Τετάρτη 23 Μαΐου 2012

ΝΗΣΤΕΙΑ ΚΑΙ ΑΓΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΟΥ


Έκδοσις Συνοδείας Γ. Ιερομονάχου Ιωάννου
Ιερά Καλύβη Κοιμήσεως της Θεοτόκου
Ιερά Σκήτη Αγίας Αννης. Αγιον Ορος 2005


 ΝΗΣΤΕΙΑ ΚΑΙ ΑΓΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΟΥ
1. Νοῦς καὶ σῶμα ἁγνὸ γιὰ τὴν ἐπάξια προσέγγιση τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.

Ἡ ἁ­γνεί­α τοῦ σώ­μα­τος καὶ τοῦ νοῦ εἶ­ναι μιὰ ἀ­πὸ τὶς ση­μαν­τι­κώ­τε­ρες προ­ϋ­πο­θέ­σεις γιὰ­ τὴν ἕ­νω­σή τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θε­ὸ· οἱ κα­θα­ροὶ λο­γι­σμοί, οἱ ἀ­παλ­λαγ­μέ­νοι ἀ­πὸ κά­θε ρυ­πα­ρὴ ἐ­πι­θυ­μί­α καὶ ἐν­θύ­μη­ση. Στὴν πρώ­τη πρὸς Κο­ριν­θί­ους ἐ­πι­στο­λὴ ὁ Ἀ­πό­στο­λος τῶν Ἐ­θνῶν θὰ το­νί­σει· «τὰ βρώ­μα­τα τῆ κοι­λί­ᾳ καὶ ἡ κοι­λί­α τοῖς βρώ­μα­σιν. ὁ δὲ Θε­ὸς καὶ ταύ­την καὶ ταῦ­τα κα­ταρ­γή­σει. τὸ δὲ σῶ­μα οὐ τῇ πορ­νεί­ᾳ, ἀλ­λὰ τῷ Κυ­ρί­ῳ, καὶ ὁ Κύ­ριος τῷ σώ­μα­τι» [1], ἐ­νῶ λί­γο πιὸ κά­τω καὶ πά­λι το­νὶ­ζει: «φεύ­γε­τε τὴν πορ­νεί­αν. πᾶν ἁ­μάρ­τη­μα ὃ ἐ­ὰν ποι­ή­σῃ ἄν­θρω­πος ἐ­κτὸς τοῦ σώ­μα­τος ἐ­στὶν, ὁ δέ πορ­νεύ­ων εἰς τὸ ἴ­διον σῶ­μα ἁ­μαρ­τά­νει. ἢ οὐκ οἴ­δα­τε ὅ­τι τὸ σῶ­μα ὑ­μῶν να­ὸς τοῦ ἐν ὑ­μῖν Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ἐ­στίν, οὗ ἔ­χε­τε ἀ­πὸ Θε­οῦ, καὶ οὐκ ἐ­στὲ ἑ­αυ­τῶν; ἠ­γο­ρά­σθη­τε γὰρ τι­μῆς. δο­ξά­σα­τε δὴ τὸν Θε­ὸν ἐν τῷ σώ­μα­τι ὑ­μῶν καὶ ἐν τῷ πνεύ­μα­τι ὑ­μῶν, ἅ­τι­να ἐ­στὶ τοῦ Θε­οῦ.»[2]
Δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν τὸ σῶ­μα αὐ­τὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο πρό­κει­ται νὰ γί­νει Να­ὸς τοῦ Θε­οῦ, νὰ μο­λυν­θεῖ μὲ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἀ­κά­θαρ­τη σαρ­κι­κὴ πρά­ξη. Τό ἴ­διο ἰ­σχύ­ει καὶ γιὰ τὸν νοῦ τοῦ ἀν­θρώ­που· «πᾶς ὁ βλέ­πων γυ­ναῖ­κα πρὸς τὸ ἐ­πι­θυ­μῆ­σαι αὐ­τὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ»[3], ἀ­να­φέ­ρει ὁ Κύ­ριος, θέ­λον­τας νὰ το­νί­σει ὅ­τι ἡ κί­νη­ση τοῦ νο­ὸς πρὸς τὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ ἡ συγ­κα­τά­θε­ση, ἀρ­κοῦν γιὰ νὰ θε­ω­ρη­θεῖ ἡ ἁ­μαρ­τί­α ἤδη τε­τε­λε­σμέ­νη, ὅ­σον ἀφορᾶ τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α ἡ ὁποία ἔ­χει πλέ­ον αἰχ­μα­λω­τί­σει τὸν ἄν­θρω­πο. Ἀν­τί­θε­τα ἡ ἐγ­κρά­τεια ὁ­δη­γεῖ στὴν ἕ­νω­ση μὲ τὸν Νυμ­φί­ο Χρι­στὸ.

2. Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου.
2.1. Τὰ ἔπαθλα τῆς νηστείας.

Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Μέ­γας Ἀ­θα­νά­σιος στὸν λό­γο του ''περὶ Παρ­θε­νί­α­ς'', πλέ­κει ἕ­να θαυ­μά­σιο ἐγ­κώ­μιο τῆς ἐγ­κρα­τεί­ας πού κα­τορ­θώ­νε­ται κυ­ρί­ως μὲ τὴν ἄ­σκη­ση τῆς νη­στεί­ας· «ἡ ἄ­σκη­ση εἶ­ναι δύ­σκο­λη, καὶ ἡ ἐγ­κρά­τεια δυ­σκο­λο­βά­στα­κτη· τί­πο­τε ὅ­μως δὲν εἶ­ναι γλυ­κύ­τε­ρο ἀ­πὸ τὸν ἐ­που­ρά­νιο Νυμ­φί­ο. Ἐ­δῶ κο­πι­ά­ζου­με λί­γο, ἐ­κεῖ ὅ­μως λαμ­βά­νου­με τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή. Γι' αὐ­τὸ καὶ ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἀ­να­φέ­ρει: ''οὐκ ἄ­ξια τὰ πα­θή­μα­τα τοῦ νῦν και­ροῦ πρὸς τὴν μέλ­λου­σαν δό­ξαν ἀ­πο­κα­λυ­φθῆ­ναι εἰς ἡ­μᾶ­ς''[4]. Εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κὰ κα­λὸ τὸ νὰ φεύ­γει κα­νεὶς ἀ­πὸ τὸν θό­ρυ­βο τοῦ κό­σμου, καὶ νὰ ξε­κι­νᾷ γιὰ νά ζή­σει μό­νος του. Εἶ­ναι με­γά­λη ἀ­ρε­τὴ ἡ ἐγ­κρά­τεια, μέ­γα καύ­χη­μα ἡ ἁ­γνεί­α, με­γά­λα τὰ ἐγ­κώ­μια τῆς παρ­θε­νί­ας. Ὤ παρ­θε­νί­α πλοῦ­τε ἀ­κα­τα­νό­η­τε!  Ὤ παρ­θε­νί­α στέ­φα­νε ἀ­μα­ράν­τι­νε!  Ὤ παρ­θε­νί­α να­ὲ τοῦ Θε­οῦ καὶ κα­τοι­κί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος! ὤ παρ­θε­νί­α, τί­μιο μαρ­γα­ρι­τά­ρι ποὺ πολ­λοὶ δὲν μπο­ροῦν νὰ τὸ δοῦν, καὶ ποὺ σὲ λί­γους μό­νο μπο­ρεῖ νὰ βρε­θεῖ!  Ὤ ἐγ­κρά­τεια φί­λη τοῦ Θε­οῦ ποὺ ἐγ­κω­μι­ά­ζε­σαι ἀ­πὸ τοὺς Ἁ­γί­ους!  Ὤ ἐγ­κρά­τεια ποὺ δι­α­φεύ­γεις σω­ζό­με­νη ἀ­πὸ τὸν θά­να­το καὶ τὸν Ἅ­δη, ἐ­νῶ κα­τέ­χε­σαι αἰχ­μά­λω­τη ἀ­πὸ τὴν Ἀ­θα­να­σί­α!  Ὤ ἐγ­κρά­τεια χα­ρὰ τὼν Προ­φη­τῶν καὶ τὼν Ἀ­πο­στό­λων τὸ καύ­χη­μα! Ὤ ἐγ­κρά­τεια ζω­ή τῶν Ἀγ­γέ­λων καὶ τῶν ἁ­γί­ων ἀν­θρώ­πων ὁ στέ­φα­νος! Μα­κά­ριος εἶ­ναι ὄν­τως αὐ­τὸς ποὺ πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρὰ προ­σκολ­λη­μέ­νος σὲ '­σέ­να μὲ ὑ­πο­μο­νὴ, για­τὶ μὲ λί­γο κό­πο θὰ λά­βει με­γά­λη χα­ρά. Μα­κά­ριος ὄν­τως αὐ­τὸς ποὺ νη­στεύ­ει σὲ ὅ­λη αὐ­τήν τὴ ζω­ὴ του, για­τὶ ἀ­φοῦ θὰ κα­τοι­κή­σει στὴν Ἄ­νω Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, θὰ συγ­χο­ρεύ­σει μὲ τοὺς Ἀγ­γέ­λους, καὶ θὰ ἀ­να­παυ­θεῖ μὲ τοὺς ἁ­γί­ους Προ­φῆ­τες καὶ Ἀ­πο­στό­λους».[5]

2.2. Ἡ νηστεία διώκει τοὺς δαίμονες.

Στὸν ἴ­διο λό­γο καὶ πά­λι θὰ ἀ­να­φέ­ρει: «Ἄς ἀ­γα­πή­σου­με ὅ­σο πιὸ πο­λὺ μπο­ροῦ­με τὴ νη­στεί­α. Μὲ αὐ­τὴν τὴν ἀ­ρε­τὴ κό­σμη­σε τὸ σῶ­μα σου... Βλέ­πεις τὶ κα­τορ­θώ­νει ἡ νηστεία; Καὶ νό­σους θε­ρα­πεύ­ει καὶ δαι­μό­νια ἐκβάλλει, καὶ τοὺς πο­νη­ροὺς λογισμοὺς ἀ­πο­δι­ώ­κει καὶ κα­θι­στᾶ τὸν νοῦ λαμ­πρό­τε­ρο, τὴν καρ­διὰ κα­θα­ρή, τὸ σῶ­μα τὸ ἐξαγιάζει, καὶ τὸν ἄν­θρω­πο τὸν ὁ­δη­γεῖ μπρο­στὰ στό θρό­νο τοῦ Θε­οῦ. Καὶ γιὰ νὰ μὴ νο­μί­σεις ὅ­τι αὐ­τὰ λέ­γον­ται ἔ­τσι ἀ­πε­ρί­σκε­πτα, ἰ­δού, ἔ­χεις καὶ τὴ μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Σω­τῆ­ρος μας στὸ Ἱ­ε­ρὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο· ὅ­ταν λοι­πόν τὸν ρώ­τη­σαν οἱ μα­θη­τὲς λέ­γον­τας, ''Κύριε δεῖ­ξε μας μὲ ποι­ὸν τρό­πο ἐκ­διώ­κον­ται τὰ ἀ­κά­θαρ­τα πνεύ­μα­τα­'', ὁ Κύ­ριος ἀ­πάν­τη­σε: ''αὐτὸ τὸ γέ­νος δὲν βγαί­νει ἀ­πὸ τὸν ἄν­θρω­πο πα­ρὰ μό­νο μὲ προ­σευ­χὴ καὶ νη­στεί­α». Ὅ­ποι­ος ἐ­νο­χλεῖ­ται λοι­πὸν ἀ­πὸ τὴν ἐ­πή­ρεια κά­ποι­ου ἀ­κα­θάρ­του πνεύ­μα­τος, ἐ­ὰν χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τὸ φάρ­μακο αὐ­τὸ τῆς νη­στεί­ας, ἀ­μέ­σως τὸ πνεῦ­μα τὸ πο­νη­ρὸ δὲν ἀν­τέ­χει καὶ φεύ­γει, ἀ­πὸ τὸν φό­βο τῆς νη­στεί­ας. Για­τὶ οἱ δαί­μο­νες τέρ­πον­ται μὲ τὴν κραι­πά­λη καὶ τὴν ἀ­νά­παυ­ση τοῦ σώ­μα­τος. Με­γά­λη δύ­να­μη εἶ­ναι ὄν­τως ἡ νη­στεί­α, καὶ με­γά­λα κα­τορ­θώ­μα­τα ἐ­πι­τυγ­χά­νον­ται διὰ μέ­σου αὐ­τῆς. Για­τὶ, ἀ­πὸ ποῦ ἀλ­λοῦ παίρ­νουν δύ­να­μη οἱ ἄν­θρω­ποι καὶ ἐ­πι­τε­λοῦν με­γά­λα κα­τορ­θώ­μα­τα καὶ θαύ­μα­τα μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α ὁ Θε­ὸς χα­ρί­ζει τὴν ἴα­ση στοὺς ἀ­σθε­νεῖς, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ αὐ­τὴν τὴ νη­στεί­α, τὴν τα­πει­νο­φρο­σύ­νη καὶ τὴν ἐ­νά­ρε­τη ζω­ή; Ἡ νη­στεί­α εἶ­ναι ὁ τύ­πος ζω­ῆς τῶν Ἀγ­γέ­λων, γι' αὐ­τὸ κι ἐκεῖνος ποὺ τὴ χρη­σι­μο­ποι­εῖ βρί­σκε­ται σὲ τά­ξη Ἀγ­γε­λι­κὴ.»


2.3. Νηστεία κατὰ τοῦ πνεύματος τῆς πορνείας.

Στὸν λό­γο του «πε­ρὶ ἀ­πά­της τοῦ δι­α­βό­λου καὶ τῆς πλά­νης τῶν εἰ­δώ­λων» θὰ ἀ­να­φέ­ρει: «ἄς προσκυ­νή­σου­με τὰν πραγ­μα­τι­κὸ Θε­ὸ, ἀ­φοῦ ἀρ­νη­θοῦ­με τὸ σκο­τά­δι, ἄς ἀ­γα­πή­σου­με τὸ φῶς, ἀ­πορ­ρί­πτον­τας τὴν μέ­θη ἄς ἀ­γα­πή­σου­με τὴ νη­στεί­α. Γνω­ρί­ζον­τας πλέ­ον τὴν ἀ­σέλ­γεια, ἄς ἀ­σκη­θοῦ­με στὴν σω­φρο­σύ­νη»[6].
Στὴν ἐ­πι­στο­λὴ τοῦ Ἁ­γί­ου «πρὸς Κά­στο­ρα τὸν Μα­κα­ρι­ώ­τα­τον, πε­ρὶ τῶν κα­νο­νι­κῶν τῶν κοι­νο­βί­ων δι­α­τυ­πώ­σε­ων», θὰ ἀ­να­φερ­θεῖ στὴν συμ­βο­λὴ τῶν δι­α­φό­ρων ἀ­ρε­τῶν στὴν κα­θα­ρό­τη­τα τῆς ψυ­χῆς, καὶ τὴ νη­στεί­α ὡς μί­α προ­ϋ­πό­θε­ση μιᾶς ἐ­ξ' αὐ­τῶν - αὐ­τῆς τῆς σω­φρο­σύ­νης: «...Πρὸς τὴν κα­θα­ρό­τη­τα τῆς ψυ­χῆς μᾶς ὁ­δη­γεῖ καὶ ἡ ἀ­πο­χὴ τῆς ὀρ­γῆς, τῆς λύ­πης, τῆς κε­νο­δο­ξί­ας, τῆς ὑ­πε­ρη­φα­νεί­ας. Ὅ­λα αὐ­τὰ ἐ­πι­φέ­ρουν τὴν ψυ­χι­κὴ κα­θα­ρό­τη­τα. Αὐ­τὴν ὅ­μως τὴν με­ρι­κὴ κα­θα­ρό­τη­τα ποὺ ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται μὲ τὴν ἄ­σκη­ση τῆς ἀ­ρε­τῆς τῆς σω­φρο­σύ­νης τὴν ἐ­πι­τυγ­χά­νει κυ­ρί­ως ἡ ἐγ­κρά­τεια καὶ ἡ νη­στεί­α. Για­τὶ εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ πο­λε­μή­σει κα­νεῖς μὲ τὸν νοῦ τὸ πνεῦ­μα τῆς πορ­νεί­ας, ἄν ἔ­χει τὴν κοι­λιὰ γε­μά­τη ἀ­πὸ τρο­φές. Γι' αὐ­τὸ λοι­πόν, πρῶ­τος ἀ­γῶ­νας μας ἄς εἶ­ναι ἡ ἐγ­κρά­τεια τῆς γα­στρὸς καὶ ἡ δου­λα­γω­γί­α τοῦ σώ­μα­τος, ὄ­χι μό­νον μὲ τὴ νη­στεί­α, ἀλ­λὰ καὶ μὲ τὴν ἀ­γρυ­πνί­α, καὶ τὸν κό­πο, καὶ τὴν ἀ­νά­γνω­ση, καὶ μὲ τὴν ἐν­θύ­μη­ση καὶ τὸν φό­βο τῆς αἰ­ω­νί­ου γε­έ­νης, καὶ μὲ τὸν πό­θο τῆς Βα­σι­λεί­ας τῶν Οὐ­ρα­νῶν.[7]»
Σέ ἀ­πάν­τη­ση καὶ πά­λι τοῦ Ἁ­γί­ου στὴν ἐ­ρώ­τη­ση «γιὰ ποι­ὸν λό­γο ὁ Κύ­ριος ἀ­να­φέ­ρει ''  Ἴ­σθι εὐνοῶν τῷ ἀν­τι­δί­κῳ σου τα­χύ, ἔ­ως ὅ­του εἶ ἐν τῇ ὁ­δῷ με­τ' αὐ­τοῦ­''»[8], ὁ Ἅ­γιος ἀ­πο­κρί­νε­ται: «Ἀν­τί­δι­κος ἔ­ναν­τι τῆς ψυ­χῆς εἶ­ναι τὸ σῶ­μα. Για­τὶ τὸ ἕ­να ἀν­τι­τά­σε­ται στὸ ἄλ­λο καθὼς λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος. Γι' αὐ­τὸ σκλη­ρα­γω­γοῦ­με καὶ με­τα­χει­ρι­ζό­μα­στε σὰν δοῦ­λο τὸ σῶ­μα, ζῶν­τας συμ­φι­λι­ω­μέ­νοι μὲ αὐτὸ μέσα ἀπὸ τὶς νη­στεῖ­ες καὶ τὶς ἀ­γρυ­πνί­ες καὶ μὲ τὴν ὑπόλοιπη κα­κο­πά­θεια, μὲ σκο­πὸ νὰ μὴν ἐ­πα­να­στᾷ ἐ­ναν­τί­ον τῆς ψυ­χῆς μὲ τὰ πά­θη τῆς ἀ­τι­μί­ας. '' Ὁ­δὸ­'' ὁ Κύ­ριος ἐν­νο­εῖ τὸν μά­ται­ο καὶ πλά­νο αὐ­τὸν βί­ο, για­τὶ ὅ­ταν λυ­θεῖ ἡ ψυ­χὴ ἀ­πὸ τὸ σῶ­μα, καὶ ἐ­ξέλ­θει ἀ­πὸ αὐ­τὴν τὴ ζω­ὴ καὶ ὁ­δό, δὲν θά μπο­ρεῖ πλέ­ον νὰ ἐρ­γά­ζε­ται τὸ ἀ­γα­θό.»[9]

3. Βασιλείου τοῦ Μεγάλου.
3.1. Ἡ ἀσυστολότητα τῆς ἀδηφαγίας καὶ ἡ σεμνότητα τῆς νηστείας.

Ἂς με­τα­βοῦ­με ὅ­μως στὸν Βα­σί­λει­ο τὸν Μέ­γα τὸν ὀ­ποῖ­ο θὰ ἀ­κού­σου­με στὸν πρῶ­το λό­γο του Πε­ρὶ Νη­στεί­ας νὰ μᾶς προ­τρέ­πει: «ἂν θέ­λεις νὰ κα­τα­στή­σεις δυ­να­τὸ τὸν λο­γι­σμό σου, πρέ­πει νὰ δα­μά­σεις τὴν σάρ­κα σου μὲ τὴ νη­στεί­α. Για­τί αὐ­τὸ ἀ­να­φέ­ρει ἐ­ξ’ ἄλ­λου καὶ ὁ Ἀ­πό­στο­λος· ὅ­τι δηλ “ἂν καὶ ὁ ἐ­ξω­τε­ρι­κὸς ἄν­θρω­πος φθεί­ρε­ται, ὁ ἐ­σω­τε­ρι­κὸς ὅ­μως ἀ­να­νε­ώ­νε­ται”.[10] Ἀλ­λοῦ πά­λι ἀ­να­φέ­ρει: ‘‘ὅ­ταν ἀ­σθε­νῶ τό­τε εἶ­μαι δυ­να­τό­ς’’.[11] Δὲν θὰ κα­τα­φρο­νή­σεις λοι­πὸν τὶς φθει­ρό­με­νες τρο­φές; Δὲν θὰ ἐ­πι­θυ­μή­σεις τὴν τρά­πε­ζα τῆς Βα­σι­λεί­ας τῶν οὐ­ρα­νῶν, τὴν ὁ­ποί­α θὰ προ­πα­ρα­σκευά­σει ἡ νη­στεί­α ποὺ θὰ κά­νεις ἀ­πὸ ἐ­δῶ; Ἀ­γνο­εῖς ὅ­τι μὲ τὴν ἀ­με­τρί­α τοῦ χορ­τα­σμοῦ κὰ­νεις πα­χὺ τὸ σκου­λή­κι ποὺ ἀρ­γό­τε­ρα θὰ σὲ βα­σα­νί­ζει; Για­τί ποι­ὸς στ’ ἀ­λή­θεια δέ­χθη­κε πο­τὲ με­το­χὴ σὲ κά­ποι­ο πνευ­μα­τι­κὸ χά­ρι­σμα μὲ τὴν πλού­σια καὶ συ­νε­χῆ δι­α­τρο­φή;…Για­τί ἀ­πὸ τὴν πλού­σια τρο­φὴ ἀ­να­πέμ­πον­ται κα­πνώ­δεις ἀ­να­θυ­μιά­σεις, οἱ ὀ­ποῖ­ες μὲ τὴ δη­μι­ουρ­γί­α μιᾶς πυ­κνῆς καὶ ἀ­δι­α­πε­ρά­στου νε­φέ­λης, δι­α­κό­πτουν τὶς ἐλ­λάμ­ψεις τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος στὸ νοῦ τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἡ νη­στεί­α εἶ­ναι ὅ­πλο κα­τὰ τῆς στρα­τιᾶς τῶν δαι­μό­νων, για­τί κα­θὼς λέ­γει ἡ Γρα­φή, “αὐ­τὸ τὸ γέ­νος δὲν ἐ­ξέρ­χε­ται πα­ρὰ μό­νον μὲ προ­σευ­χὴ καὶ νη­στεί­α”. Καὶ τὰ μὲν κα­λὰ ἐκ τῆς νη­στεί­ας εἶ­ναι αὐ­τά. Ὁ χορ­τα­σμὸς ὅ­μως εἶ­ναι ἀρ­χὴ με­γά­λων ἀ­πω­λει­ῶν. Για­τὶ μα­ζὶ μὲ τὴν τρυ­φὴ καὶ τὰ κά­θε εἴ­δους κα­ρυ­κεύ­μα­τα συ­νει­σέρ­χε­ται καὶ κά­θε εἴ­δους πα­ρά­λο­γη ἀ­κο­λα­σί­α. Τό­τε οἱ ἄν­θρω­ποι γί­νον­ται ἵπ­ποι θη­λυ­μα­νεῖς ἐ­ξ’ αἰ­τί­ας τοῦ σφο­δροῦς πά­θους ποὺ γεν­νι­έ­ται μέ­σα στὶς ψυ­χές τους ἀ­πὸ τὴν τρο­φή. Στοὺς με­θύ­ον­τες πα­ρα­τη­ροῦν­ται οἱ ἐ­ναλ­λα­γές τῆς φύ­σε­ως· στοὺς ἄν­δρες ἐ­πι­ζη­τεῖ­ται ἡ φύ­ση τῆς γυ­ναι­κὸς καὶ στὶς γυ­ναῖ­κες τοῦ ἀν­δρός. Ἡ νη­στεί­α ἀν­τι­θέ­τως βά­ζει μέ­τρα ἀ­κό­μη καὶ σ’ αὐ­τὲς τὶς σχέ­σεις μέ­σα στὸν γά­μο καὶ με­τα­τρέ­πει τὴν ἀ­με­τρί­α τῶν νο­μί­μων συ­ζυ­γι­κῶν σχέ­σε­ων τὴν ὁ­ποί­α καὶ κο­λά­ζει, σὲ ἐκ συμ­φώ­νου ἀ­πο­χή, μὲ σκο­πὸ τὴν ἀ­φο­σί­ω­ση στὴν προ­σευ­χή»[12]. Στὸν ἐ­πί­λο­γο τοῦ ἰ­δί­ου λό­γου το­νί­ζει: «Γνω­ρί­ζεις ἄ­ρα­γε ποι­ὸν πρό­κει­ται νὰ ὑ­πο­δε­χθεῖς; Αὐ­τὸν ποὺ εἶ­πε ὅ­τι ‘ἐ­γὼ καὶ ὁ Πα­τέ­ρας μου θὰ ἔλ­θου­με σ’ αὐ­τὸν καὶ θὰ κα­τοι­κή­σου­με μα­ζὶ του’[13]. Για­τί λοι­πὸν προ­τι­μᾶς τὴ μέ­θη καὶ ἀ­πο­κλεί­εις ἔ­τσι τὴν εἴ­σο­δο στὸν Δε­σπό­τη; Για­τί ἐ­ξω­θεῖς τὸν ἐ­χθρὸ νὰ κα­τα­λά­βει τὰ ὀ­χυ­ρώ­μα­τά σου; Ἡ μέ­θη δὲν μπο­ρεῖ νὰ ὑ­πο­δε­χθεῖ τὸν Κὺ­ριο. Ἡ μέ­θη ἀ­πο­δι­ώ­κει τὸ Πα­νά­γιο Πνεῦ­μα. Ὁ κα­πνὸς δι­ώ­χνει τὶς μέ­λισ­σες καὶ ἡ κραι­πά­λη τὰ πνευ­μα­τι­κὰ χα­ρί­σμα­τα. Ἡ νη­στεί­α εἶ­ναι ἡ εὐ­πρέ­πεια τῆς πό­λης, ἡ στα­θε­ρό­τη­τα τῆς ἀ­γο­ρᾶς, ἡ εἰ­ρή­νη τῶν οἴ­κων, ἡ δι­ά­σω­ση τῶν πε­ρι­ου­σι­ῶν. Θέ­λεις νὰ γνω­ρί­σεις τὴ σε­μνό­τη­τά της; Σύγ­κρι­νε τὸ ση­με­ρι­νὸ βρά­δυ μὲ τὴν αὐ­ρια­νὴ ἡ­μέ­ρα καὶ θὰ δεῖς τὴν πό­λη νὰ με­τα­στρέ­φε­ται ἀ­πὸ τὴν τα­ρα­χὴ καὶ τὴν ζά­λη σὲ βα­θιὰ γα­λή­νη»[14].
Σὲ ἄλ­λον λό­γο του θὰ το­νί­σει: «ἡ ἀ­πο­χὴ τῶν βρω­μά­των πα­ρε­μο­δί­ζει τὶς ὀ­ρέ­ξεις τῆς γα­στρός, ἀλ­λὰ καὶ αὐ­τῶν τῶν ὑ­πὸ τῆς γα­στρὸς.»[15]

