ΝΗΣΤΕΙΑ ΚΑΙ ΑΓΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΟΥ
Έκδοσις Συνοδείας Γ. Ιερομονάχου Ιωάννου
Ιερά Καλύβη Κοιμήσεως της Θεοτόκου
Ιερά Σκήτη Αγίας Αννης. Αγιον Ορος 2005
Ιερά Καλύβη Κοιμήσεως της Θεοτόκου
Ιερά Σκήτη Αγίας Αννης. Αγιον Ορος 2005
ΝΗΣΤΕΙΑ ΚΑΙ ΑΓΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΟΥ
1. Νοῦς καὶ σῶμα ἁγνὸ γιὰ τὴν ἐπάξια προσέγγιση τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Ἡ
ἁγνεία τοῦ σώματος καὶ τοῦ νοῦ εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς
σημαντικώτερες προϋποθέσεις γιὰ τὴν ἕνωσή τοῦ ἀνθρώπου μὲ
τὸν Θεὸ· οἱ καθαροὶ λογισμοί, οἱ ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ κάθε
ρυπαρὴ ἐπιθυμία καὶ ἐνθύμηση. Στὴν πρώτη πρὸς Κορινθίους
ἐπιστολὴ ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν θὰ τονίσει· «τὰ βρώματα τῆ
κοιλίᾳ καὶ ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν. ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ
ταῦτα καταργήσει. τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ
ὁ Κύριος τῷ σώματι» [1],
ἐνῶ λίγο πιὸ κάτω καὶ πάλι τονὶζει: «φεύγετε τὴν πορνείαν.
πᾶν ἁμάρτημα ὃ ἐὰν ποιήσῃ ἄνθρωπος ἐκτὸς τοῦ σώματος ἐστὶν, ὁ
δέ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει. ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ
σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματος ἐστίν, οὗ ἔχετε
ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν; ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς.
δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι
ὑμῶν, ἅτινα ἐστὶ τοῦ Θεοῦ.»[2]
Δὲν
εἶναι δυνατὸν τὸ σῶμα αὐτὸ τὸ ὁποῖο πρόκειται νὰ γίνει Ναὸς
τοῦ Θεοῦ, νὰ μολυνθεῖ μὲ ὁποιαδήποτε ἀκάθαρτη σαρκικὴ
πράξη. Τό ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου· «πᾶς ὁ βλέπων
γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ
καρδίᾳ αὐτοῦ»[3],
ἀναφέρει ὁ Κύριος, θέλοντας νὰ τονίσει ὅτι ἡ κίνηση τοῦ
νοὸς πρὸς τὴν ἁμαρτία καὶ ἡ συγκατάθεση, ἀρκοῦν γιὰ νὰ
θεωρηθεῖ ἡ ἁμαρτία ἤδη τετελεσμένη, ὅσον ἀφορᾶ τὴν
ἐπιθυμία ἡ ὁποία ἔχει πλέον αἰχμαλωτίσει τὸν ἄνθρωπο.
Ἀντίθετα ἡ ἐγκράτεια ὁδηγεῖ στὴν ἕνωση μὲ τὸν Νυμφίο Χριστὸ.
2. Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου.
2.1. Τὰ ἔπαθλα τῆς νηστείας.
Γι’
αὐτὸ καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στὸν λόγο του ''περὶ Παρθενίας'',
πλέκει ἕνα θαυμάσιο ἐγκώμιο τῆς ἐγκρατείας πού κατορθώνεται
κυρίως μὲ τὴν ἄσκηση τῆς νηστείας· «ἡ ἄσκηση εἶναι δύσκολη,
καὶ ἡ ἐγκράτεια δυσκολοβάστακτη· τίποτε ὅμως δὲν εἶναι
γλυκύτερο ἀπὸ τὸν ἐπουράνιο Νυμφίο. Ἐδῶ κοπιάζουμε λίγο,
ἐκεῖ ὅμως λαμβάνουμε τὴν αἰώνια ζωή. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ
Ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει: ''οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν
καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς''[4].
Εἶναι πραγματικὰ καλὸ τὸ νὰ φεύγει κανεὶς ἀπὸ τὸν θόρυβο τοῦ
κόσμου, καὶ νὰ ξεκινᾷ γιὰ νά ζήσει μόνος του. Εἶναι μεγάλη
ἀρετὴ ἡ ἐγκράτεια, μέγα καύχημα ἡ ἁγνεία, μεγάλα τὰ ἐγκώμια
τῆς παρθενίας. Ὤ παρθενία πλοῦτε ἀκατανόητε! Ὤ παρθενία
στέφανε ἀμαράντινε! Ὤ παρθενία ναὲ τοῦ Θεοῦ καὶ κατοικία
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος! ὤ παρθενία, τίμιο μαργαριτάρι ποὺ
πολλοὶ δὲν μποροῦν νὰ τὸ δοῦν, καὶ ποὺ σὲ λίγους μόνο μπορεῖ νὰ
βρεθεῖ! Ὤ ἐγκράτεια φίλη τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐγκωμιάζεσαι ἀπὸ τοὺς
Ἁγίους! Ὤ ἐγκράτεια ποὺ διαφεύγεις σωζόμενη ἀπὸ τὸν θάνατο
καὶ τὸν Ἅδη, ἐνῶ κατέχεσαι αἰχμάλωτη ἀπὸ τὴν Ἀθανασία! Ὤ
ἐγκράτεια χαρὰ τὼν Προφητῶν καὶ τὼν Ἀποστόλων τὸ καύχημα! Ὤ
ἐγκράτεια ζωή τῶν Ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων ἀνθρώπων ὁ στέφανος!
Μακάριος εἶναι ὄντως αὐτὸς ποὺ παραμένει σταθερὰ
προσκολλημένος σὲ 'σένα μὲ ὑπομονὴ, γιατὶ μὲ λίγο κόπο θὰ
λάβει μεγάλη χαρά. Μακάριος ὄντως αὐτὸς ποὺ νηστεύει σὲ ὅλη
αὐτήν τὴ ζωὴ του, γιατὶ ἀφοῦ θὰ κατοικήσει στὴν Ἄνω
Ἱερουσαλήμ, θὰ συγχορεύσει μὲ τοὺς Ἀγγέλους, καὶ θὰ
ἀναπαυθεῖ μὲ τοὺς ἁγίους Προφῆτες καὶ Ἀποστόλους».[5]
2.2. Ἡ νηστεία διώκει τοὺς δαίμονες.
Στὸν
ἴδιο λόγο καὶ πάλι θὰ ἀναφέρει: «Ἄς ἀγαπήσουμε ὅσο πιὸ πολὺ
μποροῦμε τὴ νηστεία. Μὲ αὐτὴν τὴν ἀρετὴ κόσμησε τὸ σῶμα
σου... Βλέπεις τὶ κατορθώνει ἡ νηστεία; Καὶ νόσους θεραπεύει καὶ
δαιμόνια ἐκβάλλει, καὶ τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς ἀποδιώκει καὶ
καθιστᾶ τὸν νοῦ λαμπρότερο, τὴν καρδιὰ καθαρή, τὸ σῶμα τὸ
ἐξαγιάζει, καὶ τὸν ἄνθρωπο τὸν ὁδηγεῖ μπροστὰ στό θρόνο τοῦ Θεοῦ.
Καὶ γιὰ νὰ μὴ νομίσεις ὅτι αὐτὰ λέγονται ἔτσι ἀπερίσκεπτα,
ἰδού, ἔχεις καὶ τὴ μαρτυρία τοῦ Σωτῆρος μας στὸ Ἱερὸ
Εὐαγγέλιο· ὅταν λοιπόν τὸν ρώτησαν οἱ μαθητὲς λέγοντας,
''Κύριε δεῖξε μας μὲ ποιὸν τρόπο ἐκδιώκονται τὰ ἀκάθαρτα
πνεύματα'', ὁ Κύριος ἀπάντησε: ''αὐτὸ τὸ γένος δὲν βγαίνει ἀπὸ
τὸν ἄνθρωπο παρὰ μόνο μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία». Ὅποιος
ἐνοχλεῖται λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἐπήρεια κάποιου ἀκαθάρτου
πνεύματος, ἐὰν χρησιμοποιήσει τὸ φάρμακο αὐτὸ τῆς νηστείας,
ἀμέσως τὸ πνεῦμα τὸ πονηρὸ δὲν ἀντέχει καὶ φεύγει, ἀπὸ τὸν
φόβο τῆς νηστείας. Γιατὶ οἱ δαίμονες τέρπονται μὲ τὴν κραιπάλη
καὶ τὴν ἀνάπαυση τοῦ σώματος. Μεγάλη δύναμη εἶναι ὄντως ἡ
νηστεία, καὶ μεγάλα κατορθώματα ἐπιτυγχάνονται διὰ μέσου
αὐτῆς. Γιατὶ, ἀπὸ ποῦ ἀλλοῦ παίρνουν δύναμη οἱ ἄνθρωποι καὶ
ἐπιτελοῦν μεγάλα κατορθώματα καὶ θαύματα μὲ τὰ ὁποῖα ὁ
Θεὸς χαρίζει τὴν ἴαση στοὺς ἀσθενεῖς, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὴν τὴ
νηστεία, τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴν ἐνάρετη ζωή; Ἡ νηστεία
εἶναι ὁ τύπος ζωῆς τῶν Ἀγγέλων, γι' αὐτὸ κι ἐκεῖνος ποὺ τὴ
χρησιμοποιεῖ βρίσκεται σὲ τάξη Ἀγγελικὴ.»
2.3. Νηστεία κατὰ τοῦ πνεύματος τῆς πορνείας.
Στὸν
λόγο του «περὶ ἀπάτης τοῦ διαβόλου καὶ τῆς πλάνης τῶν
εἰδώλων» θὰ ἀναφέρει: «ἄς προσκυνήσουμε τὰν πραγματικὸ Θεὸ,
ἀφοῦ ἀρνηθοῦμε τὸ σκοτάδι, ἄς ἀγαπήσουμε τὸ φῶς,
ἀπορρίπτοντας τὴν μέθη ἄς ἀγαπήσουμε τὴ νηστεία.
Γνωρίζοντας πλέον τὴν ἀσέλγεια, ἄς ἀσκηθοῦμε στὴν σωφροσύνη»[6].
Στὴν
ἐπιστολὴ τοῦ Ἁγίου «πρὸς Κάστορα τὸν Μακαριώτατον, περὶ
τῶν κανονικῶν τῶν κοινοβίων διατυπώσεων», θὰ ἀναφερθεῖ
στὴν συμβολὴ τῶν διαφόρων ἀρετῶν στὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς,
καὶ τὴ νηστεία ὡς μία προϋπόθεση μιᾶς ἐξ' αὐτῶν - αὐτῆς τῆς
σωφροσύνης: «...Πρὸς τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς μᾶς ὁδηγεῖ καὶ ἡ
ἀποχὴ τῆς ὀργῆς, τῆς λύπης, τῆς κενοδοξίας, τῆς
ὑπερηφανείας. Ὅλα αὐτὰ ἐπιφέρουν τὴν ψυχικὴ καθαρότητα.
Αὐτὴν ὅμως τὴν μερικὴ καθαρότητα ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν
ἄσκηση τῆς ἀρετῆς τῆς σωφροσύνης τὴν ἐπιτυγχάνει κυρίως ἡ
ἐγκράτεια καὶ ἡ νηστεία. Γιατὶ εἶναι ἀδύνατον νὰ πολεμήσει
κανεῖς μὲ τὸν νοῦ τὸ πνεῦμα τῆς πορνείας, ἄν ἔχει τὴν κοιλιὰ
γεμάτη ἀπὸ τροφές. Γι' αὐτὸ λοιπόν, πρῶτος ἀγῶνας μας ἄς εἶναι
ἡ ἐγκράτεια τῆς γαστρὸς καὶ ἡ δουλαγωγία τοῦ σώματος, ὄχι
μόνον μὲ τὴ νηστεία, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀγρυπνία, καὶ τὸν κόπο, καὶ
τὴν ἀνάγνωση, καὶ μὲ τὴν ἐνθύμηση καὶ τὸν φόβο τῆς αἰωνίου
γεένης, καὶ μὲ τὸν πόθο τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.[7]»
Σέ
ἀπάντηση καὶ πάλι τοῦ Ἁγίου στὴν ἐρώτηση «γιὰ ποιὸν λόγο ὁ
Κύριος ἀναφέρει '' Ἴσθι εὐνοῶν τῷ ἀντιδίκῳ σου ταχύ, ἔως
ὅτου εἶ ἐν τῇ ὁδῷ μετ' αὐτοῦ''»[8],
ὁ Ἅγιος ἀποκρίνεται: «Ἀντίδικος ἔναντι τῆς ψυχῆς εἶναι τὸ
σῶμα. Γιατὶ τὸ ἕνα ἀντιτάσεται στὸ ἄλλο καθὼς λέγει ὁ Ἀπ.
Παῦλος. Γι' αὐτὸ σκληραγωγοῦμε καὶ μεταχειριζόμαστε σὰν
δοῦλο τὸ σῶμα, ζῶντας συμφιλιωμένοι μὲ αὐτὸ μέσα ἀπὸ τὶς
νηστεῖες καὶ τὶς ἀγρυπνίες καὶ μὲ τὴν ὑπόλοιπη κακοπάθεια, μὲ
σκοπὸ νὰ μὴν ἐπαναστᾷ ἐναντίον τῆς ψυχῆς μὲ τὰ πάθη τῆς
ἀτιμίας. '' Ὁδὸ'' ὁ Κύριος ἐννοεῖ τὸν μάταιο καὶ πλάνο αὐτὸν
βίο, γιατὶ ὅταν λυθεῖ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα, καὶ ἐξέλθει ἀπὸ
αὐτὴν τὴ ζωὴ καὶ ὁδό, δὲν θά μπορεῖ πλέον νὰ ἐργάζεται τὸ
ἀγαθό.»[9]
3. Βασιλείου τοῦ Μεγάλου.
