Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος εἶναι ὁ μεταπτωτικός ἄνθρωπος. Ὅλοι οἱ σημερινοί ἄνθρωποι, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, εἴμαστε στό παρά φύσιν. Ὁ Γέροντας ἔλεγε ὅτι εἴμαστε
στό «παρείσακτο» καί ὅτι χάσαμε
τό «ἀρχέγονον κάλλος» καί τήν «ἁρμονία».
Μετά
τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων εἰσῆλθε στήν ἀνθρώπινη φύση ἡ ἁμαρτία
καί τά ἀποτελέσματα της: ἡ φθορά,
ὁ πόνος καί ὁ θάνατος. Χάσαμε τό «κατά φύσιν» καί
βρισκόμαστε στήν ἁμαρτία, πού
εἶναι τό «παρά φύσιν». «Στό δάσος» ἔλεγε ὁ Γέροντας «χάσαμε τήν ἁρμονία
καί μπῆκε μέσα μας τό παρείσακτο». Ἡ ἐσωτερική ἀκαταστασία μας ἐκφράζεται μέ τήν μουσική.
Ἡ δυσαρμονία
στή μουσική ἀντανακλᾶ τό ἐσωτερικό μας μπέρδεμα. Ὅσο ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τό Θεό τόσο καί ἀγριεύουμε. Διά τοῦτο ἡ μοντέρνα μουσική ὅσο ἐξελίσσεται εἶναι ὅλο καί πιό βάρβαρη καί πιό ἄγρια.
Νά πῶς τά δίδασκε ὁ Γέροντας ἀκριβῶς: «Ἤμασταν στήν ἁρμονία, τώρα ἔχομε πέσει στή δυσαρμονία καί εὐχαριστιόμαστε σ' αὐτήν. Εἴδατε κάτι «τεντζερέδες» πού παίζουν οἱ ἄνθρωποι σήμερα; Προσπαθοῦν νά δημιουργήσουν κάποια ἁρμονία, ἀλλά δέν μπορεῖς νά τό πεῖς αὐτό ἁρμονία.
Αὐτό, βέβαια, ἔχει ἀνταπόκριση μές στήν ψυχοσύνθεσή τους, γιατί εἶναι μπερδεμένοι ἄνθρωποι καί αἰσθάνονται ἐκεῖ τά σκιρτήματα τῆς ἁρμονίας. Ἀρέσκονται ὅμως σέ κάτι ὄχι ἁρμονικό... Τώρα ἔχουμε τό παρά φύσιν, τό παρείσακτον. Τό παρείσακτον εἶναι αὐτό πού ἀπέκτησε ὁ ἄνθρωπος στό δάσος. Τά «τεντζερέδια» ταράσσουν, διότι καλλιεργοῦν τό παρείσακτον. Ἐνῶ ὁ ἄλλος πού ἔχει τό ἀρχέγονον, τήν ὄντως ἁρμονία, τέρπεται καί εὐχαριστεῖται σ' αὐτήν καί δυσφορεῖ στό φάλτσο»1.
Νά πῶς τά δίδασκε ὁ Γέροντας ἀκριβῶς: «Ἤμασταν στήν ἁρμονία, τώρα ἔχομε πέσει στή δυσαρμονία καί εὐχαριστιόμαστε σ' αὐτήν. Εἴδατε κάτι «τεντζερέδες» πού παίζουν οἱ ἄνθρωποι σήμερα; Προσπαθοῦν νά δημιουργήσουν κάποια ἁρμονία, ἀλλά δέν μπορεῖς νά τό πεῖς αὐτό ἁρμονία.
Αὐτό, βέβαια, ἔχει ἀνταπόκριση μές στήν ψυχοσύνθεσή τους, γιατί εἶναι μπερδεμένοι ἄνθρωποι καί αἰσθάνονται ἐκεῖ τά σκιρτήματα τῆς ἁρμονίας. Ἀρέσκονται ὅμως σέ κάτι ὄχι ἁρμονικό... Τώρα ἔχουμε τό παρά φύσιν, τό παρείσακτον. Τό παρείσακτον εἶναι αὐτό πού ἀπέκτησε ὁ ἄνθρωπος στό δάσος. Τά «τεντζερέδια» ταράσσουν, διότι καλλιεργοῦν τό παρείσακτον. Ἐνῶ ὁ ἄλλος πού ἔχει τό ἀρχέγονον, τήν ὄντως ἁρμονία, τέρπεται καί εὐχαριστεῖται σ' αὐτήν καί δυσφορεῖ στό φάλτσο»1.
