"ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟΝ" ΙΩΑΝΝΟΥ ΜΟΣΧΟΥ
Όταν εμείς ήμασταν στην Αλεξάνδρεια, επισκεφτήκαμε στο ένατο σημείο
το μοναστήρι του αββά Ιωάννη του Ευνούχου χάριν ωφελείας· καί βρήκαμε
έναν άνδρα γερασμένο, ο οποίος έκανε στο μοναστήρι γύρω στα ογδόντα
χρόνια, ελεήμονα, όσο άλλο δεν είδαμε, όχι μονό προς τους ανθρώπους,
αλλά και προς τα άλογα ζώα. Γιατί τί έκανε ο γέροντας; Άλλη δουλειά δεν
είχε απ’ αυτή: Σηκωνόταν από το πρωί και πήγαινε σ’ όλα τα σκυλάκια που
ήσαν στη λαύρα· κι ακόμα έβαζε σιμιγδάλι μεν στα μικρά μυρμήγκια, στάρι
δε στα μεγάλα, έβρεχε και παξιμάδια και τα έριχνε στις αυλές, για να
φάνε τα πουλιά. Ζώντας έτσι δεν άφησε στο μοναστήρι του ούτε θύρα ούτε
παράθυρο ούτε παραθυράκι ούτε καντήλα ούτε πιάτο και, για να μη
μακραίνω τη διήγηση αναφέροντάς τα όλα, δεν άφησε από τα επίγεια τίποτε
απολύτως, δεν κράτησε ποτέ μέχρι μια ώρα ούτε πουγκί ούτε χρήμα ούτε
ρούχο, αλλά όλα τα έδινε στους αναγκεμένους αφιερώνοντας όλη τη φροντίδα
για τα μέλλοντα αγαθά.
Διηγούνταν και τούτο γι’ αυτόν, θέλοντας να παραστήσουν την
ευσπλαχνία και τη φιλελεημοσύνη του, ότι μια μέρα ήρθε κάποιος γεωργός
προς αυτόν ζητώντας να του δώσει ένα χρυσό νόμισμα. Επειδή ο γέροντας
δεν είχε -δεν κρατούσε ποτέ χρυσάφι- τον έστειλε και δανείστηκε από ένα
μοναστήρι και το έδωσε στον άνθρωπο, ο οποίος υποσχέθηκε ότι μετά ένα
μήνα το δίνει. Καθώς λοιπόν πέρασαν δυό χρόνια και δεν το έδωσε -ούτε κι
είχε τίποτε ο γεωργός- τον καλεί ο αββάς Ιωάννης και του λέει: «Δώσ’
μου το νόμισμα, αδελφέ». Αυτός είπε: «Ο Θεός ξέρει ότι δεν έχω». Τότε
του λέει ο γέροντας: «Σου βρήκα τρόπο με τον οποίο οφείλεις να μου το
ξεπληρώσεις». Αυτός τότε είπε στο γέροντα: « Ό,τι προστάζεις, πες μου
και το κάνω», νομίζοντας ο άνθρωπος ότι θέλει να του αναθέσει κάποια
δουλειά. Τότε λέει ο αββάς Ιωάννης: «Όταν ευκαιρείς και δεν έχεις
δουλειά, έλα και βάζε τριάντα μετάνοιες και σου τάζω ένα κεράτιο»(χρυσό
νόμισμα). Και του έδωσε να φάει και να πιεί. Συμφώνησε λοιπόν ο άνθρωπος
να κάνει αυτό κι όταν ευκαιρούσε, ερχόταν και αφού έβαζε τις μετάνοιες,
του χάριζε ο γέροντας μια χάρη, δηλαδή ένα κεράτιο· και του έδινε να
φάει και να πιει· και του έδινε και πέντε παξιμάδια για το σπίτι του.
Όταν λοιπόν συμπλήρωσε τα εικοσιτέσσερα κεράτια, που κάνουν ένα χρυσό
νόμισμα, πήρε απ’ αυτόν το γραμμάτιο ο γέροντας και τον άφησε να φύγει
δίνοντάς του και ευλογίες.
Ο ίδιος ο αββάς Ιωάννης ο Ευνούχος μας διηγήθηκε τα εξής: «Ανέβηκα
στη Θηβαΐδα στο κοινόβιο του αββά Απολλώ κι είδα έναν αδελφό νέο, ο
οποίος είχε τον κατά σάρκα πατέρα του κι αυτόν μοναχό. Έβαλε κανόνα
λοιπόν ο νέος να μην πιεί μήτε κρασί μήτε νερό μήτε κανένα υγρό μέχρι
τέλους της ζωής του. Κι έτρωγε ραδίκια κι αντίδια και πικραλίδες και
μερικά λαχανικά που μπορούσαν να τον ανακουφίζουν από τη δίψα. Είχε δε
διακόνημα να φουρνίζει τα ψωμιά. Μόλις λοιπόν συμπλήρωσε τρία χρόνια,
αρρώστησε κι έφυγε προς τον Κύριο. Επειδή λοιπόν φλεγόταν από τον
πυρετό και την άμετρη δίψα, τον παρακαλούσαν όλοι να γευτεί λίγο κρασί·
όμως με κανένα τρόπο δεν δεχόταν ο αδελφός.
Ο αββάς τότε του κοινοβίου έστειλε και κάλεσε γιατρό, για να
ανακουφίσει αυτός, όσο ήταν δυνατό, τον πάσχοντα. Ήρθε λοιπόν ο γιατρός
και, βλέποντας τον αδελφό σε τόσο επικίνδυνη κατάσταση, αν και τον
παρακάλεσε πολύ να πιει λίγο κρασί και δεν το έκανε, λέει στον αββά:
«Φέρτε μου εδώ μια μεγάλη σκάφη». Κι έριξε σ’ αυτήν τέσσερα δοχεία
χλιαρό νερό και τον έκανε να μπει μέχρι τους μηρούς για μια ώρα. Και μας
διαβεβαίωνε ο θείος γέροντας -επειδή βρέθηκε εκεί, λέει, όταν τον
έβγαλαν από το νερό- ότι μέτρησε το νερό ο γιατρός και βρήκαν το νερό
ένα δοχείο λιγότερο. Να σε ποιά πράγματα έδειχναν επιμονή οι ασκητές
τηρώντας εγκράτεια και άσκηση, βιάζοντας για το Θεό τους εαυτούς τους,
για να κερδίσουν τα αιώνια αγαθά».
Ο ίδιος πάλι μας διηγήθηκε: «Στο ίδιο κοινόβιο μπήκα στο κελί ενός
γέροντα κι είδα ότι εκεί όπου έβαζε μετάνοιες ήταν πλάκα και πάνω σ’
αυτήν έβαζε, κι εκεί όπου ακουμπούσε τα γόνατα και τα χέρια βαθούλωσε
την πλάκα περισσότερο από τέσσερα δάχτυλα. Τόσο πολλές μετάνοιες έβαζε».
(Ιωάννου Μόσχου, «Λειμωνάριον», εκδ. Ι.Μ.Σταυρονικήτα-Αγ. Όρος, σ.203-205)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου