Η κρίσις του Θεού για το αχάριστο παιδί

Ύστερα από χρόνια ήρθε σε συναίσθηση και μετανόησε για το κακό που είχε κάνει στο θετό του πατέρα και πήγε στον πνευματικό να εξομολογηθεί την αμαρτία του.
Ο πνευματικός του είπε: «Παιδί μου, είναι πολύ μεγάλο το αμάρτημα σου, αυτό, πήγαινε δώσε όλα τα χρήματα και την περιουσία που πήρες, από τον πατέρα ευεργέτη σου, δώσε και όλα τα δικά σου, που κέρδισες από την δουλειά του και ο Θεός είναι πολυέλεος και πολυεύσπλαχνος, θα κάνει και σε σένα το έλεος Του. Να πας όμως και να κάνεις ανακομιδή και να βγάλης από τον τάφο τα οστά του θετού σου πατέρα.
Ο ασεβής εκείνος νέος πήγε κατά την εντολή του πνευματικού του να κάνει ανακομιδή κι όταν πλησίασε στον τάφο, του αδικοσκοτωμένου πατέρα, άκουσε να βγαίνει φωνή από τον τάφο και να λέει πολλές φορές τίς φράσεις: «Κρίσις ω Κρίσις!». Ο νέος μόλις άκουσε τις φωνές αυτές φοβήθηκε, πήγε στον πνευματικό και του ανέφερε την παράξενη εκείνη φωνή που έλεγε «Κρίσις ω Κρίσις!».
Ο πνευματικός ρώτησε τον νέο: «Παιδί μου μια φορά ή πολλές φορές άκουσες τη φωνή να λέει αυτά τα λόγια;» Και εκείνος του είπε: «Πάτερ όσες φορές δοκίμασα να περάσω από το μέρος εκείνο ή να πάω κοντά στον τάφο ακούω πάντοτε να επαναλαμβάνει τα ίδια λόγια «Κρίσις ώ Κρίσις!».
Ο πνευματικός πάλι είπε στον νέο: «πήγαινε παιδί μου άλλη μια φορά στον τάφο, κι αν ακούσης τα ίδια λόγια, τότε να τον ρωτήσεις να σου πει ως πότε; και να δούμε τί θα σου απάντησει». Πράγματι ο νέος πήγε πάλι στον τάφο κι άμα άκουσε το «Κρίσις ω Κρίσις», όπως του είπε ο πνευματικός, ρώτησε και τότε άκουσε να λέει ο πεθαμένος «έως δέκα χρόνους». Την απόκριση του πεθαμένου από τον τάφο μετέφερε ο νέος στον πνευματικό, ο οποίος του είπε:
«Παιδί μου κάνε θερμή προσευχή στο Θεό, ο οποίος μόνος γνωρίζει τα κρίματα αυτά, ώσπου να περάσουν τα δέκα χρόνια και τότε έλα πάλι για να δούμε τί ο Κύριος θα φανερώσει.
Με φόβο, αγωνία και τρόμο πέρασαν τα δέκα χρόνια, κίνησε ο νέος να πάει στον πνευματικό για να δει μήπως έχει εκείνος καμμιά πληροφορία στην απορία τους αυτή.
Ο πνευματικός του είπε γύρισε στο σπίτι σου και κάνε θερμή προσευχή ίσως μας λυπηθεί ο Θεός και δώσει τέλος σ' αυτό το μαρτύριο της συνειδήσεως.
Ο νέος επιστρέφοντας για το σπίτι του πέρασε από την αγορά της πόλεως και πήρε από το κρεοπωλείο ένα κατσικίσιο κεφάλι για να το μαγειρέψει, το έβαλε στο σακκίδιό του και στον δρόμο που πήγαινε, χωρίς αυτός να καταλάβει τίποτα, από το σακκίδιο έσταζε νωπό αίμα. Τούτο κίνησε την περιέργεια των ανθρώπων από εκεί που περνούσε και τον παρακολούθησαν, τον σταμάτησαν και τον ρώτησαν τί έχει μέσα στον σάκκο του που στάζει αίμα;
Αυτός είπε ότι από το κρεοπωλείο πέρασε καί αγόρασε ένα κεφάλι κατσικίσιο για να φτιάξει φαγητό. Οι άνθρωποι όμως δεν τον πίστεψαν, άνοιξαν τον σάκκο και είδαν μέσα αντί για κατσικίσιο να είναι ανθρώπινο κεφάλι, το οποίο ήταν μόλις φρεσκοκομμένο και έσταζε αίμα!!
Αμέσως τον συνέλαβαν, τον παρέδωσαν στον Κριτή, όπου ομολόγησε το έγκλημα, που πρίν από δέκα χρόνια είχε σκοτώσει τον θετό πατέρα του, τον οποίο λήστεψε και έθαψε στην ερημιά!! Ο Κριτής ξέθαψε το σώμα του νεκρού και είδε ότι έλειπε το κεφάλι, το οποίο ήταν εκείνο που, ο νέος, είχε στο σακκίδιό του, οπόταν καταδικάστηκε αμέσως σε θανατική ποινή για να αποδοθεί αυτό που ζήταγε ο νεκρός, την δικαιοσύνη, σύμφωνα με το ρητό της αγίας Γραφής που λέει ότι «πάντες οι λαβόντες μάχαιραν, εν μαχαίρα αποθανούνται» (Ματθ. ΚΣΤ' 52)επειδή μπροστά στα μάτια του Θεού δεν υπάρχει, τίποτε το κρυπτό: «ουκ εστί κρυπτόν ο ου φανερόν γενήσεται καί άπόκρυφον ο ου γνωσθήσεται» (Ματθ. Ι' 26)
agioritis.pblogs.gr