Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

Εορτή της Αγίας και Οσιομάρτυρος Ανυσίας εκ Θεσσαλονίκης



Η Αγία Ανυσία, έζησε επι αυτοκρατορίας Διοκλητιανού 298 μ.Χ. Καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και ήταν θυγατέρα γονέων ευσεβών και πολύ πλουσίων. Όταν πέθαναν οι γονείς της, η Αγία Ανυσία στάθηκε κυρία του εαυτού της. Ούτε τα πλούτη που κληρονόμησε τη μέθυσαν, ούτε η ορφάνια της την παρέσυρε. Αλλά με φρόνηση και εγκράτεια, προσπαθούσε πάντα να μαθαίνει «τι εστίν ευάρεστον τω Κυρίω».
Τι δηλαδή, είναι ευχάριστο και ευπρόσδεκτο στον Κύριο. Η ευσέβειά της αυτή, την έκανε γνωστή στους ειδωλολάτρες. Μια φορά λοιπόν, ενώ πήγαινε στην Εκκλησία, τη συνάντησε κάποιος ειδωλολάτρης στρατιώτης.
Αφού την έπιασε βίαια, την έσυρε στους βωμούς των ειδώλων και την πίεζε να θυσιάσει στους Θεούς.
Η Ανυσία ομολόγησε ότι πιστεύει στον Ένα και Αληθινό Θεό, τον Ιησού Χριστό, και Αυτόν αγωνίζεται να ευχαριστεί κάθε μέρα. Ο στρατιώτης εξαγριωμένος, άρχισε να βλασφημεί το Θεό και τότε η Αγία τον έφτυσε στο πρόσωπο. Ντροπιασμένος αυτός, έσυρε το σπαθί του και διαπέρασε τα πλευρά της. Έτσι η Αγία Ανυσία, παρέδωσε μαρτυρικά την ψυχή της στον Κύριο.
Απολυτίκιο: Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Οσίως ανύσασα, των αρετών την οδόν, τω Λόγω νενύμφευσαι, ω Ανυσία σεμνή, και χαίρουσα ήθλησας, αίγλη δε απαθείας, λαμπρυνθείσα Μελάνη, ήστραψας εν τω κόσμω, αρετών λαμπηδόνας, και νυν ημίν ιλεούσθε, Χριστόν τον Κύριον.

Μοναχός Λάζαρος Διονυσιάτης (1892 - 24 Δεκεμβρίου 1974)


Λάζαρος μοναχός Διονυσιάτης
(1892-1974)r
Γεννήθηκε, ο φιλόθεος, φιλάγιος και φιλάδελφος αυτός υποδειγματικός κοινοβιάτης, στο χωριό Αθάνατο της Λάρισας το 1892. Δεν είχε κλείσει τα είκοσι χρόνια του, όταν ανήλθε στον θεσπέσιο Άθωνα, για ν’ αγωνισθεί ισόβια για την κατάκτηση της θεοΰφαντης αρετής.
Το 1911 εισέρχεται στη μάνδρα του προστάτη των μοναχών Τιμίου Προδρόμου, που ίδρυσε ο όσιος Διονύσιος (†1388), και συγκαταλέγε­ται στη διακρινόμενη για τους ασκητικούς της αγώνες αδελφότητα της μονής Διονυσίου. Διήλθε διάφορα διακονήματα της μετανοίας του με ζήλο και αγάπη. Διακρίθηκε περισσότερο ως ανύστακτος τυπικάρης, επιμελής βιβλιοθηκάριος και πρόθυμος νοσοκόμος. Αγάπησε ολόψυχα τη θεία λατρεία, τη μελέτη και τη διακονία των νοσούντων αδελφών.
Υπήρξε μοναχός πολυτάλαντος, με κατάρτιση κι ευφυΐα, που δεν τον απομάκρυνε όμως από την υπακοή και την ταπείνωση. Η σοφία και η σύνεσή του τον έκαναν ν’ αγαπήσει πολύ την προσευχή. Αναδείχθηκε μυστικός εργάτης της νοεράς προσευχής. Δίδασκε και με τη σιωπή του. Έκρυβε μέσα στην καθαρή ψυχή του ένα πολύτιμο πνευματικό θησαυ­ρό. Οι συμμοναστές του δεν είχαν πολλά λόγια να σου πουν. Αρκούνταν σε λόγια στερεότυπα, αλλά που έλεγαν πολλά: ησυχαστικός τύπος, σι­ωπηλός μοναχός, υπάκουος κοινοβιάτης, ταπεινός, απλός και καλός.

Ο Γέροντας Χερουβείμ της μονής Παρακλήτου στις αναμνήσεις του από το Περιβόλι της Παναγίας, όταν τον είδε το 1938, γράφει γι’ αυτόν: «Η σεμνή και ταπεινή του εμφάνισις απεκάλυπτε χαρακτήρα εξαιρε­τικά πειθαρχημένο. Ο ντορβάς, το καθαρό του ράσο, τα χονδρά κοινοβιάτικα παπούτσια, οι άσπρες μάλλινες κάλτσες, ο μάλλινος σκούφος το μαρτυρούσαν. Ένιωσα μέσα μου μία έντονη επιθυμία να γνωρισθώ μαζί του, διαισθανόμενος ότι πρόκειται περί ευλαβούς μοναχού … Το πρόσωπό του έλαμπε σαν αγγέλου. Ο τόνος της φωνής του και οι σταθερές απαντήσεις του στα ατελείωτα ερωτήματά μου με είχαν συνεπάρει … Η δίψα του για την ζωή της αγιότητος, για την άσκηση, την μόνωση και την ησυχία τον κατέτρωγε. Είχε φέρει μάλιστα σε δύσκολη θέση και το μοναστήρι με τις υψηλές ασκητικές του τάσεις. Η ζωή τέ­τοιων ανθρώπων είναι ένα φως, που μετά τον θάνατό τους λάμπει πολύ περισσότερο, όπως το φως των αγίων του Θεού …».

Ιερομόναχος Μάξιμος Ιβηρίτης (1904 - 25 Δεκεμβρίου 1999)

Γεννήθηκε ο κατά κόσμον Αντώνιος Τυριτίδης στην Τραπεζούντα του Πόντου το 1904. Μεγάλωσε κάνοντας μετάνοιες και νηστείες. Μικρός αρρώστησε βαριά και τον θεράπευσε ο άγιος Γεώργιος, στο μοναστήρι του Περιστερεώτα, που τον πήγε η ευσεβής μητέρα του. Κατά την πολύκλαυστη μικρασιατική καταστροφή, του 1922, που ήλθε στην Ελλάδα, θρήνησε τον θάνατο εφτά συγγενών του. Εγκαταστάθη­κε στην Αλιστράτη Σερρών.
Στο Άγιον Όρος ήλθε το 1928 και εισήλθε δόκιμος στη μονή Ιβήρων. Εκάρη μοναχός το επόμενο έτος και διήλθε διάφορα διακονήματα. Το 1940 χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος από τον μητροπολίτη Μιλητουπόλεως Ιερόθεο (†1956) και ανέλαβε προσμονάριος στο παρεκκλήσι της Παναγίας, με τη θαυματουργή εικόνα της Πορταΐτισσας (1944-1987). Από το 1957 ήταν προϊστάμενος της μονής. Νέος, στην πρώτη μου αγρυπνία στο Άγιον Όρος, στην πανήγυρη του Δεκαπενταύγουστου, εξομολογήθηκα τα κρίματά μου, στο παρεκκλήσι της Πορταΐτισσας, κι ο παπα-Μάξιμος με συμβούλευσε με λίγα, απλά, εγκάρδια λόγια, διαβάζοντάς μου τη συγχωρητική ευχή.

Ήταν σεβαστός απ’ όλους. Δεν είχε σπουδαία μόρφωση. Είχε όμως εμπειρία και διάκριση. Εκείνα που νουθετούσε τους άλλους πρώτα τα βίωνε ο ίδιος. Είχε ευλάβεια στον Γέροντα Χατζη-Γιώργη (†1886) και προσπαθούσε να τον μιμηθεί στην αυστηρή ασκητική του βιοτή. Υπήρξε ισόβιος νηστευτής. Το λίγο πάλι που έτρωγε, στο πόδι το έτρωγε. Έλεγε: «Ποτέ μου δεν ευχαρίστησα την κοιλιά. Η νηστεία είναι το θεμέλιο της προσευχής. Όπως το πουλί δεν πετά με ένα φτερό, έτσι είναι και η προσευχή χωρίς νηστεία. Κάτω πέφτει· δεν μπορεί ν’ ανέβει στον θρόνο του Κυρίου. Γι’ αυτό η Παναγία πάντα με βοηθά σ’ όλα. Η κακοπάθεια ελκύει τη χάρη του Θεού μετά νηστείας. Με γέλια και τραγούδια και καλοπέραση κανένας δεν πήγε στον παράδεισο. Στήτε, στήτε και κρατάτε τις παραδόσεις, γιατί αν πούμε δεν χρειάζεται νηστεία, θα φθάσουμε σιγά-σιγά σε τελεία χαλάρωση».

Άγιος Νεομάρτυς και Οσιομάρτυς Γεδεών ο Καρακαλληνός

Αγιορείτης Άγιος
Μνήμη 30 Δεκεμβρίου
Μαρτύρησε στον Τύρναβο της Θεσσαλίας στις 30 Δεκεμβρίου 1818
.......Ο Άγιος καταγόταν από το χωριό Κάπουρνα κοντά στη Μακρυνίτσα του Πηλίου. Προερχόταν από ευσεβείς γονείς και ήταν το πρώτο παιδί από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας. Το κοσμικό του όνομα ήταν Νικόλαος. Ο πατέρας του λόγω της μεγάλης φορολογίας αναγκάστηκε να μετακομίσει οικογενειακώς σ' ένα άλλο χωριό, όπου θα μπορούσε να εξοικονομεί καλύτερα τα αναγκαία. Ο άγιος ήταν τότε δώδεκα ετών.
.......Η μητέρα του είχε κάποιο εξάδελφο παντοπώλη στο Βελεστίνο, ο οποίος ζήτησε τον μικρό Νικόλαο να τον βοηθάει στο μαγαζί. Πράγματι το παιδί εργαζόταν με πολλή προθυμία. Κάποιος Τούρκος ονόματι Αλής, ο οποίος σύχναζε στο μπακάλικο, είδε ότι ο μικρός Νικόλαος ήταν έξυπνος, εργατικός και υπάκουος και τον ζήτησε από τον θείο του για ένα χρόνο να υπηρετεί στο χαρέμι του καθώς ήταν ακόμη μικρός στην ηλικία. Ο θείος αρνήθηκε λέγοντάς του να τον ζητήσει από την μητέρα του. Μετά από μια εβδομάδα επέστρεψε θυμωμένος ο Τούρκος, άρπαξε με τη βία τον μικρό Νικόλαο και τον πήρε σπίτι του, να υπηρετεί στο χαρέμι.
.......Μετά από τον ένα χρόνο πήγε ο πατέρας και ζητούσε τον Νικόλαο από τον Αλή. Εκείνος του απάντησε, εγώ έχω το παιδί μου στoν πόλεμο, μόλις επιστρέψει ο γιος μου να έρθεις να πάρεις τον γιό σου. Σε λίγες ημέρες επέστρεψε ο γιος του Τούρκου από τον πόλεμο, είδε τον μικρό και λέει στον πατέρα του: Πού το βρήκες αυτό το Ρωμιόπουλο που υπηρετεί στο χαρέμι; Είναι ασυμβίβαστο Ρωμιός να υπηρετεί στο χαρέμι. Εγώ θα ήθελα να του κάνουμε περιτομή, να γίνω ανάδοχός του και να τον έχουμε να υπηρετεί στο χαρέμι για πάντα. Και άρχισε αμέσως ο ασεβής να καλοπιάνει τον Νικόλαο. Τελικά με τα λόγια αλλά και λόγω του νεαρού της ηλικίας του τον κατάφερε να αρνηθεί τον Χριστό και να τον εξισλαμίσει.

Μοναχός Γεώργιος Βατοπαιδινός (1908 - 30 Δεκεμβρίου 1998)

Μοναχός Γεώργιος Βατοπαιδινός (1908 - 30 Δεκεμβρίου 1998)

Ο κατά κόσμον Γεώργιος Κυρίτσης του Νικολάου και της Μαρίας γεννήθηκε στο χωριό Αγία Παρασκευή Κόνιτσας το 1908. Νέος ήλθε σε γάμου κοινωνία και απέκτησε πέντε τέκνα. Με τη σύμφωνη γνώμη της συζύγου του Σταυρούλας αναχώρησε για το Άγιον Όρος, αφού είχαν μεγαλώσει τα παιδιά του.
Μόνασε στην αρχή στη μονή Βατοπεδίου και κατόπιν στο Βατοπεδινό Κελλί του Αγίου Προκοπίου, όπου το 1967 εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός από τον Γέροντα Νεόφυτο τον Πνευματικό (†1967). Μετά από αποκάλυψη του εναρέτου Γέροντά του, του έδωσε ευλογία να μεταβεί στον κόσμο.
Άφησε το αγαπημένο του Άγιον Όρος και κατοίκησε σε διάφο­ρα μέρη στη Νίκαια του Πειραιά, δίχως ποτέ να πάει στο σπίτι και τους δικούς του. «Εγώ», έλεγε, «είμαι μοναχός και την οικογένειά μου την έχει αναλάβει ο Θεός. Αυτός ξέρει». Κατόπιν τον φιλοξένησε μία ευσεβής οικογένεια σ’ ένα φτωχό σπιτάκι του κήπου. Συχνά έλεγε: 
«Η ταπείνωση για την ψυχή είναι η αφάνεια και για το σώμα είναι ο κόπος». Εργαζόταν με τα χέρια του για τον επιούσιο άρτο πουλώντας εικόνες και θυμιάματα. Οι επισκέψεις στα σπίτια ήταν μία ευκαιρία να μιλά με απλότητα και αγάπη στους ανθρώπους που ήταν μακριά από τον Θεό, που έβριζαν και δεν πίστευαν, και να τους οδηγεί σε μετάνοια και στην αναζήτηση του Θεού. Με τα χρήματα που μάζευε ζούσε λιτά, έδινε κάτι σε αυτούς που τον φιλοξενούσαν και τα υπόλοιπα τα έκανε φιλανθρωπίες. Μάλιστα έκανε βιβλιάρια τραπέζης με μικρά ποσά και τα έδινε σε άπορες νέες για ένα ξεκίνημα της ζωής.