3.1. Ἡ ἀσυστολότητα τῆς ἀδηφαγίας καὶ ἡ σεμνότητα τῆς νηστείας.
Ἂς
μεταβοῦμε ὅμως στὸν Βασίλειο τὸν Μέγα τὸν ὀποῖο θὰ
ἀκούσουμε στὸν πρῶτο λόγο του Περὶ Νηστείας νὰ μᾶς προτρέπει:
«ἂν θέλεις νὰ καταστήσεις δυνατὸ τὸν λογισμό σου, πρέπει νὰ
δαμάσεις τὴν σάρκα σου μὲ τὴ νηστεία. Γιατί αὐτὸ ἀναφέρει ἐξ’
ἄλλου καὶ ὁ Ἀπόστολος· ὅτι δηλ “ἂν καὶ ὁ ἐξωτερικὸς ἄνθρωπος
φθείρεται, ὁ ἐσωτερικὸς ὅμως ἀνανεώνεται”.[10] Ἀλλοῦ πάλι ἀναφέρει: ‘‘ὅταν ἀσθενῶ τότε εἶμαι δυνατός’’.[11]
Δὲν θὰ καταφρονήσεις λοιπὸν τὶς φθειρόμενες τροφές; Δὲν θὰ
ἐπιθυμήσεις τὴν τράπεζα τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, τὴν
ὁποία θὰ προπαρασκευάσει ἡ νηστεία ποὺ θὰ κάνεις ἀπὸ ἐδῶ;
Ἀγνοεῖς ὅτι μὲ τὴν ἀμετρία τοῦ χορτασμοῦ κὰνεις παχὺ τὸ
σκουλήκι ποὺ ἀργότερα θὰ σὲ βασανίζει; Γιατί ποιὸς στ’
ἀλήθεια δέχθηκε ποτὲ μετοχὴ σὲ κάποιο πνευματικὸ χάρισμα
μὲ τὴν πλούσια καὶ συνεχῆ διατροφή;…Γιατί ἀπὸ τὴν πλούσια
τροφὴ ἀναπέμπονται καπνώδεις ἀναθυμιάσεις, οἱ ὀποῖες μὲ τὴ
δημιουργία μιᾶς πυκνῆς καὶ ἀδιαπεράστου νεφέλης,
διακόπτουν τὶς ἐλλάμψεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸ νοῦ τοῦ
ἀνθρώπου. Ἡ νηστεία εἶναι ὅπλο κατὰ τῆς στρατιᾶς τῶν δαιμόνων,
γιατί καθὼς λέγει ἡ Γραφή, “αὐτὸ τὸ γένος δὲν ἐξέρχεται παρὰ
μόνον μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία”. Καὶ τὰ μὲν καλὰ ἐκ τῆς νηστείας
εἶναι αὐτά. Ὁ χορτασμὸς ὅμως εἶναι ἀρχὴ μεγάλων ἀπωλειῶν.
Γιατὶ μαζὶ μὲ τὴν τρυφὴ καὶ τὰ κάθε εἴδους καρυκεύματα
συνεισέρχεται καὶ κάθε εἴδους παράλογη ἀκολασία. Τότε οἱ
ἄνθρωποι γίνονται ἵπποι θηλυμανεῖς ἐξ’ αἰτίας τοῦ σφοδροῦς
πάθους ποὺ γεννιέται μέσα στὶς ψυχές τους ἀπὸ τὴν τροφή. Στοὺς
μεθύοντες παρατηροῦνται οἱ ἐναλλαγές τῆς φύσεως· στοὺς
ἄνδρες ἐπιζητεῖται ἡ φύση τῆς γυναικὸς καὶ στὶς γυναῖκες τοῦ
ἀνδρός. Ἡ νηστεία ἀντιθέτως βάζει μέτρα ἀκόμη καὶ σ’ αὐτὲς
τὶς σχέσεις μέσα στὸν γάμο καὶ μετατρέπει τὴν ἀμετρία τῶν
νομίμων συζυγικῶν σχέσεων τὴν ὁποία καὶ κολάζει, σὲ ἐκ
συμφώνου ἀποχή, μὲ σκοπὸ τὴν ἀφοσίωση στὴν προσευχή»[12].
Στὸν ἐπίλογο τοῦ ἰδίου λόγου τονίζει: «Γνωρίζεις ἄραγε
ποιὸν πρόκειται νὰ ὑποδεχθεῖς; Αὐτὸν ποὺ εἶπε ὅτι ‘ἐγὼ καὶ ὁ
Πατέρας μου θὰ ἔλθουμε σ’ αὐτὸν καὶ θὰ κατοικήσουμε μαζὶ του’[13].
Γιατί λοιπὸν προτιμᾶς τὴ μέθη καὶ ἀποκλείεις ἔτσι τὴν εἴσοδο
στὸν Δεσπότη; Γιατί ἐξωθεῖς τὸν ἐχθρὸ νὰ καταλάβει τὰ
ὀχυρώματά σου; Ἡ μέθη δὲν μπορεῖ νὰ ὑποδεχθεῖ τὸν Κὺριο. Ἡ
μέθη ἀποδιώκει τὸ Πανάγιο Πνεῦμα. Ὁ καπνὸς διώχνει τὶς
μέλισσες καὶ ἡ κραιπάλη τὰ πνευματικὰ χαρίσματα. Ἡ νηστεία
εἶναι ἡ εὐπρέπεια τῆς πόλης, ἡ σταθερότητα τῆς ἀγορᾶς, ἡ
εἰρήνη τῶν οἴκων, ἡ διάσωση τῶν περιουσιῶν. Θέλεις νὰ
γνωρίσεις τὴ σεμνότητά της; Σύγκρινε τὸ σημερινὸ βράδυ μὲ τὴν
αὐριανὴ ἡμέρα καὶ θὰ δεῖς τὴν πόλη νὰ μεταστρέφεται ἀπὸ τὴν
ταραχὴ καὶ τὴν ζάλη σὲ βαθιὰ γαλήνη»[14].
Σὲ
ἄλλον λόγο του θὰ τονίσει: «ἡ ἀποχὴ τῶν βρωμάτων
παρεμοδίζει τὶς ὀρέξεις τῆς γαστρός, ἀλλὰ καὶ αὐτῶν τῶν ὑπὸ
τῆς γαστρὸς.»[15]
3.2. « Ἂς αὐξήσουμε τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς».
Ἡ
νηστεία εἶναι καὶ αὐτὴ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐλαφριὰ φορτία τὰ ὁποῖα
καλούμαστε νὰ σηκώσουμε ἀγόγγυσγτα. Αὐτό μᾶς διασαφηνίζει
ὁ Ἅγιος μέσα στὸν δεύτερο λόγο του περὶ νηστείας: «ἂν
σκοπεύεις λοιπὸν νὰ νηστεύσεις μὴ σκυθρωπάσεις σὰν τοὺς
Ἰουδαίους, ἀλλ’ εὐαγγελικῶς χαροποίησε τὸν ἑαυτό σου,
χωρὶς νὰ θλίβεσαι γιὰ τὴ στέρηση τῆς γαστρός, ἀλλὰ
εὐφραινόμενος μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ γιὰ τὶς πνευματικὲς
ἀπολαύσεις. Γιατί γνωρίζεις ὅτι ἡ σάρκα βούλεται κατὰ τοῦ
πνεύματος, ἐνῶ τὸ πνεῦμα κατὰ τῆς σαρκός. Ἐπειδὴ λοιπὸν τὰ δυὸ
αὐτὰ πολεμοῦν τὸ ἕνα τὸ ἄλλο, ἂς ἀποστερήσουμε τὴν τρυφὴ
ἀπὸ τὴν σάρκα καὶ ἂς αὐξήσουμε τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς, ὥστε ἀφοῦ
λάβουμε τὴ νίκη κατὰ τῶν παθῶν διὰ τῆς νηστείας, νὰ
στεφανωθοῦμε θριαμβευτικὰ μὲ τὰ στεφάνια τῆς ἐγκρατείας.»[16]
3.3. Ὁ ἔλεγχος τοῦ δημοσίου βίου διὰ τῆς νηστείας.
Στὸν
ἴδιο λόγο συνεχίζει ὁ Ἅγιος: «ἡ νηστεία φυλάσσει τὰ νήπια,
σωφρονίζει τὸ νὲο, σεμνὸ καθιστᾶ τὸν ἡλικιωμένο. Γιατί
εἶναι ἐντιμότερη ἡ κεκοσμημένη νηστεία ποὺ γίνεται κατὰ τὸ
γῆρας. Γιὰ τὶς γυναῖκες εἶναι ἡ πιὸ ἁρμόζουσα εὐπρέπεια, γι’
αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται στὴν ἀκμὴ τῆς ἡλικίας τὸ χαλινάρι, ἡ
διαφύλαξη τῶν συζυγικῶν σχέσεων, ἡ τροφός τῆς παρθενίας.
Καὶ αὐτὲς μὲν εἶναι οἱ φροντίδες της γιὰ τὸ κάθε σπίτι. Πῶς ὅμως
διακυβερνᾶ τὴ ζωὴ δημοσίως; Καθοδηγεῖ ὅλη τὴν πόλη καὶ τὸν
λαὸ συνεχῶς πρὸς τὴν εὐταξία, παύει τὶς φωνές, ἐξορίζει τὴ
μάχη, σταματᾶ τὶς κακολογίες. Τίνος διδασκάλου ἡ παρουσία
αὐτοστιγμῇ σταματᾶ τὴν φασαρία ἀνάμεσα στὰ παιδιά, ὅπως ἡ
νηστεία παρουσιαζομένη καταστέλλει τὴν ταραχὴ στὴν πόλη;
Ποιὸς μέθυσος διασκεδαστὴς παρουσιάστηκε ποτὲ δημοσίως
νηστεύων; Ποιὸς χορὸς ἀσελγὴς συγκροτήθηκε ποτὲ ἀπὸ τὴ
νηστεία; Τρυφερὰ γέλια, ᾄσματα πορνικὰ καὶ μανιώδεις χοροὶ
παρευθὺς ἐξέρχονται ἀπὸ τὴν πόλη, ἐκδιωκόμενοι ἀπὸ τὴ
νηστεία, σὰν ἀπὸ κάποιον αὐστηρὸ δικαστή»[17].
3.4. Ἡ διαφθορὰ τῆς ἀδηφαγίας.
Στὸν
Ἀσκητικὸ λόγο του θὰ ἀκούσουμε τὸν Ἅγιο νὰ ἀναφέρει: «εἶδα
πολλοὺς αἰχμαλώτους ἀπὸ τὰ πάθη τους, νὰ βρίσκουν καὶ πάλι τὴν
ὑγεία τους, ἔστω ὅμως καὶ σὲ ἔναν ἀπὸ τοὺς λαθροφάγους ἢ
γαστριμάργους δὲν εἶδα νὰ συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αὐτοὺς
μάλλον τοὺς εἶδα νὰ ἀποχωρίζονται ἀπὸ τὸν ἐγκρατῆ βὶο καὶ νὰ
διαφθείρονται μέσα στὸν κόσμο, ἢ νὰ προσπαθοῦν νὰ ἀποκρυφθοῦν
ἀνάμεσα στοὺς ἐγκρατεῖς καὶ τελικὰ νὰ συνασπίζονται μὲ τὸν
διάβολο στὸ πάθος τῆς ἡδυπαθείας. Κι αὐτὸ γιατί εἶναι
ψεῦτες, πολύορκοι, ἐπίορκοι ἀντιστατικοί, μεγαλόφωνοι,
ἀρνησίφαγοι, ἀνελεύθεροι, θηλυπρεπεῖς, μεμψίμοιροι,
περίεργοι, σκοτεινοχαρεῖς καὶ γενικὰ πολέμιοι ἑκούσιοι
κάθε εἴδους ἐναρέτου τρόπου διαβιώσεως. Γιατί,
προκειμένου νὰ σκεπάσουν τὸ πάθος τῆς γαστριμαργίας,
περιπίπτουν σὲ πλῆθος ἄλλων παθῶν. Αὐτοὶ εἶναι ποὺ
φαινομενικὰ μοιάζει νὰ συγκαταλέγονται μὲ τοὺς σωσμένους,
στὴν πραγματικότητα ὅμως συγκαταλέγονται μὲ τοὺς
καταδικασμένους.»[18]
Τέλος στὸ ἒργο του «Ἀσκητικαὶ διατάξεις» ἀναφέρει: «ἡ
παίδευση τῆς σάρκας εἶναι τιμωρία τῶν παθῶν. Ἡ τιμωρία τῶν παθῶν
φέρνει τὴν ἀταραξία καὶ τὴν γαλήνη στὴν ψυχή. Ἡ γαλήνη δὲ τῆς
ψυχῆς ἀποτελεῖ γονιμώτατη πηγὴ ἀρετῶν.»[19]
4. Ἁγίου Ίωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
4.1. Ὁ «χοῖρος» καὶ ἡ «ἀκαθαρσία» του.
