Πατήρ Χαράλαμπος ο κομποσχοινάς
Εδώ
αξιωθήκαμε να γνωρίσουμε και έναν άλλο σεβαστό γέροντα, που και αυτός είχε
δείξει σημεία αγιότητος, τον π. Χαράλαμπο τον κομποσχοινά. Αυτός, απ’ ότι μας
έλεγε, αξιώθηκε να δη πολλά σημεία, την Παναγία μας, αγίους Αγγέλους, και ότι
πολλά θαύματα του συνέβησαν.
Μια
μέρα κατεβαίναμε με τον πρωτοσύγγελο Θεσσαλονίκης ( τον π. Ιωάννη Τασιά) στην
Ιβήρων και τον βλέπουμε να είναι ξαπλωμένος σ’ ένα χαντάκι που περνάν τα νερά
δίπλα στον δρόμο.
Ενώ
περνούσαμε τα αυτοκίνητα συνέχεια και κάνανε πολλή σκόνη, αυτός εκεί έπλεκε
κομποσχοίνι, και τα ρούχα του – παλιόρασα – νόμιζες ότι άστραφταν, ότι ήτανε
από μετάξι, δεν τον άγγιζε η σκόνη.
Είχε
ένα χωράφι με κουκιά.
Θυμάμαι
μια μέρα που πήγαμε εκεί, είχε μπει σε μια τρύπα που υπήρχε στο χωράφι, είχε
βάλει χόρτα μέσα και, επειδή του πονούσαν τα πόδια του καημένου, τα είχε βάλει
λίγο ψηλά. Έπλεκε συνέχεια κομποσχοίνι κι έλεγε συνέχεια την ευχή.
Αυτό
μας έκανε εντύπωση. Συνέχεια έλεγε την ευχή, δεν σταματούσε καθόλου. Τον
φωνάζουμε: «Γέροντα Χαραλάμπη, που είσαι;» «Εδώωω είμαι!». Ψάχνουμε, ψάχνουμε
μεσ’ στα κουκιά και τον βρήκαμε μέσα σε μια γούβα.
Αυτός
ένα διάστημα είχε κάνει σ’ ένα κελλί εδώ στις Καρυές, του αγίου Χαραλάμπους,
που είναι πίσω από τον ναό του Πρωτάτου. Μια μέρα καθότανε στην απλωταριά του
κι έπλεκε κομποσχοίνι. Όπως ακουμπούσε επάνω στην κουπαστή – ήταν ετοιμόρροπη η
κουπαστή – από το βάρος του, επειδή ήταν και γιγαντόσωμος, υποχωρεί η κουπαστή
και πέφτει κάτω.
Φωνάζει:
«Παναγία μου, μ’ αυτό τον θάνατο θα φύγω απ’ αυτή τη ζωή;» Από κάτω ήταν όλο
πέτρες, θα σκοτωνότανε. Εκείνη τη στιγμή μία αόρατη δύναμη ήρθε και τον έβαλε
επάνω στο μπαλκόνι, και βρέθηκε καθήμενος στο μπαλκόνι.
Πολλά
σημεία μας έλεγε αυτός, πάρα πολλά είδε. Στο τέλος γηροκομήθηκε στην Ιερά Μονή
Σταυρονικήτα. Τον πήρανε εκεί οι πατέρες, γιατί δεν μπορούσε άλλο να υπηρετήση
τον εαυτό του. Έμενε στην Καψάλα. Αυτός ήτανε από την Μικρά Ασία. Στο Άγιο Όρος
ήρθε μεγάλος, αν και καλογέρευε από λαϊκός και ήτανε γενιοφόρος.
Έλαβε
μέρος και στον ανταρτικό πόλεμο, στα αντάρτικα του ’40, με τους Γερμανούς. Ήταν
στον πόλεμο με τους Γερμανούς και μετά στα αντάρτικα. Μάλιστα μας είπε ότι
κουβαλούσε πολεμοφόδια με τα μουλάρια επάνω στα βουνά.
«Κάποτε»,
μας είπε, «βρεθήκαμε σ’ένα λόφο που έβαλλαν θεριστική βολή οι Γερμανοί.
Όσοι
βρεθήκανε εκεί στον λόφο όλοι σκοτώθηκαν εκτός ελαχίστων. Πέφταν δίπλα οι
οβίδες κι εγώ προσπαθούσα να διαπιστώσω αν τα ’χω τα χέρια μου, το’χω το στήθος
μου ή μου έφυγε; Mε σκέπασαν τα χώματα και δεν με έπιανε βολή, γιατί είχα Τίμιο
Ξύλο πάνω μου, και πίστευα. Όσοι φαντάροι το αντιλήφθηκαν, πιαστήκαν απ’ τα
ρούχα μου. Μόνο αυτοί σωθήκανε. Όλοι οι άλλοι σκοτώθηκαν πάνω στον λόφο». Ήταν
νεαρός τότε.
Μια
μέρα μου λέει ο πρωτοσύγγελος της Θεσσαλονίκης: «Πάμε, πάτερ Βασίλειε, να δούμε
τον γερο-Χαραλάμπη απ’ την Σταυρονικήτα, γιατί έχω μια μεγάλη στεναχώρια. Έχω
την Ροτόντα και αυτοί οι Αρχαιολόγοι δεν μας αφήνουν να λειτουργήσουμε μέσα.
Πάμε
να δούμε, τι θα μας πη .
Να
του πούμε γι’ αυτό το θέμα που με προβληματίζει, γιατί με έχουν βάλει στο
στόχαστρο οι Αρχαιολόγοι». Του λέω: «Γέροντα είναι λίγο αργά – σούρουπο ήτανε
-, στο μοναστήρι είναι λίγο δύσκολα να πάμε τέτοια ώρα».
«Δεν
πειράζει, μια και βρίσκομαι εδώ πέρα, γιατί αύριο το πρωί θα φύγω και δεν έχω
χρόνο». Τρέχουμε. Πηγαίνουμε στου Σταυρονικήτα. Ίσα – ίσα που προλάβαμε την
πόρτα.
Προσκυνήσαμε
τον άγιο Νικόλαο και πήγαμε στον γέροντα Χαραλάμπη. Μας λέει: «Τέτοια ώρα δεν
κάνουν επισκέψεις στα μοναστήρια, αλλά κάνουν προσευχή». Πριν προλάβη ο
Πρωτοσύγγελος να τον ρωτήση για τον Άγιο Γεώργιο, την Ρορόντα, τι θα γίνη, του
λέει ο π. Χαραλάμπης: «Να ξέρετε όμως πατέρες, ότι ο άγιος Γεώργιος ο
Τροπαιοφόρος έχει ένα κοντάρι τρία μέτρα! Και όσους του πάνε ενάντια θα τους
αρχίση με αυτό το κοντάρι».
Τα’
χασε ο πρωτοσύγγελος. Και άλλα τέτοια μας είπε, που θαύμασε ο πρωτοσύγγελος:
«Για δές! Που ήξερε αυτός ο άνθρωπος ότι εμείς ήρθαμε γι’ αυτόν το λόγο εδώ,
για να τον ρωτήσουμε για τον ναό του αγίου Γεωργίου, για το τι θα γίνη, και μας
είπε ότι θα τους κυνηγήση με το κοντάρι του ο άγιος Γεώργιος!».
Από
αυτόν τον άνθρωπο, επειδή ερχότανε πολύ τακτικά στο κελλί μας, ωφεληθήκαμε πάρα
πολύ, γιατί μόνο που καθόμασταν δίπλα του, γαληνεύαμε. Καθόταν εδώ πέρα και
έπλεκε, ή καθόταν κάτω στο εργαστήρι και συνέχεια έπλεκε και έλεγε την ευχή και
μας έλεγε ιστορίες από την πατρίδα του, από τα νεανικά του χρόνια, από το Άγιον
Όρος. Όλα πνευματικά, δεν έλεγε τίποτα κοσμικό. Όλα όσα είχαν σχέση με την
ωφέλεια της ψυχής. Τίποτα περιττό. Και μάλιστα μεμφόμενος τον εαυτό του έλεγε:
«Όυαί ο λαλών και μη ποιών».
Έρχονταν
καμμιά φορά κοσμικοί. Τον ρωτούσαν: «Τι να κάνουμε γερο- Χαραλάμπη; Πες μας
μονολεκτικά κάτι, κάποια διδαχή». Και τους έλεγε: «Έκκλινον από κακού και
ποίησον αγαθόν». Και πολλές παρόμοιες σοφές κουβέντες.
Αυτά
με τον γέροντα Χαραλάμπη. Υπάρχουν πολλές βέβαια ιστορίες του, αλλά δεν τις
θυμάμαι. Και ο π. Ιγνάτιος έχει ακούσει πάρα πολλές. Πάντως αυτό που έμεινε
στην μνήμη μας είναι, ότι είχαμε μία χαρά όταν πηγαίναμε να συναντήσουμε αυτούς
τους ανθρώπους, διότι είχανε πολλή αγάπη και ανεξικακία.
Δεν
είχανε κακία για κανέναν, και αν τους έκανε κάτι κάποιος τον συγχωρούσανε. Δεν
κρατούσανε. Ήτανε σαν προβατάκια αθώα. Και χαιρόσουν αυτούς τους ανθρώπους να
τους συναναστρέφεσαι. Δεν έβλεπες κακία και μίσος, αν και τους πολεμούσε και
αυτούς ο πειρασμός με διαφόρους τρόπους μέσω των αδελφών.
Γνωρίσαμε τόν γερο Χαράλαμπο τόν
«Κομποσχοινᾶ» ὅπως τόν ἔλεγαν ὅλοι
στό Ὄρος, τή δεκαετία τοῦ ’90. Ψηλός καί λίγο καμπουριαστός γέροντας
-λεβεντόγερος!- καί πάντα χαμογελαστός...
Ὅποτε καί νά τόν ἔβλεπες κομποσχοῖνι ἔπλεκε!
Εἴτε μέρα εἴτε νύχτα! Εἶχε τόσο ἐξασκηθεῖ
πού δέν χρειαζόταν νά κοιτᾶ
γιά νά τραβήξει τά κορδονάκια κατά τό πλέξιμο τοῦ κομποσχοινιοῦ· ὅσοι
ξέρουν νά πλέκουν καταλαβαίνουν τί δύσκολο πού εἶναι...
Λίγες οἱ κουβέντες του, συνήθως ἀμίλητος. Μετρημένος καί προσεκτικός, ποτέ δέν νομίζω νά
μάλωσε ἤ νά προσέβαλε κανέναν. Ἐκεῖνο
πού τόν χαρακτήριζε πάντως ἦταν
ἡ ὑπερβολική ἀπλότητα! Μά τόσο ἀπλός πού ἔλεγες μήπως σέ...κοροϊδεύει!
Μιά μέρα πήγαμε στό κελλί του νά
τόν ἐπισκεφθοῦμε μέ ἕναν
ἄλλον ἀδελφό. Κατεβήκαμε ἕνα δρομάκι στριφτό καί ξάφνου ἀκούσαμε τή χαρακτηριστική φωνή του: «Σιγά μή μοῦ χαλάσετε τόν κῆπο!» Κοίταξα δεξιά –ἀριστερά....πού εἶναι ὁ
κῆπος; Καί κατάλαβα! Μέσα στό
μονοπάτι εἶχε ρίξει ὁ εὐλογημένος
κουκιά τά ὁποῖα-παραδόξως-φύτρωσαν καί εἶχαν βγεῖ
κάτι...χαμένα κουκάκια, πού οὔτε
τἄβλεπες. Ὁ...κῆπος!
Τά ἔτρωγε δέ πάντα ὡμά.
Ὅταν φτάσαμε στό κελλί του ψάξαμε
νά τόν βροῦμε, καλά, ἀπό πού ἤρθε
ἡ φωνή του; Τελικά τόν ἀνακαλύψαμε μέσα σέ μιά τρύπα στή γῆ (!) πού εἶχε σκάψει καί ξάπλωνε μέ τά πόδια λίγο ψηλότερα γιατί εἶχε φλεβίτη, πλέκοντας βέβαια πάντα κομποσχοῖνι.
-Τί κάνεις ἐδώ γέροντα;
-Ε, νά κάθομαι ἐδώ πού ἔχει
δροσιά....Καλώς ἤλθατε! Νά σᾶς κεράσω....
Σηκώθηκε μέ δυσκολία καί μπῆκε στό καλύβι του. Μετά ἀπό λίγο γύρισε κρατώντας ἕνα (ἄθλιο)
πλαστικό μπώλ μέ κάτι λουκούμια , πού, ὅπως συμπέρανα σέ λίγο πού προσπάθησα νά δαγκώσω ἕνα, πρέπει νά τά εἶχε ἀρκετές...δεκαετίες.
-Ὡραῖα!
Τώρα νεράκι...
Μπῆκε πάλι μέσα καί γύρισε κρατώντας κάτι κονσερβοκούτια ἀπό καλαμάρια πού παλαιά μᾶς ἔδιναν
«τράνζιτα» (ἀφορολόγητα) καί τά λέγαμε
«Πορτόλες» γιατί ἡ μάρκα λεγόταν «Πορτόλα». Στό πλάι
τοῦ καλυβιοῦ του ὑπῆρχε ἕνα
λάστιχο, τό ξεβίδωσε στήν ἔνωση
καί ἔτρεξε νερό. Ξέπλυνε τά
κονσερβοκουτάκια καί ἔβαλε φρέσκο νεράκι νά μᾶς κεράσει.
-Ὁρίστε! Καλώς ἤλθατε πατέρες μου!
Κοίταξα μιά τό κουτάκι καί μιά τόν
ἀδελφό πού πήγαμε μαζί...Μέσα στό κουτάκι
ὑπῆρχε ἕνα
στρῶμα ἀκαθορίστου χρώματος στόν πᾶτο καί τά τοιχώματα μέχρι ἕνα ὕψος...
Ὁ ἀδελφός χαμογέλασε καί τό ἤπιε λέγοντας «τό κέρασμα τῆς ἐρήμου
εὐλογημένε!». Ἑγώ δέν τά κατάφερα, τό ὁμολογῶ!
Τό ἔχυσα δίπλα μέ τρόπο...
Πώς ζοῦσε ἐκεῖ ὁ εὐλογημένος, γέρος ἄνθρωπος... Μέσα τό καλυβάκι του δέν εἶχε σκεπή παρά μόνο στήν μία πλευρά, ἡ ἄλλη πλευρά ἦταν ἐκτεθειμένη
στή βροχή.
-Καλά, τί κάνεις γέροντα ὅταν βρέχει;
-Εὐλογημένε, τό ἔχω τό κρεβάτι μου ἀπό τήν ἄλλη
μεριά, δέν βλέπεις;
Τό καλοῦμενο «κρεβάτι», ἕνα ξύλινο κατασκεύασμα στό...ταβάνι σχεδόν κολλητό, γιά
νά τό πιάνει ἡ ζέστη, ὅπως ἔλεγε
ὁ καλοκάγαθος γέρων. Ὅσο γιά ζέστη... μιά σόμπα μικροῦ μεγέθους πού γέμιζε ἀπό πάνω. Γιά νά βάλει τά μεγάλα ξύλα μέσα τά σκέπαζε μέ
ἕναν...γκαζοντενεκέ γιά νά
μεγαλώσει ὁ χῶρος τῆς
σόμπας! Ἔλεγες βέβαια καλύτερα πού δέν ἔχει σκεπή τό καλύβι γιατί σίγουρα θά εἶχε σκάσει ἀπό τούς καπνούς ὁ γερο Χαράλαμπος...
Τό γοῦστο εἶναι
πού ἦταν καί ... ἐφευρετικός ἀλλά καί πρωτοπορειακός! Ἦταν ὁ
πρῶτος πού ἀγόρασε ἀλυσοπρίονο
στό Ὄρος. Καί ἐπειδή τοῦ εἶπαν
νά προσέχει μήπως βρεῖ ἡ ἀλυσίδα καί τιναχθεῖ καί τόν κόψει τί μηχανεύθηκε; ἕπιασε καί φόρεσε στά χέρια καί πόδια του...μπουριά ἀπό σόμπες καί δυό φύλλα λαμαρίνας στό στῆθος καί τήν πλάτη. Σάν τόν .....Ρόμποκοπ ἦταν!
Μιά φορά ἕνας προσκυνητής τοῦ χάρισε μιά χύτρα ταχύτητος. Τήν πῆρε λοιπόν ὁ μακάριος γέροντας νά μαγειρέψει, ἀλλά τήν ἔβαλε πάνω στήν φωτιά μέ τά ξύλα, μέ ἀποτέλεσμα νά καεῖ ἀμέσως τό λάστιχο γύρω-γύρω καί νά
λειτουργεῖ σάν...κανονική κατσαρόλα.
Ὅταν ἔμενε στήν Σκήτη Κουτλουμουσίου πήγαινε στό Κυριακό γιά
τήν λειτουργία τῆς Κυριακῆς. Παλιά δέν ἄναβαν σόμπες στούς Ναούς στό Ἅγιον Ὄρος.
Αὐτός ὁ καϋμένος κρύωνε καί ἐπειδή δέν ἄντεχε τόσες ὥρες, τυλιγόταν πάνω ἀπό τό ράσο μέ μιά...κουβέρτα, χωρίς νά ἐνδιαφέρεται πού τόν ἔβλεπαν οἱ ἄλλοι μοναχοί καί προσκυνητές, μέ ἀποτέλεσμα νά τοῦ βγάλουν τό παρατσοῦκλι «Ἀββᾶς Σινδόνιος».
Ἡ πιό ἀξιομνημόνευτη ὅμως ἱστορία
του ἦταν ὅταν τοῦ
ζήτησε ἕνας μοναχός τό κελλί πού εἶχε καί ἕμενε
δίπλα στό Πρωτᾶτο, στίς Καρυές. Ἀμέσως δέχθηκε νά τοῦ τό δώσει ἑνῶ ἦταν ἤδη
γέρος καί ὅδευε στά ὁγδόντα. Τοῦ τό παρέδωσε καί πῆγε νά μείνει σέ ἕνα ἀπομακρυσμένο
Σταυρονικητιανό κελλί στήν ἕρημο
τῆς Καψάλας. Ἕνα πρωϊνό στήν πλατεία τῶν Καρυῶν
ἀκούστηκε ἕνας παρατεταμένος θόρυβος σάν νά κυλοῦσαν ντετζερέδες...Βγαίνουν ἕξω ἀπό
τά καταστήματα πατέρες, μαγαζάτορες καί προσκυνητές καί τί νά δοῦν! Ὁ
γεροΧαράλαμπος, ἀπαθέστατος ἔπλεκε κομποσχοίνι, ἔχοντας δέσει στήν μέση του ἕνα σχοινί πού τραβοῦσε πίσω του ὅλη του τήν πραμάτεια! Μιά κατσαρόλα, πιό πίσω ἕνα μπρίκι, μετά τό κουτί μέ τίς χάντρες γιά τά
κομποσχοίνια, ἕνα σκαλιστήρι καί πᾶει λέγοντας....
Ὅσα χρήματα ἔβγαζε ἀπό
τά κομποσχοίνια συνήθως τά μοίραζε, εἴτε σέ μοναχούς πού δυσκολεύονταν εἴτε στά παιδάκια τῆς Ἀθωνιάδος
Σχολῆς...
Ἀπό τήν πολλή του ἀπλότητα παρεσύρθη κάποτε καί ἀκολούθησε τούς ζηλωτές ἀλλά κατάλαβε τό λάθος του καί ἐπέστρεψε στήν Ἐκκλησία.
Στό τέλος τῆς ζωῆς
του γηροκομήθηκε ἀπό τούς καλούς πατέρες τῆς Μονῆς
Σταυρονικήτα, ἀπό ὅπου καί ἀνεχώρησε γιά τόν οὐρανό τό 1998.
Χάσαμε ἕναν παλαιό Ἁγιορείτη, γνήσιο ἐκφραστή τῆς Ἁγιοπατερικῆς παραδόσεως τοῦ «λάθε βιώσας». Ἄγνωστος μεταξύ πάντων, μέ χαρά καί χαμόγελο βίωνε τήν ἀπλότητα τῆς ἄλλης
βιοτῆς.... Νἄχουμε τήν εὐχή του....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου