Δεν θα παραλείψω στη διήγηση αυτούς που έχουν ζήσει μέσα στην
περιφρόνηση για να επαινέσω έτσι τα κατορθώματά τους και για να ασφαλίσω
τους αναγνώστες. Υπήρξε στην Αλεξάνδρεια κάποια μοναχή ταπεινή στην
εμφάνιση, σοβαρή στην προαίρεση, πάρα πολύ πλούσια σε υλικά αγαθά, χωρίς
να δώσει ποτέ δωρεάν ούτε έναν οβολό σε ξένο, σε μοναχή, στην εκκλησία,
σε φτωχό. Αυτή παρ’ όλες τις πολλές, νουθεσίες των πατέρων δεν
απάλλασσε τον εαυτό της από την περιουσία της. Είχε και συγγενείς απ’
τους οποίους υιοθετεί τη θυγατέρα της αδελφής της, στην οποία μέρα-νύχτα
υποσχόταν την περιουσία της, επειδή είχε χάσει τον πόθο της για τον
ουρανό. Γιατί κι αυτό είναι ένας τρόπος για να μας εξαπατά ο διάβολος,
δηλαδή με το πρόσχημα της αγάπης για τους συγγενείς, μας προετοιμάζει να
υποφέρουμε για την πλεονεξία μας. Είναι απ’ όλους παραδεκτό ότι αυτός
δεν ενδιαφέρεται για τους συγγενείς, αφού μας προτρέπει σε
αδελφοκτονίες, μητροκτονίες και πατροκτονίες. Αλλά κι αν ακόμη φανεί ότι
ενδιαφέρεται για τους συγγενείς, δεν το κάνει αυτό από πραγματικό
ενδιαφέρον γι’ αυτούς, αλλά για να εξασκήσει την ψυχή τους στο κακό,
επειδή γνωρίζει την απόφαση του Θεού που λέει ότι· «Οι άδικοι δεν θα
κληρονομήσουν την βασιλεία του Θεού». Μπορεί βέβαια κανείς, όταν
παρακινείται από θεϊκή φρόνηση, ούτε την ψυχή του να καταφρονήσει, αλλά
και τους συγγενείς του να βοηθήσει, αν βέβαια έχουν ανάγκη. Όταν όμως
κάποιος υποτάξει τελείως την ψυχή του στη φροντίδα των συγγενών,
παραβιάζει τον νόμο του Θεού, αφού δεν υπολογίζει καθόλου την ψυχή του.
Ψάλλει ο ιερός ψαλμωδός γι’ αυτούς που φροντίζουν την ψυχή τους με φόβο
Θεού, λέγοντας· «Ποιός θα ανεβεί στο όρος του Κυρίου;» αντί για το πιο
σπάνιο· «Ή ποιός θα σταθεί στον άγιο τόπο του Θεού; Αυτός που έχει
καθαρά χέρια και ο καθαρός στην καρδιά, αυτός δηλαδή που δεν
χρησιμοποίησε μάταια την ψυχή του». Γιατί όσοι παραμελούν τις αρετές,
αυτοί χρησιμοποιούν μάταια την ψυχή τους, επειδή νομίζουν ότι διαλύεται
μαζί με τη σάρκα τους.
Αυτήν τη μοναχή θέλησε να την ανακουφίσει από την πλεονεξία, όπως
λέμε, με εγχείρηση ο αγιότατος Μακάριος, ο πρεσβύτερος, που ήταν
προϊστάμενος στο πτωχοκομείο των αναπήρων, και σοφίστηκε το εξής
τέχνασμα. Ήταν στα νιάτα του τεχνίτης πολύτιμων λίθων, αυτόν που
ονομάζουμε Καβιδάριο. Πηγαίνει και της λέει· «Πολύτιμες πέτρες, αληθινά
σμαράγδια και υάκινθοι έπεσαν στα χέρια μου, δεν ξέρω αν τις βρήκαν ή αν
τις έκλεψαν. Δεν υπάρχει τιμή γι’ αυτές, γιατί είναι ανεκτίμητης αξίας.
Αυτός που τις έχει τις πουλάει πεντακόσια νομίσματα. Αν νομίζεις ότι
σου συμφέρει να τις πάρεις· από την πώληση μιας πέτρας μπορείς να πάρεις
τα πεντακόσια νομίσματα, τις υπόλοιπες μπορείς να τις χρησιμοποιήσεις
για τον στολισμό της ανεψιάς σου». Κρεμασμένη απ’ τα χείλη του η μοναχή
δελεάζεται και πέφτει στα πόδια του. «Πέφτω στα πόδια σου», του λέει,
«ας μη τις πάρει κανείς άλλος». Την προτρέπει λοιπόν αυτός λέγοντας·
«Έλα στο σπίτι μου να τις δεις». Αυτή δεν άντεχε να περιμένει, αλλά του
προσφέρει τα πεντακόσια νομίσματα λέγοντας· «Πάρε τις πέτρες όπως
θέλεις, γιατί εγώ δεν θέλω να δω αυτόν που τις πουλάει». Αυτός αφού πήρε
τα πεντακόσια νομίσματα, τα πρόσφερε για τις ανάγκες του πτωχοκομείου.
Όταν πέρασε ένας χρόνος, επειδή σύμφωνα με τη γνώμη όλων ο γέροντας
είχε μεγάλη υπόληψη στην Αλεξάνδρεια, σαν φιλόθεος και ελεήμονας που
ήταν, – έδρασε μάλιστα μέχρι εκατό ετών και τον πρόλαβα κι εγώ –
ντρεπόταν να του θυμίσει την αγορά. Τέλος όταν τον βρήκε στην εκκλησία
του λέει· «Σε παρακαλώ, τί έχεις να μου πεις για τις πολύτιμες εκείνες
πέτρες για τις οποίες δώσαμε τα πεντακόσια νομίσματα;». Αυτός απάντησε·
«Από τότε που μου έδωσες τα χρήματα, τα έδωσα για να αγοράσω τις
πολύτιμες πέτρες. Αν θέλεις έλα στο σπίτι μου να τις δεις, γιατί εκεί
βρίσκονται, έλα και εξέτασέ τες εάν σου αρέσουν, διαφορετικά πάρε πίσω
τα χρήματά σου». Αυτή έσπευσε με μεγάλη ευχαρίστηση. Στέγαζε στο
Πτωχοκομείο στον πάνω όροφο τις γυναίκες και στο ισόγειο τους άνδρες.
Αφού την πήρε την οδήγησε στην είσοδο και της λέει· «Τί θέλεις πρώτα να
δεις; Τους υάκινθους ή τα σμαράγδια;». Αυτή του λέει· «Ό,τι νομίζεις
εσύ». Την ανεβάζει στον πάνω όροφο και της δείχνει ανάπηρες γυναίκες με
κατεστραμμένα πρόσωπα και της λέει· «Να οι υάκινθοι». Την κατεβάζει πάλι
κάτω και της λέει δείχνοντας τους άνδρες· «Να τα σμαράγδια, αν σου
αρέσουν, διαφορετικά πάρε τα χρήματά σου». Έτσι συγχυσμένη εκείνη βγήκε
έξω και έφυγε και από τη μεγάλη λύπη της, επειδή δεν έκανε την
ελεημοσύνη σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, αρρώστησε. Αργότερα
ευχαρίστησε τον πρεσβύτερο, όταν η κόρη που κηδεμόνευε πέθανε μετά από
έναν άτεκνο γάμο.
Συναντήσαμε τον αββά Ιωάννη τον αναχωρητή, που λέγεται και Πυρρός,
και μας διηγήθηκε τα εξής· «Άκουσα να λέει ο άββάς Ιωάννης ο Μωαβίτης
ότι· Υπήρχε στην αγία πόλη κάποια μοναχή πολύ ευλαβής και με προκοπή
βάδιζε τον δρόμο του Θεού. Επειδή τη φθόνησε ο διάβολος, εμπνέει σε
κάποιον νεαρό έναν σατανικό έρωτα γι’ αυτήν. Η θαυμάσια εκείνη μοναχή,
όταν αντιλήφθηκε την επιβουλή του δαίμονα και την απώλεια του νεαρού,
αφού πήρε σ’ ένα καλαθάκι μερικά βρεγμένα όσπρια καταφεύγει στην έρημο.
Έτσι προσφέρει στον νεαρό με την αναχώρησή της τη σωτηρία του με την
απουσία ενοχλήσεων, και στον εαυτό της την ασφάλεια που παρέχει η
έρημος.
Ύστερα από πολύ καιρό λοιπόν, σύμφωνα με την οικονομία του Θεού, για
να μη μείνει άγνωστη η ενάρετη διαγωγή της, την βλέπει ένας αναχωρητής
στην έρημο του αγίου Ιορδάνη και της λέει· «Αμμά, τί κάνεις σ’ αυτή την
έρημο;». Αυτή, επειδή ήθελε να ξεφύγει από τον αναχωρητή, του λέει·
«Συγχώρεσέ με, έχασα τον δρόμο, αλλά δείξε αγάπη, πάτερ, για το όνομα
του Κυρίου, και οδήγησέ με». Αυτός με τη φώτιση του Θεού πληροφορήθηκε
την ιστορία της και της λέει· «Πίστεψέ με, αμμά, ούτε τον δρόμο έχασες,
ούτε τον ψάχνεις. Αλλά αφού γνωρίζεις ότι το ψέμμα προέρχεται από τον
διάβολο, πες αληθινά την αιτία εξαιτίας της οποίας ήλθες εδώ». Τότε του
λέει η μοναχή· «Συγχώρεσε με, αββά, επειδή κάποιος νεαρός σκανδαλίστηκε
εξαιτίας μου, γι’ αυτό ήλθα σ’ αυτή την έρημο, επειδή έκρινα πως είναι
καλύτερα να πεθάνω εδώ, παρά να γίνω εμπόδιο σε κάποιον σύμφωνα με τα
λόγια του Αποστόλου». Της λέει πάλι ο γέροντας· «Πόσον καιρό είσαι
εδώ;». Του απαντά· «Έχω με τη χάρη του Χριστού δεκαεπτά χρόνια». Πάλι
της λέει ο αναχωρητής· «Από πού βρίσκεις τροφή;». Αυτή, αφού παρουσίασε
το καλαθάκι της και τα βρεγμένα όσπρια που είχε αυτό μέσα, λέει στον
αναχωρητή· «Αυτό το καλαθάκι που βλέπεις, μαζί μου βγήκε από την πόλη
έχοντας μέσα του κι αυτά τα λίγα βρεγμένα όσπρια και έτσι οικονόμησε ο
Θεός τα πράγματα για μένα την ταπεινή, ώστε τόσον καιρό από αυτά τρώω
και δεν λιγόστεψαν. Κι αυτό να ξέρεις πάτερ μου, ότι η αγαθότητα του
Θεού έτσι με προφύλαξε, ώστε τα δεκαεπτά αυτά χρόνια δεν με είδε
άνθρωπος παρά μόνον εσύ σήμερα. Εγώ όμως όλους τους έβλεπα». Κι αυτά
αφού έμαθε ο αναχωρητής δόξασε τον Θεό.
(Δημ. Γ. Τσάμη, «Μητερικόν», εκδ. Αδελφ. Η Αγία Μακρίνα, Θεσ/νίκη, σ. 109-115)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου