Ἂν λοιπὸν θέλουμε ν' ἁπαλλαγοῦμε τέλεια καὶ να ἐλευθερωθοῦμε, ἂς μάθουμε να κόβουμε τὰ θελήματα μας, καὶ ἔτσι προκόβοντας λίγο - λίγο, μὲ τῇ Χαρῇ τοῦ Θεοῦ, θὰ φτάσουμε στην «ἀπροσπάθεια». Γιατὶ τίποτα δεν ὠφελεῖ τόσο τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως τὸ να κόψουν τὸ θέλημα τούς. Πραγματικά, προοδεύει κανεὶς ἀπ' αὐτὸ τὸ πρᾶγμα σχεδὸν περισσότερο ἀπ' ὄσο με ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀρετή. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἄνθρωπος ποῦ περπατάει στο δρόμο καὶ βρίσκει ἕνα μονοπάτι καὶ τὸ ἀκολουθεῖ, μ' ἐκεῖνο τὸ μονοπάτι κερδίζει πολὺ μεγάλο μέρος ἀπὸ τὸ δρόμο, τὸ 'ἴδιο συμβαίνει καὶ μ' αὐτὸν ποῦ ἀκολουθεῖ τὸ δρόμο τῆς «ἐκκοπὴς τοῦ θελήματος». Γιατί με τὸ να κόβει κανεὶς τὸ θέλημα τοῦ, ἀποκτᾷ τὴν «ἀπροσπάθεια» καὶ ἀπὸ τὴν «ἀπροσπάθεια» ἔρχεται, μὲ τῇ Χαρῇ τοῦ Θεοῦ, σὲ τέλεια «ἀπάθεια». Μπορεῖ δὲ σὲ μικρὸ χρονικὸ διάστημα να κόψει κανεὶς δέκα θελήματα, καὶ σᾶς λεὼ πῶς: Κάνει ἕνα μικρὸ περιπατο καὶ βλέπει κάτι, καὶ τοῦ λέει ὁ λογισμός: «Κοίταξε ἐκεῖ», καὶ λέει στο λογισμό: «Ὄχι δεν κοιτάζω καθόλου», καὶ κόβει τὸ θέλημά του καὶ δεν προσέχει. Πάλι συναντάει μερικοὺς ποῦ κουβεντιάζουν, καὶ τοῦ λέει ὃ λογισμός: «Πες καὶ σὺ αὐτό», καὶ κόβει τὸ θέλημά του καὶ δεν τὸ λέει. Πάλι τοῦ λέει ὁ λογισμός: «Πήγαινε καὶ ῥώτησε τὸ μάγειρά τι μαγειρεύει», καὶ δεν πάει, ἀλλὰ κόβει τὸ θέλημά του. Βλέπει κάτι καὶ τοῦ λέει ὃ λογισμός: «Ῥώτησε ποῖος τὸ ἔφερε», καὶ κόβει τὸ θέλημά του καὶ δεν ῥωτάει. Καὶ ἔτσι κόβοντας συχνὰ - πυκνὰ τὸ θέλημά του, συνηθίζει να τὸ κόβει καὶ ἀρχιζοντας ἀπὸ τὰ μικρὰ φτάνει να κόβει με ἄνεση καὶ χαρὰ καὶ τὰ μεγάλα. Ἔτσι καταλήγει να μὴν ἔχει καθόλου θέλημα, ἀλλὰ ὀτιδήποτε συμβεῖ τὸν ἀναπαύει, σὰν να γίνεταί με τὸ θέλημά του. Καὶ χωρὶς να θέλει ὃ 'ἴδιος να κάνει τὸ θέλημά του βρίσκεται πάντοτε να τὸ κάνει. Γιατὶ για ὁποῖον δεν ἔχει δικὸ τοῦ θέλημα, καθετὶ ποῦ γίνεται εἶναι καὶ δικὸ τοῦ. Καὶ μ' αὐτὸν τὸν τρόπο φτάνει, ὅπως εἴπαμε, να μὴν ἔχει «προσπάθεια» καὶ ἀπὸ τὴν «ἀπροσπάθεια» ἔρχεται στην «ἀπάθεια».
ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟΥ, έργα ασκητικά,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου