Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1898 ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, μητροπολίτης Πενταπόλεως, διωγμένος ἀπὸ τὴ θέση του στὴν Αἴγυπτο καὶ ὄντας τότε ὕστερα ἀπὸ πολλὲς ταπεινώσεις καὶ ταλαιπωρίες, τὶς ὁποῖες ὅμως ὑπέμενε ἀγόγγυστα καὶ μὲ χριστιανικὴ καρτερία διευθυντὴς τῆς Ῥιζαρείου Σχολῆς, πραγματοποίησε προσκυνηματικὴ ἐπίσκεψη στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὸ ὁποῖο πάντοτε μὲ ἰδιαίτερο πόθο προσέβλεπε καὶ στὸ ὁποῖο, μετὰ τὴν ἐκδίωξή του ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, σκόπευε νὰ μονάσει.
Στὸ ἱστορικὸ Πρωτᾶτο τῶν Καρυῶν προσκύνησε
τὴν ἐφέστιο τοῦ Ὄρους
θαυματουργὴ εἰκόνα «Ἄξιόν ἐστι»,
θαύμασε τὶς περίφημες τοιχογραφίες τοῦ Πανσέληνου καὶ χοροστάτησε
σὲ κάποιες ἱερὲς Ἀκολουθίες, ὅπου ἔνιωσε βαθιὰ τὴν κατάνυξη,
ποὺ μόνο ὅσοι ἔχουν βρεθεῖ ἐκεῖ κατὰ καιρούς, καὶ μάλιστα ὅταν εἶναι πρώτη
φορά, ἔχουν αἰσθανθεῖ.
Ὡς καλόγερος
Στὴ
συνέχεια, φορώντας τὸν σκοῦφο καὶ τὸ ταπεινὸ ράσο τοῦ καλόγερου, μὲ
χοντρὰ ἄρβυλα, καὶ εἴτε
πεζοπορώντας γιὰ ὦρες, εἴτε μὲ ζῶα ποὺ μὲ προθυμία ἔθεταν στὴ διάθεσή
του
οἱ μοναχοί, εἴτε μὲ τὰ πλοιάρια, ἐπεσκέφθη πολλὰ μοναστήρια,
καθίσματα, καλύβες, κελλιά, σκῆτες καὶ ἡσυχαστήρια.
Θαυμαστῆς της φύσης καθὼς ἦταν, μέσα στὶς μακρὲς πορεῖες του στὸν
παρθενικὸ αὐτὸ τόπο μὲ τὰ πυκνὰ δάση, τὶς ὑψίκορμες καστανιὲς καὶ τὶς
ὀξιές, τὰ κυπαρίσσια
καὶ τὰ ἔλατα, στὸν
παραδεισένιο αὐτὸ χῶρο μὲ τὴν πλούσια βλάστηση, τὰ γάργαρα νερὰ καὶ τὰ
κελαϊδίσματα τῶν πτηνῶν, μὲ τὴν ἀπέραντη
βαθυκύανη θάλασσα νὰ ἁπλώνεται μπροστὰ στὰ μάτια του, ἔνιωσε πιὸ κοντὰ
στὸν Δημιουργό.
Στὰ
ἱερὰ καθιδρύματα προσκύνησε Τίμιο Ξύλο, ἅγια λείψανα μαρτύρων καὶ
ὁσίων, καθὼς καὶ θαυματουργεῖ εἰκόνες, ἐνῶ στὰ εἰκονοστάσια καὶ στοὺς
«ἱστορημένους»
τοίχους τῶν ἐκκλησιῶν θαύμασε ταπεινῶν καὶ εὐλαβῶν ἁγιογράφων τὴν ἔνθεη
τέχνη. Ἐκεῖ γνώρισε καὶ συναναστράφηκε μὲ ἁγίους μοναχούς, κοινοβιάτες
καὶ ἀσκητὲς καὶ γεμάτος
ταπείνωση, ἂς ἦταν ἀρχιερέας, μαθήτευσε κατὰ Χριστὸν κοντά τους.
