Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Μοναχός Ιερόθεος Διονυσιάτης (1883 - 19 Οκτωβρίου 1963)


Ο κατά κόσμον Ιωάννης Προκοπίου του Προκοπίου γεννήθηκε στα Βουρλά της Σμύρνης το 1883. 
Προσήλθε στη μονή Διονυσίου το 1913 και εκάρη μοναχός το 1916.
Διακρινόταν μέσα σε όλη τη Διονυσιάτικη αδελφότητα για την απλότητα, την καλοκαγαθία του, την ταπείνωση και την εργατικότητά του. Γι’ αυτό η χάρη του Θεού, που πλουτίζει μόνο τους ταπεινούς, τον επισκέφθηκε, τον χαροποίησε και τον χαρίτωσε. Στον αγώνα του είχε και συχνές δαιμονικές προσβολές.
Το 1938 όταν ήταν μυλωνάς στον μύλο της μονής, του παρουσιάσθηκε πλήθος δαιμόνων ως τράγοι και μαϊμούδες να τον εκφοβίσουν.

Άρχισε να ψέλνει δυνατά το «Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία» και αμέσως εξαφανίσθηκαν. Από τότε είχε μεγάλη ευλάβεια στην Παναγία κι έκαιγε ακοίμητο καντήλι στην εικόνα της στο κελλί του. Όταν προσευχόταν ή διάβαζε την ακολουθία, τού παρουσιάζονταν οι δαίμονες και τον περιέπαιζαν κι ενοχλούσαν. Άλλοτε κτυπούσαν δυνατά τη θύρα του κελλιού του και του δημιουργούσαν ταραχή. Επικαλούμενος την Κυρία Θεοτόκο χάνονταν.
Το 1944 ευρισκόμενος στο μετόχι της μονής τού Μονοξυλίτη για τον τρύγο ασθένησε βαριά. Πονούσε, έβηχε δυνατά, δεν μπορούσε να φάει και να καταπιεί τίποτε. Διάβασε το Απόδειπνο κι έγειρε να ξεκουρασθεί. Τα μεσάνυχτα ξύπνησε από ένα δυνατό φως. Φως διαφορετικό, κάτασπρο. Στο ράφι του βλέπει την εικόνα της Παναγίας να λάμπει. Άρχισε να λέει τους Χαιρετισμούς της. Ο λαιμός του καθάρισε κι έγινε τελείως καλά. Η εικόνα της Παναγίας δεν υπήρχε ούτε πριν ούτε μετά. Φανερώθηκε για να του πει πως Εκείνη ήταν η θεραπεύτριά του. Ξημέρωνε η εορτή του Γενεσίου της Θεοτόκου: 8.9.1944.
Στις 6.2.1958, ετοιμαζόμενος ο μακάριος μοναχός Ιερόθεος για τη θεία Μετάληψη, εγκρατευόταν, βίαζε υπερβολικά τον εαυτό του και μάλιστα είχε διπλασιάσει τις καθημερινές του μετάνοιες και τα κομποσχοίνια του. Μέσα στη νύχτα γέμισε το κελλί του από φως. Διηγείται ο ίδιος στον παραδελφό του Λάζαρο (†1974): «Καθώς προσηυχόμουν εις τας τρεις η ώρα της νυκτός, έξαφνα βλέπω το κελλί μου και εγέμισε φως! Φως, μα τί να σου πω! Όχι λάμπες, όχι ηλεκτρικά … αλλά σαν ήλιος κάτασπρος και μου φαινόταν ότι έβγαινε από την εικόνα όπου έχω της Παναγίας. Πολύ ευχαριστήθηκα και χαράν πολλήν αισθανόμην και άρχισα να λέγω τους Χαιρετισμούς της Παναγίας και ό,τι άλλο ήξερα από την Παράκλησιν, από τα μεγαλυνάρια, “Άξιόν έστιν”, και τα έψαλλα με πολλήν χαράν και ευχαρίστησιν! Τρεις έως τέσσερες ώρες θαρρώ να εστάθηκε το φως και ύστερα εχάθηκε».
Στις 23.11.1960, μόλις τελείωνε τον κανόνα του κι ετοιμαζόταν να κατακλιθεί ξαφνικά ακούει μουσικά όργανα να παίζουν στο κελλί του. Κατάλαβε ότι ήταν δαιμονική ενέργεια και πήρε το κομποσχοίνι του να λέει την ευχή του Ιησού. Του παρουσιάσθηκαν δαίμονες ως τράγοι και ως νέοι και νέες ν’ ασχημονούν. Έκλεισε τα μάτια του. Ήταν όλα φαντασίες. Με την ευχή του Ιησού και το «Θεοτόκε Παρθένε» όλα εξαφανίσθηκαν. Από την εικόνα της Παναγίας άστραφτε πάλι ένα ωραίο φως. Κατόπιν τον περιγελούσαν από το παράθυρο και του σφράγισαν τη θύρα με ξύλα και δεν μπορούσε να πάει στο Καθολικό για την ακολουθία του Μεσονυκτικού, μέχρι που εξαφανίσθηκαν και εξήλθε.
Έτσι διήλθε τη ζωή του ο τρισόλβιος, με δαιμονικές παγίδες, που τις νικούσε με θερμή προσευχή και γνήσια ταπείνωση, και θείες παρηγοριές προς ενίσχυση και πραγματική αναψυχή.
Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 19.10.1963.
Πήγες – Βιβλιογραφία
Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Διονυσίου. Λαζάρου Διονυσιάτου μοναχού, Διονυσιάτικαι Διηγήσεις, Άγιον Όρος 1997, σσ. 37-44. Ανωνύμου, Ο Γερο-Ιερόθεος Διονυσιάτης, Ορθόδοξο Μήνυμα 64/2009, σ. 26.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β’ – 1956-1983, σελ. 703-704 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.

Μοναχός Αββακούμ Λαυριώτης (1894 - 19 Οκτωβρίου 1978)


Γεννήθηκε ο κατά κόσμον Αντώνιος Γαϊτανιός, στη Σύμη των Δωδεκανήσων το 1894. Η ζωή του ήταν πάντοτε μέσα στις εκκλησιές του ωραίου νησιού του και περισσότερο στη δική τους εκκλησία, τον Άγιο Φανούριο. Μη καταφέρνοντας να πάει στα Ιεροσόλυμα, μέσω Κρήτης και Πειραιά, έφθασε στο Άγιον Όρος και κατευθύνθηκε στην αρχαία μονή της Μ. Λαύρας το 1920.
Εκεί εκάρη μοναχός μετά ενός έτους δοκιμή. Στη Βίγλα έκτισε εκκλησάκι του Αγίου Φανουρίου. Στη Λαύρα ήταν πάντα καλός και πρόθυμος διακονητής. Διήλθε από τα διακονήματα του τραπεζάρη, του παροικονόμου -γιατί Οικονόμισσα είναι η Παναγία- του νοσοκόμου και άλλα. Ο μακαριστός μητροπολίτης Κώου Ναθαναήλ Λαυριώτης έγραφε περί αυτού: «Από την εκκλησία δεν έλειπε ποτέ. Τα μοναχικά του καθήκοντα δεν τα παραμελούσε. Κομποσχοίνι, μετάνοιες και νηστείες δεν έκαμνε μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για πολλούς επισκέπτες της Λαύρας, με τους οποίους είχε πνευματικούς δεσμούς. Και είχε με όλους, γιατί όλους τους αγαπούσε και όλοι τον αγαπούσαν».

