόν,
νά δοκιμασθεῖ καί μάλιστα σκληρά
καί τοῦ Δημήτρη ἡ ἐπιθυμία, ὅταν πέθανε ξαφνικά ὁ πατέρας του. Τί
ἀπροσδόκητος πειρασμός! Τώρα ἔπρεπε νά γίνει αὐτός ὁ προστάτης τῆς
οἰκογενείας. Ἀναγκάσθηκε τότε νά
κοιτάξει γιά λίγο τό σπίτι του καί ν’ ἀσχοληθεῖ μέ τό ἐμπόριο. Συγχρόνως
ὅμως εἶχε ἱδρύσει ἕνα σύλλογο ἀπό εὐσεβεῖς νέους στούς ὁποίους ἐδίδασκε
τίς Χριστιανικές ἀλήθειες
καί τούς ὠθοῦσε
στό δρόμο τῆς ἀρετῆς. Διψοῦσε νά σκορπίσει καί γύρω του τή φλόγα τῆς
πίστεως καί τῆς θεοσεβείας.
Δέν
πέρασε ὅμως πολύς καιρός ὅταν ἕνα πρωί πῆρε τήν ἀπόφαση. Μέ τήν εὐλογία
τοῦ Πνευματικοῦ του, σέ ἡλικία δεκαεννέα ἐτῶν, ἐγκατέλειψε τά ἐγκόσμια
καί
ξεκίνησε νά βρεῖ τό λιμάνι τῆς ψυχῆς του. Κανένας δέν ἤξερε τίποτε.
Εἶχε ἀκούσει πώς στήν
Πελοπόννησο καί στά νησιά τοῦ Αἰγαίου, ὑπάρχουν ἱερά προσκυνήματα καί
μοναστήρια μέ ἐνάρετους μοναχούς καί σκέφθηκε νά τά περιοδεύσει.
Ἐπισκέφθηκε τό Μ. Σπήλαιο, τήν Ἁγία Λαύρα, τήν Ὕδρα, τήν Τῆνο, τήν Πάρο
κ.λ.π. Στήν Πάρο, στό μονύδριο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου βρῆκε τόν Πνευματικό
π. Ἀρσένιο,
πού ἀσκήτευε ἐκεῖ καί ζωντανός ἀκόμα τιμόταν σάν ὅσιος.
Ἡ συνάντησίς του μέ
τόν ἅγιο ἐκεῖνον ἀσκητή ὑπῆρξε σταθμός στή ζωή
του. Παρακάλεσε μάλιστα νά μείνει κοντά του. Ὁ
ἀσκητής ὅμως, φωτισμένος ὅπως ἦταν ἀπό τό Θεό, τοῦ ὑπέδειξε τήν ἀσκητική παλαίστρα:
Νά πᾶς, παιδί μου, καλύτερα στό Ἅγιον Ὅρος, στό Κοινόβιο
τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος.
Τόν
ἐνίσχυσε πολύ στό ξεκίνημά του. Τοῦ ἔδωσε ἀπό τήν πείρα τοῦ σοφές
ὁδηγίες καί συμβουλές. Στό τέλος μάλιστα, προεῖπε πώς θά τελειώσει τή
ζωή του στούς πρόποδες τοῦ Ἄθω, ὅπως καί ἔγινε.
Ἡ μητέρα τοῦ Δημήτρη σ’ ὅλο αὐτό τό διάστημα ἦταν ἀπαρηγόρητη.
Νά
φύγει κρυφά! ἔλεγε καί ξανάλεγε.
Νά φύγει χωρίς νά μοῦ πεῖ τίποτε! Αὐτό δέν μπορῶ νά τοῦ τό συγχωρήσω.
Γιατί; Μήπως ἐγώ δέ σέβομαι τό
Θεό; Γιατί δέ ζήτησε τήν εὐχή μου; Ώ, Παναγία
μου, σέ θερμοπαρακαλῶ, μήν ἐπιτρέψεις νά γίνει μοναχός, ἄν δέν ἔρθει νά μέ ἀποχαιρετήσει καί νά πάρει τήν εὐχή μου.
Μετά
τήν Πάρο ἐπισκέφθηκε τήν Ἰκαρία, ὅπου γνώρισε ἐνάρετους μοναχούς καί
ἔλαβε
μεγάλη ὠφέλεια. Ἀνάμεσά τους ξεχώριζε σάν φωτεινό ἀστέρι ὁ Ἱερομόναχος
Ἰσίδωρος, μαθητής τοῦ θαυμαστοῦ ἀββᾶ Ἀπολλώ, «τοῦ μετά θάνατον
εὐωδιάσαντος».
Ἐνῶ ἡ εὐσεβής μητέρα ἱκέτευε τή Θεοτόκο, τό πλοῖο μέ τόν γυιό τῆς ἔφευγε ἀπό τήν Ἰκαρία, περνοῦσε τή Χίο καί ἔπλεε πρός βορρᾶν. Τότε –πράγμα ἀνέλπιστο- ἕνας ἀντίθετος ἄνεμος τό ἀνάγκασε νά πλεύσει καί νά προσορμισθεῖ στό λιμάνι τῆς Σμύρνης.
Ὁ Δημήτρης, χωρίς νά
τό περιμένει, ἔπειτα ἀπό ἀπουσία ἐννέα μηνῶν βρέθηκε στήν πατρίδα
του. Μέ τίς ἐπίμονες παρακλήσεις
κάποιου παλιοῦ φίλου του, πού
συνάντησε στήν προκυμαία, ἀποφάσισε νά ἐπισκεφθεῖ τό σπίτι του. Ἡ μητέρα
εἶδε τό γεγονός σάν
θαῦμα καί δέν ἤξερε
πῶς νά εὐχαριστήσει τή
Θεοτόκο, γιατί ἄκουσε τίς προσευχές
της. Ὅταν ἀργότερα ὁ γυιός τῆς φιλοῦσε τό χέρι της καί τήν
ἀποχαιρετοῦσε, τοῦ εὐχήθηκε δακρυσμένη : Τώρα, παιδί μου, πορεύου ἐν
εἰρήνη καί ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ νά σέ προστατεύει στό δρόμο πού διάλεξες.
Ἄς σημειωθεῖ πώς ἡ εὐσεβής αὐτή γυναίκα ἀπέθανε τό 1892 στόν Ἐπάνω Μαχαλά τῆς Σμύρνης, ἀφοῦ ἀξιώθηκε ἐξ ἀποκαλύψεως νά προγνωρίσει τήν ἡμερομηνία τοῦ θανάτου της. Ἀπό τέτοιες εὐλογημένες καί ἅγιες μητέρες πῶς νά μή προέλθουν ἅγιοι βλαστοί!
------------------
Τό
πλοῖο, ἔπειτα ἀπό τήν ἀπρόσμενη
παρέκκλιση, συνέχισε κανονικά τήν πορεία του καί περνώντας ἀπό τή Λῆμνο, κατευθήνθηκε
πρός τό Ἅγιον Ὅρος.
Ἡ κορφή τοῦ Ἄθω φάνταζε γεμάτη ἱερή μεγαλοπρέπεια στά μάτια τοῦ ἐκστατικοῦ ἐπιβάτη. Οἱ μεγάλες μονές ἐπρόβαλαν μία-μία
σάν κάστρα πνευματικά, πού τά ἔστησαν ἐκεῖ οἱ ἐραστές τοῦ Θεοῦ, προμαχῶνες ἡρωισμοῦ στόν πόλεμο «πρός τάς ἀρχάς,
πρός τάς ἐξουσίας τοῦ σκότους». Καί ἡ Θεοτόκος, ἡ Κυρία τοῦ τόπου, τήν Ὁποία τόσο εὐλαβεῖτο ὁ Δημήτρης, ἡ Ὑπέρμαχος Στρατηγός,
ἐνίσχυε ἀπό ψηλά μέ τή χάρη
Τῆς τούς ἀγῶνες τῶν παιδιῶν Της.
Δέν
τόν ἀπασχολοῦσε τό πού θά πάει. Ὁ π. Ἀρσένιος τοῦ εἶχε ὑποδείξει τό
στίβο. Ἤξερε, λοιπόν, ὅτι τόν περιμένει τό Κοινόβιο τοῦ Ἁγίου
Παντελεήμονος.
Παρέπλευσαν
πολλά μοναστήρια καί στό τέλος ἀντικρυσαν τόν ἐπιβλητικό ὄγκο του. Σ’
αὐτό τό πνευματικό φρούριο θά ἀποδυθεῖ στούς ἀσκητικούς ἄθλους, κάτω ἀπό
τή σκέπη τοῦ μεγαλομάρτυρος ἰαματικοῦ Παντελεήμονος.
Τότε ἡ Ἀδελφότης τῆς μονῆς ἀριθμοῦσε διακόσιους
πενήντα πατέρες, Ἕλληνες καί Ρώσους.
Οἱ Ρῶσοι ἦταν λιγότεροι, ἀλλά διαρκῶς αὔξαναν καί μαζί τους
μεγάλωνε καί τό συγκρότημα τῆς μονῆς μέ τεράστιες οἰκοδομές.
Μπαίνοντας
σήμερα μέσα στήν αὐλή τῆς τά χάνεις. Νομίζεις ὅτι
βρίσκεσαι σέ κανένα παλάτι τῆς Τσαρικῆς Ρωσίας. Σ’ αὐτό τό μοναστήρι ἐπεκράτησαν σιγά-σιγά οἱ
Ρῶσοι. Ἔχτισαν κολοσσιαία
κτήρια, δαιδαλώδη, μέ σκάλες ἐπιβλητικές, ἐκκλησίες σάν τήν Ἁγία Σκέπη καί τόν Ἅγιο Ἀλέξανδρο Νέφσκι,
φορτωμένες στό χρυσάφι καί στό ἀσήμι, ἀχανῆ τράπεζα,
μεγαλοπρεπές καμπαναριό, ὅπου βρίσκεται ἡ τεράστια ἐκείνη καμπάνα, ἡ ὁποία ζυγίζει δώδεκα
χιλιάδες ὀκάδες, ἀπό τίς μεγαλύτερές του κόσμου. Ὅταν χτυπάει, κάνει σεισμό καί ὁ ἦχος τῆς φθάνει ὡς τίς Καρυές. Τό
μοναστήρι ἔφθασε κάποτε νά ἀριθμεῖ τρεῖς χιλιάδες μοναχούς! Τώρα, μετά τό καθεστώς πού ἐπεκράτησε στή Ρωσία, ἔμειναν
ἐλάχιστοι πιά πατέρες.
Ἡγούμενος τῆς μονῆς ἦταν ἀπό τό 1832 ὁ Ἀρχιμανδρίτης
Γεράσιμος ἀπό τή Δράμα. Ὁ Δημήτρης παρουσιάσθηκε μπροστά του, ἔβαλε μετάνοια καί παρακάλεσε νά τόν δεχθοῦν στό Κοινόβιο.
Ὁ ἡγούμενος συζήτησε τό θέμα καί μέ ἄλλους πατέρες. Μερικοί, σάν ἔμαθαν ὅτι κατάγεται ἀπό τή Σμύρνη, ἔφεραν ἀντιρρήσεις.
Ἐμεῖς δέν κοινοβιάζουμε ἀνθρώπους, πού
προέρχονται ἀπό τή Σμύρνη, τοῦ εἶπαν.
Γιατί
δέν τούς κοινοβιάζεται; ρώτησε.
Τούς
γνωρίζουμε καλά τους Σμυρνιούς…
Κρατῆστε μέ σᾶς παρακαλῶ κι ἄν δέν σᾶς εὐχαριστήσω, τότε διῶξτε μέ, τούς εἶπε σταθερά.
Οἱ πατέρες εἶδαν τόν πολύ του ζῆλο καί ἀπεφάσισαν νά τόν
κρατήσουν. Ἀργότερα μάλιστα τοῦ ἔλεγαν
χαριτολογώντας:
Ἐσύ ἐδικαίωσες τούς Σμυρνιούς!
Ἔτσι ἔγινε δεκτός καί συγκαταριθμήθηκε
στούς δοκίμους. Τοῦ ἔδωσαν σάν πρῶτο διακόνημα, νά ὑπηρετεῖ τόν
ἡλικιωμένο – ἄνω τῶν 85 ἐτῶν – μοναχό Σάββα.
Ὁ γέρο-Σάββας
καταγόταν ἀπό τήν Καισάρεια. Νεότερος εἶχε παίξει σπουδαῖο ρόλο στήν ὅλη
ἐξέλιξη τῆς μονῆς. Τώρα ἦταν ἀπόμαχος καί περνοῦσε ἥσυχα τά τελευταία
του χρόνια σ’ ἕνα Κάθισμα, ἔξω ἀπό τό μοναστήρι. Ὅταν τόν πλησίαζες,
δοκίμαζες κατάπληξη ἀπό τήν ἀπέραντη μνήμη του.
Μποροῦσε νά διηγεῖται,
μεταξύ ἄλλων, μέ κάθε λεπτομέρεια παλιές
μοναστηριακές ἱστορίες, σάν νά εἶχαν γίνει χθές.
Ἀλλά ἦταν, ἴσως ἀπό τά γηρατειά, ἀρκετά
ἰδιότροπος κι ἔπρεπε νά διαθέτει
κανείς κεφάλαια ὑπομονῆς γιά νά τόν ὑπηρετήσει. Ὑπομονή ἀκόμα χρειαζόταν
στίς προγραμματισμένες δοκιμασίες ἤ φαινομενικά
σκληρές ἀντιμετωπίσεις, πού κατεργάζονται τό
δόκιμο μοναχό στήν ψυχή καί στό σῶμα. Οἱ παλιοί πεπειραμένοι πατέρες στό
Ἅγιον Ὅρος γυμνάζουν τούς
νέους μέ ἔνταση, ἀλλά καί μέ ἀγάπη. Τό προσωπεῖο πρέπει νά ἐξαφανισθεῖ
ἐκεῖ, οἱ ἐγωισμοί νά λείψουν, τό θέλημα νά ξεριζωθεῖ, τά ἐξογκώματα νά
ἰσοπεδωθοῦν. Καί ἡ ψυχή νά βγεῖ ἁπλή, καθαρή, νικήτρια, ὅπως
ἕνας αἱματόβρεκτος
μάρτυρας… Ὁ δρόμος τοῦ ὑποτακτικοῦ εἶναι ἡ ἀπάρνησις καί ὁ σταυρός. Θά
περάσει ἀπό
κεῖ γιά νά φθάσει στή δόξα, στήν πραγματική ἐλευθερία…
Ὁ δόκιμος, λοιπόν,
σύμφωνα μέ τήν ἐντολή τῆς μονῆς, θά φρόντιζε τό
γερό-Σάββα στό κάθε τί. Θά καθάριζε τό Κάθισμα, θά ἑτοίμαζε τό φαγητό, θά ἐπλένε
τά ροῦχα. Ἀλλά δέν ἤσαν μόνο αὐτά. Ἔπρεπε νά σηκώνει μέ καρτερία κάθε παρατήρηση, δίκαιη ἤ ἄδικη.
Σ’
ὅλες αὐτές τίς δυσκολίες ἔδειξε διαγωγή ἄψογη. Ὅταν ὁ γερό-Σάββας, χωρίς
νά ὑπάρχει λόγος, τόν μάλωνε μέ τή βαριά ἀνατολίτικη προφορά του, ἀνακατεύοντας
τά ἑλληνικά μέ τά τούρκικα, ἐκεῖνος ἔσκυβε ταπεινά καί ἔλεγε συντετριμμένα:
«Εὐλόγησον, γέροντα».
Ἕνα Σάββατο καθάριζε
ὁ Δημήτρης τό ἐκκλησάκι
τοῦ Καθίσματος. Ἦταν
ἀφιερωμένο στόν Ἅγιο Τρύφωνα, πολύ κομψό καί στρωμένο μέ μαρμάρινες
πλάκες. Ἀφοῦ
ἔπλυνε μέ ἐπιμέλεια
τά μάρμαρα καί τά ἔκανε νά λάμπουν, τό
ἐπισκέφθηκε ὁ
γερό-Σάββας. Ἔβγαλε ἀπό τήν τσέπη τοῦ ἕνα λευκό μαντήλι, σκούπισε μ’
αὐτό τό πάτωμα γιά νά μαζέψει τάχα τή σκόνη καί βρῆκε ἔτσι ἀφορμή γιά νά
ταπεινώσει τό δόκιμό του.
Ναλέτ
ὀλσοῦν (νά λείπει)
τέτοιο καθάρισμα. Καθαριότης εἶναι αὐτή; Δέν βλέπεις ποῦ μαυρίζει τό
μαντήλι; Δέν λένε τά βιβλία «Κύριε, ἠγάπησα εὐπρέπειαν οἴκου σου»;
Ἔτσι δοκιμαζόταν ὁ ὑποψήφιος μοναχός,
ἀλλά δέν ἔπαυε ποτέ νά ἀκτινοβολεῖ ἀπό ταπείνωση, πραότητα καί ἀγάπη.
Γιά ὅλες του αὐτές τίς ἀρετές ὁ γερό-Σάββας τόν ἐξετίμησε βαθειά κι ὅταν
ἀργότερα τόν ἀποχωριζόταν, γιατί ἄλλαζε διακόνημα,
δέν ἐδίστασε νά τοῦ
ζητήσει συγγνώμη γιά τήν συμπεριφορά του!
Ἡ δεύτερη ὑπηρεσία, πού τοῦ ἀνέθεσε τό
μοναστήρι, ἦταν
σέ κάποιο ἄλλο Κάθισμα, ὅπου ἔμεναν δύο Βούλγαροι
μοναχοί. Εἶχαν τό διακόνημα τοῦ «μουτάφη», ἐφτίαχναν δηλαδή
ντορβάδες καιάλλα τρίχινα εἴδη. Αὐτοί λοιπόν οἱ ἄνθρωποι ἔτυχε νά εἶναι
ἀρκετά αὐστηροί. Καί ὅμως ἦταν στύλος ὑπακοῆς ἀκλόνητος. Καί τά
στραβά τά ἔβλεπε ἴσια.
Κάθε Παρασκευή βράδυ π.χ. συνήθιζαν νά προσεύχονται γιά τίς ψυχές τῶν
κεκοιμημένων μέ τό κομποσχοίνι. Ὅταν, μία τέτοια φορᾶ, ἦρθε ἡ σειρά τοῦ
δοκίμου, ἐκεῖνος ἔκανε τή δέησι
σωστά, βάζοντας τό ἀντικείμενο στήν αἰτιατική τοῦ πληθυντικοῦ.
Κύριε
Ἰησοῦ Χριστέ, ἀναπαυσον τούς δούλους σου.
Μά
οἱ Βούλγαροι τοῦ
ἔβαλαν τίς φωνές:
Βρέ
ἀγράμματε(!), δέν λένε «τούς δούλους σου» ἀλλά «τῶν δούλων σου».
Νάναι
εὐλογημένο, γεροντάδες, τῶν δούλων σου θά λέω ἀπ’ ἐδῶ καί πέρα, ἀπάντησε τό γνήσιο τέκνο τῆς
ὑπακοῆς.
Θά εἶχε ὁπωσδήποτε στόν Ἅγιο Βαρσανούφιο τά παρακάτω λόγια-πηγή ὑπομονῆς καί δυνάμεως: «Πόνησον τοῦ κόψαι τό θέλημά σου ἐν πάσιν? εἰς θυσίαν γάρ λογίζεται τῷ ἀνθρώπω καί τοῦτο ἐστι τό, “ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τήν ἡμέραν, ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγής”.