Στὶς
ἱερὲς Ἀκολουθίες, εἴτε χοροστατοῦσε ἀπὸ τὸν ἀρχιερατικὸ Θρόνο, εἴτε
στεκόταν
στὸ ταπεινὸ στασίδι ποὺ τὸ εἶχαν γυαλίσει μὲ τοὺς τριμμένους ἀγκῶνες
τοὺς γενιὲς μοναχῶν, εἴτε γονυπετοῦσε στὰ πλακόστρωτα δάπεδα, ποὺ τὰ
εἶχαν βρέξει μὲ τοὺς κρουνοὺς τῶν δακρύων
τους καὶ τὰ εἶχαν σφουγγίσει μὲ τὶς πολυάριθμες στρωτές τους μετάνοιες
μοναχοὶ αἰώνων, ἀκούγοντας νὰ ψάλλονται μὲ θεσπέσιο πραγματικὰ τρόπο τὰ
διάφορα ἐκκλησιαστικὰ μέλη, βλέποντας τοὺς μοναχούς
με τὰ κουκούλια ἀκίνητους σὰν σκιὲς μέσα στὸ μισοσκόταδο, μεταφερόταν σὲ
οὐράνιους
κόσμους.
Προσκυνήματα
Παράλληλα, ὡς ἄνθρωπος τῶν γραμμάτων, θαύμασε τὰ
σκευοφυλάκια μὲ τοὺς ἀμύθητους θησαυροὺς καὶ ὅσο ὁ χρόνος τοῦ ἐπέτρεπε, μελέτησε καὶ κάποια
χειρόγραφα, ποὺ τὸν ἐνδιέφεραν ἰδιαίτερα.
Παραθέτουμε ἐλάχιστα στοιχεῖα γιὰ μερικὰ
συγκεκριμένα προσκυνήματά του:
Στὶς 6 Αὐγούστου,
γιορτὴ τῆς
Μεταμόρφωσης τοῦ Σωτῆρος, βρισκόταν στὴ Μεγίστη
Λαύρα, ἐνῶ στὶς 15 Αὐγούστου,
γιορτὴ τῆς Κοίμησης,
λειτούργησε στὸ μοναστήρι τῶν Ἰβήρων, ὅπου καὶ προσκύνησε τὴ δεύτερη ἐφέστιο εἰκόνα τοῦ Ἁγιωνύμου Ὄρους, τὴ φημισμένη
θαυματουργὸ εἰκόνα τῆς «Πορταΐτισσας».
Ἐνδιάμεσα τῶν Καρυῶν, τῆς Λαύρας καὶ τῶν Ἰβήρων ἐπεσκέφθη τὸν Μυλοπόταμο, ὅπου ἀσκήτευε ὁ πρ. Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης
Ἰωακεὶμ ὁ Γ´, μετὰ τὴν πρώτη του
πατριαρχία. Αὐτὸ ἦταν φυσικό, δεδομένης τῆς φωτεινῆς προσωπικότητας τοῦ μεγάλου ἐκείνου Πατριάρχη.
Ὅπως
ἔγραφε ὁ ἀείμνηστος π.
Γαβριὴλ Διονυσιάτης, μοναχὸς στὸ Ὄρος ἀπὸ τὸ 1910, «Εὐλογία Θεοῦ διὰ τὸν
ἁγιώνυμον
τόπον. Ἡ ἔλευσις τοῦ Πατριάρχου ἠλέκτρισε τὰ πλήθη τῶν Ὀρθοδόξων καὶ
παρετηρήθη ἐξαιρετικὴ συρροὴ εἰς ἀριθμὸν καὶ ποιότητα θεοφιλῶν ψυχῶν
(...). Οὐδεὶς τουλάχιστον τῶν ἡμετέρων παρέλειψε νὰ διέλθη ἐκ
Μυλοποτάμου, ἵνα λάβῃ ἐκεῖθεν σὺν τῇ εὐλογίᾳ καὶ τὰ ψυχικὰ ἐφόδια (...).
Ὁσάκις δὲ ἐν
Κωνσταντινουπόλει μετέπειτα ἐδέχετο ἁγιορείτας ἔπιπτε
κυριολεκτικῶς ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτῶν καὶ κατεφίλει αὐτούς».
Ἀποκάλυψη
Στὰ
Κατουνάκια καὶ στὴν Ἀδελφότητα τῶν Δανιηλαίων δὲν ἀποκάλυψε τὴν
ταυτότητά
του, ἀλλὰ
παρουσιάστηκε σὰν ἄγνωστος ἁπλὸς μοναχός. Κάποια ὥρα, σὲ ἕναν περίπατο
στὰ γειτονικὰ
κακοτράχαλα, ἀλλὰ ἁγιασμένα Καρούλια, ἔγινε ἡ ἀποκάλυψη.
