ΔΙΑΚΟ-ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΙΡΦΙΡΗΣ (1912- 24 Μαρτίου 1990)
Ο
Διακό-Διονύσιος Φιρφιρής βρέθηκε στο Άγιον Όρος από την ηλικία των οκτώ
ετών, όταν ορφανός και απροστάτευτος μεταφέρθηκε εκεί από τον μοναχό
θείο του, π. Χαράλαμπο. Μυήθηκε στο πνεύμα και την ουσία της βυζαντινής
μουσικής από τον Γέροντα Διονύσιο, τον πνευματικό του πατέρα και όχι
μόνο αναδείχθηκε αντάξιος του, αλλά και τον ξεπέρασε. Η χαρισματική φωνή
του σημάδεψε ανεξίτηλα την εποχή του, ευφραίνοντας και συγκινώντας τις
αγιορείτικες ψυχές. Υπήρξα θαυμαστής του αειμνήστου Διακο-Διονυσίου (Φιρφιρή) απ’ το
1950·
από τότε, δηλαδή, που τον πρωτάκουσα να ψάλλει σε μεγαλογιορτή στο
Μοναστήρι του (Ι. Μ. Κουτλουμουσίου) καί λίγο έλλειψε, κατά το δη
λεγόμενο, πράγμα που ο καθένας πάθαινε όταν τον άκουγε για πρώτη φορά,
«να τα χάσω», απ’ το ηδύφθογγο ψάλσιμο και απ’ την όλως ιδιάζουσα
ενήχηση της μελωδικότατης φωνής του όχι μόνο στ’ αυτιά μου αλλά και στα
τρίσβαθα του ψυχικού μου είναι… Όσοι τον γνωρίσαμε και τον απολαύσαμε ψάλλοντα στα νιάτα του, πιστέψαμε
ότι η Παναγία Θεοτόκος, η Κυρία του Τόπου, του έδωκε αυτό το χάρισμα,
επειδή οκταετής της αφιερώθηκε και πέρασε όλη του τη ζωή στις Καρυές και
συγκεκριμένα στο κελλί του Προφήτη Ηλιού, μόλις καμμιά εκατοσταριά
μέτρα απ’ τον ναό του Πρωτάτου και απ’ την εκεί ενθρονισμένη θαυματουργό
εικόνα της του Άξιον Εστί, προβλέποντας ότι μπροστά της χιλιάδες φορές
θα έψαλλε μελωδικότατα τους ύμνους της και θα λάμπρυνε τις εορτές και
πανηγύρεις της και θα κατέθελγε τους εκκλησιαζομένους στο Πρωτάτο για
εβδομήντα ολόκληρα χρόνια…
Απ’ άκρου εως άκρου η Αθωνική χερσόνησος ρίγησε επί τω ακούσματι της εν
Κυρίω κοιμήσεώς του, και δεν έμεινε αγιορείτης μοναχός ή και
μουσικόφιλος λαϊκός απ’ εκείνους που έτυχε να τον ακούσουν και
γνωρίσουν, που να μην πένθησε βαρέως. Πάμπολλοι ήταν οι πολύ κοπιάσαντες
προς εκπλήρωση της επιθυμίας των να παραστούν στην εξόδιο ακολουθία και
να του απευθύνουν τον ύστατο ασπασμό και χαιρετισμό…
Σε ποιους, αλήθεια, απ’ όσους της εποχής εκείνης απομείναμε, είναι
δυνατό να συμβεί, να λησμονήσουν τα ρίγη και τις ανατριχίλες που
προ-καλούσε στα σώματα μας, κατά τους εκκλησιασμούς μας στο Πρωτάτο και
όπου αλλού, και των καρδιών μας τα σκιρτήματα, και των ψυχών μας τις
ανείπωτες «αλλοιώσεις» και «καταστάσεις», όταν τον ακούγαμε την Μ.
Τεσσαρακοστή ιδίως, να ψάλλει, με τον τρόπο, το ύφος, το ρυθμό και το
«χρώμα», που μόνο αυτός γνώριζε, και την χάρη της οποίας ήταν φορέας ;
Η μουσική καταγωγή και παιδεία του
Αρχομένου του 20ου αιώνος, Γέροντας της συνοδείας του εν Καρυαίς επ’ ονόματι του προφήτου Ηλιού τιμωμένου κελλιου υπήρξε ο Διονύσιος Φιρφιρής (ο Α΄), απ’ τον όποιο και έλαβε την προσωνυμία η αδελφότητα. Επειδή ήταν καλλίφωνος ψάλτης και γνώστης της θεωρίας της βυζαντινής μουσικής, δεν εννοούσε να αφήσει αδίδακτο κανένα υποτακτικό του και κυρίως εκείνους που διέθεταν το χάρισμα της καλλιφωνίας. Προς αυτόν οδηγούσαν προς μουσική μαθητεία τους εφιεμένους και επιδεκτικούς αρχαρίους των και άλλοι Γέροντες της περιοχής. Απ’ αυτόν βασικώς και «παιδιόθεν» μυήθηκε στο πνεύμα και στην ουσία της θείας αυτής τεχνικής, και κυριολεκτικώς «εξ απαλών ονύχων» εξέμαθε όλα «τα μυστικά» των εκφράσεων και αποδόσεών της ο Δημήτριος (τότε) Κούκος, τον οποίο, καθώς ημέρα τη ημέρα όλο και περισσότερο θαύμαζε η συνοδεία, ως άποδεικνυόμενον κατά πάντα αντάξιο, αν όχι και ύπερτε-ρούντα, του Γέροντος και διδασκάλου του, εγγίζοντος του καιρού της σε μοναχό κούρας του, κοινή συσκέψει και επιθυμία, ήχθησαν στην απόφαση, κατά τα εθισμένα, να τον μετονομάσουν σε Διονύσιο. Αρκετά αργότερα (από 1935 έως 1945 περίπου), επιθυμήσας επί πλείον να προαγάγει τα κατ’ αυτόν, επεδίωξε και κατέστησε δεύτερο δάσκαλο του τον, φωνητικώς και ποιοτικώς ως υπέρτερο πάντων των ιεροψαλτών των τελευταίων αιώνων χαρακτηρισθέντα, Γέροντα Συνέσιο Σταυρονικητιανό (δεύτερο Κουκουζέλη τον άπεκάλεσαν οι αγιορείτες). Δεν παρέλειψε δε να επωφεληθεί και της διδαχής του μεγάλου περί την θεωρία της Βυζαντινής μουσικής πατρός Γαβριήλ. Τον Γέροντα Διονύσιο (τον Α΄), πολύ νωρίς τον πρόδωσαν τα μάτια του. Εχασε τελείως το φως του· οπότε οι πάντες, οσάκις έκαναν λόγο γι’ αυτόν, προς διάκρισι από άλλους ομώνυμους προσέθεταν: «ο αόμματος». Αλλ’ ο Πανάγαθος, οιονεί αντισταθμιστικώς πως, πέρα απ’ την αΰξησι των ενοράσεων της ψυχής του, τον απέδειξε φαινόμενο μνήμης.
«Σταυροκοπούμασταν και δοξάζαμε τον Θεό κάθε φορά που τον βλέπαμε να πλησιάζει, με ακρίβεια να μπαίνει στο κεντρικό στασίδι, και να χοραρχεί με άνεση και χάρη. Εκατέρωθεν του στέκονταν και συνέβαλλαν οι υποτακτικοί του πατέρες, Χαράλαμπος και Διονύσιος, που κρατούσαν εμπρός του το βιβλίο. Εκείνος κρατούσε στο κέντρο αναμμένη τη λαμπάδα, αλλά για να βλέπουν καλά μόνο εκείνοι! Και δεν του ξέφευγε, του ευλογημένου, απ’ τα σημεία ποιότητος η ενέργεια ούτε ενός «αντικενώματος», και απ’ τα του ρυθμού και χρόνου ούτε μια «απλή».
Γεροντάδες στο κελλί των Φιρφιρήδων πρόλαβε η έλαχιστότης μου τον πατέρα Αβέρκιο, και ακολούθως τον, μόλις ως ανωτέρω, κατονομασθέντα Χαράλαμπο, χάρις στην πρωτοβουλία του οποίου βρέθηκε ο Διακο-Διονύσιος στο Άγιον Όρος. Καί δή ώς εξής:
Ο Δημητράκης ορφάνεψε και έμεινε εντελώς απροστάτευτος μόλις οκταετής. Αυτό ώθησε τον κατά σάρκα στενό συγγενή του (θειο) Χαράλαμπο, συμφωνούσης της συνοδείας, να πάη στην γενέτειρα (Ρεβενίκια Μεγάλης Παναγίας Χαλκιδικής), να τον παραλαβει και μεταφέρει στο κελλί τους, και στο εξής να του αποβεί πατέρας, παιδαγωγός και δάσκαλος από αλφαβήτας.
Τον Γερο-Χαράλαμπο πρόλαβε η ελαχιστότης μου να γνωρίση και ακούσει συμψάλλοντα με τον αγαπητό μας Διακο-Διονύσιο. Ήταν ο μόνος που τον δεχόταν προς τούτο δίπλα του. Τούτο δε όχι επειδή ήταν ακατάδεκτος ο διάκος, και δεν δεχόταν άλλους, ούτε επειδή ανεχόταν τον θειο του για λόγους σεβασμού, συγγενείας και ευγνωμοσύνης, αλλά επειδή και φωνητικώς ταίριαζε μαζί του, επειδή, επιπροσθέτως, είχε άπο-μνημονευμένες μέσα του, και σε πρώτη ζήτησι πρόχειρες, όλες τις εξιδιασμένες «θέσεις» του αγαπημένου παιδανηψιού του, και επειδή, τέλος, ως εκ διαισθήσεως αντιλαμβανόταν την εκάστοτε μελωδούμενη «πορεία» πότε, σε τι και πως, ό Διακο-Διονύσιος, φωνητικώς και τεχνικώς θα… «πρωτοτυπούσε» και θα «δημιουργούσε».
Πρόταση από τον αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο για διορισμό του στην Μητρόπολη Αθηνών
Σε κάποια ευκαιρία ήκουσα τον Γέροντα Χαράλαμπο να μας διηγείται τον «πειρασμό», στον όποιο έφερε την αδελφότητά τους ο (από Τραπεζούντος) αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος, ο όποιος επισκεφθείς το 1939 το Άγιον Όρος και την Ιερά Κοινότητα και παρακολουθήσας Κυριακάτικη ακολουθία στο Πρωτάτο, τόσο πολύ είχε ετυπωσιασθεί και εκπλαγεί απ’ την καλλιφωνία, και το ιδιάζον ύφος του μόλις 27ετούς τότε διακόνου και ψάλτου Διονυσίου (ο οποίος γεννήθηκε το 1912, εκάρη μοναχός το 1928, χειροτονήθηκε διάκονος το 1930 απ’ τον πρ. Μοσχονησίων Φώτιο και κοιμήθηκε εν Κυρίω στις 24 Μαρτίου 1990), ώστε ευθύς αμέσως εξέφρασε την επιθυμία και έκανε το πάν για να τον προσλάβει κοντά του. Υποσχέθηκε να τον διορίσει αμέσως στο Μητροπολιτικό ναό της πρωτεύουσας, να φροντίσει για σπουδές του, τον προαγάγει δε ακολούθως και «εις ανώτερα»… «Ιδρώσαμε τότε όλοι από φόβο, είπε καταλήγοντας ο Γερο-Χαράλαμπος, μη «βρούνε λογισμοί» το διάκο μας και πάρουν τα μυαλά του «αέρα», και τον χάσουμε από κοντά μας για πάντα. Γι’ αυτό, με στενοχώριά μας βέβαια, αλλά δεν γινόταν διαφορετικά, αμέσως δώσαμε στον μεγαλοπρεπή και επιβλητικό Αρχιεπίσκοπο, το κατάλληλο «μάθημα», πράγμα πού τον έκανε να «συμμαζευθεί», να αισθανθεί πολύ προσβεβλημένος και να σιωπήσει τελείως. Ο ευλογημένος βασίσθηκε, ως φαίνεται, στο αξίωμα, στο κύρος και στη φήμη του, και νόμισε το πράγμα ως πολύ εύκολο και περίπου «του χεριού του». Γι’ αυτό, άλλωστε, τόσο φανερά, απροσχημάτιστα, και παρουσία τόσων Καρυωτών, επιστατών και αντιπροσώπων έκανε την δελεαστική πρότασή του».
Ενα περιστατικό στην Κωνσταντινούπολη
Τότε ο άγιος Σάρδεων, ο οποίος ήταν πάντοτε ευπροσήγορος και πάρα πολύ ευγενής, για να τονίσει την παρουσία μας, και για να τιμήσει το σχήμα μας ως μοναχών αγιορειτών, μας ανέμειξε στη συζήτηση, και στο τέλος ευθέως ρώτησε αν κι εμείς συμφωνούμε στο ότι ο εγκωμιαζόμενος (Θρασύβουλος Στανίτσας) είναι ο υπέρτερος των ψαλτών της Κωνσταντινουπόλεως και όλης της Ορθοδοξίας. Βρεθήκαμε σε πολύ δύσκολη θέση· αλλά έπρεπε κάτι να πούμε, αφού δεν μπορούσαμε να πράξουμε διαφορετικά. Με σεβασμό και συστολή, αλλά και με τη διακρίνουσα τους αγιορείτες ειλικρίνεια και ευθύτητα, είπαμε αυτό που μέσα μας πιστεύαμε και διακρατούσαμε: «Των της Κωνσταντινουπόλεως μεν οπωσδήποτε, Σεβασμιώτατε· των της λοιπής Ορθοδοξίας πιθανόν, όχι όμως και των του Αγίου Όρους».
Έδειξε να ξαφνιάζεται ο άγιος Σάρδεων, συνοφρυώθηκαν δε συγχρόνως και όλοι οι άλλοι και σκυθρώπασαν εμφανέστατα· μετά από αυτό, αναγκασθήκαμε να προσθέσουμε σκόπιμα μια καθησυχαστική επεξήγηση σχετικά με τη δική τους γνώμη και πεποιθήση: «Έχετε δίκαιο, να σκέφτεστε έτσι και να υποστηρίζετε τόσο απόλυτα τη γνώμη σας, αλλ’ αυτό εξηγείται από το ότι δεν έτυχε να ακούσετε ποτέ τον δικό μας Διακο-Διονύσιο».
Δεν είχε περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα από τότε που έγιναν τα παραπάνω ( 1960, αν θυμάμαι καλά) οπότε ο Διακο-Διονύσιος μαζί με τον πολύ στενό φίλο του, άλλο αγαπητό μας καλλίφωνο ψάλτη, Διακο-Γιάννη, επεχείρησαν προσκυνηματικό ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη πρώτα, και μετά στα Ιεροσόλυμα. Επί διήμερο φιλοξενήθηκαν και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, και κατέβαιναν, στον Πατριαρχικό ναό προς συμμετοχή στις σύντομες τελούμενες ακολουθίες. Φροντίσαμε και πήγαμε προς συνάντησή τους. Μας είπαν ότι, αφού διαπίστωσαν την έλλειψη, πλησίασαν τα αναλόγια και «ξελειτούργησαν» τον εφημέριο. Εμείς όμως μάθαμε, ότι τόσο είχαν εντυπωσιασθεί οι παρευρισκόμενοι στην ακολουθία, μεταξύ των οποίων ήσαν μερικοί που παρακολούθησαν τον διάλογο που έγινε με τον άγιο Σάρδεων, οι οποίοι θυμηθηκαν τους ισχυρισμούς μας και είπαν: «μάλλον είχαν δίκαιο οι καλόγεροι».
Η μουσική καταγωγή και παιδεία του
Αρχομένου του 20ου αιώνος, Γέροντας της συνοδείας του εν Καρυαίς επ’ ονόματι του προφήτου Ηλιού τιμωμένου κελλιου υπήρξε ο Διονύσιος Φιρφιρής (ο Α΄), απ’ τον όποιο και έλαβε την προσωνυμία η αδελφότητα. Επειδή ήταν καλλίφωνος ψάλτης και γνώστης της θεωρίας της βυζαντινής μουσικής, δεν εννοούσε να αφήσει αδίδακτο κανένα υποτακτικό του και κυρίως εκείνους που διέθεταν το χάρισμα της καλλιφωνίας. Προς αυτόν οδηγούσαν προς μουσική μαθητεία τους εφιεμένους και επιδεκτικούς αρχαρίους των και άλλοι Γέροντες της περιοχής. Απ’ αυτόν βασικώς και «παιδιόθεν» μυήθηκε στο πνεύμα και στην ουσία της θείας αυτής τεχνικής, και κυριολεκτικώς «εξ απαλών ονύχων» εξέμαθε όλα «τα μυστικά» των εκφράσεων και αποδόσεών της ο Δημήτριος (τότε) Κούκος, τον οποίο, καθώς ημέρα τη ημέρα όλο και περισσότερο θαύμαζε η συνοδεία, ως άποδεικνυόμενον κατά πάντα αντάξιο, αν όχι και ύπερτε-ρούντα, του Γέροντος και διδασκάλου του, εγγίζοντος του καιρού της σε μοναχό κούρας του, κοινή συσκέψει και επιθυμία, ήχθησαν στην απόφαση, κατά τα εθισμένα, να τον μετονομάσουν σε Διονύσιο. Αρκετά αργότερα (από 1935 έως 1945 περίπου), επιθυμήσας επί πλείον να προαγάγει τα κατ’ αυτόν, επεδίωξε και κατέστησε δεύτερο δάσκαλο του τον, φωνητικώς και ποιοτικώς ως υπέρτερο πάντων των ιεροψαλτών των τελευταίων αιώνων χαρακτηρισθέντα, Γέροντα Συνέσιο Σταυρονικητιανό (δεύτερο Κουκουζέλη τον άπεκάλεσαν οι αγιορείτες). Δεν παρέλειψε δε να επωφεληθεί και της διδαχής του μεγάλου περί την θεωρία της Βυζαντινής μουσικής πατρός Γαβριήλ. Τον Γέροντα Διονύσιο (τον Α΄), πολύ νωρίς τον πρόδωσαν τα μάτια του. Εχασε τελείως το φως του· οπότε οι πάντες, οσάκις έκαναν λόγο γι’ αυτόν, προς διάκρισι από άλλους ομώνυμους προσέθεταν: «ο αόμματος». Αλλ’ ο Πανάγαθος, οιονεί αντισταθμιστικώς πως, πέρα απ’ την αΰξησι των ενοράσεων της ψυχής του, τον απέδειξε φαινόμενο μνήμης.
«Σταυροκοπούμασταν και δοξάζαμε τον Θεό κάθε φορά που τον βλέπαμε να πλησιάζει, με ακρίβεια να μπαίνει στο κεντρικό στασίδι, και να χοραρχεί με άνεση και χάρη. Εκατέρωθεν του στέκονταν και συνέβαλλαν οι υποτακτικοί του πατέρες, Χαράλαμπος και Διονύσιος, που κρατούσαν εμπρός του το βιβλίο. Εκείνος κρατούσε στο κέντρο αναμμένη τη λαμπάδα, αλλά για να βλέπουν καλά μόνο εκείνοι! Και δεν του ξέφευγε, του ευλογημένου, απ’ τα σημεία ποιότητος η ενέργεια ούτε ενός «αντικενώματος», και απ’ τα του ρυθμού και χρόνου ούτε μια «απλή».
Γεροντάδες στο κελλί των Φιρφιρήδων πρόλαβε η έλαχιστότης μου τον πατέρα Αβέρκιο, και ακολούθως τον, μόλις ως ανωτέρω, κατονομασθέντα Χαράλαμπο, χάρις στην πρωτοβουλία του οποίου βρέθηκε ο Διακο-Διονύσιος στο Άγιον Όρος. Καί δή ώς εξής:
Ο Δημητράκης ορφάνεψε και έμεινε εντελώς απροστάτευτος μόλις οκταετής. Αυτό ώθησε τον κατά σάρκα στενό συγγενή του (θειο) Χαράλαμπο, συμφωνούσης της συνοδείας, να πάη στην γενέτειρα (Ρεβενίκια Μεγάλης Παναγίας Χαλκιδικής), να τον παραλαβει και μεταφέρει στο κελλί τους, και στο εξής να του αποβεί πατέρας, παιδαγωγός και δάσκαλος από αλφαβήτας.
Τον Γερο-Χαράλαμπο πρόλαβε η ελαχιστότης μου να γνωρίση και ακούσει συμψάλλοντα με τον αγαπητό μας Διακο-Διονύσιο. Ήταν ο μόνος που τον δεχόταν προς τούτο δίπλα του. Τούτο δε όχι επειδή ήταν ακατάδεκτος ο διάκος, και δεν δεχόταν άλλους, ούτε επειδή ανεχόταν τον θειο του για λόγους σεβασμού, συγγενείας και ευγνωμοσύνης, αλλά επειδή και φωνητικώς ταίριαζε μαζί του, επειδή, επιπροσθέτως, είχε άπο-μνημονευμένες μέσα του, και σε πρώτη ζήτησι πρόχειρες, όλες τις εξιδιασμένες «θέσεις» του αγαπημένου παιδανηψιού του, και επειδή, τέλος, ως εκ διαισθήσεως αντιλαμβανόταν την εκάστοτε μελωδούμενη «πορεία» πότε, σε τι και πως, ό Διακο-Διονύσιος, φωνητικώς και τεχνικώς θα… «πρωτοτυπούσε» και θα «δημιουργούσε».
Πρόταση από τον αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο για διορισμό του στην Μητρόπολη Αθηνών
Σε κάποια ευκαιρία ήκουσα τον Γέροντα Χαράλαμπο να μας διηγείται τον «πειρασμό», στον όποιο έφερε την αδελφότητά τους ο (από Τραπεζούντος) αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος, ο όποιος επισκεφθείς το 1939 το Άγιον Όρος και την Ιερά Κοινότητα και παρακολουθήσας Κυριακάτικη ακολουθία στο Πρωτάτο, τόσο πολύ είχε ετυπωσιασθεί και εκπλαγεί απ’ την καλλιφωνία, και το ιδιάζον ύφος του μόλις 27ετούς τότε διακόνου και ψάλτου Διονυσίου (ο οποίος γεννήθηκε το 1912, εκάρη μοναχός το 1928, χειροτονήθηκε διάκονος το 1930 απ’ τον πρ. Μοσχονησίων Φώτιο και κοιμήθηκε εν Κυρίω στις 24 Μαρτίου 1990), ώστε ευθύς αμέσως εξέφρασε την επιθυμία και έκανε το πάν για να τον προσλάβει κοντά του. Υποσχέθηκε να τον διορίσει αμέσως στο Μητροπολιτικό ναό της πρωτεύουσας, να φροντίσει για σπουδές του, τον προαγάγει δε ακολούθως και «εις ανώτερα»… «Ιδρώσαμε τότε όλοι από φόβο, είπε καταλήγοντας ο Γερο-Χαράλαμπος, μη «βρούνε λογισμοί» το διάκο μας και πάρουν τα μυαλά του «αέρα», και τον χάσουμε από κοντά μας για πάντα. Γι’ αυτό, με στενοχώριά μας βέβαια, αλλά δεν γινόταν διαφορετικά, αμέσως δώσαμε στον μεγαλοπρεπή και επιβλητικό Αρχιεπίσκοπο, το κατάλληλο «μάθημα», πράγμα πού τον έκανε να «συμμαζευθεί», να αισθανθεί πολύ προσβεβλημένος και να σιωπήσει τελείως. Ο ευλογημένος βασίσθηκε, ως φαίνεται, στο αξίωμα, στο κύρος και στη φήμη του, και νόμισε το πράγμα ως πολύ εύκολο και περίπου «του χεριού του». Γι’ αυτό, άλλωστε, τόσο φανερά, απροσχημάτιστα, και παρουσία τόσων Καρυωτών, επιστατών και αντιπροσώπων έκανε την δελεαστική πρότασή του».
Ενα περιστατικό στην Κωνσταντινούπολη
Τότε ο άγιος Σάρδεων, ο οποίος ήταν πάντοτε ευπροσήγορος και πάρα πολύ ευγενής, για να τονίσει την παρουσία μας, και για να τιμήσει το σχήμα μας ως μοναχών αγιορειτών, μας ανέμειξε στη συζήτηση, και στο τέλος ευθέως ρώτησε αν κι εμείς συμφωνούμε στο ότι ο εγκωμιαζόμενος (Θρασύβουλος Στανίτσας) είναι ο υπέρτερος των ψαλτών της Κωνσταντινουπόλεως και όλης της Ορθοδοξίας. Βρεθήκαμε σε πολύ δύσκολη θέση· αλλά έπρεπε κάτι να πούμε, αφού δεν μπορούσαμε να πράξουμε διαφορετικά. Με σεβασμό και συστολή, αλλά και με τη διακρίνουσα τους αγιορείτες ειλικρίνεια και ευθύτητα, είπαμε αυτό που μέσα μας πιστεύαμε και διακρατούσαμε: «Των της Κωνσταντινουπόλεως μεν οπωσδήποτε, Σεβασμιώτατε· των της λοιπής Ορθοδοξίας πιθανόν, όχι όμως και των του Αγίου Όρους».
Έδειξε να ξαφνιάζεται ο άγιος Σάρδεων, συνοφρυώθηκαν δε συγχρόνως και όλοι οι άλλοι και σκυθρώπασαν εμφανέστατα· μετά από αυτό, αναγκασθήκαμε να προσθέσουμε σκόπιμα μια καθησυχαστική επεξήγηση σχετικά με τη δική τους γνώμη και πεποιθήση: «Έχετε δίκαιο, να σκέφτεστε έτσι και να υποστηρίζετε τόσο απόλυτα τη γνώμη σας, αλλ’ αυτό εξηγείται από το ότι δεν έτυχε να ακούσετε ποτέ τον δικό μας Διακο-Διονύσιο».
Δεν είχε περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα από τότε που έγιναν τα παραπάνω ( 1960, αν θυμάμαι καλά) οπότε ο Διακο-Διονύσιος μαζί με τον πολύ στενό φίλο του, άλλο αγαπητό μας καλλίφωνο ψάλτη, Διακο-Γιάννη, επεχείρησαν προσκυνηματικό ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη πρώτα, και μετά στα Ιεροσόλυμα. Επί διήμερο φιλοξενήθηκαν και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, και κατέβαιναν, στον Πατριαρχικό ναό προς συμμετοχή στις σύντομες τελούμενες ακολουθίες. Φροντίσαμε και πήγαμε προς συνάντησή τους. Μας είπαν ότι, αφού διαπίστωσαν την έλλειψη, πλησίασαν τα αναλόγια και «ξελειτούργησαν» τον εφημέριο. Εμείς όμως μάθαμε, ότι τόσο είχαν εντυπωσιασθεί οι παρευρισκόμενοι στην ακολουθία, μεταξύ των οποίων ήσαν μερικοί που παρακολούθησαν τον διάλογο που έγινε με τον άγιο Σάρδεων, οι οποίοι θυμηθηκαν τους ισχυρισμούς μας και είπαν: «μάλλον είχαν δίκαιο οι καλόγεροι».