Δύο
καταστάσεις, σύμφωνα μέ τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ,
παλεύουν μέσα στόν σύγχρονο πεσμένο ἄνθρωπο.
Ἡ σάρξ καί τό πνεῦμα. Ὁ παλαιός καί ὁ νέος ἄνθρωπος.
Αὐτοί οἱ δύο κόσμοι, ἔλεγε ὁ
Γέροντας,
ἀντλοῦν δύναμη ἀπό μία πηγή. Κάθε στιγμή πρέπει νά προσπαθοῦμε νά εἴμαστε αἰχμάλωτοι στό καλό.
Ἔλεγε ὁ σεβαστός Γέροντας: «Μέσα μας ἔχουμε δύο κόσμους, τόν καλό καί τόν κακό. Καί οἱ δύο αὐτοί ἀντλοῦν τή δύναμη ἀπό μία πηγή. Ἡ δύναμη
αὐτή εἶναι σάν τήν
μπαταρία. Ἄν βάλει τή πρίζα στήν μπαταρία ὁ κακός, μᾶς ὁδηγεῖ στήν καταστροφή. Ἄν ὅμως, τήνε βάλει ὁ καλός,
τότε ὅλα εἶναι στή ζωή μας ὡραῖα, γαλήνια, θεῖα. Ἀλλά ἡ ἴδια δύναμη τροφοδοτεῖ τόν
καλό ἤ τόν ἀντίθετο ἑαυτό μας. Κάθε φορά εἴμαστε αἰχμάλωτοι σ' ἕνα ἀπό τά δύο, ἤ στό
καλό ἤ στό κακό. Νά ἐπιδιώκομε,
ἀντί νά εἴμαστε
στό κακό, νά εἴμαστε στό καλό»2.
Ὁ Γέροντας μάλιστα ἔλεγε ὅτι δέν φταίει ὁ κάθε ἄνθρωπος
( μόνο αὐτός) γιά τά λάθη του διότι, ὅπως
δίδασκε:
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα μυστήριο. Φέρουμε μέσα μας ὅλο τό
καλό καί ὅλο τό κακό ἀπό τόν Ἀδάμ
μέχρι σήμερα. Ὁ παλαιός ἄνθρωπος (=ὁ ἄνθρωπος
τῶν ἐνστίκτων) ἐκδικεῖται.
Μᾶς φταῖνε ὅλοι καί ὅλα, ὅταν δέν ἔχουμε ἀγάπη καί δέν ἀγωνιζόμαστε. Θά πρέπει νά ὑπεραναπληρώσουμε
τίς ἐνστικτώδεις ἀπαιτήσεις τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου μέ αὐτά πού χαρίζει ὁ Θεός (δηλ. μέ τήν θεία Χάρη ἡ ὁποία φέρνει μαζί της τόν «καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»: ἀγάπη,
χαρά, εἰρήνη, μακροθυμια, χρηστότητα, ἀγαθωσύνη,
πίστη, πραότητα, ἐγκράτεια).
Ἔλεγε ὁ Γέροντας ὅτι θά πρέπει νά μήν ἀσχολούμεθα μέ τόν «παλαιό» ἄνθρωπο
καί τίς ὀρέξεις του. Ἀντίθετα τήν δύναμη τῆς ψυχῆς μας νά τήν διοχετεύουμε στό νά τρέφουμε τόν «καινό» ἄνθρωπο μέ τήν Θεία Χάρη, καλλιεργώντας τήν ἀγάπη: Δίδασκε: «Ἄν δέν ἔχετε ἀγάπη στόν Θεό καί στόν
πλησίον, ἄν τεμπελιάζετε, θά σᾶς
βασανίσει ὁ σατανάς, θά σᾶς ἐκδικηθεῖ ὁ παλαιός ἄνθρωπος,
θά σᾶς φταῖνε ὅλοι καί ὅλα, θά γκρινιάζετε λέγοντας: «Γιατί τ'
ἄφησες αὐτό ἐδῶ, γιατί ἐκεῖ;».
Καί
θά νομίζετε ὅτι δῆθεν φταῖνε οἱ δουλειές, ὁ κόπος. Θά λέτε: «Τί θά γίνει μ' αὐτή τήν κατάσταση πού ἔφθασα,
πῶς φέρομαι ἔτσι;»,
χωρίς νά καταλαβαίνετε ἀπό ποῦ προέρχεται αὐτή ἡ κατάσταση. Ἐνῶ αὐτό εἶναι ἡ ἐκδίκηση τῶν ἐνστίκτων»3.
Τίς
δυνάμεις τῆς ψυχῆς μας (λογιστικό, θυμός, ἐπιθυμία),
σύμφωνα
μέ τήν θεραπευτική τῶν Ἁγίων Πατέρων δέν πρέπει νά τίς νεκρώσουμε ἀλλά νά τίς λειτουργήσουμε σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τά
μέρη τῆς ψυχῆς σύμφωνα μέ τήν ἁγιοπατερική
γραμματεία, ὅπως ἐγράφη παραπάνω, εἶναι
τρία: Τό θυμικό, τό ἐπιθυμητικό καί τό λογιστικό.
Στόν
σύγχρονο μεταπτωτικό ἄνθρωπο πού δέν ἔχει ἐκκλησιαστικοποιηθεῖ καί τά τρία αὐτά μέρη νοσοῦν. Εἶναι ὑποδουλωμένα στό περιβάλλον, στήν ὕλη, στίς σαρκικές ἡδονές,
στίς αἰσθήσεις. Αὐτά καλούμαστε, συνεργαζόμενοι μέ τήν Θεία
Χάρη, νά τά θεραπεύσουμε, ἀνακατευθύνοντάς τα ἀγαπητικά πρός τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο.
Τό
θυμικό θεραπεύεται μέ τήν κατά Θεόν ἀγάπη,
τό ἐπιθυμητικό μέ τήν περιεκτική ἐγκράτεια
καί τό λογιστικό μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή.
Δέν
πρέπει νά τά νεκρώσουμε ἀλλά νά τά ἐπαναπροσανατολίσουμε, ὥστε νά λειτουργήσουν σύμφωνα μέ τίς «προδιαγραφές» τοῦ κατασκευαστῆ μας, δηλ. τοῦ Θεοῦ Λόγου. Συμφωνόντας μέ τήν καθολική πατερική ἀντίληψη ὁ σοφός Γέρων ἀναφερόμενος στό θυμό ἔλεγε ὅτι ὁ θυμός εἶναι τό νεῦρο τῆς ψυχῆς καί εἶναι καλό.
Δέν
καλούμαστε νά νεκρώσομε τό θυμικό τῆς ψυχῆς, ἀλλά νά δοθοῦμε στόν Χριστό μέ ὁρμή. Σχετικά ἕνα πνευματικό παιδί τοῦ Γέροντα γράφει:«Κάποια μέρα εἶπα στό Γέροντα: Γέροντα, θυμώνω. Τώρα τελευταῖα θυμώνω εὔκολα.
-Καλό
πράγμα ὁ θυμός. (Νόμιζα ὅτι μοῦ ἀστειεύεται καί τόν διέκοψα).
-Καλό
πράγμα;
-Βέβαια.
Τό θυμό μᾶς τόν ἔβαλε ὁ Θεός μέσα μας. Εἶναι τό
νεῦρο τῆς ψυχῆς. Εἶναι δύναμη. Μᾶς τόν ἔδωσε γιά νά θυμώνουμε
καί νά ἀποκρούομε τά πάθη μας, τό διάβολο. Αὐτή εἶναι ἡ σωστή θέση τοῦ θυμοῦ. Ἔτσι, αὐτή τή δύναμη τήν
παίρνουμε ἀπό τό διάβολο καί τή δίνουμε στό Χριστό. Δίνεσαι στό Χριστό μέ
δύναμη, μέ νεῦρο»4. (Στό βιβλίο :Ἀγαπίου Μοναχοῦ, Ἡ θεϊκή φλόγα πού ἄναψε
στήν καρδιά μου ὁ Γέρων Πορφύριος, Ἀθήνα
2000 σελ. 65).
Τά
διάφορα πάθη πού συνιστοῦν τόν παλαιό ἄνθρωπο,σύμφωνα μέ τήν Πατερική θεραπευτική, δέν
πρέπει νά τά ἀφήνουμε νά ἐνεργοῦν.Ὑπάρχει ἕνα μέρος τῆς ψυχῆς, σύμφωνα μέ τόν
Γέροντα, πού μᾶς ὠθεῖ στό νά κατακρίνουμε τόν ἄλλο. Αὐτό λέγεται «ἠθικολόγος». Ὅταν τό ἐνεργοποιοῦμε ἀκτινοβολοῦμε κακή ἐνέργεια καί μπορεῖ νά
βλάψουμε τόν ἄλλο.