Ἂς
μεταβοῦμε ὅμως καὶ στὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, τὸν ὁποῖο θὰ
ἀκούσουμε νὰ τονίζει ὅτι ἡ ἁγνεία εἶναι ἡ κυρίως
ἐπιδιωκόμενη ἀρετὴ, καθὼς εἶναι αὐτὴ ποὺ ὁδηγεῖ τὸν
ἄνθρωπο στὸν ἁγιασμό· «…Γιατί αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ·
τὸ νὰ κατορθώσουμε τὸν προσωπικὸ ἁγιασμό μας. Καὶ πρόσεξε
ὅτι πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν ὑπαινίσσεται μὲ τόση ἔνταση (ὁ
Ἀπόστολος) γιὰ ὁτιδήποτε ἄλλο, ὅσο γι’ αὐτὸ τὸ θέμα. Ὁμοίως
λοιπὸν καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο γράφει: ‘νὰ ἐπιδιώκετε μαζὶ μὲ
ὅλα τὴν εἰρήνη καὶ τὸν ἁγιασμό, χωρὶς τὸν ὀποῖο δὲν πρόκειται
νὰ δεῖ κανεὶς τὸν Κύριο’.»[20]
Καὶ συνεχίζει παραθέτοντας καὶ τὸν τρόπο ποὺ κατορθώνεται ὁ
ἁγιασμός τοῦ ἀνθρώπου: «γιὰ ποιὸν λόγο θαυμάζεις γιὰ τὸ ὅτι
παντοὺ πρὸς τοὺς μαθητὲς περὶ αὐτοῦ τοῦ θέματος γράφει, ἀφοῦ
μάλιστα καὶ πρὸς τὸν Τιμόθεο ἔλεγε ‘φύλαγε τὸν ἑαυτό σου
ἁγνό’ ἐνῶ στὴν δευτέρα ἐπιστολὴ πρὸς Κορινθίους ἔλεγε καὶ
πάλι: ‘μὲ πολλὴ ὑπομονή, μὲ νηστεῖες μὲ ἁγνότητα’; Καὶ
παντοὺ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τὸ συναντήσει αὐτό, στὴν πρὸς
Ρωμαίους καὶ σὲ ὅλες γενικὰ τὶς ἐπιστολές. Γιατί ὄντως αὐτό
το κακὸ (ἡ πορνεία) καταστρέφει τοὺς πάντες. Καὶ ὅπως ὁ χοῖρος
ποὺ εἶναι γεμᾶτος ἀκαθαρσία, ὅπου καὶ ἂν εἰσέλθει, πληρεῖ τὰ
πάντα μὲ τὴ δυσωδία του, καὶ γεμίζει τὶς αἰσθήσεις ὄλες μὲ τὴν
ἀκαθαρσία του, ἒτσι ἀκριβὼς συμβαίνει καὶ μὲ τὴν πορνεία»[21].
4.2. Ἡ Ἔλλειψη σωφροσύνης, ἀδικαιολόγητη καὶ γιὰ τοὺς νὲους.
Ἡ
σωφροσύνη κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο πρέπει νὰ εἶναι κοινὸ
γνώρισμα κάθε ἡλικίας. Κανένας δὲν δικαιολογεῖται νὰ μὴν ἐπιδιώκει αὐτὴν
τὴ μέγιστη ἀρετή, γιὰ τὴν ὁποία παρέχονται τὰ μέσα καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν
ἴδια τὴν φύση τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε αὐτὸς εἶναι ἡλικιωμένος εἴτε νέος·
«Γιατί καὶ τὸ λευκὸ τιμοῦμε, ὄχι ἐπειδὴ τιμοῦμε περισσότερο τὸ λευκὸ σὰν
χρῶμα, ἀλλὰ μάλλον διότι αὐτὸ εἶναι τεκμήριο ἐναρέτου ζωῆς, ἀλλὰ καὶ
διότι βλέποντας αὐτὸ στοχαζόμαστε τὸ ἐσωτερικὸ γῆρας. Ἐὰν ὅμως
διαπράττονται τὰ ἀντίθετα, τότε μάλλον αὐτοὶ ποὺ τὸ κατέχουν γίνονται
ἄξιοι γέλωτος. Γιατὶ καὶ τὸν βασιλέα τιμοῦμε, καὶ τὸ πορφυρένιο ἔνδυμά
του καὶ τὸ στέμμα του, ἐπειδὴ αὐτὰ εἶναι σύμβολα τῆς ἐξουσίας του. Ἐὰν
ὅμως τὸν δοῦμε μὲ τὸ βασιλικὸ ἔνδυμα, ἐμπτυόμενο καὶ ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες
ἐξουσιαζόμενο, πνιγμένο, κλεισμένο σὲ φυλακή, συρόμενο, τότε μάλλον θὰ
ντραποῦμε καὶ τὸ ἔνδυμα καὶ τὸ στέμμα. Ἀλλά, πές μου, δὲν θὰ δακρύσουμε
καὶ γι’ αὐτὸ ἀκόμα τὸ ἀξίωμα; Μὴν ἔχεις λοιπὸν τὴν ἀξίωση νὰ τιμᾶσαι γι’
αὐτήν σου τὴ λευκότητα ὅταν ἐσὺ ὁ ἴδιος δὲν τὴν τιμᾶς. Γιατί καὶ αὐτὴ
θὰ ἀπαιτήσει δικαιοσύνη ἀπὸ ἐσένα, μιὰ ποὺ καταντροπιάζεις ἕνα τόσο
λαμπρὸ καὶ τίμιο ἀξίωμα. Δὲν τὰ λέγουμε αὐτὰ γιὰ ὅλους, οὔτε τὸ γῆρας
καὶ μόνον ἀφορᾶ ὁ λόγος μας – δὲν θὰ ἤμουν τόσο ἄφρων – ἀλλὰ καὶ γιὰ
ψυχὴ νέα ποὺ καταντροπιάζει το γῆρας. Οὔτε γιὰ τοὺς γέροντες μόνο
μιλοῦμε, ἀλλὰ γιὰ ὅλους αὐτοὺς ποὺ καταντροπιάζουν αὐτό. Γιατὶ ὁ
γέροντας εἶναι ἄρχοντας ἂν θέλει, καὶ ἀπὸ αὐτὸν ποὺ κατέχει τὸ
πορφυρένιο βασιλικὸ ἔνδυμα βασιλικώτερος, ἐφ’ ὅσον κρατεῖ τὰ πάθη του
καὶ τὰ ὑποτάσσει κρατώντας αὐτὰ σὲ κατάσταση δουλική. Ἐὰν ὅμως
διασύρεται καὶ καθαίρεται ἀπὸ τὸν θρὸνο του, καὶ γίνεται δοῦλος ἐρωτικῶν
χρημάτων καὶ κενῆς δόξας καὶ καλλωπισμοῦ καὶ τρυφῆς καὶ μέθης καὶ ὀργῆς
καὶ ἡδονῶν σαρκικῶν, καὶ καλλωπίζει τὰ μαλλιά του μὲ λάδι, καὶ ἀτιμάζει
τὴν ἡλικία μὲ τὴν κακή του προαίρεση, τότε ποιᾶς πραγματικὰ τιμωρίας
δὲν εἶναι ἄξιος; Ἀλλὰ μὴ γίνεσθε ἔτσι κι’ ἐσεῖς, νέοι, γιατί δὲν ὑπάρχει
καμμιὰ ἐλάφρυνση σ’ ἐσᾶς ἐὰν ἁμαρτάνετε. Τί συμβαίνει λοιπόν; Εἶναι
δυνατὸν ὁ ἡλικιωμένος νὰ εἶναι νέος, καὶ ὅπως, ἂν καὶ βρίσκεται στὴν
κατάσταση γήρατος βλέπουμε οὐσιαστικὰ νέο στὸ φρόνημα, ἔτσι συμβαίνει
καὶ τὸ ἀντίθετο. Γιατί, ὅπως ἐκεὶ κανέναν δὲν σώζει τὸ λευκὸ τρίχωμα,
ἒτσι καὶ ’δῶ, οὔτε τὸ μαῦρο ἐμποδίζει κανέναν σὲ κάτι. Γιατί ἂν αὐτὰ ὅλα
γιὰ τὰ ὁποῖα μιλήσαμε, καθιστοῦν τὸν γέροντα ἀσχημονέστερο, ἀκόμη
περισσότερο καθιστοῦν τὸ νὲο. Ἀλλὰ οὔτε καὶ ὁ νέος ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὴν
κατηγορία. Γιατί μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἄξιος συγνώμης μόνον ὅταν καλεῖται
νὰ λάβει διοικητικὲς ἁρμοδιότητες, ὅταν εἶναι ἄπειρος, ὅταν ἔχει ἀνάγκη
ἀπὸ χρόνο καὶ πεῖρα, ὄχι ὅμως καὶ ὅταν πρέπει νὰ ἐπιδείξει σωφροσύνη καὶ
ἀνδρεία, οὔτε ὅταν πρέπει νὰ κάνει σωστὴ διακυβέρνηση τῶν χρημάτων.