Βοηθούσε πολλούς με την προσευχή του και το παράδειγμά του. Με τις συμβουλές του έκανε τους ανθρώπους ν’ αγαπήσουν πιο πολύ τον Θεό. Αγαπούσε πολύ να λέει το «Πάτερ ημών». Σταματούσε στο «και άφες ημίν …», λέγοντας πως πρέπει να συγχωρούμε τις αμαρτίες των άλλων, για να συγχωρέσει και τις δικές μας ο Θεός. «Οι δοκιμασίες στη ζωή», έλεγε, «είναι από την αγάπη του Θεού». Αγαπούσε πολύ να μιλά για την αγία ταπείνωση, την οποία αληθινά πάντοτε ζούσε.
Κάποτε, όταν ήταν στο Κελλί, ο Γέροντάς του τον έσπρωξε κι έπεσε κάτω. Ξαφνιασμένος ο π. Γεώργιος τον ρώτησε γιατί τον έσπρωξε. Εκείνος τον ρώτησε αν πόνεσε με την πτώση του. Η απάντηση του π. Γεωργίου ήταν αρνητική. Ο Γέροντάς του τού είπε: «Έτσι θα είναι και η ζωή σου. Όσο πιο χαμηλά ζεις, όταν πέσεις δεν θα κτυπήσεις πολύ, εάν πέσεις από ψηλά τότε θα κτυπήσεις άσχημα…». Κι ένας άλλος Γέ­ροντας έλεγε: «Ο ταπεινός δεν φοβάται να πέσει, γιατί είναι χάμω. Και από το χάμω πιο χάμω δεν έχει!». Ο Γέροντας Νεόφυτος ένα βράδυ ξύπνησε τη μικρή αδελφότητα του Κελλιού λέγοντας πως πρέπει να κάνουν προσευχή, γιατί ο αδελφός Γεώργιος θα βγει στον κόσμο. Ο ίδιος ο π. Γεώργιος αργότερα έλεγε: «Όσο κρύβεις ένα καλό έργο, τόσο αυτό διατηρείται περισσότερο».
Το κύριο έργο ήταν η αδιάλειπτη προσευχή και η έμπρακτη αγάπη προς τον αναγκεμένο συνάνθρωπο. Κάθε πρωί πήγαινε με τα πόδια -σπάνια χρησιμοποιούσε το λεωφορείο- και προς διαφορετική κατεύ­θυνση. Όταν έβλεπε συγκεντρωμένο πλήθος και διέκρινε κάποια ένταση μεταξύ τους, πήγαινε εκεί και με τον λόγο του προσπαθούσε να τους ηρεμήσει και ενώσει. Αυτό το έκανε μέχρι που αρρώστησε και δεν μπορούσε να βγει από το σπίτι του. Σε κάθε τι που ήθελε να κάνει, πάντοτε έκανε προσευχή και περίμενε απάντηση από τον Θεό. Ένα χειμώνα είχε τρομερές πλημμύρες στη Νίκαια. Ο π. Γεώργιος έσωσε από σίγουρο πνιγμό τους επιβάτες ενός λεωφορείου. Το νερό κατέβαινε σαν ποτάμι στους δρόμους. Ο π. Γεώργιος παρακάλεσε τον οδηγό του λεωφορείου να κάνει στάση. Ο οδηγός αρνήθηκε, γιατί δεν υπήρχε κα­θορισμένη στάση εκεί. Ο πατήρ επέμενε και ο οδηγός αναγκάσθηκε να σταματήσει. Αυτό ήταν σωτήριο. Αν το λεωφορείο συνέχιζε την πορεία του θα είχε παρασυρθεί από τα πολλά νερά.
Τα βράδια κοιμόταν λίγο. Πολλές φορές βάδιζε στο δωμάτιό του προσευχόμενος. Σε όλη του τη ζωή ταπεινωνόταν συνεχώς. Όταν τον ρώτησαν γιατί τόσος πόνος στον κόσμο και γιατί να υποφέρουν μητέ­ρες και παιδιά; Απάντησε: «Να προσεύχεσθε όσα είναι να γίνουν, να γίνουν γρήγορα, για να έλθει ο Χριστός. Μόνο Αυτός μπορεί να μας σώσει. Να παρακαλάμε να έλθει γρήγορα».
Μία σημερινή μοναχή, που τον γνώριζε από μικρή, λέει περί αυτού: «Ήταν μετρίου αναστήματος, πολύ ισχνός, με ισχνή φωνή, μάλλον βρα­χνή. Ήταν σύννους, αλλά γεμάτος αγάπη. Οι μοναδικές στιγμές που γινόταν αυστηρός ήταν όταν τον επαινούσαν. Ο π. Γεώργιος ζούσε σαν μοναχός. Σηκωνόταν νύχτα, έκανε τις ακολουθίες του και μετά έφευγε για να πουλήσει το εργόχειρό του. Οι άνθρωποι τον περίμεναν σαν άγγελο, για ν’ ακούσουν λόγο Θεού. Έκανε δηλαδή ιεραποστολή. Γύριζε σχεδόν απόγευμα. Έτρωγε πολύ λίγο και μέχρι το βράδυ απεσύρετο στο κελλί του. Μία μέρα η θεία μου, που είχε το σπίτι που έμενε ο π. Γεώργιος, μου είπε να πάω να τον φωνάξω. Πλησιάζοντας είδα από τη μισάνοιχτη πόρτα του κελλιού τον παππού γονατιστό με τα χέρια υψωμένα να περιβάλλεται από ένα σύννεφο φωτεινό. Δεν ξέρω πως ακριβώς να το ονομάσω. Τότε μου φάνηκε ότι μέσα σε καπνό φωτεινό ο παππούς ήταν βυθισμένος στην προσευχή. Αργότερα κατάλαβα ότι ήταν το άκτιστο φως. Πολλοί επίσης ομολογούν ότι τα ενδύματα και το σώμα του ανέδιδαν ευωδία. Επίσης τα γένεια του και το στόμα του όταν μιλούσε».
Ένας ιερεύς που τον γνώρισε από πολύ κοντά και βοηθήθηκε πολύ από αυτόν αναφέρει: «Το κελλάκι του ήταν μία λυόμενη παράγκα. Χωρούσε ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι και μία καρέκλα. Τα μόνα περι­ουσιακά στοιχεία που άφησε ήταν η ευχή του, το Ευαγγέλιον που διάβαζε πάντα, το Ωρολόγιον και το Ψαλτήριον. Μόνο ένα ράσο είχε. Μέσα σ’ ένα συρτάρι είχε όλα τ’ απαραίτητα που έπρεπε να τον ντύ­σουμε όταν θα ερχόταν η ώρα της κοιμήσεώς του. “Δεν θέλω κανέναν να επιβαρύνω”, έλεγε. Πιστεύω ότι προσευχόταν και προσεύχεται για μένα και αυτό το νιώθω από τις πολλές ευεργεσίες που είχα κι έχω στη ζωή μου».
Ανεπαύθη στο Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας από καρδιακή ανακοπή στις 30.12.1998. Οι νοσοκόμοι εντυπωσιάσθηκαν που το νεκρό του σώμα ήταν ευλύγιστο. Ετάφη στο Γ’ Κοιμητήριο.
Πήγες – Βιβλιογραφία:
Μαρτυρίες πρεσβυτέρου Αναστασίου Φούκα, μονάχου Παϊσίου Καρεώτη και μοναχής Καλλίνικης Μακρυνιώτισσας.

Μοναχός Ιάκωβος Καρακαλλινός (1903 - 30 Δεκέμβριου 1996)


Ο κατά κόσμον Ιωάννης Παπαγεωργίου γεννήθηκε στον Πτελεό  Αλμυρού Βόλου το 1903. Στην ιερά μονή Καρακάλλου προσήλθε το 1929. Εκάρη μοναχός το 1932 από τον ενάρετο ηγούμενο Κοδράτο (†1940). 
Αγάπησε τη μονή του και κοπίασε πολύ γι’ αυτή. Διετέλεσε και προϊστάμενός της. Εθεωρείτο το αστέρι των καλογέρων του αυστη­ρού κοινοβίου του Καρακάλλου. 
Το 1978, λόγω διαφόρων πικρών γεγο­νότων, για τα οποία δεν έφταιγε ουδόλως, αναγκάσθηκε ν’ αναχωρήσει από τη μονή του. Φιλοξενήθηκε, γηροκομήθηκε και αναπαύθηκε, στο γειτονικό Φιλοθεΐτικο Κελλί του Αγίου Δημητρίου, όπου οι πατέρες του τον φρόντισαν φιλάδελφα. Υπέμεινε το γήρας και τις ασθένειες καρτε­ρικά. Στο τέλος τυφλώθηκε. Αισθανόταν όμως ποιός τον πλησιάζει. Συ­χνά τον έβρισκες με δάκρυα στα μάτια. Είχε καλή μνήμη και του άρεσε να μιλά για παλιές καρακαλλινές ιστορίες και αγωνιστές μοναχούς της μονής του.
 
Επιθυμούσε να επιστρέφει να τελειώσει τον βίο του στη μονή της μετανοίας του, αλλά δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει τον πόθο του. Αισθανόταν βαθιά υποχρεωμένος στους μοναχούς του Κελλιού, που τον διακονούσαν πρόθυμα. Έκρυβε επισταμένως την αρετή του. Ζούσε ασκητικά και φτωχικά. Την πενία θεωρούσε πλούτο. Σ’ ένα νέο μοναχό, που του ζήτησε να τον συμβουλεύσει κάτι, του είπε: «Να μην έχεις θέλημα, να μην θέλεις να κάνεις το δικό σου, να μην απαιτείς τίποτε. Μη ζητήσεις ποτέ εσύ μόνος σου να γίνεις προϊστάμενος ή πα­πάς. Αν σε κάνουν, χωρίς να το ζητήσεις, είναι διαφορετικά, είναι άλλο θέμα. Αν θέλεις να είσαι άνετος και ελεύθερος, έτσι να κάνεις. Και να μην κατακρίνεις κανένα ποτέ, ό,τι και να κάνει…».
Γράφουν περί αυτού: «Πρόκειται περί ανωτάτης πνευματικής μορφής του αγιορειτικού μοναχισμού. Τέλειος κοινοβιάτης, ο οποίος διεπέρασεν τον ασκητικόν δίαυλον εις την ιεράν μονήν Καρακάλλου, όπου εμόνασεν επί πολλάς δεκαετίας. Ο νέος ούτος αθλητής, εραστής και εργάτης της νοεράς προσευχής, εις τα έσχατα του βίου του εδοκιμάσθη διά της απώλειας του αισθητού φωτός των οφθαλμών. Ο μιμητής του πολυάθλου Ιώβ υπέμεινε καρτερικά την δοκιμασίαν αυτήν. Ουδόλως ελυπείτο διά την στέρησιν του φωτός, αλλ’ εδοξολόγει από καρδίας τον Θεόν και εν πλήρει ταπεινώσει εζήτει το έλεος Αυτού …».
Όταν είχε το φως του διάβαζε τις ακολουθίες και για τους πατέρες που ήταν στα διάφορα διακονήματα. Ήταν ένας μεγάλος βιαστής. Ποτέ δεν βγήκε στον κόσμο. Όταν έπεσε και κτύπησε σοβαρά, είπε ο ιατρός ότι πρέπει να βγει αμέσως έξω, στο νοσοκομείο, γιατί κινδυνεύει η ζωή του. Δεν δέχθηκε επ’ ουδενί. «Ανοίχτε ένα λάκκο και βάλτε με μέσα», είπε. Έζησε άλλα δύο χρόνια και αναπαύθηκε ήσυχα ο μακάριος στις 30.12.1996, ξημερώνοντας του οσιομάρτυρος Γεδεών του Καρακαλλινού, στη μονή του οποίου έζησε επί τόσες δεκαετίες.
Πήγες – Βιβλιογραφία:
Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Καρακάλλου. Ανωνύμου, Ιάκωβος Μοναχός Καρακαλλινός, Άγιος Αγαθάγγελος Εσφιγμενίτης 153/1996, σ. 40.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου,
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...