3.2. « Ἂς αὐξήσουμε τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς».

Ἡ νη­στεί­α εἶ­ναι καὶ αὐ­τὴ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ ἐ­λα­φριὰ φορ­τί­α τὰ ὁ­ποῖ­α κα­λού­μα­στε νὰ ση­κώ­σου­με ἀ­γόγ­γυ­σγτα. Αὐ­τό μᾶς δι­α­σα­φη­νί­ζει ὁ Ἅ­γιος μέ­σα στὸν δεύ­τε­ρο λό­γο του πε­ρὶ νη­στεί­ας: «ἂν σκο­πεύ­εις λοι­πὸν νὰ νη­στεύ­σεις μὴ σκυ­θρω­πά­σεις σὰν τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους, ἀλ­λ’ εὐ­αγ­γε­λι­κῶς χα­ρο­ποί­η­σε τὸν ἑ­αυ­τό σου, χω­ρὶς νὰ θλί­βε­σαι γιὰ τὴ στέ­ρη­ση τῆς γα­στρός, ἀλ­λὰ εὐ­φραι­νό­με­νος μα­ζὶ μὲ τὴν ψυ­χὴ γιὰ τὶς πνευ­μα­τι­κὲς ἀ­πο­λαύ­σεις. Για­τί γνω­ρί­ζεις ὅ­τι ἡ σάρ­κα βού­λε­ται κα­τὰ τοῦ πνεύ­μα­τος, ἐ­νῶ τὸ πνεῦ­μα κα­τὰ τῆς σαρ­κός. Ἐ­πει­δὴ λοι­πὸν τὰ δυ­ὸ αὐ­τὰ πο­λε­μοῦν τὸ ἕ­να τὸ ἄλ­λο, ἂς ἀ­πο­στε­ρή­σου­με τὴν τρυ­φὴ ἀ­πὸ τὴν σάρ­κα καὶ ἂς αὐ­ξή­σου­με τὴ δύ­να­μη τῆς ψυ­χῆς, ὥ­στε ἀ­φοῦ λά­βου­με τὴ νί­κη κα­τὰ τῶν πα­θῶν διὰ τῆς νη­στεί­ας, νὰ στε­φα­νω­θοῦ­με θρι­αμ­βευ­τι­κὰ μὲ τὰ στε­φά­νια τῆς ἐγ­κρα­τεί­ας.»[16]

3.3. Ὁ ἔλεγχος τοῦ δημοσίου βίου διὰ τῆς νηστείας.

Στὸν ἴ­διο λό­γο συ­νε­χί­ζει ὁ Ἅ­γιος: «ἡ νη­στεί­α φυ­λάσ­σει τὰ νή­πια, σω­φρο­νί­ζει τὸ νὲ­ο, σε­μνὸ κα­θι­στᾶ τὸν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νο. Για­τί εἶ­ναι ἐν­τι­μό­τε­ρη ἡ κε­κο­σμη­μέ­νη νη­στεί­α ποὺ γί­νε­ται κα­τὰ τὸ γῆ­ρας. Γιὰ τὶς γυ­ναῖ­κες εἶ­ναι ἡ πιὸ ἁρ­μό­ζου­σα εὐ­πρέ­πεια, γι’ αὐ­τοὺς ποὺ βρί­σκον­ται στὴν ἀ­κμὴ τῆς ἡ­λι­κί­ας τὸ χα­λι­νά­ρι, ἡ δι­α­φύ­λα­ξη τῶν συ­ζυ­γι­κῶν σχέ­σε­ων, ἡ τρο­φός τῆς παρ­θε­νί­ας. Καὶ αὐ­τὲς μὲν εἶ­ναι οἱ φρον­τί­δες της γιὰ τὸ κά­θε σπί­τι. Πῶς ὅ­μως δι­α­κυ­βερ­νᾶ τὴ ζω­ὴ δη­μο­σί­ως; Κα­θο­δη­γεῖ ὅ­λη τὴν πό­λη καὶ τὸν λα­ὸ συ­νε­χῶς πρὸς τὴν εὐ­τα­ξί­α, παύ­ει τὶς φω­νές, ἐ­ξο­ρί­ζει τὴ μά­χη, στα­μα­τᾶ τὶς κα­κο­λο­γί­ες. Τί­νος δι­δα­σκά­λου ἡ πα­ρου­σί­α αὐ­το­στιγ­μῇ σταματᾶ τὴν φα­σα­ρί­α ἀ­νά­με­σα στὰ παι­διά, ὅ­πως ἡ νη­στεί­α πα­ρου­σι­α­ζο­μέ­νη κα­τα­στέλ­λει τὴν τα­ρα­χὴ στὴν πό­λη; Ποι­ὸς μέ­θυ­σος δι­α­σκε­δα­στὴς πα­ρου­σι­ά­στη­κε πο­τὲ δη­μο­σί­ως νη­στεύ­ων; Ποι­ὸς χο­ρὸς ἀ­σελ­γὴς συγ­κρο­τή­θη­κε πο­τὲ ἀ­πὸ τὴ νη­στεί­α; Τρυ­φε­ρὰ γέ­λια, ᾄ­σμα­τα πορ­νι­κὰ καὶ μα­νι­ώ­δεις χο­ροὶ πα­ρευ­θὺς ἐ­ξέρ­χον­ται ἀ­πὸ τὴν πό­λη, ἐκ­δι­ω­κό­με­νοι ἀ­πὸ τὴ νη­στεί­α, σὰν ἀ­πὸ κά­ποι­ον αὐ­στη­ρὸ δι­κα­στή»[17].

3.4. Ἡ διαφθορὰ τῆς ἀδηφαγίας.

Στὸν Ἀ­σκη­τι­κὸ λό­γο του θὰ ἀ­κού­σου­με τὸν Ἅ­γιο νὰ ἀ­να­φέ­ρει: «εἶ­δα πολ­λοὺς αἰχ­μα­λώ­τους ἀ­πὸ τὰ πά­θη τους, νὰ βρί­σκουν καὶ πά­λι τὴν ὑ­γεί­α τους, ἔ­στω ὅ­μως καὶ σὲ ἔ­ναν ἀ­πὸ τοὺς λα­θρο­φά­γους ἢ γα­στρι­μάρ­γους δὲν εἶ­δα νὰ συμ­βαί­νει κά­τι τέ­τοι­ο. Αὐ­τοὺς μάλ­λον τοὺς εἶ­δα νὰ ἀ­πο­χω­ρί­ζον­ται ἀ­πὸ τὸν ἐγ­κρα­τῆ βὶ­ο καὶ νὰ δι­α­φθεί­ρον­ται μέ­σα στὸν κό­σμο, ἢ νὰ προ­σπα­θοῦν νὰ ἀ­πο­κρυ­φθοῦν ἀ­νά­με­σα στοὺς ἐγ­κρα­τεῖς καὶ τε­λι­κὰ νὰ συ­να­σπί­ζον­ται μὲ τὸν δι­ά­βο­λο στὸ πά­θος τῆς ἡ­δυ­πα­θεί­ας. Κι αὐ­τὸ για­τί εἶ­ναι ψεῦ­τες, πο­λύ­ορ­κοι, ἐ­πί­ορ­κοι ἀν­τι­στα­τι­κοί, με­γα­λό­φω­νοι, ἀρ­νη­σί­φα­γοι, ἀ­νε­λεύ­θε­ροι, θη­λυ­πρε­πεῖς, μεμ­ψί­μοι­ροι, πε­ρί­ερ­γοι, σκο­τει­νο­χα­ρεῖς καὶ γε­νι­κὰ πο­λέ­μιοι ἑ­κού­σιοι κά­θε εἴ­δους ἐ­να­ρέ­του τρό­που δι­α­βι­ώ­σε­ως. Για­τί, προ­κει­μέ­νου νὰ σκε­πά­σουν τὸ πά­θος τῆς γα­στρι­μαρ­γί­ας, πε­ρι­πί­πτουν σὲ πλῆ­θος ἄλ­λων πα­θῶν. Αὐ­τοὶ εἶ­ναι ποὺ φαι­νο­με­νι­κὰ μοιά­ζει νὰ συγ­κα­τα­λέ­γον­ται μὲ τοὺς σω­σμέ­νους, στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὅ­μως συγ­κα­τα­λέ­γον­ται μὲ τοὺς κα­τα­δι­κα­σμέ­νους.»[18] Τέ­λος στὸ ἒρ­γο του «Ἀ­σκη­τι­καὶ δι­α­τά­ξεις» ἀ­να­φέ­ρει: «ἡ παί­δευ­ση τῆς σάρ­κας εἶναι τιμωρία τῶν πα­θῶν. Ἡ τιμωρία τῶν πα­θῶν φέρ­νει τὴν ἀ­τα­ρα­ξί­α καὶ τὴν γα­λή­νη στὴν ψυ­χή. Ἡ γα­λή­νη δὲ τῆς ψυ­χῆς ἀ­πο­τε­λεῖ γο­νι­μώ­τα­τη πη­γὴ ἀ­ρε­τῶν.»[19]

4. Ἁγίου Ίωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
4.1. Ὁ «χοῖρος» καὶ ἡ «ἀκαθαρσία» του.

Ἂς με­τα­βοῦ­με ὅ­μως καὶ στὸν Ἱ­ε­ρὸ Χρυ­σό­στο­μο, τὸν ὁ­ποῖ­ο θὰ ἀ­κού­σου­με νὰ το­νί­ζει ὅ­τι ἡ ἁ­γνεί­α εἶ­ναι ἡ κυ­ρί­ως ἐ­πι­δι­ω­κό­με­νη ἀ­ρε­τὴ, κα­θὼς εἶ­ναι αὐ­τὴ ποὺ ὁ­δη­γεῖ τὸν ἄν­θρω­πο στὸν ἁ­για­σμό· «…Για­τί αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ· τὸ νὰ κα­τορ­θώ­σου­με τὸν προ­σω­πι­κὸ ἁ­για­σμό μας. Καὶ πρό­σε­ξε ὅ­τι που­θε­νὰ ἀλ­λοῦ δὲν ὑ­παι­νίσ­σε­ται μὲ τό­ση ἔν­τα­ση (ὁ Ἀ­πό­στο­λος) γιὰ ὁ­τι­δή­πο­τε ἄλ­λο, ὅ­σο γι’ αὐ­τὸ τὸ θέ­μα. Ὁ­μοί­ως λοι­πὸν καὶ σὲ ἄλ­λο ση­μεῖ­ο γρά­φει: ‘νὰ ἐ­πι­δι­ώ­κε­τε μα­ζὶ μὲ ὅ­λα τὴν εἰ­ρή­νη καὶ τὸν ἁ­για­σμό, χω­ρὶς τὸν ὀ­ποῖ­ο δὲν πρό­κει­ται νὰ δεῖ κα­νεὶς τὸν Κύ­ριο’.»[20] Καὶ συ­νε­χί­ζει πα­ρα­θέ­τον­τας καὶ τὸν τρό­πο ποὺ κα­τορ­θώ­νε­ται ὁ ἁ­για­σμός τοῦ ἀν­θρώ­που: «γιὰ ποι­ὸν λό­γο θαυ­μά­ζεις γιὰ τὸ ὅ­τι παν­τοὺ πρὸς τοὺς μα­θη­τὲς πε­ρὶ αὐ­τοῦ τοῦ θέ­μα­τος γρά­φει, ἀ­φοῦ μά­λι­στα καὶ πρὸς τὸν Τι­μό­θε­ο ἔ­λε­γε ‘φύ­λα­γε τὸν ἑ­αυ­τό σου ἁ­γνό’ ἐ­νῶ στὴν δευ­τέ­ρα ἐ­πι­στο­λὴ πρὸς Κο­ριν­θί­ους ἔ­λε­γε καὶ πά­λι: ‘μὲ πολ­λὴ ὑ­πο­­μο­νή, μὲ νη­στεῖ­ες μὲ ἁ­γνό­τη­τα’; Καὶ παν­τοὺ θὰ μπο­ροῦ­σε κα­νεὶς νὰ τὸ συ­ναν­τή­σει αὐ­τό, στὴν πρὸς Ρω­μαί­ους καὶ σὲ ὅ­λες γε­νι­κὰ τὶς ἐ­πι­στο­λές. Για­τί ὄν­τως αὐ­τό το κα­κὸ (ἡ πορ­νεί­α) κα­τα­στρέ­φει τοὺς πάν­τες. Καὶ ὅ­πως ὁ χοῖ­ρος ποὺ εἶ­ναι γε­μᾶ­τος ἀ­κα­θαρ­σί­α, ὅ­που καὶ ἂν εἰ­σέλ­θει, πλη­ρεῖ τὰ πάν­τα μὲ τὴ δυ­σω­δί­α του, καὶ γε­μί­ζει τὶς αἰ­σθή­σεις ὄ­λες μὲ τὴν ἀ­κα­θαρ­σί­α του, ἒ­τσι ἀ­κρι­βὼς συμ­βαί­νει καὶ μὲ τὴν πορ­νεί­α»[21].

4.2. Ἡ Ἔλλειψη σωφροσύνης, ἀδικαιολόγητη καὶ γιὰ τοὺς νὲους.