Τότε εἶναι ποὺ κατηγορεῖται περισσότερο ἀπὸ τὸν γέροντα ὁ νέος. Γιατί
ἐκεῖνος μὲν χρειάζεται περιποίηση, καθὼς τὸ γῆρας τὸν ἐξουθενώνει. Αὐτὸς
ὅμως, ἐνῶ μπορεῖ ἐὰν θέλει νὰ φροντίσει ὁ ἴδιος γιὰ τὸν ἑαυτό του,
ποιᾶς συγνώμης εἶναι ἄξιος, ὅταν ἁρπάζει τὴν ἐξουσία ἀπὸ τὸν γέροντα,
ὅταν λέει πολλὰ ἐνῶ δὲν πρέπει, ὅταν φέρεται μὲ αὐθάδεια, ὅταν
κακολογεῖ, ὅταν μεθᾶ; Καὶ ἂν ὑποστηρίζει ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει μὲ
σωφροσύνη, πρόσεξε ὅτι καὶ πάλι ἔχει πολλὰ βοηθήματα ἐὰν θέλει. Γιατί ἂν
καὶ ἡ ἐπιθυμία τὸν ἐνοχλεῖ περισσότερο, ὠστόσο μπορεῖ νὰ πράξει
περισσότερα ἀπὸ ὅτι ὁ γέρων ὥστε νὰ ξεγελάσει τὸ θηρίο ἐκεῖνο. Ποιὰ
εἶναι αὐτά; Οἱ κόποι, οἱ ἀναγνώσεις, οἱ ἀγρυπνίες, οἱ νηστεῖες.»[22]
4.3. Γαλήνη καὶ ἁρμονία στὸ σῶμα, στὸν νοῦ καὶ στὴ ψυχή.
Στὸν
λόγο του περὶ νηστείας θὰ ἀκούσουμε τὸν Ἂγιο νὰ καλεῖ τοὺς ἀνθρώπους σὲ
ἐγρήγορση πνευματική: «Ἡ νηστεία εἶναι μίμησις κατὰ τὸ δυνατὸν τῶν
ἀγγέλων, καταφρόνηση τῶν παρόντων, ἐνασχόληση μὲ τὴν προσευχή, τρυφή τῆς
ψυχῆς, χαλινάρι τοῦ σώματος καὶ κατευνασμός τῆς ἐπιθυμίας. Καὶ
γνωρίζουν οἱ νηστεύοντες ὅτι κατευνάζει τὶς ἡδονὲς καὶ δὲν ἀγνοοῦν οἱ
πειρασθέντες ὅτι μαλακώνει τὸν θυμό, κατασπαράζει τὸν ἀργό καὶ καταπαύει
τὰ κύματα τῆς φύσεως, ἀνυψώνει τὸν λογισμὸ, καὶ ἐκλαμπρύνει τὴ ψυχή,
ἀνακουφίζει τὴ σάρκα, ἐκδιώκει τὶς νυχτερινὲς ἀσέλγειες, ἀπαλλάσει ἀπὸ
τὴν μέθη, γλιτώνει ἀπὸ τὸν πονοκέφαλο καὶ κάνει τὰ χρώματα καὶ τὰ
βλέμματα λαμπρά. Στὴ νηστεία οἱ κινήσεις γίνονται μὲ τάξη, ἡ γλῶσσα
εἶναι εὐκίνητος χωρὶς νὰ διαστρέφεται ἀπὸ τὸ κρασί, καὶ ὁ λογισμὸς εἶναι
ὀρθὸς καθὼς δὲν ἐκχέονται πρὸς αὐτὸν οἱ ἐπιθυμίες. Χορεύει μέσα στὴ
σωφροσύνη, καὶ ἔχει γαλήνη»[23].
Καὶ λίγο πιὸ κάτω συνεχίζει: «Αὐτὸς ποὺ δὲν συμπάσχει μὲ τὸν Ἰησοῦ,
δὲν γνώρισε ποτὲ τὸν Ἰησοῦ· αὐτὸς ποὺ ἀπορρίπτει τὴ νηστεία δὲν γνώρισε
τὸν Σταυρό… Ὅλη ἡ ἡδονή τῶν τροφῶν εἶναι μέχρι νὰ τὶς καταπιεῖς. Μόλις
χαθεῖ τὸ γευστικὸ μέρος τῆς τροφῆς, γίνεται σὰν νὰ μὴν ὑπῆρχε ποτέ. Ἡ
νηστεία ὅμως δὲν καταφθείρεται, οὔτε περιορίζεται στὴν κοιλιά, οὔτε ἀπὸ
τὴν κοιλιὰ μεταβάλλεται σὲ ἀπόρριμμα. Γιατί εἶναι πρόξενος ἀθανασίας,
ἔχει τὸν ἲδιο τρόπο ζωῆς μὲ τοὺς Ἀγγέλους, γιατί εἶναι, κατὰ τὸ δυνατὸν,
μίμησις αὐτῶν. Ἀκηδιάζεις λοιπὸν ἐπειδὴ βρίσκεσαι σὲ νήψη; Ἐπειδὴ δὲν
εἶσαι βεβαρημένος μὲ ξένες εὐτυχίες; Ἐπειδὴ ὁ λογισμός σου εἶναι ὀρθός;
Ἐπειδὴ ἡ σάρκα σου εἶναι καθαρή; Ἐπειδὴ ἀνθεῖ ἡ διάνοια; Ἐπειδὴ ἀκοῦς
τὴν Γραφὴ μὲ χαρὰ; Ἐπειδὴ αὐτὰ ποὺ δὲν πρέπει νὰ λέγονται ἀποσιωπᾶς καὶ
δὲν εἶσαι ἄνθρωπος ἀλλὰ σχεδὸν ἄγγελος;»[24].
4.4. Ἡ πλατειὰ καὶ εὐρύχωρος ὁδὸς τῶν βιωτικῶν ἀπολαύσεων.
Καὶ
μέσα ὅμως στὴν Γραφὴ μποροῦμε νὰ βροῦμε παραδείγματα τρυφηλῆς
διαβιώσεως μέσα ἀπὸ τὰ ὁποῖα παρατηροῦμε τὸν ἄμεσο συσχετισμὸ τῆς
ἀδηγαγίας μὲ τὴν ἀκολασία καὶ γενικὰ κάθε εἴδους ἁμαρτία. Ἕτσι, στὴν
παραβολή του πτωχοῦ Λαζάρου βλέπουμε τὸν ἄσπλαχνο πλούσιο, μέσα ἀπὸ τὸ
πρόσωπο τοῦ ὁποίου ὁ Κύριος μὲ ἀνέκφραστη Σοφία μᾶς δίνει ἕνα ἄριστο
δεῖγμα ζωῆς ἱκανοποιούσης καὶ ἱκανοποιούμενης ἀπὸ τὶς μάταιες ἀπολαύσεις
τοῦ ἐφήμερου βίου, οἱ ὁποῖες ὁδηγοῦν βέβαια σ’ αὐτὰ τὰ ὑπὸ τῆς γαστρὸς
πάθη, μὲ τὰ ὁποῖα εἶναι συνδεδεμένη ὅλη ἡ ζωή τοῦ ἄφρονος αὐτοῦ καὶ
ἄσπλαχνου ἀνθρώπου. Ὁ Ἅγιός μας θὰ δώσει μιὰ πολὺ ὡραία περιγραφὴ αὐτῆς
τῆς ζωῆς μέσα ἀπὸ τὴν ὁμιλία του στὸν «πτωχὸ Λάζαρο»· «Θυμηθεῖτε τὸν
πλοὺσιο ἐκεῖνο, αὐτὸν ποὺ κάθε ἡμέρα ντύνονταν μέσα στὴν πορφύρα καὶ στὰ
βύσσινα ροῦχα, ποὺ ἔτρωγε σὲ λαμπρὰ συμπόσια, ποὺ ἔτρεφε τεμπέληδες καὶ
κόλακες, καὶ ποὺ ἔριχνε ἄφθονο τὸ καθαρὸ κρασί στὰ σωθικά του, ποὺ
γαστριμαργοῦσε κάθε ἡμέρα, ποὺ παρέδιδε καθημερινὰ τὸν ἑαυτό του στὴν
ἄμετρη τρυφὴ καὶ ποὺ εἰσῆλθε διὰ μέσου τῆς πλατειᾶς ὁδοῦ καὶ βρισκόταν
διαρκῶς μέσα στὴν ἡδονὴ καὶ τὴ χαρὰ τὴ βιωτική. Γιατί ὅλα ἐπέρχονται σ’
αὐτὸν σὰν νὰ ἀναβλύζουν ἀπὸ πηγές· ἡ πολλὴ περιποίηση, ἡ ἀνέκφραστος
τρυφή, ἡ ὑγεία τοῦ σώματος, ἡ ἀφθονία τῶν χρημάτων, ἡ τιμὴ ἀπὸ τοὺς
πολλούς, οἱ εὐφημισμοὶ ἀπὸ τοὺς κόλακες. Καὶ δὲν ὑπῆρχε γενικὰ τίποτε
ποὺ νὰ τοῦ προκαλοῦσε λύπη. Καὶ τὸ πλέον σημαντικὸ ἦταν, ὅτι ζώντας
καθημερινὰ μέσα σὲ τόση κραιπάλη καὶ ἀδηφαγία, ὄχι μόνο ἀπήλαυσε τὴ
σωματικὴ ὑγεία καὶ κάθε προσωπικὴ ἀσφάλεια, ἀλλὰ καὶ τὸν πτωχὸ Λάζαρο, ὁ
ὁποῖος κείτονταν κάτω, στὴν εἴσοδο τοῦ σπιτιοῦ του, μέσα στὶς πληγές,
καὶ κυκλώνονταν καὶ γλύφονταν ἀπὸ τὰ σκυλιά, λιώνοντας μέσα στὴν πεῖνα,
τὸν προσπερνοῦσε χωρὶς ἔλεος, χωρὶς νὰ τοῦ δίνει οὔτε κὰν ἀπὸ αὐτὰ τὰ
ψίχουλα τῆς τραπέζης του. Καὶ ὁ μὲν πλούσιος εἰσερχόμενος διὰ μέσου τῆς
πλατειᾶς πύλης τῆς ζωῆς, βάδιζε τὴν εὐρύχωρο ὁδὸ τῆς τρυφῆς, τῆς
ἀκολασίας, τοῦ γέλιου, τῆς ἀνέσεως, τῆς γαστριμαργίας, τῆς μέθης, τῆς
πολυτελοῦς ἐνδυμασίας, τῆς ἀνοησίας τῶν ἀκριβῶν ρούχων… Πουθενὰ ὑψηλὰ
βράχια, πουθενὰ γκρεμοί, πουθενὰ σκοτεινοὶ ὕφαλοι στὴ θάλασσα, πουθενὰ
ναυάγιο, πουθενὰ ἀνωμαλίες, ἀλλὰ πάντα σὲ στερεοὺς καὶ ἰσόπεδους δρόμους
περπατώντας, διῆγε τὸν παρόντα βίο, καταποντιζόμενος καθημερινὰ ἀπὸ τὰ
κύματα τῆς κακῆς ἐπιθυμίας, καὶ χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ τὸ καταλαβαίνει,
σπαρασσόμενος ἀπὸ τὶς ἄτοπες ἐπιθυμίες, μένοντας μάλλον κατὰ τὰ μέγιστα
εὐφραινόμενος ἀπὸ αὐτὴν τὴν κατάσταση. Πάντα πολιορκούμενος ἀπὸ τὴν
ἀσέλγεια, ἀπὸ τὴν γαστριμαργία, ἀπὸ τὴ μανία τῶν χρημάτων, χωρὶς βέβαια
νὰ ἔχει καμμιὰ αἴσθηση τῆς δεινῆς κατάστασης στὴν ὁποία εἶχε περιπέσει.
Χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ δεῖ τὸ τέλος τῆς ὁδοῦ.»[25]
Νομίζουμε
ὅτι ἡ περιγραφή μᾶς δίνει μιὰ πλήρη εἰκόνα τῆς εὐζωΐας, τῶν παρανόμων
συμποσίων, τῆς κραιπάλης καὶ τοῦ χορτασμοῦ τῆς γαστρός, σὲ συνδυασμὸ μὲ
τὴν ἀσέγλεια, τὴν ἀφροσύνη, τὴν κακία, τὴν ἀσπλαχνία καὶ ὅλα τὰ δεινὰ
ὑπὸ τὰ ὁποῖα εἶχε περιέλθει ὁ πλούσιος, χωρὶς μάλιστα νὰ μπορεῖ ἀπὸ τὴν
τύφλωση τῆς ἁμαρτίας νὰ κατανοήσει τὴν ἀθλιότητά του, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο
ἦταν καὶ τὸ μεγαλύτερο δεινό, καθὼς ἒτσι δὲν τοῦ δίνονταν ποτὲ ἡ
εὐκαιρία γιά μετάνοια. Τραγικὸ κατάντημα θὰ ἔλεγε κανείς μὲ ἁπλὰ λόγια,
τραγικὴ μοιραία κατάληξη, ἐξ’ αἰτίας τῶν ἐπιλογῶν ποὺ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι
κάνουμε στὴ ζωή μας.
[2] Ἀ Κορ. στ', 18-20.
[3] Ματ. ε', 28
[4] Ρωμ. η', 18.
[5] Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου, «Λόγος περὶ Παρθενίας ἤτοι περὶ Ἀσκήσεως», MPG 28, 260.
[6] Ἁγ. Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου, «ἐξήγησις περὶ τῆς ἀπάτης τοῦ διαβόλου καὶ τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων».
[7] Ἀγ. Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου «πρὸς Κάστορα τὸν Μακαριώτατον περὶ τῶν κανονικῶν τῶν κοινοβίων διατυπώσεων». MPG 28, 876. Κατ’ ἄλλους ἡ ἐπιστολὴ ἀποδίδεται στὸν Ὅσιο Κασσιανὸ τὸν Ρωμαῖο.
[8] Ματθ. ε', 25
[9] Τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Ἀθανασίου, «ρήσεις καὶ ἑρμηνείαι παραβολῶν τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου, MPG 28, 717.
[10] Β΄ Κορ. δ΄, 16. (ἀλλ’ εἰ καὶ ὁ ἔξω ἡμῶν ἄνθρωπος διαφθείρεται, ἀλλ’ ὁ ἔσωθεν ἀνακαινοῦται ἡμέρα καὶ ἡμέρα.)
[11] Β΄ Κορ. ιβ΄, 10. (ὅταν γάρ ἀσθενῶ, τότε δυνατὸς εἰμί.)
[12] Μ. Βασιλείου, περὶ νηστείας Λόγος Α΄, MPG 31, 180-181.
[13] Ιωάν. ιδ΄, 23 (ἐάν
τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν,
καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονήν παρ' αυτῷ ποιήσομεν.)
[14] Μ. Βασιλείου, περί νηστείας Λόγος Α΄, MPG 31, 184. Τὰ
τελευταῖα λαμβάνουμε ἀπὸ τὸν ἐπίλογο. Καὶ εἶναι πραγματικὰ πολὺ εὔστοχη
ἡ προσομοίωση τῆς σεμνότητος - ὡραιότητος τῆς νηστείας ἀπὸ τὴν μιά, μέ
τὴν πρωϊνὴ γαλήνη τῶν πολυτάραχων πόλεων, καὶ τῆς ἀσυστολότητος -
ἀσχημοσύνης τῆς κραιπάλης ἀπὸ τὴν ἄλλη, μὲ τὴν ζάλη καὶ τὴν ταραχὴ τῶν
βραδινῶν ξεφαντωμάτων καὶ διασκεδάσεων ποὺ συνοδεύουν τὴν μέθη καὶ τὴν
ἄκρατη πολυφαγία τῶν δύστυχων ἀνθρώπων τῆς νύχτας. Ἐπιπλέον, ἡ ἀναφορὰ
στὴ μέθη συμπεριλαμβάνεται μέσα στὴν γενίκευση ποὺ κάνει ὁ Ἅγιος στὴν
ἔννοια τῆς νηστείας καὶ τῶν παθῶν, ἀλλὰ καὶ αὐτῆς τῆς ἰδίας τῆς μέθης,
τὴν ὁποία διακρίνει στὴν μέθη τῆς λύπης, τοῦ θυμοῦ, τῆς καταλαλιᾶς, κ.
ἄ. Ἔτσι, τὰ σχόλια ποὺ γίνονται σχετικὰ μὲ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ Κυρίου - τοῦ
Μυστηρίου δηλ. τῆς Θείας Μεταλήψεως, ἀπὸ τοὺς πίπτοντες στὸ πάθος τῆς
μέθης, ἀφοροῦν καὶ τὸ σύνολο τῶν παθῶν τὰ ὁποῖα ὀφείλουμε νὰ
καταπολεμήσουμε μὲ τὴν ἁρμόζουσα σὲ καθε περίπτωση νηστεία. Μὲ ἄλλα
λόγια, ὅπως πάθος εἶναι ἡ μέθη καὶ δὲν μπορεῖ νὰ προσέλθει ὁ μεθύων στὴ
Θεία Μετάληψη, πάθος σοβαρώτατο εἶναι καὶ ὁ θυμός, καὶ οἱ ἐπιτελούμενες
ἀδικίες εἰς βάρος τῶν συνανθρώπων μας, καί οἱ ἔριδες, καὶ οἱ μάχες, καὶ
φυσικὰ ἡ ἀδηφαγία τὴν ὁποία κατηγορηματικὰ καὶ διεξοδικὰ ἀναφέρει ὁ
Ἅγιος. Γι' αὐτὸ καὶ λίγο πιὸ πάνω ὁ ἴδιος ἀναρωτιέται μέ ἀπορία· «τὸ
ἀπόγευμα προετοιμάζεσαι γιὰ τὴν θ. Μετάληψη καί δαπανᾶς τὴν ἡμέρα σου
στὰ δικαστήρια;», ἀφήνοντας σαφέστατα νὰ ἐννοηθεῖ καὶ ἡ ἴδια ἐρώτηση γιὰ
ὅλα τὰ ὑπόλοιπα· «καὶ δαπανᾶς τὴν ἡμέρα σου στὴν ἀδηφαγία, στὶς μάχες,
στὸν θυμό, στὶς ἀδικίες;»
[15] Ἑρμηνεία εἰς τὸν Προφήτην Ἠσαΐαν, MPG 30, 181.
[16]Τοῦ ἰδίου, περί Νηστείας Λόγος Β΄, MPG 31, 189.
[17] Τοῦ ἰδίου περί Νηστείας Λόγος Β΄, MPG 31, 192.
[18] Τοῦ ἰδίου, Λόγος ἀσκητικός Α΄, MPG 31, 640.
[19] Ἀσκητικαί διατάξεις πρὸς τοὺς ἐν κοινοβίῳ καὶ καταμόνας ἀσκοῦντας, MPG 31, 1348.
[20] Ἑβρ. ιβ', 14.
[21]Ἱ. Χρυσοστόμου, «ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολὴν πρώτην», Ὁμιλία Ε΄, MPG 62, 423-424.
[22] Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, «Ἑρμηνεία εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολήν», Ὁμιλίας ζ', MPG 63, 66-67.
[23] Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, «Λόγος περί Νηστείας», MPG 62, 734.
[24] Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, «Λόγος περί Νηστείας», MPG 62, 736.
[25] Ἱ. Χρυσοστόμου, «εἰς τὸν πτωχὸν Λάζαρον καὶ τὸν Πλούσιον», MPG 48, 1048-1049.