Για τον αββά Κοσμά τον ευνούχο.

Έλεγε δε κι αυτό σε μας ο ίδιος αββάς Βασίλειος για το γέροντα τούτο,
τον αββά Κοσμά: «Τον επισκέφτηκα, όταν ησύχαζε στη λαύρα Φαράν. Και μου
λέει ο γέροντας: “Μου ήρθε κάποτε ένας λογισμός που έλεγε: Τί είν’ αυτό
που λέει όο Κύριος στους μαθητές του: «Ο έχων ιμάτιον πωλησάτω αυτό και
αγορασάτω μάχαιραν. Και αυτοί είπον: Ιδού δύο μάχαιραι»; Και καθώς
συλλογιζόμουν για πολύ το ρητό και δεν έβρισκα την απάντηση, βγαίνω από
το κελί μου μέσα στο καυτό μεσημέρι, επειδή όφειλα να πάω στη λαύρα των
Πυργιών, στον αββά Θεόφιλο και να τον ρωτήσω. Και λοιπόν, όταν έφτασα
στην έρημο, κοντά στον Καλαμώνα, βλέπω ένα δράκοντα πολύ υπερμεγέθη να
κατεβαίνει από το βουνό προς τον Καλαμώνα. Και ήταν τόσο μεγάλος, ώστε
έκανε καμάρα, όταν μετακινιόταν. Κι άξαφνα βρέθηκα να περνώ κάτω από την
καμάρα του αβλαβής. Και κατάλαβα», λέει, «ότι ο μεν διάβολος θέλησε να
μαράνει το ζήλο μου, οι ευχές όμως του γέροντα με βοήθησαν. “Πήγα
λοιπόν”, λέει, “κι είπα το γραφικό στον αββά Θεόφιλο. Και μου είπε ότι η
ερμηνεία των δύο μαχαιρών είναι αυτή: η πράξη και η θεωρία. “Αν λοιπόν
έχει κανείς τις δύο αρετές, είναι τέλειος”».
Αυτόν τον αββά Κοσμά συνάντησα στη λαύρα Φαράν. Γιατί έμεινα σ’ αυτή
δέκα χρόνια. Και καθώς μου μιλούσε για τη σωτηρία της ψυχής, έτυχε να
χρησιμοποιήσει λόγο του αγίου Αθανασίου, του αρχιεπισκόπου
Αλεξανδρείας. Και μου λέει ο γέροντας: “Όταν βρεις λόγο του αγίου
Αθανασίου, κι αν δεν έχεις χαρτί, στα ρούχα σου να τον γράψεις”. Τέτοιον
πόθο είχε ο γέροντας για τους αγίους Πατέρες μας και διδασκάλους.
Έλεγαν δε και τούτο γι’ αυτόν, ότι τη νύχτα της αγίας Κυριακής
καθόταν από το σούρουπο ως το πρωί ψάλλοντας και διαβάζοντας και στο
κελί του και στην εκκλησία, χωρίς να καθίσει καθόλου. Κι όταν ανάτελλε ο
ήλιος και τελείωνε τον κανόνα, καθόταν διαβάζοντας το άγιο Ευαγγέλιο,
μέχρι να σημάνει για την ακολουθία.
(Ιωαν, Μόσχου «Λειμωνάριον», εκδ. Ι.Μ. Σταυρονικήτα, Αγ. Όρος)