Φώτης Κόντογλου:
Μία ἀπὸ τοῦτες τὶς ἡμέρες βρέθηκα σ᾿ ἕνα βουνὸ πυκνοδασωμένο
καὶ μοσχοβολημένο, καὶ σὰν νὰ ξαναγεννήθηκα. Περπατοῦσα σ᾿ ἕνα ἔρημο μονοπάτι,
κι ἀνάσαινα τὸ δροσερὸ ἀεράκι ποὺ κατέβαινε ἀπὸ τὶς ραχοῦλες, μακρυὰ ἀπὸ τὴν
πνικτικὴ βρόμα τῆς ἀλεποφωλιᾶς ποὺ τὴν λένε πολιτεία, καὶ ποὺ βγάζει μέσα της
κάθε λογῆς κακία, πονηριὰ καὶ ἀσχήμια, μ᾿ ὅλα τὰ ψεύτικα στολίδια ποὺ στολίσανε
τὴν πόρνη οἱ ἐραστές της.
Ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσα, βλέπω νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ δάσος μία
μικροκαμωμένη γυναίκα, μ᾿ ἕνα σακκὶ στὸν ὦμο. Ἤτανε ξυπόλυτη, μ᾿ ἕνα τσεμπέρι
καὶ κρατοῦσε στὸ χέρι τῆς ραβδί. Σὰν ἦρθε κοντά μου μὲ χαιρέτησε μ᾿ ἕναν ἔμορφον
χαιρετισμό. Τὸ πρόσωπό της ἤτανε πολὺ ἐκφραστικὸ καὶ συμπαθητικό, ἀλλοιώτικο ἀπὸ
τὰ πρόσωπα ποὺ βλέπουμε στὴν πολιτεία, ποὺ εἶναι γεμάτα ἀφηρημάδα, ἀδιαφορία, ἀνέκφραστες
μάσκες. Μὲ κοίταζε μὲ προσοχὴ σὰν μιλοῦσε καὶ μὲ περισσότερη προσοχὴ μ᾿ ἄκουγε ὅταν
τῆς ἀπαντοῦσα. Ἡ ὄψη της ἤτανε βασανισμένη, μὰ γεμάτη ἀξιοπρέπεια, ἁπλότητα καὶ
σεμνότητα . Τὸ μικρὸ πρόσωπό της ἤτανε ψημένο ἀπὸ τὸν ἀγέρα καὶ τὸν ἥλιο. Τὰ
μάτια της ἤτανε τόσο ἐκφραστικὰ καὶ ἡ ὁμιλία της τόσο σπουδαία, ἀπονήρευτη καὶ
συμπαθητική, ποὺ τραβοῦσε τὸν ἄνθρωπο σὰν μαγνήτης. Τὸ σῶμα της ἤτανε
κοκκαλιάρικο καὶ πολὺ σβέλτο, καὶ μ᾿ ὅλο ποὺ ἤτανε κακοντυμένη καὶ ξυπόλυτη, εἶχε
ἐπάνω της κάποιο ἀνεξήγητο μεγαλεῖο, τόσο ποὺ ν᾿ ἀπορεῖ κανεὶς καὶ νὰ
συλλογίζεται γιατὶ δὲν βρίσκονται πιὰ τέτοιοι ἄνθρωποι ἀνάμεσά μας.
Μοῦ μίλησε γιὰ τὰ πρόβατα ποὺ τὰ φύλαγε ὁ γιός της καὶ ἐκείνη
ἡ ἴδια, μοῦ μίλησε γιὰ τὰ βάσανα ποὺ τραβᾶνε μὲ τοὺς βαρειοὺς χειμῶνες καὶ γιὰ
κάποιους «ἐπίσημους ἀνθρώπους» ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὴν Ἀθήνα μὲ συνοδεία καὶ ποὺ
τοὺς φοβερίζουνε πὼς θὰ πάρουνε τὶς βοσκὲς καὶ ποὺ λένε πὼς δὲν χρειάζονται τὰ
πρόβατα καὶ πὼς θὰ τὰ διώξουνε, ἐπειδὴ στὰ βουνὰ κάνουνε περίπατο οἱ ἄνθρωποι
ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὰ ξένα μέρη, καὶ ποὺ δὲν θέλουνε νὰ βλέπουνε πρόβατα ποὺ
κοπρίζουνε, μηδὲ γιδερά, ἀλλὰ μοναχὰ δένδρα. «Ἔλα Χριστὲ καὶ Παναγία» μοῦ
λέγει. Ἡ κοπριὰ ποὺ κάνουνε τὰ πρόβατα, μοσχοβολᾶ. Ἡ δική μας κοπριὰ βρωμᾶ, ἡ ἀνθρώπινη.
Ἐμένα ὁ παππούς μου κι ὁ προπάππους μου, ὁ πατέρας μου κι ὁ ἄνδρας μου κι ὅλοι
οἱ συγγενεῖς μου, αὐτὴ τὴν δουλειὰ κάνανε, μὲ τὰ ζωντανὰ ζούσανε. Ἄ! τὸ γάλα καὶ
τὸ μαλλὶ τὸ θέλουνε οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὴν Ἀθήνα! Τὰ κακόμοιρα
πρόβατα δὲν θέλουνε!
Ἀκουμπισμένη στὸ ραβδί, μὲ κοίταζε σὰν νὰ μὲ ἤξερε ἀπὸ
χρόνια. Ἤτανε σὰν τὸ ἀγριολούλουδο ποὺ κρύβεται ντροπαλὰ κάτω ἀπὸ τὴν πέτρα. Καὶ
οἱ σοφοὶ καὶ ἐπίσημοι ἀπὸ τὴν Ἀθήνα δὲν θέλουνε νὰ βλέπουνε μήτε πρόβατα μήτε
τσοπάνηδες! Γιατί ἄραγε νὰ βρίσκονται ΠΑΝΤΑ ὑπὸ διωγμὸ οἱ ἁπλοϊκοὶ καὶ καθαροὶ ἄνθρωποι;
Αὐτοὺς ποὺ δὲν πειράζουνε κανένα, γιατί τοὺς πειράζουν ὅλοι; Γιατί νὰ
κινδυνεύουνε νὰ ἐξοντωθοῦνε οἱ ἁπλοὶ καὶ ἄβλαβοι ἄνθρωποι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου