Κυριακή 30 Αυγούστου 2015

Κόρη μου, να πηγαίνεις στην Εκκλησία

Κόρη μου, να πηγαίνεις στην Εκκλησία

Σ’ένα από τα μεγάλα χωριά της Αιτωλοακαρνανίας συνέβη το εξής περιστατικό.
Η μητέρα μιας κοπέλας, καλή και ευσεβής, έφυγε για την αιώνια Βασιλεία του Θεού.
Πράγματι, ήταν μια γνήσια χριστιανή σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής της. Την Κυριακή, εκτός αν ήταν άρρωστη, πρωί-πρωί ξεκινούσε για την Εκκλησία κι εκεί η καθαρή και φιλόθεη ψυχή της πραγματικά συναντούσε κι ερχόταν σε επικοινωνία με τον Θεό. Συχνά-πυκνά κοινωνούσε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, που της έδινε ζωή και δύναμη.
Και η κόρη της καλή κοπέλα ήταν, αλλά μετά τον θάνατο της μητέρας της αραίωσε τον εκκλησιασμό και δεν πήγαινε τακτικά στην Εκκλησία. Κι αν πήγαινε, πήγαινε προς το τέλος.
Και για να δικαιολογηθεί στη συνείδησή της, που την έτυπτε, προφασιζόταν ότι είχε πολλές δουλειές, την φροντίδα των ζώων και δεν την έφθανε ο χρόνος. Οι συνηθισμένες προφάσεις, ενώ, όταν θέλει ο άνθρωπος, βρίσκει λύσεις για όλα.
Έτσι συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση και η ψυχή της όσο πήγαινε και πάγωνε, όπως ένα κάρβουνο, όταν το βγάλεις έξω από την φωτιά σβήνει και παγώνει!
Ένα βράδυ όμως, κατ” ευδοκίαν Θεού ,έγινε η άνωθεν παρέμβαση. Δηλαδή της εμφανίστηκε στον ύπνο της η κεκοιμημένη μητέρα της μέσα σε άπλετο φως και της είπε στοργικά τα εξής αξιοπρόσεκτα λόγια:
– Κόρη μου, να πηγαίνεις την Κυριακή στην Εκκλησία. Εμείς εδώ επάνω, εκείνη την ώρα είμαστε όλοι κάτω από τον Παντοκράτορα και χαιρόμαστε όταν βλέπουμε κάποιον δικό μας να έρχεται στην Εκκλησία να δοξολογεί τον Θεό!
Και πρόσθεσε: – Να πηγαίνεις παιδί μου πρωί, ν” ακούς τα ωραία λόγια του Όρθρου και όχι στην τρίτη καμπάνα.
Αυτό το θεόσταλτο όνειρο συγκλόνισε την κόρη. Από τότε κάθε Κυριακή πρωί-πρωί πηγαίνει πρόθυμα στην Εκκλησία. Έχει πια την βεβαιότητα ότι θα παίρνει κι εκείνη την ευλογία του Παντοκράτορα, αλλά και την ευχή της μανούλας της.

Κυριακή 9 Αυγούστου 2015

Μοναχός Αρτέμιος Γρηγοριάτης (1848 – 8 Αυγούστου 1941)

Γεννήθηκε στο Γεωργίτσι Λακωνίας το 1848. Προσήλθε στη μονή Γρηγορίου το 1878 κι εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός μετά διετία.Διήλθε από πολλά διακονήματα της μονής με εργατικότητα, αυταπάρνηση και φιλοτιμία.Δεν λησμονούσε καθημερινά το «δι’ ο εξήλθεν του κόσμου». Ποτέ του δεν κατέκρινε κανέναν. Αρκείτο στα ευτελέστερα των ενδυμάτων. Η κλίνη του τον φιλοξενούσε για ελάχιστες ώρες του ημερονυκτίου. Από ώρες πριν, καθήμενος στο σκαμνί του, φορώντας το ράσο και το κουκούλι του ανέμενε το πρώτο τάλαντο. Άλλοτε πάλι έμενε ώρες γονατιστός στο παρεκκλήσι της Αγίας Αναστασίας. Στο στασίδι του πάντα, όρθιος, ακόμη και στη γεροντική ηλικία. Θεωρούσε δικαιολογημένα την κάθε δοκιμασία θεϊκή ευλογία. Τα θαύματα δεν τον παραξένευαν και δεν τον εξέπλησσαν. Τα θεωρούσε φυσικά.
Η θεοφιλία και θεοτοκοφιλία του κρυβόταν στα βάθη της καρδιάς του. Αγγελοφάνειες τον ενδυνάμωναν στον αγώνα του.Απλός, απροσποίητος, ανυπόκριτος, ντόμπρος, θαρραλέος, λεβέντης. «Ο Θεός αποκαλύπτεται στους λεβέντες»! έλεγε ο Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης. Νέος είχε πάει στη Θράκη με άλλους συμπατριώτες του για ν’ αγωνισθεί κατά των Τούρκων. Μετά από προδοσία κατέφυγαν στο Άγιον Όρος, για να κρυφτούν, και φιλοξενήθηκαν για λίγο στη μονή Ιβήρων. Ο π. Αρτέμιος, τότε Αθανάσιος Φασουλόπουλος, εξομολογήθηκε στον περίφημο Πνευματικό παπα-Σάββα Μικραγιαννανίτη († 1908), ο οποίος προείπε τη μοναχική του αφιέρωση.Όταν κάποτε ήταν σ’ ένα μετόχι της μονής και πήγαινε στην αγορά να ψωνίσει, επέστρεφε με άδεια χέρια, γιατί ό,τι είχε τα μοίραζε στους φτωχούς και τα γεροντάκια. Υπόμενε πάντοτε τα πάντα για τον Χριστό. Όταν κάποτε παραπονέθηκε στην αρρώστια του: «Κύριέ μου, γιατί να υποφέρω τόσο πολύ;», είδε τον Χριστό να του δείχνει τα χέρια και την πλευρά του: «Κοίταξε πόση υπομονή έκανα. Συ για την αγάπη μου δεν υπομένεις;».Τα τέλη της ζωής του ήταν χριστιανά, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά. Προέβλεψε τον θάνατό του και βάδισε προς αυτόν με αγαθές ελπίδες για τη σωτηρία του. Στην κοίμησή του συνέπεσε να είναι εκεί ο μητροπολίτης Μιλητουπόλεως Ιερόθεος. Με γαλήνη και με το κομποσχοίνι στο χέρι του λέει ο π. Αρτέμιος: «Φεύγω, δεσπότη μου, φεύγω. Θέλω να ευχηθείς να ευρώ έλεος παρά Κυρίου». Του λέει: «Θα γίνεις καλά. Θα ξανασυναντηθούμε». Του ανταπαντά: «Ελπίζω να ξανασυναντηθούμε εκεί, όπου ορίσει το θείο Του θέλημα, αλλά σήμερον κάμετε αγάπη και μείνετε. Και αύριο φεύγετε, θέλω ακόμη την τελευταία ευχή σου». Μετά δίωρο, αφού μετάλαβε των αχράντων Μυστηρίων, παρέδωσε το πνεύμα του λέγοντας: «Δόξα σοι, Κύριέ μου, δόξα σοι». Το, όπως πάντοτε, φειδωλό μοναχολόγιο της μονής του καταλήγει: «Απεβίωσεν εν τω γηροκομείω της Μονής τη 8η Αυγούστου 1941, εις ηλικίαν 93 ετών».Έγραφε ο ίδιος στον εαυτό του: «Να γένης καλόγερος. Μοναχός πτωχός, παρθένος, αγνός. Νηστεία και αγρυπνία και προσευχή. Ανάγνωσιν εις τας θείας Γραφάς με προσοχήν, με σύνεσιν, με οικονομίαν, με υπακοήν, με πίστιν, με ελπίδα μεγάλην, με φρόνησιν και με σωφροσύνην». Έτσι έγραφε κι έτσι έπραττε σε όλη τη μοναχική του ζωή.


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...