Ο ασκητής της Λαύρας Αββακούμ εκτός της μεγάλης ασκητικότητός του είχε και χάρισμα απομνημονεύσεως της Αγίας Γραφής, στην οποία εντρυφούσε από μικρός. Γράφει περί αυτού ο Ρόδιος αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Μουστάκας στο ωραιότατο βιβλίο του για το Άγιον Όρος: «Περιπατεί συνήθως ανυπόδητος, η πτέρνα αυτού έχει καταστεί σκληρά ως βράχος, η δε όλη αυτού μορφή ομοιάζει με τον άγιον Αντώνιον … Έρχονται εις την Λαύραν καθηγηταί πανεπιστημίων και μένουν έκπληκτοι και εκστατικοί, ακούοντες τον π. Αββακούμ επί ώρας ολοκλήρους να απαγγέλλη από στήθους και ανέτως προφητείας του Ησαΐου και λόγους του Μεγάλου Βασιλείου και του Γρηγορίου του Θεολόγου. Έρχονται και αρχιερείς και ζητούν συμβουλάς από τον αββάν Αββακούμ». Ο λογοτέχνης Γ. Θεοτοκάς εντυπωσιάσθηκε από τη συνάντησή τους και γράφει περί αυτού: «Ο πατήρ Αββακούμ είναι φαινόμενο μνήμης, από τα πιο σπάνια.
Ξέρει απ’ έξω ολόκληρη την Παλαιά και Νέα Διαθήκη και αμέτρητα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας. Δεν υπερβάλλω· υπάρχουν πολλοί αξιόπιστοι μάρτυρες που μπορούν να βεβαιώσουν αυτό που λέω. Δέχτηκε μάλιστα κάποτε να υποβληθή και σε σχετική δοκιμασία. Όποιο χωρίο του ζήτησαν, το είπε από στήθους, χωρίς καμία δυσκολία. Όταν απαγγέλλει, θαρρείς πως κάτι ξεχειλά μέσα του και πως δεν κυβερνά πια τον εαυτό του. Βρίσκεται σε έξαρση. Ύστερα συγκρατείται, ηρεμεί κάπως και ερμηνεύει τα κείμενα, με τον τρόπο του, σε μιαν απλή, γραφική γλώσσα του χωριού». Ο ακαδημαϊκός Ν. Λούβαρις έλεγε περί αυτού με θαυμασμό: «Αυτός γνωρίζει πράγματα, τα οποία γνωρίζουν συνήθως μόνο καθηγηταί πανεπιστημίου.
Αυτός μπορεί να κάνει κάθε σοφό να ντρέπεται. Είναι πτωχός αλλά κατέχει περισσότερα απ’ ό,τι όλοι οι σοφοί και διανοούμενοι του κόσμου. Αυτός είναι πραγματικά φωτισμένος». Ο ακαδημαϊκός Ι. Καρμίρης: «Θεία Χάρις! Μνήμη απέραντος· ούτε άκουσα, ούτε θα ξανακούσω».
Και ο λογοτέχνης Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος έγραφε στ’ Οδοιπορικό του στο Περιβόλι της Παναγίας περί αυτού: «Ένας ασκητής αρχέτυπος, απροσδιόριστης ηλικίας, ταπεινός, κυμαινόμενος ανάμεσα στη φθορά και την αφθαρσία, προσπαθεί με χαμηλόφωνη ευγλωττία να μας ερμηνεύσει το θαύμα που έχουν πραγματοποιήσει στην Τράπεζα της Μεγίστης Λαύρας ο Θεοφάνης και οι συνεργοί του, να μας ταξιδέψει με πίστη, σοβαρότητα και αυστηρότητα ανάμεσα στο δάσος των μορφών που μας κοιτάζουν. Ο Αββακούμ μας επαναφέρει, με την όλη του παρουσία, στην πρώτη φάση του ασκητισμού, στη Θηβαΐδα».
Ο Γέροντας Παΐσιος (†1994) γράφει περί αυτού: «Όταν πλησίαζε πια να κοιμηθή, είχε λάβει πληροφορία και πήγε στο ασκητήριό του, για να αφήσει τα οστά του εκεί στην μετάνοιά του, όπου είχε αφήσει και τις σάρκες του, όταν ήταν νεώτερος, με τους υπερφυσικούς ασκητικούς αγώνες που έκανε, για να εξαϋλωθεί κάπως, όπως το απαιτεί το αγγελικό σχήμα. Εκεί στην Βίγλα τον επισκέπτονταν οι πατέρες και τον έβλεπαν πολύ χαρούμενο …». Λίγο προ του τέλους του μοίρασε τα φτωχικά του υπάρχοντα. Έλεγε: «Αυτό ήταν, ήλθε η ώρα μου. Το νερό που πίνω με ζωογονεί. Και αισθάνομαι μια δύναμη μεγάλη μέσα μου. Πολύ μεγάλη δύναμη, είναι ο Χριστός. Τώρα έχω ειρήνη. Δεν άφηκα τίποτα απ’ τα κομποσχοίνια και τις μετάνοιες του κανόνα μου. Τώρα έχω χαρά, έχω ειρήνη …». Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Χριστέ μου, το μέγα Σου έλεος». Ήταν 19.10.1978. Μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία ετάφη παρά τον Άγιο Φανούριο, ανάμεσα στ’ αγαπημένα του δένδρα, που τα πότιζε και τα φρόντιζε μιλώντας με στοργή ως να ήταν ζωντανά. Άφησε κι ένα ζευγάρι υποδήματα, σχεδόν καινούργιο. Του το είχε δώσει η μονή το 1922!
Πηγές-Βιβλιογραφία
Θεοδώρητου Αγιορείτου μοναχού, Αββακούμ ο ανυπόδητος. Αθήναι 1988. Ι. Μ. Χατζηφώτη, Αββακούμ Λαυριώτης ο «ανυπόδητος», Κατερίνη 1993, σσ. 5-22. Παϊσίου Αγιορείτου μοναχού, Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 19943, σσ. 99-100.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β’ – 1956-1983, σελ.941-945, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.

Ρώσσος μοναχός, διά Χριστόν σαλός


Ήρθε στο Μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος, του Ρωσσικού, και έγινε μοναχός, κάποιος αξιωματικός του Τσαρικού στρατού στην Βαλτική θάλασσα. Ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα άρχισε να κάνει τρέλλες. Ένα μεσημέρι ανέβηκε σε μία ψηλή καπνοδόχο και φώναζε. Τον κατέβασαν και τον έδιωξαν από το Μοναστήρι. Πίστευαν ότι τρελλάθηκε.
Ήρθε στις Καρυές, και έκανε παρόμοια. Σε μερικούς απεκάλυπτε κάποια απόκρυφα από την ζωή τους και ύστερα πάλι φώναζε και έκανε σαλότητες. Έλεγε προφητικά: 
-Σε λίγα χρόνια θα έρχεστε στις Καρυές, με άλλο μέσο γρήγορο, όχι με ζώα. Θα γίνουν δρόμοι.
Ο παντοπώλης τῶν Καρυών Χρήστος Ζέγγος, διηγήθηκε ότι κάποια μέρα ο Ρώσσος που έκανε τον δια Χριστόν σαλόν, γύριζε και φώναζε δυνατά το: Θεοτόκε Παρθένε... Του έκανε παρατήρηση γιατί φωνάζει μεσημεριάτικα και απήντησε:
-Κύριε Χρήστο, εγώ τρεις μέρες θα σε ανησυχώ ακόμη και μετά θα φύγω. Όταν πέρασαν οι τρεις μέρες και δεν φαινόταν στις Καρυές, πήγαν, έψαξαν στο ερειπωμένο Κελλί του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου που έμενε, και τον βρήκαν ξαπλωμένο, τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος του, το στόμα του και τα μάτια του κλειστά, να έχει κοιμηθή τον ύπνον των Δικαίων.

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

Η ζωή μου εμένα έτσι επέρασεν, εις τον πόνον και τας ασθενείας

Παιδί μου, εύχομαι να είσαι καλά.
Μόλις και εγώ έγινα κάπως καλύτερα.
Η ζωή μου εμένα έτσι επέρασεν, εις τον πόνον και τας ασθενείας. Και τώρα πάλιν δι’ εσάς ήλθα εις θάνατον. Είπα· ας αποθάνω εγώ, μόνον να ζήσουν τα πνευματικά μου παιδιά. Και τελείως δεν έτρωγα.
Ήμουν και πρώην εξηντλημένος, και τώρα πάλιν τελείως νηστεία. Εστείλατε τόσα γλυκά, μήτε που τα εγεύθην. Τυρί δεν εδοκίμασα. Μόνον χόρτα νερόβραστα δίχως ψωμί. Δεν επέρασε πολύ, έπεσα. Εκατόν είκοσι ενέσεις…
Τρεις φορές με ενυκτέρευσαν ότι θα απέθνησκα. Εφώναξαν όλους κοντά μου. Τους ευχήθην δια τελευταίαν φοράν. Έκλαιον επάνω μου νυχθημερόν. Τέλος και πάλιν εγύρισα.
Μου έστειλαν ένα ιδιότροπον φάρμακον και αυτό, μετα Θεόν, ήτο η θεραπεία μου. 

Είχα σαράντα ημέρες να φάγω. Όταν επήρα το φάρμακον, έφαγα, εκοιμήθην, εκαλυτέρευσα. Δόξα σοι ο Θεός! Άρχισα κάπως να κινουμαι, να γράφω.
Ενόσω, παιδί μου, ζώ, θα σε εύχωμαι· έως να γράψης ότι έγινες καλά. Αν πάλιν αποθάνω, θα ενθυμήσαι ότι το Γεροντάκι αυτό αρρώστησε και απέθανε δια να σώση ημάς.
Θάρρος! Δεν είσαι μόνον εσύ. Κόσμος είναι πολύς. Εγώ, ήλθαν κοντά μου πολλοί, και με προσευχήν και νηστείαν εθεραπεύθησαν. Τώρα ομως, δεν με ακούει ο Κύριος, δια να μάθω και τα φάρμακα και τους ιατρούς. Να γίνω συγκαταβατικός εις τους άλλους.
Εδιάβασα και του Αγίου Νεκταρίου τες επιστολές και είδα πόσον προσείχε εις τους ιατρούς και τα φάρμακα ένας τόσον μεγάλος Άγιος! Εγώ ο πτωχός ασκητής όλο εις την έρημον εγήρασα και ήθελα μόνον με την πίστιν να θεραπεύσω. Τώρα μανθάνω και εγώ ότι χρειάζονται και τα φάρμακα και η χάρις. Λοιπόν τώρα θα λέγω και εγώ ωσάν τον Άγιον: Κύτταξε να γίνης καλά· να διορθώσης τα νεύρα σου με ό,τι τρόπον ημπορείς, και θα εύρης πάλιν την προσευχήν σου και την ειρήνην.
Φρόντισε να βοηθήσης όσον ημπορείς τον εαυτόν σου. Να επιβάλλεσαι εις την όρεξιν να μην τρώγης ό,τι γνωρίζεις πως είναι βλαπτικόν της υγείας σου. Τηγανητά, αλμυρά, σάλτσες, χοιρινό, κρέατα, ψάρια παστά, ποτά εν γένει· όλα αυτά να τα αποφεύγης και θα σου λογισθή ως νηστεία ενώπιον του Κυρίου.
Και, μη λέγης, παιδί μου, με τον λογισμόν σου, διατί το ένα και διατί το αλλο. Άβυσσος τα κρίματα του Θεού. Ας έχη δόξαν ο Κύριος όπου όλους μας αγαπά. Η αγάπη Του, εις τας ασθενείας μας και θλίψεις γνωρίζεται. «Η γάρ δύναμίς μου, λέγει, εν ασθενείαις τελειούται».
Αυτή του Χριστού η αγάπη έκαμε και εμένα να λυπηθώ και να πάσχω μαζί σου. Όμως μη φοβήσαι τον πειρασμόν. Δοκιμασία είναι. Αφήνει ο Θεός όσον νομίζει και εις το τέλος η αγαθότης Του θα νικήση. Εγώ τώρα εικοσιπέντε δράμια ψωμί την ημέρα και ολίγον φαγάκι και αγρυπνία όλην την νύκτα. Έρχεται ο Σατανάς μακρυά και ουρλιάζει, αλλά δεν πλησιάζει. Πηγαίνει στ’ αδέλφια σου και με φαντασίες τους φοβερίζει. Ας μη φοβούνται. Εμένα οκτώ χρόνια εις την αρχήν με πολεμούσαν οι Δαίμονες παντοιοτρόπως και πλάι δεν εκοιμήθην. Όρθιος μόνον ή ολίγον καθήμενος. Λοιπόν μη φοβήσθε. Μόνον προσευχή, πίστις θερμή και δάκρυα. Μόνον οταν αμαρτάνη κανείς, αυτός να φοβήται τον διάβολον. Τότε ημπορεί ο εχθρός να του κάμη κακόν, διότι αφήνει ο Κύριος.
Γέρων Ιωσήφ Ησυχαστής
Από το βιβλίο Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας, εκδ. I. Μ. Φιλοθέου Αγ. Όρους.
Πηγή: Μηνιαίο περιοδικό, «Πειραϊκή Εκκλησία», Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, έτος 24ο, τ.264, σελ.22, Νοέμβριος 2014.

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2015

Μοναχός Αρτέμιος Σιμωνοπετρίτης (1866 - 5 Οκτωβρίου 1943)

Ο κατά κόσμον Αναστάσιος Τρυφωνίδης γεννήθηκε στην Έδεσσα το 1866. Για ένα διάστημα εργάσθηκε στη Μακεδονία ως δάσκαλος. Νέος μόνασε στην ιερά μονή Μεγίστης Λαύρας. Το 1903 προσήλθε στη μεταξύ ουρανού και γης μονή της Σιμωνόπετρας. Στην εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου του 1906 εκάρη μεγαλόσχημος.
Ήταν καλός ψάλτης. Ήταν βιαστής μοναχός. Ζούσε στα υπόγεια της μονής. Ήταν ένας κρυφός ασκητής μέσα στο κοινόβιο. Σανίδα είχε για κρεββάτι. Προαισθάνθηκε το τέλος του. Πήγε στον τραπεζάρη και του ζήτησε να τον κεράσει ένα ρακί, γιατί είπε, «αύριο θα πεθάνω». Πήγε στον ηγούμενο Χαραλάμπη (†1973) και του ζήτησε· «να με διαβάσεις ένα ευχέλαιο και αύριο να μεταλάβω». Του διάβασε το ευχέλαιο. Την άλλη ημέρα λειτούργησε ο ηγούμενος στο παρεκκλήσι του αγίου Χαραλάμπους και ο ίδιος έκανε τον ψάλτη. Μετάλαβε των αχράντων Μυστηρίων. Στην τράπεζα δεν τον είδαν. Ο ηγούμενος έστειλε να δουν οι πατέρες τι κάνει.
 
Είχε αναχωρήσει για τη Βασιλεία των Ουρανών. Ήταν ακόμη ζεστός. Κατά το μοναχολόγιο της μονής ανεπαύθη εν Κυρίω στις 5.10.1943.
Σ’ ένα από τα χειρόγραφά του σημείωνε: «Όστις το παρόν μου τετράδιον κτήσεται και αναγινώσκει ή όλον ή και μέρος τούτου και οποσούν ωφεληθή εκ τούτου πνευματικώς τε και ψυχικώς, ουδέν άλλο ζητώ παρά σου, ευλαβέστατε φίλε και αδελφέ, ει μη ίνα εύξη προς Κύριον υπέρ απολωλυΐας ψυχής εμού του οικτρού Μοναχού Αρτεμίου τω 1914». Και αλλού έγραφε:
«Πολλάκις την υμνωδίαν εκτελών
ευρέθην την αμαρτίαν εκπληρών
τη μεν γλώττη άτοπα φθεγγόμενος
τη δε ψυχή άτοπα λογιζόμενος.
Τω μεν ύδατι εκπλύνεις ως οικτίρμων
πάντων τας αμαρτίας
τω δε αίματι, Κύριε,
την συγχώρησιν γράψον».
ΠΗΓΕΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας. Πορφυρίου Προδρομίτου αρχιμ., «Γι’ αυτό κλαίω κι εγώ … », Αθήνα 2010, σσ. 43-46.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α’ – 1901-1955, σελ.371-372, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.

Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου

– Γέροντα, μερικοί από φιλότιμο δεν πάνε να εξομολογηθούν.


– Γέροντα, μερικοί από φιλότιμο δεν πάνε να εξομολογηθούν.
«Αφού μπορεί να ξανακάνω το ίδιο σφάλμα, λένε, για ποιό λόγο να πάω να το εξομολογηθώ; για να κοροϊδεύω τον παπά;».
– Αυτό δεν είναι σωστό!
Είναι σαν να λέη ένας στρατιώτης, όταν τραυματίζεται: «Αφού ο πόλεμος δεν τέλειωσε και μπορεί πάλι να τραυματισθώ,
γιατί να δέσω το τραύμα μου;». Αλλά, αν δεν το δέση, θα πάθη αιμορραγία και θα πεθάνη.
Μπορεί από φιλότιμο να μην πηγαίνουν να εξομολογηθούν, τελικά όμως αχρηστεύονται. Ο διάβολος, βλέπεις, εκμεταλλεύεται και τα χαρίσματα. Αν δεν καθαρίζουμε με την εξομολόγηση την ψυχή μας, όταν πέφτουμε και λερωνώμαστε, με τον λογισμό ότι πάλι θα πέσουμε και θα λερωθούμε, προσθέτουμε λάσπες πάνω στις παλιές λάσπες και είναι δύσκολο μετά να καθαρίσουν.

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015

Αν θες να γλιτώσεις, φύγε… αν θέλεις να αγιάσεις, μείνε

 
Το 1933 ο περίφημος Γέροντας Εφραίμ ο Κατουνακιώτης σε ηλικία 21 ετών πήρε την μεγάλη απόφαση της ζωής του να εγκαταλείψει τον κόσμο και να γίνει μοναχός στο Αγιο Όρος.
Έχοντας σαν οδηγό του την ανεπιφύλακτη πίστη και εμπιστοσύνη του στο Θεό έφτασε σε μια από τις πιο απομακρυσμένες και απαράκλητες περιοχές του Άθωνα, τα Καυσοκαλύβια. Εκεί η πρόνοια του Θεού τον οδήγησε στο ασκητικό Ησυχαστήριο του Οσίου Εφραίμ του Σύρου. Εκεί ζούσανε τρεις γέροντες, πολύ αυστηροί και τραχείς, κατά γενική ομολογία.
Έζησε κοντά τους με πολύ υπακοή, ταπείνωση και… υπομονή. Και τονίζουμε την υπομονή διότι οι γέροντες του (τους οποίους όλους γηροκόμησε και φρόντισε μέχρι την τελευταία τους πνοή), ήταν πάρα πολύ αυστηροί μαζί του. Του συμπεριφέρονταν απάνθρωπα. Το όνομά του δεν το άκουσε ποτέ να το λένε, παρά τον αποκαλούσαν πάντα με τα χειρότερα λόγια και πολλές φορές έφταναν και να τον χτυπούν.

Μια μέρα σαν άνθρωπος λύγισε και αγανακτισμένος πήρε την απόφαση να φύγει. Διστάζοντας όμως να εμπιστευτεί τον λογισμό του, σκέφτηκε να πάει πρώτα να τον εξομολογηθεί σε έναν πνευματικό στην Ιερά Μονή της Σιμωνόπετρας.
Με ειλικρίνεια εξέθεσε στον πνευματικό του όλη την αλήθεια και περιέγραψε τα γεγονότα. Αφού λοιπόν εξέθεσε όλα του τα δεινά που υφίστατο κοντά σε αυτούς τους ανθρώπους στο τέλος είπε: “Πάτερ δώσ’ μου ευλογία να φύγω να γλιτώσω…”. Ο διακριτικός πνευματικός αφού σκέφτηκε για λίγο του απάντησε: “Πάτερ Εφραίμ, αν θες να γλιτώσεις, φύγε, αν θέλεις να αγιάσεις μείνε… σκέψου και αποφάσισε”. Ο Γέροντας Εφραίμ σκέφτηκε… και έμεινε….

Πέρασαν έτσι 45 ολόκληρα χρόνια. Ο τελευταίος από τους γέροντές του ο π. Νικηφόρος, ήταν ο χειρότερος απ’ όλους… Μάλιστα τα τελευταία χρόνια αρρώστησε και έγινε ακόμα πιο δύστροπος και επιθετικός. Ο π. Εφραίμ, πιστός στην απόφασή του -γιατί αυτή είναι η λεβεντιά στη ζωή, να έχεις το θάρρος να την αντιμετωπίζεις και να σηκώνεις τον Σταυρό που σου οικονόμησε για τη σωτηρία σου η πρόνοια του Θεού- υπέμενε τα πάντα σαν νέος Ιώβ.

Το 1973 όταν κατάκοιτος πια ο γέροντας Νικηφόρος ψυχορραγούσε, ο π. Εφραίμ νύχτα και ημέρα καθόταν στο προσκέφαλό του και τον υπηρετούσε, ενώ συνέχισε να δέχεται “βροχή” τις ύβρεις και τις ταπεινώσεις.
Λίγο πριν το τέλος ο π.Νικηφόρος του είπε: “Σήκωσέ με. Σκύψε να σου πω…” Ο π.Εφραίμ πέρασε το χέρι του πίσω από την πλάτη του κατάκοιτου γέροντά του και έσκυψε το κεφάλι. Ξαφνικά το πρόσωπο του π. Νικηφόρου αλλοιώθηκε, έχασε την τραχύτητά του και πήρε την πιο ιλαρή έκφραση που μπορούσε να έχει ανθρώπινο πρόσωπο. Με όση δύναμη μπορούσε να επιστρατεύσει ο γέροντας άρπαξε το χέρι του π. Εφραίμ και του είπε: “Παιδί μου, εσύ δεν είσαι άνθρωπος, είσαι άγγελος… ευλόγησον…” του φίλησε το χέρι και ξεψύχησε στην αγκαλιά του…

Ανάμνηση του π. Διονυσίου Ανθόπουλου, από διήγηση του γέροντος Αθανασίου Σιμωνοπετρίτου,στην αδελφότητα της Ιεράς Μονής Παναγίας Δοβρά.

Ιερομόναχος Θεοδόσιος Καρουλιώτης (1869 - 2 Οκτωβρίου 1937)

Γέροντας Θεοδόσιος-Ο ασκητής των Καρουλίων


Γεννήθηκε στην επαρχία Σαράτοφ της Ρωσίας το 1869. Από μικρός αγάπησε την προσευχή, την οποία δίδασκε και στους συνομίληκούς του, αγόρια και κορίτσια, που τον σέβονταν ως Γέροντα του μικρού «κοινοβίου» τους. Αγάπησε τη μάθηση κι έφθασε ν’ αποφοιτήσει από τη θεολογική Ακαδημία του Καζάν. Εκεί εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε ιερεύς.
Το 1901 ήλθε στο Άγιον Όρος και αγωνίσθηκε σε διάφορα Κελλιά και Καλύβες της Καψάλας και του Αγίου Βασιλείου. Από το 1913 εγκαταστάθηκε στα Καρούλια. Αγαπούσε ιδιαίτερα τη μελέτη του μυροβόλου Συναξαριστή. Αγωνιζόταν σθεναρά να μιμηθεί τους άγιους, να νικήσει τον θυμό, που τον ταλαιπωρούσε, να φθάσει στην απάθεια. Εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός από τον Γέροντα Ιγνάτιο τον Πνευματικό (†1927).
Τα τελευταία οκτώ έτη της ζωής του έζησε με τον υποτακτικό του Νικόδημο (†1984). Η συμβίωση βοήθησε πνευματικά και τους δύο στον προσευχητικό τους αγώνα.

 Ο Γέροντας Θεοδόσιος ήταν Γέροντας και των 35 περίπου Ρώσων Γερόντων των Καλυβών των Καρουλίων, τους οποίους καθοδηγούσε πνευματικά.   Ένας από αυτούς κάποτε δεν μπορούσε να ξεψυχήσει. Παρακάλεσαν τον Γέροντα Θεοδόσιο να προσευχηθεί προς τούτο. Προσευχήθηκε μυστικά, μόνος του, στην Παναγία την Πορταΐτισσα και σύντομα ο ετοιμοθάνατος εκείνος αναπαύθηκε. Η αδελφή του είχε γίνει μοναχή, λόγω όμως του διωγμού του καθεστώτος στη Ρωσία, έβγαλε τα ράσα και ζούσε απρόσεκτη ζωή. Ο Γέροντας δεν έπαυσε να της γράφει και να προσεύχεται. Λίγο πριν τον θάνατό του έλαβε επιστολή της, που έγραφε πως μετανόησε και ξαναφόρεσε τα ράσα και διαβάζει όλο το Ψαλτήρι καθημερινά. Ο Γέροντας χάρηκε που εισακούσθηκαν οι προσευχές του. Την ίδια χαρά είχε όταν με τις προσευχές του έναν ανυπάκουο και αμελή μοναχό τον έκανε να μεταμεληθεί. Αυτά διηγείται ο π. Νικόδημος.
 Το κύριο μέλημα του Γέροντος ήταν η προσευχή. Έλεγε λίγο προ του τέλους του: «Όταν βλέπεις την αδυναμία σου, τότε, μετά την ταπείνωση και την αποδοκιμασία του εαυτού σου, έρχεται απροσδόκητα η χάρις του Θεού, η οποία στηρίζει την αδυναμία σου και σε προστατεύει από το αίσθημα της απελπισίας. Αλλά όταν βλέπεις τι φαίνεται ότι είναι πρόοδος, τότε εξ αιτίας της αυτοϊκανοποιήσεως και της εμπιστοσύνης στον εαυτό σου, ακολουθεί η στέρηση της Χάριτος του Θεού, η οποία σε κρατάει ταπεινό και σε προστατεύει στο μέλλον από την υψηλοφροσύνη και την πλάνη, η οποία αναπόφευκτα σε ακολουθεί. Έχω μόνο ένα συναίσθημα: Δόξα τω Θεώ για ό,τι το ελάχιστο έχω πετύχει με τη βοήθεια του Θεού.
Πρώτα, είναι η αναγνώριση της αδυναμίας μου και των παθών της ψυχής μου: στη μικρότερη αποδυνάμωση της προσοχής μου ο νους μου γρήγορα αποστρέφεται όχι αυτό που είναι συνολικά αμαρτωλό, όπως οι ακάθαρτοι ή εχθρικοί λογισμοί, αλλά κυρίως τις μάταιες σκέψεις. Δεύτερον, υπάρχει ειλικρινής ευχαριστία στον Θεό, καθώς είναι έτοιμος να βοηθήσει στην πιο αναγκαία εργασία της σωτηρίας μας, την προσευχή, το μόνο πράγμα που είναι αναγκαίο για όλους τους χριστιανούς, ιδιαίτερα για μας τους μοναχούς. Και ο Κύριος με βοήθησε σε αυτό».

 Προείδε το τέλος του και το προείπε. Εκοιμήθη στις 2.10.1937 λέγοντας την ευχή του Ιησού. Εξέπνευσε στα χέρια του καλού του υποτακτικού Νικοδήμου λέγοντας τη λέξη της ευχής «ελέησόν με». 
Η κηδεία του ήταν αναστάσιμη στο ναό της Αγίας Τριάδος, όπου χρόνια προσευχόταν.
 Ο Γέροντας Σωφρόνιος (†1993) έλεγε: «Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως τέτοιοι ασκητές σαν τον Γέροντα Θεοδόσιο αναπαύονται στη χορεία των αγίων».Θα τελειώσω τη γραφή αυτή μ’ ένα λόγο του Γέροντος Θεοδοσίου που με συγκίνησε αφοπλιστικά: «Ο Χριστός αγαπούσε τους γραμματείς και τους Φαρισαίους. Η καταγγελία του ήταν αποτέλεσμα της αγάπης του γι’ αυτούς. Ο Χριστός δεν επέκρινε τις ψυχές αυτών των Φαρισαίων, αλλά τον φαρισαϊσμό τους, ο οποίος είναι το κακό από το οποίο οι ίδιοι βασανίζονταν και ακριβώς με αυτό τον τρόπο σε αυτό βρισκόταν η αγάπη του γι’ αυτούς! …».
Πηγές-Βιβλιογραφία:
Παϊσίου Νεοσκητιώτου μοναχού, Γέροντας Θεοδόσιος ο ασκητής των Καρουλίων, Άγιον Όρος 2007.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α’ – 1901-1955, σελ. 309-312, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.

Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου

Παλιά,Γέροντα,ήταν καλύτερος ο κόσμος;

-Παλιά,Γέροντα,ήταν καλύτερος ο κόσμος;
– Όχι πώς ήταν καλύτερος, μόνον που οι παλαιοί άνθρωποι είχαν την απλότητα και τον καλό λογισμό. Σήμερα οι άνθρωποι τα βλέπουν όλα με πονηριά, γιατί τα μετρούν όλα μόνο με το μυαλό. Το ευρωπαϊκό πνεύμα πολύ κακό έκανε. Αυτό είναι που σακάτεψε τους ανθρώπους.
Οι άνθρωποι τώρα θα ήταν σε πολύ καλή πνευματική κατάσταση, γιατί οι πιο πολλοί λίγο‐πολύ είναι μορφωμένοι, και θα μπορούσες να συνεννοηθής. Αλλά τους δίδαξαν την αθεΐα, όλα αυτά τα σατανικά, όποτε τους αχρήστεψαν και δεν μπορείς να συνεννοηθής. Παλιά δεν μπορούσες να συνεννοηθής με κάποιον, αν δεν είχε ευλάβεια, δεν είχε και μόρφωση.

Θυμάμαι, ένας καλόγερος μία φορά, όταν άκουσε στην Προηγιασμένη να μνημονεύουν «Γρηγορίου, Πάπα Ρώμης» νόμιζε ότι μνημόνευαν τον Πάπα της Ρώμης και σκανδαλίσθηκε. «Δεν το περίμενα, είπε. Παπιστές γινήκατε!», και σηκώθηκε και έφυγε από την Εκκλησία! Νά, βλέπεις τί κάνει η άγνοια!
Η άγνοια είναι φοβερό.
Το μεγαλύτερο κακό κάνουν αυτοί που έχουν ευλάβεια και βλάβη μαζί. Χωρίς να εξετάζουν, δημιουργούν προβλήματα.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...