Ἔλεγε
ὁ σοφός Γέροντας ὅτι: «Μέσα μας ὑπάρχει ἕνα μέρος τῆς ψυχῆς πού λέγεται «ἠθικολόγος». Αὐτός ὁ «ἠθικολόγος», ὅταν
βλέπει κάποιον νά παρεκτρέπεται, ἐπαναστατεῖ, ἐνῶ πολλές φορές αὐτός πού
κρίνει ἔχει κάνει τήν ἴδια
παρεκτροπή. Δέν τά βάζει, ὅμως, μέ
τόν ἑαυτό
του ἀλλά μέ τόν ἄλλο.
Κι
αὐτό δέν τό θέλει ὁ Θεός.
Λέει ὁ Χριστός στό Εὐαγγέλιο:
«Ὁ οὖν διδάσκων ἕτερον
σεαυτόν οὐ διδάσκεις; Ὁ
κηρύσσων μή κλέπτειν κλέπτεις;» (Ρωμ. 2,21). Μπορεῖ νά μήν κλέπτομε, ὅμως
φονεύομε· κακίζομε τόν ἄλλο κι ὄχι τόν ἑαυτό μας.
Λέμε
παραδείγματος χάριν: «Ἔπρεπε νά κάνεις αὐτό· δέν τό ἔκανες,
νά τί ἔπαθες!». Στήν πραγματικότητα, ἐπιθυμοῦμε νά πάθει ὁ ἄλλος κακό. Ὅταν
σκεπτόμαστε τό κακό, τότε μπορεῖ
πράγματι νά συμβεῖ. Κατά ἕνα μυστηριώδη καί ἀφανή τρόπο μειώνομε στόν ἄλλο
τή δύναμη
νά πάει στό ἀγαθό, τοῦ κάνομε κακό.
Μπορεῖ νά γίνομε αἰτία ν' ἀρρωστήσει, νά χάσει τή δουλειά του, τήν περιουσία του κ.λ.π. Μ'
αὐτόν τόν τρόπο δέν κάνομε κακό μόνο στόν πλησίον μας ἀλλά καί στόν ἑαυτό
μας, γιατί ἀπομακρυνόμαστε ἀπ' τή
χάρι τοῦ Θεοῦ. Καί τότε
προσευχόμεθα καί δέν εἰσακουόμεθα. «Αἰτοῦμεν καί οὐ
λαμβάνομεν» (Πρβλ. Ἰακ. 4, 3). Γιατί;
Τό σκεφθήκατα ποτέ αὐτό; «Διότι κακῶς αἰτούμεθα»(ὅ.π.). Πρέπει νά βροῦμε
τρόπο νά θεραπεύσουμε τήν τάση πού ὑπάρχει
μέσα μας νά αἰσθανόμαστε καί νά σκεπτόμαστε μέ κακία γιά τόν
ἄλλο»5.
Οἱ κακές μας ἐπιθυμίες, ἐπισημαίνει
ὁ Γέροντας, ἐπιδροῦν στόν ἄλλον. Δέν πρέπει νά ἐπιθυμοῦμε τό κακό γιά τόν ἄλλο, οὔτε
νά ἀγανακτοῦμε. Ἡ ψυχική μας διάθεση ἐπηρρεάζει
τήν ψυχή τοῦ συνανθρώπου μας καί ἀνάλογα
παθαίνει καλό ἤ κακό.
Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Δέν πρέπει ποτέ νά σκεπτόμαστε γιά τόν ἄλλο ὅτι θά τοῦ δώσει ὁ Θεός κάποιο κακό ἤ ὅτι θά τόν τιμωρήσει γιά τό ἁμάρτημά του. Αὐτός
ὁ λογισμός φέρνει πολύ μεγάλο κακό, χωρίς ἐμεῖς νά τό ἀντιλαμβανόμαστε.
Πολλές
φορές ἀγανακτοῦμε καί λέμε στόν ἄλλο: «Δέν φοβᾶσαι τή
δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, δέν φοβᾶσαι μή σέ τιμωρήσει;». Ἄλλη
φορά πάλι λέμε: «Ὁ Θεός, δέν μπορεῖ, θά σέ
τιμωρήσει γι' αὐτό πού ἔκανες» ἤ «Θεέ μου, μήν κάνεις κακό σ' αὐτόν τόν ἄνθρωπο γι' αὐτό πού μοῦ ἔκανε» ἤ «Νά μήν πάθει αὐτό τό πρᾶγμα ὁ τάδε».
Σ'
ὅλες αὐτές τίς
περιπτώσεις, ἔχομε βαθιά μέσα μας τήν ἐπιθυμία
νά τιμωρηθεῖ ὁ ἄλλος. Ἀντί, ὅμως, νά ὁμολογήσομε τό θυμό μας γιά τό
σφάλμα του, παρουσιάζομε μέ ἄλλον
τρόπο τήν ἀγανάκτησή μας καί, δῆθεν,
παρακαλοῦμε τόν Θεό γι' αὐτόν. Ἔτσι, ὅμως, στήν
πραγματικότητα καταριόμαστε τόν ἀδελφό.
Κι
ἄν, ἀντί νά
προσευχόμαστε, λέμε, «νά τό βρεῖς ἀπ' τόν Θεό, νά σέ πληρώσει ὁ Θεός γιά τό κακό πού μοῦ
ἔκανες», καί τότε πάλι εὐχόμαστε
νά τόν τιμωρήσει ὁ Θεός. Ἀκόμη
καί ὅταν λέμε, «ἄς εἶναι, βλέπει ὁ Θεός», ἡ διάθεση τῆς ψυχῆς μας ἐνεργεῖ κατά ἕνα μυστηριώδη τρόπο, ἐπηρεάζει τήν ψυχή τοῦ
συνανθρώπου μας καί αὐτός παθαίνει κακό»6. Ὅταν ὁ Γέροντας χρησιμοποιεῖ τήν
λέξη «μυστηριώδης» ἐννοεῖ δαιμονικός. Τά πονηρά πνεύματα πού ἑλκύουμε μέ τήν κακία μας, στέλνονται ἀπό μᾶς στόν πλησίον
καί μπορεῖ νά τόν βλάψουν ἄν τό
παραχωρήσει ὁ Θεός.
Ἡ ἀγανάκτησή μας, πράγματι, μπορεῖ νά
κάνει κακό στόν ἄλλο. Διηγεῖται ὁ Γέροντας: «Ἀκοῦστε κάτι δικό μου πού θά σᾶς
πῶ. Μιά φορά πήγαινα στό χωριό μου μέσῳ Χαλκίδος. Πρός τό σταθμό τοῦ τραίνου, στή Χαλκίδα, βλέπω ἕνα παιδί πού ἦταν ἀνεβασμένο σ' ἕνα ἁμάξι καί προσπαθοῦσε νά
περάσει τίς γραμμές τοῦ τραίνου.
Δέν
τόν ὑπάκουε τό ἄλογό
του κι ἄρχισε νά βλασφημάει τήν Παναγία. Λυπήθηκα πολύ ἐκείνη τή στιγμή καί αὐθόρμητα
εἶπα: «Παναγίτσα μου, κάνε τον νά δοξάζει τ' ὄνομά σου, σέ παρακαλῶ!».
Σέ
πέντε λεπτά τό ἁμάξι τοῦ παιδιοῦ ἀναποδογυρίστηκε καί τόν πλάκωσε. Ἄνοιξε τό βαρέλι πού ἦταν στή
σούστα κι ὁ μοῦστος πού εἶχε μέσα τόν περιέλουσε. Τό παιδί πιάνοντας τό κεφάλι του καί
τρέμοντας, ἄρχισε νά φωνάζει: «Παναγίτσα μουου, Παναγίτσα μουου,
Παναγίτσα μουου!!!».
Ἐγώ πιό πάνω, βλέποντάς τον, ἔκλαιγα κι ἔλεγα
στήν Παναγία μας: «Παναγίτσα μου, γιατί τό ἔκανες ἔτσι; Ἐγώ εἶπα νά δοξάζει τ' ὄνομά σου, ἀλλά ὄχι μ' αὐτό τόν τρόπο».
Λυπήθηκα γιά τό παιδί. Μετάνοιωσα, πού ἔγινα αἰτία νά πάθει ὅ,τι ἔπαθε. Νόμιζα ὅτι μέ ἀγαθότητα εἶχα πεῖ ἐκείνη τήν εὐχή στήν
Παναγία, ὅταν τόν ἄκουσα νά βλασφημάει
τ' ὄνομά της, ὅμως
μέσα στήν ψυχή μου ἴσως νά εἶχε δημιουργηθεῖ
μυστικά κάποια ἀγανάκτηση»7.
Ἡ ζήλεια μας, ἔλεγε ὁ
Γέροντας, συμφωνόντας μέ τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας περί βασκανίας, μπορεῖ νά
βλάψει τόν ἄλλο ἤ καί τά πράγματά του, ἀκόμη
καί ἄν εἴμαστε μακρυά του. Διηγεῖται ὁ Γέροντας: «Κάποτε κάποια κυρία ἐπισκέφθηκε ἕνα ἀπόγευμα μιά φίλη της. Στό σαλόνι διέκρινε ἕνα ὡραῖο βάζο γιαπωνέζικο, ἀξίας,
γεμάτο λουλούδια.