Ἡ σω­φρο­σύ­νη κα­τὰ τὸν Ἱ­ε­ρὸ Χρυ­σό­στο­μο πρέπει νὰ εἶναι κοινὸ γνώρισμα κάθε ἡλικίας. Κανένας δὲν δικαιολογεῖται νὰ μὴν ἐπιδιώκει αὐτὴν τὴ μέγιστη ἀρετή, γιὰ τὴν ὁποία παρέχονται τὰ μέσα καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν φύση τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε αὐτὸς εἶναι ἡλικιωμένος εἴτε νέος· «Γιατί καὶ τὸ λευκὸ τιμοῦμε, ὄχι ἐπειδὴ τιμοῦμε περισσότερο τὸ λευκὸ σὰν χρῶμα, ἀλλὰ μάλλον διότι αὐτὸ εἶναι τεκμήριο ἐναρέτου ζωῆς, ἀλλὰ καὶ διότι βλέποντας αὐτὸ στοχαζόμαστε τὸ ἐσωτερικὸ γῆρας. Ἐὰν ὅμως διαπράττονται τὰ ἀντίθετα, τότε μάλλον αὐτοὶ ποὺ τὸ κατέχουν γίνονται ἄξιοι γέλωτος. Γιατὶ καὶ τὸν βασιλέα τιμοῦμε, καὶ τὸ πορφυρένιο ἔνδυμά του καὶ τὸ στέμμα του, ἐπειδὴ αὐτὰ εἶναι σύμβολα τῆς ἐξουσίας του. Ἐὰν ὅμως τὸν δοῦμε μὲ τὸ βασιλικὸ ἔνδυμα, ἐμπτυόμενο καὶ ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες ἐξουσιαζόμενο, πνιγμένο, κλεισμένο σὲ φυλακή, συρόμενο, τότε μάλλον θὰ ντραποῦμε καὶ τὸ ἔνδυμα καὶ τὸ στέμμα. Ἀλλά, πές μου, δὲν θὰ δακρύσουμε καὶ γι’ αὐτὸ ἀκόμα τὸ ἀξίωμα; Μὴν ἔχεις λοιπὸν τὴν ἀξίωση νὰ τιμᾶσαι γι’ αὐτήν σου τὴ λευκότητα ὅταν ἐσὺ ὁ ἴδιος δὲν τὴν τιμᾶς. Γιατί καὶ αὐτὴ θὰ ἀπαιτήσει δικαιοσύνη ἀπὸ ἐσένα, μιὰ ποὺ καταντροπιάζεις ἕνα τόσο λαμπρὸ καὶ τίμιο ἀξίωμα. Δὲν τὰ λέγουμε αὐτὰ γιὰ ὅλους, οὔτε τὸ γῆρας καὶ μόνον ἀφορᾶ ὁ λόγος μας – δὲν θὰ ἤμουν τόσο ἄφρων – ἀλλὰ καὶ γιὰ ψυχὴ νέα ποὺ καταντροπιάζει το γῆρας. Οὔτε γιὰ τοὺς γέροντες μόνο μιλοῦμε, ἀλλὰ γιὰ ὅλους αὐτοὺς ποὺ καταντροπιάζουν αὐτό. Γιατὶ ὁ γέροντας εἶναι ἄρχοντας ἂν θέλει, καὶ ἀπὸ αὐτὸν ποὺ κατέχει τὸ πορφυρένιο βασιλικὸ ἔνδυμα βασιλικώτερος, ἐφ’ ὅσον κρατεῖ τὰ πάθη του καὶ τὰ ὑποτάσσει κρατώντας αὐτὰ σὲ κατάσταση δουλική. Ἐὰν ὅμως διασύρεται καὶ καθαίρεται ἀπὸ τὸν θρὸνο του, καὶ γίνεται δοῦλος ἐρωτικῶν χρημάτων καὶ κενῆς δόξας καὶ καλλωπισμοῦ καὶ τρυφῆς καὶ μέθης καὶ ὀργῆς καὶ ἡδονῶν σαρκικῶν, καὶ καλλωπίζει τὰ μαλλιά του μὲ λάδι, καὶ ἀτιμάζει τὴν ἡλικία μὲ τὴν κακή του προαίρεση, τότε ποιᾶς πραγματικὰ τιμωρίας δὲν εἶναι ἄξιος; Ἀλλὰ μὴ γίνεσθε ἔτσι κι’ ἐσεῖς, νέοι, γιατί δὲν ὑπάρχει καμμιὰ ἐλάφρυνση σ’ ἐσᾶς ἐὰν ἁμαρτάνετε. Τί συμβαίνει λοιπόν; Εἶναι δυνατὸν ὁ ἡλικιωμένος νὰ εἶναι νέος, καὶ ὅπως, ἂν καὶ βρίσκεται στὴν κατάσταση γήρατος βλέπουμε οὐσιαστικὰ νέο στὸ φρόνημα, ἔτσι συμβαίνει καὶ τὸ ἀντίθετο. Γιατί, ὅπως ἐκεὶ κανέναν δὲν σώζει τὸ λευκὸ τρίχωμα, ἒτσι καὶ ’δῶ, οὔτε τὸ μαῦρο ἐμποδίζει κανέναν σὲ κάτι. Γιατί ἂν αὐτὰ ὅλα γιὰ τὰ ὁποῖα μιλήσαμε, καθιστοῦν τὸν γέροντα ἀσχημονέστερο, ἀκόμη περισσότερο καθιστοῦν τὸ νὲο. Ἀλλὰ οὔτε καὶ ὁ νέος ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὴν κατηγορία. Γιατί μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἄξιος συγνώμης μόνον ὅταν καλεῖται νὰ λάβει διοικητικὲς ἁρμοδιότητες, ὅταν εἶναι ἄπειρος, ὅταν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ χρόνο καὶ πεῖρα, ὄχι ὅμως καὶ ὅταν πρέπει νὰ ἐπιδείξει σωφροσύνη καὶ ἀνδρεία, οὔτε ὅταν πρέπει νὰ κάνει σωστὴ διακυβέρνηση τῶν χρημάτων. Τότε εἶναι ποὺ κατηγορεῖται περισσότερο ἀπὸ τὸν γέροντα ὁ νέος. Γιατί ἐκεῖνος μὲν χρειάζεται περιποίηση, καθὼς τὸ γῆρας τὸν ἐξουθενώνει. Αὐτὸς ὅμως, ἐνῶ μπορεῖ ἐὰν θέλει νὰ φροντίσει ὁ ἴδιος γιὰ τὸν ἑαυτό του, ποιᾶς συγνώμης εἶναι ἄξιος, ὅταν ἁρπάζει τὴν ἐξουσία ἀπὸ τὸν γέροντα, ὅταν λέει πολλὰ ἐνῶ δὲν πρέπει, ὅταν φέρεται μὲ αὐθάδεια, ὅταν κακολογεῖ, ὅταν μεθᾶ; Καὶ ἂν ὑποστηρίζει ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει μὲ σωφροσύνη, πρόσεξε ὅτι καὶ πάλι ἔχει πολλὰ βοηθήματα ἐὰν θέλει. Γιατί ἂν καὶ ἡ ἐπιθυμία τὸν ἐνοχλεῖ περισσότερο, ὠστόσο μπορεῖ νὰ πράξει περισσότερα ἀπὸ ὅτι ὁ γέρων ὥστε νὰ ξεγελάσει τὸ θηρίο ἐκεῖνο. Ποιὰ εἶναι αὐτά; Οἱ κόποι, οἱ ἀναγνώσεις, οἱ ἀγρυπνίες, οἱ νηστεῖες.»[22]


4.3. Γαλήνη καὶ ἁρμονία στὸ σῶμα, στὸν νοῦ καὶ στὴ ψυχή.

Στὸν λόγο του περὶ νηστείας θὰ ἀκούσουμε τὸν Ἂγιο νὰ καλεῖ τοὺς ἀνθρώπους σὲ ἐγρήγορση πνευματική: «Ἡ νηστεία εἶναι μίμησις κατὰ τὸ δυνατὸν τῶν ἀγγέλων, καταφρόνηση τῶν παρόντων, ἐνασχόληση μὲ τὴν προσευχή, τρυφή τῆς ψυχῆς, χαλινάρι τοῦ σώματος  καὶ κατευνασμός τῆς ἐπιθυμίας. Καὶ γνωρίζουν οἱ νηστεύοντες ὅτι κατευνάζει τὶς ἡδονὲς καὶ δὲν ἀγνοοῦν οἱ πειρασθέντες ὅτι μαλακώνει τὸν θυμό, κατασπαράζει τὸν ἀργό καὶ καταπαύει τὰ κύματα τῆς φύσεως, ἀνυψώνει τὸν λογισμὸ, καὶ ἐκλαμπρύνει τὴ ψυχή, ἀνακουφίζει τὴ σάρκα, ἐκδιώκει τὶς νυχτερινὲς ἀσέλγειες, ἀπαλλάσει ἀπὸ τὴν μέθη, γλιτώνει ἀπὸ τὸν πονοκέφαλο καὶ κάνει τὰ χρώματα καὶ τὰ βλέμματα λαμπρά. Στὴ νηστεία οἱ κινήσεις γίνονται μὲ τάξη, ἡ γλῶσσα εἶναι εὐκίνητος χωρὶς νὰ διαστρέφεται ἀπὸ τὸ κρασί, καὶ ὁ λογισμὸς εἶναι ὀρθὸς καθὼς δὲν ἐκχέονται πρὸς αὐτὸν οἱ ἐπιθυμίες. Χορεύει μέσα στὴ σωφροσύνη, καὶ ἔχει γαλήνη»[23]. Καὶ λίγο πιὸ κάτω συνεχίζει: «Αὐτὸς ποὺ δὲν συμπάσχει μὲ  τὸν Ἰησοῦ, δὲν γνώρισε ποτὲ τὸν Ἰησοῦ· αὐτὸς ποὺ ἀπορρίπτει τὴ νηστεία δὲν γνώρισε τὸν Σταυρό… Ὅλη ἡ ἡδονή τῶν τροφῶν εἶναι μέχρι νὰ τὶς καταπιεῖς. Μόλις χαθεῖ τὸ γευστικὸ μέρος τῆς τροφῆς, γίνεται σὰν νὰ μὴν ὑπῆρχε ποτέ. Ἡ νηστεία ὅμως δὲν καταφθείρεται, οὔτε περιορίζεται στὴν κοιλιά, οὔτε ἀπὸ τὴν κοιλιὰ μεταβάλλεται σὲ ἀπόρριμμα. Γιατί εἶναι πρόξενος ἀθανασίας, ἔχει τὸν ἲδιο τρόπο ζωῆς μὲ τοὺς Ἀγγέλους, γιατί εἶναι, κατὰ τὸ δυνατὸν, μίμησις αὐτῶν. Ἀκηδιάζεις λοιπὸν ἐπειδὴ βρίσκεσαι σὲ νήψη; Ἐπειδὴ δὲν εἶσαι βεβαρημένος μὲ ξένες εὐτυχίες; Ἐπειδὴ ὁ λογισμός σου εἶναι ὀρθός; Ἐπειδὴ ἡ σάρκα σου εἶναι καθαρή; Ἐπειδὴ ἀνθεῖ ἡ διάνοια; Ἐπειδὴ ἀκοῦς τὴν Γραφὴ μὲ χαρὰ; Ἐπειδὴ αὐτὰ ποὺ δὲν πρέπει νὰ λέγονται ἀποσιωπᾶς καὶ δὲν εἶσαι ἄνθρωπος ἀλλὰ σχεδὸν ἄγγελος;»[24].

4.4. Ἡ πλατειὰ καὶ εὐρύχωρος ὁδὸς τῶν βιωτικῶν ἀπολαύσεων.

Καὶ μέσα ὅμως στὴν Γραφὴ μποροῦμε νὰ βροῦμε παραδείγματα τρυφηλῆς διαβιώσεως μέσα ἀπὸ τὰ ὁποῖα παρατηροῦμε τὸν ἄμεσο συσχετισμὸ τῆς ἀδηγαγίας μὲ τὴν ἀκολασία καὶ γενικὰ κάθε εἴδους ἁμαρτία. Ἕτσι, στὴν παραβολή του πτωχοῦ Λαζάρου βλέπουμε τὸν ἄσπλαχνο πλούσιο, μέσα ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ ὁποίου ὁ Κύριος μὲ ἀνέκφραστη Σοφία μᾶς δίνει ἕνα ἄριστο δεῖγμα ζωῆς ἱκανοποιούσης καὶ ἱκανοποιούμενης ἀπὸ τὶς μάταιες ἀπολαύσεις τοῦ ἐφήμερου βίου, οἱ ὁποῖες ὁδηγοῦν βέβαια σ’ αὐτὰ τὰ ὑπὸ τῆς γαστρὸς πάθη, μὲ τὰ ὁποῖα εἶναι συνδεδεμένη ὅλη ἡ ζωή τοῦ ἄφρονος αὐτοῦ καὶ ἄσπλαχνου ἀνθρώπου. Ὁ Ἅγιός μας θὰ δώσει μιὰ πολὺ ὡραία περιγραφὴ αὐτῆς τῆς ζωῆς μέσα ἀπὸ τὴν ὁμιλία του στὸν «πτωχὸ Λάζαρο»· «Θυμηθεῖτε τὸν πλοὺσιο ἐκεῖνο, αὐτὸν ποὺ κάθε ἡμέρα ντύνονταν μέσα στὴν πορφύρα καὶ στὰ βύσσινα ροῦχα, ποὺ ἔτρωγε σὲ λαμπρὰ συμπόσια, ποὺ ἔτρεφε τεμπέληδες καὶ κόλακες, καὶ ποὺ ἔριχνε ἄφθονο τὸ καθαρὸ κρασί στὰ σωθικά του, ποὺ γαστριμαργοῦσε κάθε ἡμέρα, ποὺ παρέδιδε καθημερινὰ τὸν ἑαυτό του στὴν ἄμετρη τρυφὴ καὶ ποὺ εἰσῆλθε διὰ μέσου τῆς πλατειᾶς ὁδοῦ καὶ βρισκόταν διαρκῶς μέσα στὴν ἡδονὴ καὶ τὴ χαρὰ τὴ βιωτική. Γιατί ὅλα ἐπέρχονται σ’ αὐτὸν σὰν νὰ ἀναβλύζουν ἀπὸ πηγές· ἡ πολλὴ περιποίηση, ἡ ἀνέκφραστος τρυφή, ἡ ὑγεία τοῦ σώματος, ἡ ἀφθονία τῶν χρημάτων, ἡ τιμὴ ἀπὸ τοὺς πολλούς, οἱ εὐφημισμοὶ ἀπὸ τοὺς κόλακες. Καὶ δὲν ὑπῆρχε γενικὰ τίποτε ποὺ νὰ τοῦ προκαλοῦσε λύπη. Καὶ τὸ πλέον σημαντικὸ ἦταν, ὅτι ζώντας καθημερινὰ μέσα σὲ τόση κραιπάλη καὶ ἀδηφαγία, ὄχι μόνο ἀπήλαυσε τὴ σωματικὴ ὑγεία καὶ κάθε προσωπικὴ ἀσφάλεια, ἀλλὰ καὶ τὸν πτωχὸ Λάζαρο, ὁ ὁποῖος κείτονταν κάτω, στὴν εἴσοδο τοῦ σπιτιοῦ του, μέσα στὶς πληγές, καὶ κυκλώνονταν καὶ γλύφονταν ἀπὸ τὰ σκυλιά, λιώνοντας μέσα στὴν πεῖνα, τὸν προσπερνοῦσε χωρὶς ἔλεος, χωρὶς νὰ τοῦ δίνει οὔτε κὰν ἀπὸ αὐτὰ τὰ ψίχουλα τῆς τραπέζης του. Καὶ ὁ μὲν πλούσιος εἰσερχόμενος διὰ μέσου τῆς πλατειᾶς πύλης τῆς ζωῆς, βάδιζε τὴν εὐρύχωρο ὁδὸ τῆς τρυφῆς, τῆς ἀκολασίας, τοῦ γέλιου, τῆς ἀνέσεως, τῆς γαστριμαργίας, τῆς μέθης, τῆς πολυτελοῦς ἐνδυμασίας, τῆς ἀνοησίας τῶν ἀκριβῶν ρούχων… Πουθενὰ ὑψηλὰ βράχια, πουθενὰ γκρεμοί, πουθενὰ σκοτεινοὶ ὕφαλοι στὴ θάλασσα, πουθενὰ ναυάγιο, πουθενὰ ἀνωμαλίες, ἀλλὰ πάντα σὲ στερεοὺς καὶ ἰσόπεδους δρόμους περπατώντας, διῆγε τὸν παρόντα βίο, καταποντιζόμενος καθημερινὰ ἀπὸ τὰ κύματα τῆς κακῆς ἐπιθυμίας, καὶ χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ τὸ καταλαβαίνει, σπαρασσόμενος ἀπὸ τὶς ἄτοπες ἐπιθυμίες, μένοντας μάλλον κατὰ τὰ μέγιστα εὐφραινόμενος ἀπὸ αὐτὴν τὴν κατάσταση. Πάντα πολιορκούμενος ἀπὸ τὴν ἀσέλγεια, ἀπὸ τὴν γαστριμαργία, ἀπὸ τὴ μανία τῶν χρημάτων, χωρὶς βέβαια νὰ ἔχει καμμιὰ αἴσθηση τῆς δεινῆς κατάστασης στὴν ὁποία εἶχε περιπέσει. Χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ δεῖ τὸ τέλος τῆς ὁδοῦ.»[25]
Νομίζουμε ὅτι ἡ περιγραφή μᾶς δίνει μιὰ πλήρη εἰκόνα τῆς εὐζωΐας, τῶν παρανόμων συμποσίων, τῆς κραιπάλης καὶ τοῦ χορτασμοῦ τῆς γαστρός, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀσέγλεια, τὴν ἀφροσύνη, τὴν κακία, τὴν ἀσπλαχνία καὶ ὅλα τὰ δεινὰ ὑπὸ τὰ ὁποῖα εἶχε περιέλθει ὁ πλούσιος, χωρὶς μάλιστα νὰ μπορεῖ ἀπὸ τὴν τύφλωση τῆς ἁμαρτίας νὰ κατανοήσει τὴν ἀθλιότητά του, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἦταν καὶ τὸ μεγαλύτερο δεινό, καθὼς ἒτσι δὲν τοῦ δίνονταν ποτὲ ἡ εὐκαιρία γιά μετάνοια. Τραγικὸ κατάντημα θὰ ἔλεγε κανείς μὲ ἁπλὰ λόγια, τραγικὴ μοιραία κατάληξη, ἐξ’ αἰτίας τῶν ἐπιλογῶν ποὺ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι κάνουμε στὴ ζωή μας.





ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.

[1] Ἀ Κορ. στ', 13.
[2] Ἀ Κορ. στ', 18-20.
[3] Ματ. ε', 28
[4] Ρωμ. η', 18.
[5] Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου, «Λόγος περὶ Παρθενίας ἤτοι περὶ Ἀσκήσεως», MPG 28, 260.
[6] Ἁγ. Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου, «ἐξήγησις περὶ τῆς ἀπάτης τοῦ διαβόλου καὶ τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων».
[7] Ἀγ. Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου «πρὸς Κάστορα τὸν Μακαριώτατον περὶ τῶν κανονικῶν τῶν κοινοβίων διατυπώσεων». MPG 28, 876. Κατ’ ἄλλους ἡ ἐπιστολὴ ἀποδίδεται στὸν Ὅσιο Κασσιανὸ τὸν Ρωμαῖο.
[8] Ματθ. ε', 25
[9] Τοῦ  ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Ἀθανασίου, «ρήσεις καὶ ἑρμηνείαι παραβολῶν τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου, MPG 28, 717.                                                                       
[10] Β΄ Κορ. δ΄, 16. (ἀλλ’ εἰ καὶ ὁ ἔξω ἡμῶν ἄνθρωπος διαφθείρεται, ἀλλ’ ὁ ἔσωθεν ἀνακαινοῦται ἡμέρα καὶ ἡμέρα.)
[11] Β΄ Κορ. ιβ΄, 10. (ὅταν γάρ ἀσθενῶ, τότε δυνατὸς εἰμί.)
[12] Μ. Βασιλείου, περὶ νηστείας Λόγος Α΄, MPG 31, 180-181.
[13] Ιωάν. ιδ΄, 23 (ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονήν παρ' αυτῷ ποιήσομεν.)
[14] Μ. Βασιλείου, περί νηστείας Λόγος Α΄, MPG 31, 184. Τὰ τελευταῖα λαμβάνουμε ἀπὸ τὸν ἐπίλογο. Καὶ εἶναι πραγματικὰ πολὺ εὔστοχη ἡ προσομοίωση τῆς σεμνότητος - ὡραιότητος τῆς νηστείας ἀπὸ τὴν μιά, μέ τὴν πρωϊνὴ γαλήνη τῶν πολυτάραχων πόλεων, καὶ τῆς ἀσυστολότητος - ἀσχημοσύνης τῆς κραιπάλης ἀπὸ τὴν ἄλλη, μὲ τὴν ζάλη καὶ τὴν ταραχὴ τῶν βραδινῶν ξεφαντωμάτων καὶ διασκεδάσεων ποὺ συνοδεύουν τὴν μέθη καὶ τὴν ἄκρατη πολυφαγία τῶν δύστυχων ἀνθρώπων τῆς νύχτας. Ἐπιπλέον, ἡ ἀναφορὰ στὴ μέθη συμπεριλαμβάνεται μέσα στὴν γενίκευση ποὺ κάνει ὁ Ἅγιος στὴν ἔννοια τῆς νηστείας καὶ τῶν παθῶν, ἀλλὰ καὶ αὐτῆς τῆς ἰδίας τῆς μέθης, τὴν ὁποία διακρίνει στὴν μέθη τῆς λύπης, τοῦ θυμοῦ, τῆς καταλαλιᾶς, κ. ἄ. Ἔτσι, τὰ σχόλια ποὺ γίνονται σχετικὰ μὲ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ Κυρίου - τοῦ Μυστηρίου δηλ. τῆς Θείας Μεταλήψεως, ἀπὸ τοὺς πίπτοντες στὸ πάθος τῆς μέθης, ἀφοροῦν καὶ τὸ σύνολο τῶν παθῶν τὰ ὁποῖα ὀφείλουμε νὰ καταπολεμήσουμε μὲ τὴν ἁρμόζουσα σὲ καθε περίπτωση νηστεία. Μὲ ἄλλα λόγια, ὅπως πάθος εἶναι ἡ μέθη καὶ δὲν μπορεῖ νὰ προσέλθει ὁ μεθύων στὴ Θεία Μετάληψη, πάθος σοβαρώτατο εἶναι καὶ ὁ θυμός, καὶ οἱ ἐπιτελούμενες ἀδικίες εἰς βάρος τῶν συνανθρώπων μας, καί οἱ ἔριδες, καὶ οἱ μάχες, καὶ φυσικὰ ἡ ἀδηφαγία τὴν ὁποία κατηγορηματικὰ καὶ διεξοδικὰ ἀναφέρει ὁ Ἅγιος. Γι' αὐτὸ καὶ λίγο πιὸ πάνω ὁ ἴδιος ἀναρωτιέται μέ ἀπορία· «τὸ ἀπόγευμα προετοιμάζεσαι γιὰ τὴν θ. Μετάληψη καί δαπανᾶς τὴν ἡμέρα σου στὰ δικαστήρια;», ἀφήνοντας σαφέστατα νὰ ἐννοηθεῖ καὶ ἡ ἴδια ἐρώτηση γιὰ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα· «καὶ δαπανᾶς τὴν ἡμέρα σου στὴν ἀδηφαγία, στὶς μάχες, στὸν θυμό, στὶς ἀδικίες;»
[15] Ἑρμηνεία εἰς τὸν Προφήτην Ἠσαΐαν, MPG 30, 181.
[16]Τοῦ ἰδίου, περί Νηστείας Λόγος Β΄, MPG 31, 189.
[17] Τοῦ ἰδίου περί Νηστείας Λόγος Β΄, MPG 31, 192.
[18] Τοῦ ἰδίου, Λόγος ἀσκητικός Α΄, MPG 31, 640.
[19] Ἀσκητικαί διατάξεις πρὸς τοὺς ἐν κοινοβίῳ καὶ καταμόνας ἀσκοῦντας, MPG 31, 1348.
[20] Ἑβρ. ιβ', 14.
[21]Ἱ. Χρυσοστόμου, «ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολὴν πρώτην», Ὁμιλία Ε΄, MPG 62, 423-424.
[22] Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, «Ἑρμηνεία εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολήν», Ὁμιλίας ζ', MPG 63, 66-67.
[23] Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, «Λόγος περί Νηστείας», MPG 62, 734.
[24] Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, «Λόγος περί Νηστείας», MPG 62, 736.
[25] Ἱ. Χρυσοστόμου, «εἰς τὸν πτωχὸν Λάζαρον καὶ τὸν Πλούσιον», MPG 48, 1048-1049.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Related Posts Plugin for WordPress,  Blogger...