Βρήκα πολλούς πατέρες με «πράξη» και «θεωρία»
Εγώ, όταν ήλθα στο Άγιον Όρος, βρήκα πολλούς Πατέρες με «πράξη» και «θεωρία». Γηραιούς και αγίους ανθρώπους.
Ήταν ο Γέρων Καλλίνικος. Άριστος
ασκητής. Έγκλειστος σαράντα έτη. Εξασκούσε τη νοερά εργασία και
απολάμβανε της θείας αγάπης το μέλι γενόμενος και σε άλλους ωφέλιμος.
Αυτός γεύθηκε την αρπαγή του νοός.
Πιό κάτω απ’ αυτόν ήταν ένας Γέρων
Γεράσιμος. Πολύ μεγάλος ησυχαστής. Χίος στην καταγωγή. Θαυμάσιος
ασκητής. Εξασκούσε τη νοερά προσευχή. Ενενήντα ετών. Έκαμε στην κορυφή
του Προφήτη Ηλία δεκαεπτά χρόνια παλεύοντας με δαίμονες και
ταλαιπωρούμενος από τις καιρικές συνθήκες. Έμεινε σταθερός στύλος
υπομονής. Αυτός είχε τα δάκρυα συνεχή. Γλυκαινόμενος στη μελέτη του
Ιησού τελείωσε τον αμέριμνο βίο του.
Υψηλότερα ήταν ο Γέρων Ιγνάτιος. Τυφλός
πολλά χρόνια. Χρόνια πνευματικός. Γέρων ενενήντα πέντε ετών. Ευχόμενος
νοερά και αδιάλειπτα. Από την ευχή έβγαζε το στόμα του ευωδία, τόσον που
χαιρόταν κάνεις να ομιλεί κοντά στο στόμα του.
Ήταν και άλλος πολύ πιο θαυμαστός στον
Άγιον Πέτρο τον Αθωνίτη, ο παπα-Δανιήλ, μιμητής του Μεγάλου Αρσενίου.
Πάρα πολύ σιωπηλός, έγκλειστος· εφ’ όρου ζωής λειτουργός. Εξήντα χρόνια
ούτε μία ημέρα δεν εννοούσε να αφήσει τη Θεία Ιερουργία. Και την Μεγάλη
Σαρακοστή όλες τις ημέρες έκανε Προηγιασμένες. Και μέχρι τελευταίας
ημέρας υπέργηρος τελειώθηκε δίχως ασθένεια. Η δε Λειτουργία του κρατούσε
πάντοτε τρισήμισυ ή τέσσερις ώρες, διότι δεν μπορούσε από την κατάνυξη
να κάνει τις εκφωνήσεις. Από τα δάκρυα μούσκευε πάντα μπροστά του το
χώμα. Γι’ αυτό δεν ήθελε ξένος κανείς να είναι στη Λειτουργία του, να μη
βλέπει την εργασία του. Αλλ’ εγώ, επειδή με πολλή θέρμη τον παρακάλεσα,
με δεχόταν. Και κάθε φορά που πήγαινα – τρεις ώρες βαδίζοντας μέσα στη
νύχτα για να βρεθώ σ’ αυτήν την φρικτή όντως θεία παράσταση – μου έλεγε
ένα ή δύο ρητά βγαίνοντας απ’ το Ιερό, και αμέσως κρυβόταν ως την άλλην
ημέρα. Αυτός είχε εφ’ όρου ζωής νοεράν προσευχή και ολονύκτια αγρυπνία.
Από αυτόν και εγώ πήρα την τάξη και βρήκα μεγίστη ωφέλεια. Έτρωγε
εικοσιπέντε δράμια ψωμί κάθε ημέρα και ήταν όλος μετέωρος στη Λειτουργία
του. Και χωρίς να γίνει λάσπη το έδαφος δεν τελείωνε Λειτουργία.
Ήταν και άλλοι πολλοί θεωρητικοί, τους
οποίους εγώ δεν αξιώθηκα να δω, διότι είχαν τελειωθεί πριν από ένα ή δύο
χρόνια. Και μου έλεγαν τα θαυμάσια κατορθώματά τους. Διότι εγώ με αυτά
ασχολήθηκα. Βήμα προς βήμα γύριζα τα βουνά και τα σπήλαια να βρω
τέτοιους. Διότι ο Γέροντάς μου ήταν αγαθός και απλός και, αφού του
ετοίμαζα την τροφή του, μου έδινε «ευλογία» να ψάχνω τέτοια, ωφέλιμα για
τη ψυχή μου. Και όταν τον έθαψα πλέον, τότε εξερεύνησα όλον τον Άθωνα.
Ήταν ένας σε μία σπηλιά, όπου έπρεπε την
ημέρα να κλάψει επτά φορές. Αυτό ήταν η εργασία του. Όλη δε την νύκτα
να την περάσει με δάκρυα. Και το προσκέφαλό του, ήταν όλο πάντα
βρεγμένο. Και τον ρωτούσε ο διακονητής, που πήγαινε δύο-τρείς φορές την
ήμερα – γιατί δεν ήθελε να τον έχει κοντά του, να μην του διακόπτει το
πένθος.
- Γέροντα, γιατί τόσο κλαίς;
- Όταν, παιδί μου, ο άνθρωπος βλέπει το Θεό, από την αγάπη του τρέχουν τα δάκρυα και δεν μπορεί να τα κρατήσει.
Ήταν και άλλοι μικρότεροι· ο παπα-Κοσμάς και άλλοι· και μεγάλοι, που αν τους γράψει κανείς, θέλει να έχει πολλά χαρτιά.
Αυτοί όλοι πέθαναν τώρα εδώ και ζουν στους αιώνες εκεί.
Σήμερα δε, δεν ακούεται λόγος γι’ αυτά.
Τόση πολλή μέριμνα και φροντίδα υλική κατέλαβε τους ανθρώπους και τελεία
σχεδόν καταφρόνηση στην νηπτική εργασία, που πολλοί όχι μόνον δεν
θέλουν να ερευνήσουν, να μάθουν, να πράξουν αυτά, αλλά και αν ακούσουν
να πει τέτοια κανείς, αμέσως ξεσηκώνονται δυσμενώς εναντίον του. Και τον
θεωρούν παράλογον και τρελό, γιατί είναι διαφορετικός ο βίος του, και
ήταν γι΄ αυτούς αφορμή κοροϊδίας.
Και συμβαίνει κάτι παρόμοιο όπως την
ειδωλολατρική εποχή. Τότε, όταν έβριζες τα είδωλα, σε λιθοβολούσαν και
κακήν κακώς σε θανάτωναν. Και τώρα το κάθε πάθος έχει θέση ειδώλου. Και,
αν ελέγξεις και κατακρίνεις το πάθος από το οποίο βλέπεις ο καθένας να
νικάται, όλοι φωνάζουν: Λιθοβολήστε τον γιατί έβρισε τους θεούς μας!
Τέλος• εγώ επειδή κανένα δεν δέχομαι,
μηδενός εξαιρουμένου• μήτε θέλω να ακούω πώς ζουν ή τί κάνει ο κόσμος –
οι μοναχοί, είμαι συνεχώς ο στόχος της κατακρίσεως. Και δεν παύω ημέρα
και νύκτα να προσεύχομαι για τους πατέρες και να λέω, ότι όλον το
δίκαιον έχουν αυτοί. Μόνον εγώ είμαι άδικος όταν σκανδαλισθώ απ’ αυτούς.
Διότι βλέπουν με τα μάτια που τους έδωσε ο Θεός. Δεν είμαι άδικος και
κατάδικος, αν θα πω· γιατί δεν βλέπουν όπως βλέπω εγώ;
Είθε ο Θεός των όλων όλους να ελεήσει δι’ ευχών των Όσιων Θεοφόρων Πατέρων.
(«Έκφρασις Μοναχικής εμπειρίας», εκδ, Ι.Μ.Φιλοθέου, Άγ. Όρος, σ. 90-93. -σε νεοελληνική απόδοση.)