Πρόκειται γιὰ τὴ συγκινητικὴ συνάντησή του μὲ ἕναν διακριτικὸ ἐρημίτη,
τοῦ ὁποίου, δυστυχῶς δὲν διασώθηκε τὸ ὄνομα καὶ ὁ ὁποῖος, χωρὶς νὰ τὸν
ἔχει δεῖ, τὸν ἀναγνώρισε καὶ ἐπισήμανε τὴν ἁγιότητά του.
Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου στὰ Κατουνάκια ἔγινε ἀπαρχὴ στενῶν πνευματικῶν δεσμῶν τοῦ Ἁγίου με τὸν Οἶκο τῶν Δανιηλαίων
καὶ εἰδικότερα μὲ τὸν Γέροντα
Δανιήλ, ὁ ὁποῖος σὲ ἐπιστολὲς του ζῶντα τὸν
χαρακτήριζε «ἁγιώτατον, διάσημον, Ἀρχιερέα κοιμῶντα ταῖς ἀρεταῖς καὶ τοῖς παλαιοῖς Ἁγίοις
Πατράσιν ἐφάμιλλον (...) Μέγαν της Ἐκκλησίας Πατέρα (...) διορατικώτατον Πατέρα».
Στὴν
Ἁγία Ἄννα συναντήθηκε μὲ ἁγιασμένους ἀνθρώπους, ὅπως τὸν «ἁγιώτατον καὶ
ἀσκητικώτατον» ἐπίσκοπο
πρώην Μετρῶν Δοσίθεο, τὸν χαρισματικὸ παπα-Μηνᾶ τὸν Μαυροβούνιο καὶ τὸν
ταπεινὸ καὶ διακριτικὸ μοναχὸ Ἰωάσαφ, μὲ τὸν ὁποῖο μάλιστα
διατηροῦσε κατόπιν συχνὴ ἀλληλογραφία.
Σὲ ἕνα γράμμα τοῦ Ἁγίου ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία αὐτή, γίνεται μία «θαυμάσια ἀναλυτικὴ σύγκριση
μεταξὺ τῆς ἀξίας ἑνὸς ἀρχιερέως ὡς ἀξιώματος καὶ ἑνὸς μοναχοῦ ἐναρέτου» (Θεόκλητος Διονυσιάτης).
Στὴ Σιμωνόπετρα
Στὴ
Σιμωνόπετρα ἔμεινε ζωντανὴ ἡ ἀνάμνηση τῆς ἐπίσκεψής του στὸ γηροκομεῖο
της, ἐνῶ ἰδιαίτερος
παρέμεινε ὁ πνευματικὸς σύνδεσμος
μὲ τὸν Ἅγιο τοῦ Ἱερωνύμου τοῦ
Σιμωνοπετρίτη. Ὁ νεαρὸς τότε μοναχὸς ἐντυπωσιάστηκε πολὺ καὶ ὅταν κατὰ
καιροὺς κατέβαινε
στὴν Ἀθήνα καὶ στὸ Μετόχι τῆς Ἀνάληψης στὸν Βύρωνα, πήγαινε καὶ ὡς τὴν
Αἴγινα γιὰ νὰ πάρει τὴν εὐλογία του καὶ ἀργότερα, τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1920,
τοῦ συμπαραστάθηκε στὴ νοσηλεία
του στὸ Ἀρεταίειο
νοσοκομεῖο.
Τότε ὁ Ἅγιος τοῦ ἐξομολογήθηκε
τὸν μύχιο πόθο του: «Ἂν ὁ Θεὸς μοῦ δώσει τὴν ὑγείαν μου, θὰ ξαναέλθω εἰς Ἅγιον Ὄρος».
Ἐγκαταλείποντας
τὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ Πενταπόλεως Νεκτάριος ἔφυγε εὐχαριστημένος, πνευματικὰ
ὠφελημένος καί, ὁπωσδήποτε, ἡ βιωτὴ τῶν Ἁγιορειτῶν πατέρων τὸν βοήθησε
στὴ διοργάνωση τοῦ μοναστηριοῦ του στὴν Αἴγινα. Εἶχε πάει μὲ καλὴ
προαίρεση,
γι᾿ αὐτὸ μπόρεσε καὶ εἶδε ὅσα θαυμάσια ἔπρεπε νὰ δεῖ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου