Κυριακή 17 Απριλίου 2016

Η εξομολόγηση ενός απελπισμένου στον παπα-Κοδράτο


Αποτέλεσμα εικόνας για εξομολόγησηΤην εποχή που ζούσε ο παπα-Κοδράτος στην Ι.Μ. Καρακάλλου επεσκέφθη το Άγιον Όρος ένας λαϊκός προσκυνητής που ήθελε να εξομολογηθεί τις μεγάλες του αμαρτίες.
Πήγε στις Καρυές, στον π. Αβέρκιο που έφτιαχνε κομπολόγια, και ζητούσε επίμονα εξομολόγο.
Αποτέλεσμα εικόνας για εξομολόγηση Ο π. Αβέρκιος θεώρησε καλό να τον στείλει στην Ι. Μονή Κουτλουμουσίου που βρίσκεται κοντά στις Καρυές. Ήταν καλός πνευματικός, αλλά αυστηρός στους κανόνες, που τους έβαζε χωρίς επιείκεια.

Ο άνθρωπος πήγε στο Κουτλουμούσι και εξομολογήθηκε. Επέστρεψε όμως «κάλαμος συντετριμμένος». Χωρίς καμμία διάθεση. Γεμάτος θλίψη και αθυμία.

      - Τι έκανες; Εξομολογήθηκες; τον ρώτησε ο π.Αβέρκιος.
- Ναι πάτερ, αλλά…

Ο π. Αβέρκιος τον κοίταξε. Ήταν θλιμμένος, κάτωχρος, με μια λύπη που δεν είναι κατά Θεόν, αλλά την φέρνει ο διάβολος για να παγιδεύσει θανατηφόρα τις ψυχές.

- Τι έχεις; Πες μου. Τι σου συμβαίνει;

- Πάτερ, δεν υπάρχει πια για μένα ζωή. Δεν πρέπει να ζω. Θα ήταν προτιμότερο να πνιγώ, είπε με φαρμακερό πόνο.

- Μα γιατί; Δεν εξομολογήθηκες;

- Εξομολογήθηκα, αλλά ο πνευματικός μου είπε πως οι αμαρτίες μου είναι πολύ βαρειές. Δεν ξέρω. Πώς να στο πω; Μ’ έχει φέρει σε απόγνωση.

Όταν άκουσε αυτά ο π. Αβέρκιος και είδε το πνεύμα της λύπης και της απελπισίας να απλώνει ύπουλα το πέπλο του πάνω από την ψυχή του ταλαίπωρου εκείνου ανθρώπου, πιάνει και γράφει ένα γράμμα στον Σεβασμιώτατο Μελιτουπόλεως Ιερόθεο, που ασκήτευε τότε στον Μυλοπόταμο. Εκείνος θα μπορούσε να βοηθήσει, να βρει διέξοδο για την ψυχή αυτή.

Έδωσε το γράμμα στα χέρια του προσκυνητού και, του είπε δυο αδελφικά, ενθαρρυντικά λόγια και του έδειξε τα μονοπάτια που θα τον οδηγούσαν στο ερημικό κελλί του Σεβασμιωτάτου.

Ο Δεσπότης ήταν στον κήπο, όταν πήγε ο προσκυνητής. Φορούσε έναν απλό σκούφο και σκάλιζε.
- Τι θέλεις, αδελφέ μου; είπε στον απελπισμένο άνθρωπο που έφθασε με το γράμμα στο χέρι.
- Θέλω εξομολόγηση Σεβασμιώτατε.
- Άκου, παιδί μου. Εγώ δεν εξομολογώ. Όμως θα σε στείλω σ’ έναν εκλεκτό πνευματικό στην Ι. Μονή Καρακάλλου. Τον λένε παπα-Κοδράτο.

Παίρνει μολύβι και χαρτί, γράφει μια επιστολή στον παπα-Κοδράτο και τον στέλνει στον έμπειρο ιατρό των ψυχών.

Περπάτησε εκείνος στο ανηφορικό μονοπάτι που βγάζει στο Μοναστήρι και σε λίγο έφθασε. Οι πατέρες τον εφίλεψαν, όπως κάνουν σε κάθε επισκέπτη, με πολλή αγάπη και χαρά. Μετά ειδοποίησαν τον Γέροντα.

- Να έρθει στο Ηγουμενείο, παρήγγειλε εκείνος. Εκεί τον δέχθηκε σαν να τον εγνώριζε χρόνια. Με αγάπη. Σαν πατέρας. Κι ο άνθρωπος βιαζόταν να βγάλει το βάρος που τον επίεζε καταθλιπτικά μ’ έναν φόβο πρωτογνώριστο, σχηματισμένο ίσως από την πρώτη δραματική εξομολόγησή του. Έμοιαζε με κυνηγημένο πουλί που είχε μεγάλες πληγές, αλλά πιο μεγάλη αγωνία. Ο διάβολος τον έχει δέσει. Όμως δεν θα χαιρόταν. Η ψυχή του βρισκόταν τώρα πια στα χέρια του Χριστού, στα χέρια του παπα-Κοδράτου, που διέθεταν την τέχνη και την δύναμη να σπάσουν τα δεσμά των αμαρτιών και της απογνώσεως. Ήταν στα χέρια του ιατρού που θα έκανε την εγχείρηση και θα θεράπευε τον τραυματία με την χάρη και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος.

Ο προσκυνητής αντίκρυζε στο πρόσωπο του πνευματικού τον άνθρωπο του Θεού και σκιρτούσε από χαρά.

«Είναι κάτι φυσικό-γράφει ο άγιος Ιωάννης, ο συγγραφεύς της Κλίμακος- να βλέπει ο άρρωστος τον ιατρό και να αισθάνεται χαρά. Έστω κι αν δεν λάβει καμμία ωφέλεια από αυτόν. Απόκτησε λοιπόν και συ, ω θαυμάσιε-λέει προς τον ποιμένα- έμπλαστρα, κολλύρια, ποτά, σπόγγους, αναισθητικά, φλεβοτόμα, καυτήρες, αλοιφές, υπνωτικά, μαχαίρια, επιδέσμους. Αν δεν έχουμε αυτά, πως θα φανεί η επιστήμη μας;» (Λόγος προς ποιμένα).

Ο παπα-Κοδράτος ήταν εξοπλισμένος με όλα αυτά τα πνευματικά όργανα που αποτελούν την αληθινή επιστήμη του ποιμένος.

Ο άρρωστος προσκυνητής επιθυμούσε να γίνει σύντομα η επέμβασις. Ο παπα-Κοδράτος δεν βιαζόταν. Κάθησε κοντά του. Προσπάθησε να δημιουργήσει ατμόσφαιρα γνωριμίας, φιλίας και εμπιστοσύνης με τον εξομολογούμενο, παρ’ όλο που εκείνος βιάσθηκε να του συστηθεί:
- Είμαι ένας αμαρτωλός, πάτερ.
- Καλά. Μα εγώ σε βλέπω σαν άγγελο του Θεού. Πες μου, έχεις παιδιά; Πότε ήρθες στο Άγιον Όρος; Τι δουλειά κάνεις;

Συζήτησαν αρκετά, ώσπου η ποθητή προετοιμασία έγινε. Μετά έβαλε «ευλογητός».
- Έλα παιδί μου, του είπε. Βλέπεις αυτή την εικόνα του Χριστού; Μη κρύψεις τίποτε. Όλα τα ξέρει ο Κύριος. Όλα τα βλέπει. Όλα τα ακούει. Κι εγώ είμαι ομοιοπαθής με σένα άνθρωπος. Θάρρος λοιπόν.

Αβίαστα και φυσικά άδειασε και ξεχύθηκε όλο το φαρμάκι κι όλος ο πόνος της καρδιάς του ανθρώπου. Με συντριβή. Χωρίς αμφιβολία για το έλεος του Θεού που τον έβλεπε ολοζώντανο στην μορφή και στο πετραχήλι του γέροντος πνευματικού. Εξομολογήθηκε καθαρά. Μετανόησε ειλικρινά. Έκλαψε. Η ψυχή του, ο λόγος του, η στάσις του, όλα μιλούσαν σαν να απήγγελναν τον 50ο ψαλμό του Δαβίδ, τον ψαλμό της μετανοίας : «Ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστι διαπαντός».

Τι άλλο ζητεί ο φιλάνθρωπος Θεός από τον άνθρωπο; Μετάνοια. επιστροφή. Αυτός είναι ο μοναδικός για τον Παράδεισο. Ο δρόμος που περπάτησε ο τελώνης, η πόρνη, ο ληστής. Αυτόν τον δρόμο άνοιξε ο Κύριος και στην πληγωμένη αυτή ψυχή με την υπεύθυνη πατρική παρουσία του σοφού Του οικονόμου στο ιερό μυστήριο της αφέσεως.

Ήταν Μεγάλη Εβδομάδα. Ο παπα-Κοδράτος όταν άκουσε τον εξομολογούμενο, όταν, ως συνήθως, δάκρυσε μαζί του, κι όταν πια τον συμβούλευσε σκύβοντας επάνω στα τραύματά του με ευσπλαχία, του είπε:
- Είδε ο Θεός, παιδί μου, την μετάνοιά σου και τα δάκρυά σου. Άκου λοιπόν. Σήμερα είναι Μ. Πέμπτη. Όλοι οι πατέρες νηστεύουν για να κοινωνήσουν. Κάθησε κι εσύ εδώ αυτές τις ημέρες. Στο καθαρό και άγιο περιβάλλον της Μονής θα δεις καλύτερα τον εαυτό σου. Θα προσευχηθείς μαζί μας, θα νηστέψεις. Και θα κοινωνήσεις. Θα λειτουργήσω εγώ και θα σε κοινωνήσω. «Αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι. Μηκέτι αμάρτανε».

Η αγαλλίασις του ανθρώπου, μετά το τέλος της εξομολογήσεως, ήταν απερίγραπτη. Όλα τριγύρω έλαμπαν με το φως της ειρήνης, της συγγνώμης, του ελέους του Θεού. Είχε σωθεί. Και η χαρά του παπα-Κοδράτου, που έγινε για άλλη μία φορά σωσίβιο σ’ ένα ναυάγιο της ζωής, ήταν όμοια μ’ εκείνη την χαρά που δοκιμάζει ο Χριστός όταν βρίσκει ένα «απολωλός», όμοια μ’ εκείνο το πανηγύρι που γίνεται στον Ουρανό «επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι».


«Κοδράτος ο Καρακαλληνός»

Σύγχρονες αγιορείτικες μορφές

Παπα-Κύριλλος, ο ασκητής της Σκήτης της Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου

Ο παπα-Κύριλλος πατρίδα είχε το Αγρίνιο. Μικρός ξενιτεύτηκε στην Αίγυπτο και από εκεί πήγε στον άγιο Σάββα, αφού προσκύνησε τους Αγίους Τόπους. Σε ηλικία 16 χρόνων είχε ρασοφορεθεί, αλλά δεν αναπαυόταν εκεί λόγω των πολλών προσκυνητών και ήρθε στο περιβόλι της Παναγίας. Παρόλο που η ηλικία του ήταν μικρή, και στον κόσμο τα παιδιά της ηλικίας του έπαιζαν, αυτός όμως αγωνιζόταν σαν μεγάλος αθλητής του Χριστού.
Στη Σκήτη Κουτλουμουσίου, του Αγίου Παντελεήμονος, πολύ αναπαύθηκε κοντά στον πνευματικό παπα-Παντελεήμονα, που έμενε στην καλύβη «Εισόδια της Θεοτόκου». Ο γέροντάς του, εκτός από τα άλλα χαρίσματα που έλαβε από τον Θεό, είχε και το διορατικό χάρισμα, γιατί είχε γίνει άνθρωπος του Θεού με τους υπερφυσικούς φιλότιμους αγώνες του. Προέβλεπε και αυτούς που θα γίνουν μοναχοί, ακόμη και το καλογερικό όνομα που θα τους έδιναν. Μόνο στη Μονή Εσφιγμένου θυμάμαι δύο τέτοιες περιπτώσεις μοναχών∙ έναν από λαϊκό τον φώναξε από μακρυά, πριν τον ειδεί, ενώ χτυπούσε την πόρτα: καλώς τον πατέρα Νικηφόρο! Και έναν άλλον επίσης: καλώς τον πατέρα Φίλιππο.

Από έναν, λοιπόν, άγιο γέροντα, παπα-Παντελεήμονα, επόμενο ήταν να δεχθεί πλούσια την χάρη ο ευλαβέστατος νεαρός πατήρ Κύριλλος, όπως ο Ελισσαίος από τον προφήτη Ηλία, και να μείνει διάδοχός του.
Μετά τον θάνατο του γέροντά του ο πατήρ Κύριλλος όχι μόνο δεν αμέλησε τα πνευματικά, αλλά αντιθέτως αγωνιζόταν περισσότερο και έτσι έδινε μεγαλύτερη χαρά στην ψυχή του γέροντά του. Εκτός δε από τις τρομερές νηστείες, έκαμνε και πολλές αγρυπνίες, από πολύ παιδικό ζήλο, και έπαθε φυματίωση. Μου έλεγε: «έβγαζα κάτι αιματηρά σαν κόμπους με πολύ δυσκολία, αλλά παρακάλεσα τον άγιο Παντελεήμονα και με έκανε καλά δίχως φάρμακα».
Πώς ήταν δυνατόν να τον άφηνε ο άγιος Παντελεήμων να υποφέρει, ενώ είναι προστάτης της Σκήτης; Μόλις έγινε καλά ο πατήρ Κύριλλος με τη χάρη του Αγίου, άρχισε πάλι τον φιλότιμο αγώνα του.
Είχα την ευλογία αυτή να παραμείνω λίγο διάστημα κοντά του και να ωφεληθώ πολύ. Θα έμενα, φυσικά, για πάντα μαζί του, αλλά δυστυχώς δεν με άφησαν. Τότε εκείνος μου είπε που να πάω και με συμβούλευε στη συνέχεια, το διάστημα που έμενα στη Μονή Φιλοθέου.
Ὀταν πήγαινα στην Σκήτη για να τον συμβουλευτώ, πριν του αναφέρω το θέμα που με απασχολούσε, μου απαντούσε εκείνος στο θέμα μου. Λάμβανε πληροφορία από τον Θεό ότι θα πήγαινα και τί θέμα με απασχολούσε, και με περίμενε. Πολλές φορές δεν μιλούσε καθόλου, αλλά είχε ένα σημάδι στο βιβλίο και μου έδινε την απάντηση από το βιβλίο, και εγώ του έβαζα μετάνοια και έφευγα ωφελημένος.
Εκτός από το διορατικό χάρισμα, που είχε λάβει από τον Θεό, είχε και το χάρισμα να βγάζει τα δαιμόνια από τα πλάσματα του Θεού. Δεν μπορώ να ξεχάσω μια περίπτωση που είδα με τα μάτια μου, με έναν άνθρωπο που είχε φοβερό δαιμόνιο. Τον είχαν φέρει στον γέροντα δεμένο με αλυσίδες και τον άφησαν στο ναό της καλύβης του για να τον κάνει καλά. Τη νύχτα που σηκώθηκε ο γέροντας, για να ανάψει τα καντήλια και να αρχίσει την προσευχή, το δαιμόνιο λύσσαξε, γιατί στριμωχνόταν από την παρουσία του παπα-Κυρίλλου, και έκοψε τις αλυσίδες και σήκωσε τα χέρια του δαιμονισμένου ανθρώπου ψηλά για να χτυπήσει τον άγιο γέροντα στο κεφάλι με τις κομματιασμένες αλυσίδες. Ο πατήρ γονάτισε αμέσως και ύψωσε και αυτός τα χέρια του στο Θεό και φώναξε: Χριστέ μου, Παναγία μου, διώξε τον δαίμονα από το πλάσμα σου!
Με την φωνή, έτρεξα αμέσως στο ναό και είδα τον μεν γέροντα γονατιστό, τον δε βασανισμένο άνθρωπο χαρούμενο να κάθεται με ευλάβεια σκυφτός στα πόδια του παπα-Κυρίλλου, ελευθερωμένος πια από το δαιμόνιο.
Είχε παρρησία ο γέροντας, γιατί ήταν ταπεινός και ευλαβής με αγάπη. Όταν διάβαζε το Ευαγγέλιο, δεν μπορούσε να συγκρατηθεί από τους λυγμούς και τα δάκρυα, γι αυτό κάλυπτε το πρόσωπό του με το Ευαγγέλιο και μπαίνοντας στο ιερό σκούπιζε με τρόπο το πρόσωπό του. Το ίδιο πάθαινε και όταν διάβαζε και το Θεοτοκάριο.
Τις ακολουθίες  τις έκανε με το κομποσχοίνι και καλλιεργούσε την αδιάλειπτη καρδιακή προσευχή.
Δυστυχώς όμως τελευταία, παρά την θέλησή του, τον ανάγκασαν να γίνει ηγούμενος της Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου, στην οποία υπαγόταν, γιατί ήταν μεγάλη ανάγκη. Η ανάμειξή του όμως στα διοικητικά και τον ταλαιπώρησε και τον έκανε να χάσει όλη εκείνη την πνευματική κατάσταση που είχε.
Επειδή είχε γίνει ηγούμενος παρά την θέλησή του, όπως ανέφερα, και ταλαιπωρήθηκε στη συνέχεια πολύ, πιστεύω πως ο Θεός θα του δώσει διπλό στεφάνι, εκτός από το οσιακό και του μάρτυρος, γιατί στα τελευταία του υπέμεινε και μαρτυρικούς πόνους. Ο μισόκαλος τον είχε φθονήσει και έβαλε ένα άγριο ζώο να τον κλωτσήσει πολύ άσχημα, τόσο που τον σακάτεψε και έμεινε πια στο κρεβάτι, υπομένοντας τους πόνους με χαρά και δοξολογία. Το ζώο μετά από το χτύπημα, που του έκανε, έπεσε στη γη και τεντώθηκε νεκρό. Θαύμασαν οι πατέρες και κατάλαβαν από αυτό το γεγονός την αγιότητα του γέροντα.
Έτσι με πόνους και με υπομονή, δοξολογώντας τον Θεό, τελείωσε τον καλόν αγώνα ο παπα-Κύριλλος και ανεπαύθη εν Κυρίω το 1968. Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
Οσίου Παϊσίου του Κουτλουμουσιανού,
Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα (απόσπασμα)

Σάββατο 16 Απριλίου 2016

Η ποιμαντική μέριμνα του Γέροντος Γεωργίου Γρηγοριάτη για τους αρρώστους από τα ναρκωτικά

Ο μακαριστός Γέροντάς μας Αρχιμανδρίτης Γεώργιος ασχολήθηκε με την νεολαία από τά νεανικά του χρόνια. Είχε πρωτοφανή επιτυχία στον κατηχητικό χώρο από τότε. Όμως, άρχισε να ασχολείται ειδικά με την αποτοξίνωση από τά ναρκωτικά ορισμένων, κυρίως νέων ανθρώπων, από το 1986, μέχρι το 2014, οπότε έκοιμήθη εν Κυρίω, Κυριακή της Πεντηκοστής. Αιτία για να ασχοληθεί ο Γέροντας π. Γεώργιος με τα νεαρά αυτά παιδιά ήταν η προτροπή του Αγίου Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτη να μεριμνήσει ό Γέροντας Γεώργιος ποιμαντικώς για τούς νέους αυτούς, διότι ό Άγιος Γέροντας Παΐσιος δεν είχε το χρόνο, ούτε τά μέσα, ούτε τον χώρο, προς τον σκοπό αυτό.

Ό Άγιος Γέροντας Παΐσιος ειδοποίησε και μερικά άλλα 'Αγιορειτικά Μοναστήρια να πράξουν το ίδιο, γεγονός πού έγινε πραγματικότητα από το 1986 μέχρι το 2014.
Οι βασικές αρχές της ποιμαντικής πού εφάρμοσε ο μ. Γέροντας Γεώργιος για να επιτύχει, όσον το δυνατόν καλύτερα, την αποτοξίνωση τών νεαρών αυτών, ήταν οι εξής:
α) Το πρόγραμμα άρχιζε «στεγνό», όπως λέγεται. Δηλαδή να περάσει την πρώτη του εβδομάδα ό νέος, χωρίς να παίρνει ναρκωτικά, ή υποκατάστατα, (άλλα χάπια ή και μεθανόνη). Τά περισσότερα παιδιά από αυτά δυσκολεύονταν να κοιμηθούν, είχαν πονοκεφάλους, έκαναν στην αρχή εμετούς κλπ. Μετά όμως ισορροπούσαν. Αυτό το «στεγνό» πρόγραμμα έχει οδύνες, βέβαια, για τά παιδιά, αλλά είναι πιο σίγουρο και πιο αποτελεσματικό.
β) Να αρχίσουν σιγά - σιγά πνευματική, ασκητική και λειτουργική ζωή. Δηλαδή, τά παιδιά να παρακολουθούν τουλάχιστον την καθημερινή θεία Λειτουργία, τον εσπερινό, την διατροφή της καθημερινής Τράπεζας (φαγητό αρτύσιμο ή νηστίσιμο, πού έχουν οι πατέρες και οι προσκυνητές), να νηστεύουν σωματικώς και πνευματικώς, να μην καπνίζουν «χόρτο», ηρωίνη και κοκαΐνη, να μην πίνουν κρασί, τσίπουρο (ζιβανία) και γενικώς αλκοολούχα ποτά, να εξομολογούνται και να κοινωνούν τά Τίμια Δώρα συχνά και να μάθουν, αν θέλουν, Βυζαντινή Μουσική, ιδίως την Παράκληση της Παναγίας, της Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας (γιορτάζει στις 29 Οκτωβρίου) και τούς Χαιρετισμούς της Παναγίας.
γ) Να εργάζονται και σωματικώς έξι η το πολύ οκτώ ώρες, σε ορισμένα διακονήματα, στην αρχή άμισθί και μετά από έξι μήνες να πληρώνονται, όπως οι άλλοι εργάτες της Μονής.
δ) Να συγκεντρώνονται στο μεγάλο δωμάτιο, δίπλα στο παρεκκλήσι του Αγίου Μόδεστου και να συζητούν πνευματικώς μέ κάποιον ιερομόναχο, εξομολόγο, για διάφορα θέματα πού τούς απασχολούν.
Πάντως, για ένα διάστημα, από το 1986 - 2006, ασχολήθηκα και εγώ μέ την κατήχηση τών παιδιών αυτών. Από τις 11.00-13.00 (ώρες), σχεδόν κάθε μέρα, διάβαζα διάφορα άρθρα και κείμενα τού μ. Γέροντος Γεωργίου και τού Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου. Μετά είχαμε συζήτηση, κέρασμα γλυκών και χυμών και μετά διαβάζαμε από τά άκόλουθα δύο βιβλία: Αγίου Παϊσίου Αγιορείτη, «Χαριτωμένες διδαχές» και Πέτρου Μπότση, «Ανέκδοτα από τον εκκλησιαστικό χώρο», όχι ανήθικα αστεία.
Αυτά είχαμε να πούμε, όσον αφορά τις αρχές και προϋποθέσεις, για να επιτύχουμε την αποτοξίνωση από τά ναρκωτικά.
Βέβαια, όσο μάς ήταν δυνατόν, προσπαθούσαμε να σεβόμαστε την ανθρώπινη ελευθερία και αξιοπρέπεια και το πνευματικό επίπεδο τού κάθε ενός από τά παιδιά. Διότι τούς απαγορεύαμε να παίρνουν μερικές ουσίες, αλλά ήσαν ελεύθεροι να μείνουν, ή να φύγουν, αν θέλουν.
Φιλοξενήσαμε από το 1986 - 2014 πάνω από πεντακόσια παιδιά, κατά περιόδους. Πολλά από τά παιδιά αυτά μάς έλεγαν ότι δοκίμασαν να αποτοξινωθούν και σε κρατικά και σε ιδιωτικά κέντρα αποτοξινώσεως. Εκεί οι ψυχολόγοι και οι υπεύθυνοι τού προγράμματος τούς έλεγαν ότι ή ψυχή πεθαίνει μέ το σώμα, οι θρησκείες δεν βοηθούν καθόλου για να αποτοξινωθείτε, οι παπάδες (ιερείς) θέλουν να εκμεταλλεύονται χρηματικώς και σωματικώς τούς ανθρώπους κτλ. Όμως διαπιστώσαμε ότι τά κρατικά και ιδιωτικά ιδρύματα αποτοξινώσεως έχουν 3-4% επιτυχία, ενώ το πρόγραμμα αποτοξινώσεως τών Αγιορείτικων Μοναστηριών, έχει επιτυχία 30-35% και αυτά γιατί συμβαίνει; Διότι ή αποτοξίνωση από τά ναρκωτικά, γίνεται από την άκτιστη θεία χάρη της Αγίας Τριάδος, πού χορηγείται μόνο μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Είναι πολύ δύσκολο να γράψουμε σε ένα σύντομο άρθρο τις εν Χριστώ εμπειρίες, τόσο τις δικές μας, όσο και τών παιδιών αυτών. Θα αναφέρουμε όμως μία περίπτωση, για να γίνει αντιληπτός ό πνευματικός αγώνας τού μακαριστού Γέροντός μας π. Γεωργίου, για να βοηθήσει τά παιδιά αυτά να αποτοξινωθούν από τά ναρκωτικά:

Τρίτη 5 Απριλίου 2016

Γερ. Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης: Ποτέ δεν τονίζουμε σε κάποιον την αδυναμία του


Σε στέλνει ο Γέροντάς σου σε κάποιους επισκέπτες και σού ξεφεύγει μια κουβέντα. Αργότερα σού λέγει ένας αδελφός σου:
«Πως σού ξέφυγε αυτή η κουβέντα; Αλλά τέτοιος είσαι πάντα».
Καλύτερα να φας την γλώσσα σου, παρά να του μιλήσεις έτσι. Ουδέποτε προσβάλλομε ή λυπούμε άνθρωπο, ουδέποτε τον κάνομε να νοιώση στερημένος, ελαττωμένος, να νοιώση κατωτερότητα, διότι του σκοτώνομε την ψυχή. Αυτός ο άνθρωπος θα τραυματισθή και δεν θα μπορή να επιτύχη στην ζωή του.
Αναθέτεις σε κάποιον να ψάλη, και εκείνος κάνει λάθος τον ήχο, και τότε του λες: «Πάλι πήρες στραβά το τροπάριο».
Κάθε φορά που θα πηγαίνη να ψάλη, θα το θυμάται και θα λέη: Πρέπει να προσέξω μην το πάρω στραβά. Καί θα το παίρνη πάλι στραβά. Ποιός θα φταίη; Αυτός που του έκανε την παρατήρησι.

Ποτέ δεν τονίζουμε σε κάποιον την αδυναμία του, το πρόβλημά του. Ποτέ δεν του υπενθυμίζουμε την κακία του, την αμαρτία του. Μόνον τον έπαινο χρησιμοποιούμε, αλλά τον ευγενή έπαινο, όχι τον αφελή.
Διότι ο άνθρωπος ουδέποτε διορθώνεται με ονειδισμό, όπως και με παρατήρηση. Πρέπει να είναι πολύ άγιος, για να δεχθή να διορθωθή με τον ονειδισμό, την υπόδειξι ή την παρατήρησί σου. Αλλά, εάν ήταν τόσο άγιος, δεν θα είχε αυτό το ελάττωμα, για το οποίο χρειάσθηκε να του κάνης παρατήρησι εσύ.

Αφού λοιπόν το έχει, το μόνο που χρειάζεται, είναι ο άκρος σεβασμός σου, για να μπορέση κάποτε να ταπεινωθή και να διορθωθή, βλέποντας την δική σου ειρήνη, πραότητα, ταπείνωσι, αγάπη, μακροθυμία, χρηστότητα, επιείκεια, γλυκύτητα... Μόνον όποιος έχει αυτές τις αρετές μπορεί να διορθώση κάποιον άλλον....
«Νηπτική ζωή και ασκητικοί κανόνες», ερμηνεία κανόνων Μ.Αντωνίου,
Αρχ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου


Γέροντας Σωφρόνιος για την προσευχή «Πάτερ ημών»

Μία κυρία στο Παρίσι πριν από λίγα χρόνια μου έλεγε ότι δεν τολμούσε να απαγγείλει την προσευχή αυτή μετά τα λόγια «ελθέτω η Βασιλεία Σου». Φοβόταν τόσο πολύ ώστε αν έλεγε στον Θεό έντιμα, «γεννηθήτω το θέλημά Σου», τότε όφειλε να δεχθεί «όλα όσα συμβαίνουν στη ζωή» με την ετοιμότητα να τα υπομένει χωρίς γογγυσμό, χωρίς μικροψυχία και τα παρόμοια.
Πρόσφατα ένα άλλο πλάσμα μου έλεγε ακριβώς τα ίδια λόγια με σένα, σχετικά με το «και άφες ημίν... ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών».
Ο ίδιος όμως θεωρώ ότι, αν εμείς λέγαμε μόνο τις δύο πρώτες λέξεις της προσευχής αυτής, δηλαδή Πάτερ ημών, αντιλαμβανόμενοι το βαθύ τους νόημα, τότε όλη μας η ζωή σε όλα τα επίπεδα και τις εκδηλώσεις της θα άλλαζε ριζικά. Αν εγώ είμαι υιός τον άναρχου Πατρός, σημαίνει ότι βρίσκομαι έξω από την εξουσία του θανάτου, σημαίνει ότι δεν είμαι δούλος αλλά κύριος, κατ’ εικόνα της κυριότητος του ίδιου του Θεού, σημαίνει ότι αυθεντικά είμαι ελεύθερος με τη μοναδικά αληθινή έννοια της ελευθερίας.

Παραμένοντας σε τέτοια κατάσταση, ο άνθρωπος δέχεται κάθε άλλον συνάνθρωπό του ως υιό αναστάσεως και παύει πλέον αυτός να είναι για μένα «μηδαμινός»» ή «ξένος», αλλά είναι ο αιώνιος αδελφός μου.
Πώς μπορώ να φονεύσω τέτοιον αδελφό; Αλλά μαζί του ούτως ή άλλως συναντιέμαι στην αιωνιότητα, έξω από την οποία είναι αδιανόητη η ύπαρξη ακόμη και του ιδίου του χρόνου. Ή όπως έλεγε ο Γέροντας Σιλουανός, «ο αδελφός μου είναι η ζωή μου». Σε τέτοια κατάσταση ο άνθρωπος εύκολα και με φυσικό τρόπο συγχωρεί σε όλους τα πάντα και αγαπά πραγματικά τους εχθρούς του. Αλλά την αληθινή αυτή ευαγγελική κατάσταση κατορθώνουν μόνον όσοι πραγματικά πιστεύουν.
Η προσευχή που απορρέει από τέτοια παιδική πίστη αμεσότητας αποκαλύπτει στον άνθρωπο άλλους ορίζοντες, μπροστά στους οποίους όλα τα υπόλοιπα στερούνται νοήματος ... 
Σου είναι γνωστή η πορεία αυτή της σκέψεως. Ας μεταφερθούμε σε άλλο θέμα... Αν ο άνθρωπος δεν πιστεύει στην ανάσταση, αν η μικρή αυτή και ελεεινή ζωή είναι η μοναδική γι’ αυτόν και μετά από αυτήν καταλήγει σε πλήρη εκμηδένιση, πώς μπορεί να συγχωρεί εκείνους που τον βλάπτουν στη φτώχια του; Υπερασπιζόμενος τον εαυτό του από τα πλήγματα μισεί τους εχθρούς, αποστρέφεται κάθε άνθρωπο που τον εκβιάζει.
Ακόμη χειρότερα, θέλει στη μηδαμινότητά του να δοκιμάσει τον εαυτό του ως δεσπότη και ισχυρό, και έτσι φθάνει στην εγκληματική βία εναντίον του αδελφού του. Από εδώ προκύπτουν ατελείωτες συγκρούσεις, αδελφοκτονίες και αλληλοκτονίες σε πολέμους, που ποτέ δεν σταματούν. Και κατά τη συνείδησή μου η μοναδική οδός προς την αυθεντικά «διαφανή» και αληθινά «ανθρώπινη» ειρήνη είναι να γίνει όλη η ανθρωπότητα κατ’ εικόνα του Ανθρώπου-Χριστού.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...