Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012

Για τον κομερκιάριο(φοροεισπράκτορα) Μόσχο.

Επισκεφτήκαμε τον αββά Ευστάθιο τον ηγούμενο στο κοινόβιο του σπηλαίου του αγίου Σάββα. Κι ήταν εκεί κάποιος κομερκιάριος στο όνομα Μόσχος. Κι όταν πήγαμε στην Τύρο, μας διηγήθηκε: «Όταν ήμουν κομερκιάριος, πήγα να λουστώ αργά το βράδυ και βρίσκω στο δρόμο μια γυναίκα που έστεκε στο σκοτάδι. Εγώ πήγα και την πλησίασα κι αυτή δέχτηκε να με ακολουθήσει. Εγώ τότε, από τη διαβολική χαρά δεν λούστηκα, αλλά όρμησα στο δείπνο. Και μολονότι την παρότρυνα πολύ, δεν δεχόταν να γευτεί· τέλος πάντων σηκωθήκαμε να κοιμηθούμε και, μόλις πήγα να τη φιλήσω, έκραξε μεγαλόφωνα με δάκρυα: «Αλίμονό μου, στην άθλια». Εγώ τότε τρόμαξα και ρωτούσα την αιτία. Αυτή με περισσότερα δάκρυα μου λέει: «Ο άνδρας μου είναι πραματευτής και ναυάγησε κι έχασε και τα δικά του και τα ξένα. Κι είναι στη φυλακή από τα χρέη. Και μη έχοντας τι να κάνω, για να του πάρω τουλάχιστον ψωμί, αναγκάστηκα από την πολλή καταισχύνη να δώσω το σώμα μου, για να βρούμε τουλάχιστο ψωμί. Γιατί τα άρπαξαν όλα». Και λέω: «Τί υπόλοιπο χρωστάς:» Και λέει: «Πέντε λίτρες χρυσάφι». Πήρα λοιπόν το χρυσάφι και της το έδωσα λέγοντας: «Βλέπεις ότι δεν σε άγγιξα, φοβούμενος την κρίση του Θεού. Πάρε και βγάλε τον και προσευχηθείτε για μένα».

Κατόπι, μετά από αρκετό καιρό, συκοφαντούμαι στο βασιλιά ότι σκόρπισα τα χρήματα του κομέρκιου(το τελωνείο). Και στέλνει ο βασιλιάς και διαρπάζει το σπίτι μου και με σέρνει με το πουκάμισο στην Κωνσταντινούπολη και με βάζει στη φυλακή και κάνω κάμποσο καιρό με το παλιό πουκάμισο. Κάποια μέρα λοιπόν άκουσα ότι ο βασιλιάς θέλει να με σκοτώσει. Και λοιπόν ξέγραψα τη ζωή μου και κοιμήθηκα κλαίγοντας και οδυρόμενος. Και βλέπω κάποια που έμοιαζε με την έγγαμη γυναίκα η οποία είχε τότε τον άνδρα της στη φυλακή να λέει: «Τί είναι αυτό που έχεις, κύριε Μόσχε; γιατί είσαι κλεισμένος εδώ:» Κι όταν εγώ είπα ότι συκοφαντήθηκα και νομίζω πως θα με σκοτώσει ο βασιλιάς, μου λέει: «Θέλεις να μιλήσω για σένα στο βασιλιά και να σε απολύσει;» Και της λέω: «Και σε γνωρίζει ο βασιλιάς;» Και λέει: «Ναι». Και ξύπνησα κι απορούσα τι είναι αυτό. Και ξαναπαρουσιάζεται δεύτερη και τρίτη φορά λέγοντας το ίδιο: «Μη φοβάσαι, γιατί αύριο σε απολύει».
Και κατά τα χαράματα με παίρνουν στο παλάτι κατά διαταγή του βασιλιά. Κι όταν μπήκα και με είδε με το βρώμικο ρούχο, μου λέει: «Σε σπλαχνίζομαι, στο εξής φρόντισε να διορθωθείς». Έβλεπα δε και τη γυναίκα εκείνη να στέκει στα δεξιά του βασιλιά και να μου λέει: «Έχε θάρρος και μη φοβάσαι». Παραγγέλλει να ξαναπάρω την περιουσία μου ο βασιλιάς και, δίνοντάς μου πολλά αγαθά, με αποκατάστησε στη θέση μου, κάνοντάς με και τοποτηρητή.
Την ίδια νύχτα λοιπόν φανερώνεται η ίδια γυναίκα και μου λέει: «Ξέρεις ποιά είμαι; αυτή που σπλαχνίστηκες και δεν άγγιξες το σώμα μου για το Θεό. Να που σε λύτρωσα κι εγώ από τον κίνδυνο. Βλέπεις τη φιλανθρωπία του Θεού; Δηλαδή έμενα λυπήθηκες κι εγώ έδειξα μεγάλη ευσπλαχνία για σένα».
(Ιωάννου Μόσχου, «Λειμωνάριον», εκδ. Ι.Μ.Σταυρονικήτα-Αγ. Όρος, σ.209-211)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Related Posts Plugin for WordPress,  Blogger...