-Τί
ὡραῖο βάζο! Πότε τό ἀγόρασες;
-Μοῦ τό ἔφερε ὁ ἄνδρας μου, εἶπε ἐκείνη.
Τήν
ἄλλη μέρα τό πρωί στίς ὀχτώ,
ἡ κυρία πού εἶχε
κάνει τήν ἐπίσκεψη, ἐνῶ ἔπινε καφέ μέ τόν ἄνδρα
της, θυμήθηκε τό βάζο. Τῆς εἶχε κάνει πολλή ἐντύπωση.
Λέει, λοιπόν, στόν ἄνδρα της μέ
θαυμασμό:
-Τί
νά σοῦ πῶ γιά τή φίλη μου! Τῆς ἔφερε ὁ ἄνδρας της ἕνα πολύ
ὡραῖο βάζο γιαπωνέζικο πολύχρωμο, μέ ὡραῖες παραστάσεις καί στόλιζε ὅλο τό σαλόνι.
Τήν
ἴδια μέρα ξαναπῆγε στήν
φίλη της γιά κάποια δουλειά. Κοιτάζει, τό βάζο ἔλειπε. Τῆς λέει:
-Τί
τό ἔκανες τό βάζο;
-Τί
νά σοῦ πῶ, τῆς ἀπάντησε. Σήμερα πρωί πρωί, στίς ὀχτώ ἡ ὥρα, ὅπως ἤμουνα στό δωμάτιο ἥσυχα, ἀκούω ἕνα δυνατό «κράκ!» καί τό ἀνθοδοχεῖο ἔγινε κομμάτια. Ἔτσι
μόνο του, χωρίς νά τό πειράξει κανείς, χωρίς νά φυσήξει ἀέρας, χωρίς κανείς νά τό κουνήσει!
Ἐκείνη δέν μίλησε καθόλου στήν ἀρχή. Μετά τῆς
λέγει:
-Τί
νά σοῦ πῶ...Στίς ὀχτώ πίναμε μέ τόν ἄνδρα μου καφέ καί μέ θαυμασμό καί χαρά τοῦ περιέγραψα τό βάζο σου. Μέ πολλή λαχτάρα ἔκανα τήν περιγραφή. Τί νά πῶ, λές καμιά κακή δύναμη νά ἐνήργησε; Αὐτό θά
συνέβαινε, μόνο ἄν δέν σ' ἀγαποῦσα.
Κι
ὅμως, αὐτό ἤτανε. Δέν κατάλαβε ὅτι μέσα
της εἶχε
κακία. Αὐτό ἦταν φθόνος, ζήλεια,
βασκανία.
Ἡ κακή δύναμη μεταδίδεται, ὅσο
μακριά κι ἄν βρισκόμαστε. Αὐτό
εἶναι μυστήριο. Δέν ὑπάρχει ἀπόσταση. Γι' αὐτό ἔσπασε τό ἀνθοδοχεῖο. Θυμᾶμαι καί κάτι ἄλλο πού συνέβηκε ἐπίσης ἀπό ζήλεια.
Μιά
πεθερά ζήλευε πολύ τήν νύφη της. Δέν ἤθελε νά
βλέπει κανένα καλό πάνω της. Μιά μέρα ἡ
νύφη ἀγόρασε ἕνα ὡραῖο ἐμπριμέ ὕφασμα γιά φόρεμα.
Τό εἶδε ἡ πεθερά, τό ζήλεψε.
Ἡ νύφη κλείδωσε τό ὕφασμα
σ' ἕνα σεντούκι, στό κάτω μέρος, κάτω ἀπ' ὅλα τά ροῦχα, μέχρι νά ἔλθει νά
τῆς τό ράψει ἡ μοδίστρα. Ἦλθε ἡ μέρα τῆς μοδίστρας. Πάει ἡ νύφη
νά βγάλει τό ὕφασμα, τί νά ἰδεῖ! Ὅλο τό ὕφασμα ἦταν κοντά κοντά ψαλιδισμένο, ἄχρηστο. Κι ὅμως, ἦταν κλειδωμένο τό σεντούκι!
Ἡ κακή δύναμη δέν ἔχει
φραγμούς, δέν ἐμποδίζεται οὔτε ἀπό κλειδαριές οὔτε ἀπό ἀποστάσεις. Ἡ κακή δύναμη μπορεῖ καί τό
αὐτοκίνητο νά τό γκρεμίσει χωρίς νά ὑπάρχει καμιά βλάβη»8.
Ἡ κακία μας (ἀγανάκτηση, ζήλεια κ.λπ.) μεταδίδεται στόν ἄλλο, ἔλεγε ὁ Γέροντας, ὅπως μεταφέρεται ἡ φωνή
μέ τά ἠχητικά κύματα. Δίδασκε: «Ὅταν
κακομελετᾶμε, κάποια κακή δύναμη βγαίνει ἀπό μέσα μας καί μεταδίδεται στόν ἄλλο, ὅπως μεταφέρεται ἡ φωνή μέ τά ἠχητικά
κύματα,
καί ὄντως ὁ ἄλλος παθαίνει κακό. Γίνεται κάτι σάν βασκανία, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει γιά τούς ἄλλους κακούς λογισμούς. Αὐτό
γίνεται ἀπ' τή δική μας ἀγανάκτηση.
Ἐμεῖς μεταδίδομε μυστικῷ τῷ τρόπῳ τήν κακία μας. Δέν
προκαλεῖ ὁ Θεός τό κακό, ἀλλά ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων. Δέν τιμωρεῖ ὁ Θεός, ἀλλά ἡ δική μας κακή διάθεση μεταδίδεται στήν ψυχή τοῦ ἄλλου μυστηριωδῶς9 καί κάνει τό κακό. Ὁ Χριστός ποτέ δέν θέλει τό κακό. Ἀντίθετα παραγγέλλει: «Εὐλογεῖτε τούς καταρωμένους ὑμᾶς...»(Ματθ. 5, 44). Ἡ
βασκανία εἶναι πολύ ἄσχημο
πράγμα.
Εἶναι ἡ κακή ἐπίδραση πού γίνεται, ὅταν
κανείς ζηλέψει κι ὀρεχθεῖ κάτι ἤ κάποιον. Θέλει μεγάλη προσοχή. Ἡ ζήλεια κάνει πολύ κακό στόν ἄλλο. Αὐτός πού
βασκαίνει δέν τό
βάζει κἄν στό νοῦ του ὅτι κάνει κακό. Εἴδατε
τί λέει καί ἡ Παλαιά Διαθήκη: «Βασκανία γάρ φαυλότητος ἀμαυροῖ τά καλά». Ὅταν ὅμως, ὁ ἄλλος εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καί ἐξομολογεῖται καί μεταλαμβάνει καί ἔχει
πάνω του τόν Σταυρό, δέν τόν πιάνει τίποτα. Ὅλοι οἱ δαίμονες νά πέσουν
πάνω του, δέν καταφέρνουν τίποτα»10.
Εἶναι δύσκολο, σύμφωνα μέ τήν Ἁγία
Γραφή, ἀλλά καί κατά τά λεγόμενα τοῦ ἁγίου Γέροντα, νά γνωρίσουμε τί κρύβει ἡ ψυχή
μας. Μπορεῖ νά ἔχουμε κακία καί νά μήν τό καταλαβαίνουμε. Καί ἀντίθετα ἡ ἀγαπῶσα καρδία πού προσεύχεται θεραπεύει τόν ἄλλο.
Ἔλεγε ὁ διακριτικότατος Γέρων:«Εἶναι
δυνατόν νά πεῖ κάποιος, «ἔτσι πού
φέρεται ὁ τάδε θά τιμωρηθεῖ ἀπ'
τόν Θεό», καί νά νομίζει ὅτι τό
λέει χωρίς κακία. Εἶναι, ὅμως, πολύ λεπτό πράγμα νά διακρίνει κανείς ἄν ἔχει ἤ δέν ἔχει κακία.
Δέν
φαίνεται καθαρά. Εἶναι πολύ μυστικό πράγμα τί κρύβει ἡ ψυχή μας καί πῶς αὐτό μπορεῖ νά ἐπιδράσει σέ πρόσωπα καί πράγματα. Δέν συμβαίνει τό ἴδιο, ἄν ποῦμε μετά φόβου ὅτι ὁ ἄλλος δέν ζεῖ καλά
καί νά προσευχόμαστε νά τόν βοηθήσει ὁ Θεός
καί νά τοῦ δώσει μετάνοια· δηλαδή οὔτε
λέμε, οὔτε κατά βάθος ἐπιθυμοῦμε νά τόν τιμωρήσει ὁ Θεός
γι' αὐτό πού κάνει.
Τότε
ὄχι μόνο δέν κάνομε στόν πλησίον κακό, ἀλλά τοῦ κάνομε καί καλό. Ὅταν εὔχεται κανείς γιά
τόν πλησίον του, μία καλή δύναμη βγαίνει ἀπ'
αὐτόν καί πηγαίνει στόν ἀδελφό
καί τόν θεραπεύει καί τόν δυναμώνει καί τόν ζωογονεῖ.
Μυστήριο πῶς φεύγει ἀπό μᾶς αὐτή ἡ δύναμη.
Ὅμως, πράγματι, αὐτός
πού ἔχει μέσα του τό καλό, στέλνει τήν καλή αὐτή δύναμη στούς ἄλλους
μυστικά καί ἀπαλά. Στέλνει στόν πλησίον του φῶς, πού δημιουργεῖ ἕναν κύκλο προστασίας γύρω του καί τόν
προφυλάσσει ἀπ' τό κακό. Ὅταν ἔχομε γιά τόν ἄλλο ἀγαθή διάθεση καί προσευχόμαστε, θεραπεύομε τόν
ἀδελφό καί τόν βοηθᾶμε νά
πάει στόν Θεό»11.
Ὁ σύγχρονος πεσμένος ἄνθρωπος
εἶναι δύσκολο νά βοηθηθεῖ διότι ἔχει πολλή ὑπερηφάνεια, αὐτάρκεια
καί φιλαυτία. Ἀντιδρᾶ λόγῳ ἐγωισμοῦ στήν κάθε ὑπόδειξη. Ἡ
μυστική προσευχή βοηθάει πολύ. Ὁ Γέροντας ἔλεγε ὅτι μποροῦμε νά ἐπιδράσουμε θετικά στόν ἄλλο ὅταν προσευχόμαστε γι' αὐτόν. Ἄν τόν βοηθήσουμε νά καταλάβει ὅτι ὁ Θεός τόν ἀγαπᾶ καί
μάλιστα
ἄπειρα, τότε βοηθεῖται
πραγματικά.
Γιά
νά ὠφελήσουμε τόν ἄλλο, πρέπει νά ζοῦμε μέσα στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Νά ἔχουμε ἐμεῖς καταλάβει πόσο μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Κύριος. Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Ἡ ἀγάπη νά εἶναι
μόνο ἐν Χριστῷ.
Γιά
νά ὠφελήσεις τούς ἄλλους,
πρέπει νά ζεῖς μέσα στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀλλιῶς δέν μπορεῖς νά ὠφελήσεις τόν
συνάνθρωπό σου.
Δέν πρέπει νά βιάζεις τόν ἄλλο. Θά
ἔλθει ἡ ὥρα του, θά ἔλθει ἡ στιγμή, ἀρκεῖ νά προσεύχεσαι γι' αὐτόν. Μέ
τήν σιωπή, τήν ἀνοχή καί κυρίως μέ τήν προσευχή ὠφελοῦμε τόν ἄλλον μυστικά.
Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καθαρίζει τόν ὁρίζοντα
τοῦ νοῦ του καί τόν
βεβαιώνει γιά τήν ἀγάπη Του. Ἐδῶ εἶναι τό λεπτό σημεῖο. Ἅμα δεχθεῖ ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, τότε ἕνα ἄπλετο φῶς θά ἔλθει πάνω του, πού
δέν τό ἔχει δεῖ ποτέ. Θά βρεῖ ἔτσι τή σωτηρία»12.
Ἡ προσευχή, σύμφωνα μέ τήν Ἁγία
Γραφή καί ὅλους τούς ἁγίους Πατέρας, ἔχει θεραπευτική δύναμη. Ἡ Θεία
Χάρις, πού μεταδίδεται διά τῆς προσευχῆς, αὐτή μόνο μπορεῖ νά «ἀναπληρώσει
τά ἐλλείποντα καί νά θεραπεύσει τά ἀσθενῆ».
Διά
τοῦτο συμβούλευε ὁ Γέροντας: « Ὅταν κάποιος ἔχει ἕνα πάθος, νά προσπαθοῦμε νά
τοῦ ρίχνομε ἀκτίνες ἀγάπης κι εὐσπλαχνίας,
γιά νά θεραπεύεται καί νά ἐλευθερώνεται. Μόνο μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ γίνονται αὐτά. Νά σκέπτεσθε ὅτι αὐτός ὑποφέρει περισσότερο
ἀπό ἐσᾶς.
Στό κοινόβιο, ὅταν κάποιος φταίει, νά μήν τοῦ ποῦμε ὅτι φταίει. Νά στεκόμαστε μέ προσοχή, σεβασμό κάι προσευχή. Ἐμεῖς νά προσπαθοῦμε νά
μήν τό κάνομε τό κακό. Ὅταν ὑπομένομε τήν ἀντιλογία
τοῦ ἀδελφοῦ, λογίζεται
μαρτύριο.
Νά τό κάνομε μέ χαρά»13.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου