Η Οικοδέσποινα του μικρού σπιτιού όπου φυλάσσονταν τα
αντικείμενα του οσίου Σεραφείμ, στην οδό Λιεσνάγια του Ντιβέγεβο, ήταν η
μεγαλόσχημη μοναχή Μαργαρίτα. Όμως επί πολλά έτη κανείς δεν ήξερε ότι είναι
μυστική μοναχή και μεγαλόσχημη. Όλη την ήξεραν ως μητερούλα Φρόσια ή απλά
Φρόσια, παρόλο που ήταν συνομήλικη με τον αιώνα: το 1983. Όταν πήγα πρώτη φορά
στο Ντιβέγεβο. η μητερούλα μόλις είχε συμπληρώσει τα 83 χρόνια της.
Ο μυστικός μοναχισμός εμφανίστηκε την εποχή των τελευταίων
διωγμών κατά της Εκκλησίας τον 20° αιώνα. Ο μοναχός ή η μοναχή, που είχαν λάβει
μυστική κουρά έμεναν στον κόσμο, φορούσαν συνηθισμένα ρούχα, συχνά δούλευαν σε
κοσμικά ιδρύματα, αλλά εκπλήρωναν αυστηρά όλες τις μοναχικές υποσχέσεις. Την
κουρά, όπως και το νέο όνομα, έπρεπε να τα ξέρει μόνο ο πνευματικός. Ακόμη και
όταν κοινωνούσαν στους κανονικούς ναούς, αυτοί οι αθλητές έλεγαν το κοσμικό
τους όνομα.
Για τη μητερούλα Φρόσια όλοι νόμιζαν ότι απλά ήταν πρώην
δόκιμη στο μοναστήρι. Κι αν οι φιλοπερίεργοι της έκαναν ερωτήσεις για το θέμα
του μοναχισμού, η μητερούλα απαντούσε, απολύτως ειλικρινά, ότι κάποτε αξιώθηκε
να είναι δόκιμη στη μονή Ντιβέγεβο.
Αναγκάστηκε να αποκαλύψει το μοναχικό της όνομα μόνο στις
αρχές της δεκαετίας τού 90 με την ευλογία της ηγουμένης Σεργίας, της ηγουμένης
της αναγεννημένης μονής του Ντιβέγεβο όπου μετακινήθηκε η μητερούλα Φρόσια τρία
χρόνια πριν τα τέλη της.
Πριν απ’ αυτό ήταν απλά η Φρόσια. Μάλιστα η ίδια η μητερούλα
αντιμετώπιζε τον εαυτό της με πολύ σκεπτικισμό κι ενίοτε ακόμη κα’
περιφρονητικά.
Κάποτε στο Τμήμα Εκδόσεων εκδώσαμε ένα πολύ όμορφο
εικονογραφημένο τευχίδιο, αφιερωμένο στον όσιο Σεραφείμ και την ιστορία της
μονής Ντιβέγεβο. Δεν είχε ξαναγίνει τέτοιου είδους έκδοση στη σοβιετική
περίοδο. Με την πρώτη ευκαιρία το έφερα στη μητερούλα Φρόσια για να της το
δείξω. Ήταν τόσο γυαλιστερό, σύγχρονο, αστραφτερό, έντονα χρωματισμένο, που
έμοιαζε από άλλο πλανήτη μέσα στο φτωχικό σπιτάκι της οδού Λιεσνάγια.
Αλλά στη μητερούλα άρεσε πολύ. Άρχισε να κοιτάζει τις
εικόνες και να γυρνά τις σελίδες με περιέργεια.
«Αχ, πατερούλη Σεραφείμ!», χτύπησε τα χέρια της, βλέποντας
την ωραία εικόνα τού οσίου.
«Η μητερούλα Αλεξάνδρα, η τροφός!», αναγνώρισε το πορτραίτο
της πρώτης ηγουμένης της μονής Ντιβέγεβο, Αγάθιας Σεμιόνοβνα Μελγκουνόβα. Η
μητερούλα Φρόσια ήξερε άριστα όλη την ιστορία του Ντιβέγεβο, μια ιστορία που
ήταν λίγο μικρότερη τον 200 ετών.
«Κι αυτός; 0 Νικόλαος Αλεξάντροβιτς! Ο Μοτοβίλωφ!». Στο
τέλος η μητερούλα άνοιξε την τελευταία σελίδα και μπροστά της εμφανίστηκε η
δική της φωτογραφία. Για μια στιγμή στερήθηκε το χάρισμα του λόγου. Κι ύστερα,
χτυπώντας τα χέρια με ειλικρινή αγανάκτηση, αναφώνησε:
Ρώσος φιλόσοφος και ακαδημαϊκός Αλέξιος Φιοντόροβιτς Λόσεφ.
Στην κουρά τον ονόμασαν μοναχό Ανδρόνικο. Συνήθως σε όλες τις φωτογραφίες ο
Λόσεφ παρουσιάζεται να φορά ένα παράξενο σκουφάκι και γυαλιά με τεράστιους
φακούς. 0 Αλέξιος Φιοντόροβιτς φορούσε τέτοια γυαλιά, διότι μετά απο αρκετά
χρόνια στα στρατόπεδα, στο κανάλι μεταξύ Λευκής και Βαλτικής θάλασσας σχεδόν
τυφλώθηκε. Και το παράξενο μαύρο σκουφάκι το φορούσε, όχι επειδή φοβόταν το
κρυολόγημα, όπως όλοι νόμιζαν. Ήταν μοναχικός σκούφος, το μοναδικό αντικείμενο
από τη μοναχική ενδυμασία, που ο μοναχός Ανδρόνικος επέτρεπε στον εαυτό του να
φέρει πάντοτε.
Μετά τον πόλεμο ήρθε νέα περίοδος για την εκκλησιαστική ζωή:
άρχισαν ν’ ανοίγουν οι ναοί. τα μοναστήρια. Άρχισε να χάνεται το νόημα της
μυστικής κουράς. Και να που τότε επαληθεύτηκε ο γνωστός νόμος που λέει ότι η
ιστορία επαναλαμβάνεται στην αρχή ως τραγωδία και στη συνέχεια σαν φάρσα.
Στα εκκλησιαστικά περιβάλλοντα κυκλοφορούσαν διάφορες
ιστορίες, όπως εκείνη για κάποια γυναίκα, που εμφανιζόταν στη Λειτουργία
ντυμένη ολόκληρη στα μαύρα, και έσπρωχνε αποφασιστικά το πράο πλήθος των
ενοριτών, για να κοινωνήσει πρώτη, διακηρύσσοντας δυνατά το όνομα της: «Μυστική
μοναχή Λουκέρια!».
0 μητροπολίτης Πιτιρίμ διηγιόταν ένα ανέκδοτο, που
κυκλοφορούσε κι αυτό στους εκκλησιαστικούς κύκλους τη δεκαετία τού ’50. Μια
μοσχοβίτισσα κυρία πηγαίνει επίσκεψη σε μια γνωστή της. Εκείνη απλώνει στο
τραπέζι πασιέντζα. Συγχυσμένη η φιλοξενούμενη ψιθυρίζει: «Μαρία Πετρόβνα! Μαρία
Πετρόβνα! Δεν πρέπει να το πω σε κανένα, είναι μεγάλο μυστικό, μεγάλο μυστικό!
Αλλά σ` εσάς θα το πω… Χθες έλαβα μυστική κουρά με το όνομα Κονκόρντια!» Η
οικοδέσποινα ατάραχα ακουμπά το χαρτί κι απαντά:
«Ε. και; Εγώ είναι ήδη ο δεύτερος χρόνος που έχω λάβει το
μεγάλο σχήμα!».
«Φροσάκι! Κι εσύ εδώ; Ου μάτια ξεδιάντροπα!».
Ήδη σ’ εκείνο το πρώτο ταξίδι μου στο Ντιβέγεβο με τον π.
Βονιφάτιο. η μητερούλα Φρόσια με παρακάλεσε με απόλυτη απλότητα, την ώρα που με
αποχαιρετούσε, να ξαναέρθω κοντά τους για να επισκευάσω τη στέγη και την
αποθήκη. Υποσχέθηκα να το κάνω οπωσδήποτε και το καλοκαίρι επέστρεψα στο
Ντιβέγεβο. παίρνοντας μαζί δύο φίλους. Εγκατασταθήκαμε στην αποθήκη, στον
αχυρώνα, και τη μέρα ασχολούμασταν με την επισκευή ενώ τα βράδια γυρνούσαμε στο
κατεστραμμένο μοναστήρι, προσευχόμασταν μ’ αυτές τις εκπληκτικές μονάχες κι
ακούγαμε τις αφηγήσεις της μητερούλας Φρόσιας, που για μένα ήταν ασύγκριτες.
Διηγούνταν ιστορίες για το παλιό Ντιβέγεβο. για το πώς όλες
τις δεκαετίες της σοβιετικής εξουσίας το μοναστήρι του Ντιβέγεβο ζούσε υπό την
καθοδήγηση του πατερούλη Σεραφείμ, είτε στις φυλακές, είτε στα στρατόπεδα, ή
στις εξορίες ή να όπως τώρα. γύρω από την κατεστραμμένη μονή. Ήταν φανερό ότι
ήθελε να μεταδώσει όλα όσα φύλαγε στη μνήμη της. για να μην πεθάνουν μαζί της.
ΣΧΕΔΟΝ ΆΓΙΟΙ .
π. ΤΥΧΩΝ ΣΕΒΚΟΥΝΩΦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου