Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

Τα λόγια μας είναι ακάθαρτα όχι τα φαγητά!

«Ουδέν εστιν έξωθεν του ανθρώπου εισπορευόμενον εις αυτόν ο δύναται αυτόν κοινώσαι, αλλά τα εκπορευόμενα εστί τα κοινούντα τον άνθρωπον» (Μρ. 7, 15).

Αυτά τα λόγια του Χριστού οι άνθρωποι που δεν θέλουν να νηστεύουν τα ερμηνεύουν με τον δικό τους τρόπο. Λένε πως δεν υπάρχουν φαγητά ακάθαρτα, γι' αυτό και δεν νηστεύουν. Είναι σωστό αυτό που λένε;

Όχι, καθόλου δεν είναι σωστό. Λέγοντας αυτό η αγία μας Εκκλησία δεν εννοεί ότι υπάρχουν φαγητά που κάνουν τον άνθρωπο ακάθαρτο, ότι υπάρχουν τρόφιμα ακάθαρτα. Τίποτα απ' αυτά που δημιούργησε ο Θεός δεν είναι ακάθαρτο, όλα είναι καθαρά και καλά λίαν, αν τα δεχόμαστε με ευχαρίστηση, και κανένα φαγητό που μπαίνει στο στόμα μας δεν μας κάνει ακάθαρτους, διότι τίποτα που μπαίνει στον άνθρωπο από έξω δεν μπορεί να τον κάνει ακάθαρτο.

Ποια είναι αυτά που μπαίνουν μέσα μας; Είναι οι επιδράσεις που δεχόμαστε από τους άλλους ανθρώπους. Αν οι άνθρωποι μας βρίζουν, μας προσβάλλουν, μας ταπεινώνουν αυτό δεν μας κάνει ακάθαρτους. Ας τους αφήσουμε να μας βρίζουν, να μας κακολογούν και να μας συκοφαντούν, δεν πρέπει αυτό να μας ενοχλεί και να μας κάνει ακάθαρτους. Μας κάνουν ακάθαρτους εκείνα που βγαίνουν από μέσα μας.

Ποια είναι αυτά που βγαίνουν από μέσα μας;
Πρώτα απ' όλα είναι τα λόγια μας. Αν τα λόγια αυτά είναι άσχημα, αν το στόμα μας, με το οποίο λαμβάνουμε το άχραντο Σώμα και το τίμιο Αίμα του Χριστού ανοίγει για να λέμε διάφορες βρισιές και αισχρολογίες, αυτό μας κάνει ακάθαρτους. Ο άνθρωπος που βρίζει, τον εαυτό του βρίζει, και αυτός που συκοφαντεί τον πλησίον του, τον εαυτό του συκοφαντεί και φανερώνει μ' αυτό τον τρόπο την ρυπαρότητα και την ακαθαρσία της ψυχής του. Αυτός που βρίζει, μιαίνει τον εαυτό του και όχι εκείνον που βρίζει.

Μας κάνουν ακάθαρτους όλα εκείνα που βγαίνουν από μέσα μας. Και από μέσα μας βγαίνουν όχι μόνο τα λόγια αλλά και οι πράξεις και γενικά όλη η συμπεριφορά μας. Τα λόγια, τα έργα, ακόμα το βλέμμα μας φανερώνουν την κατάσταση που βρίσκεται η ψυχή μας. Αν τα λόγια μας είναι γεμάτα κακίες και συκοφαντίες, αν τα έργα μας δεν είναι καθαρά και όλη η συμπεριφορά μας δείχνει την κακία, την υπερηφάνεια, τη μεγαλομανία και την τάση να προβάλλουμε τον εαυτό μας, αυτό μας κάνει ακάθαρτους.

Γινόμαστε ακάθαρτοι όταν η ζωή μας μοιάζει με τη ζωή των ανθρώπων, για τους οποίους ο άγιος προφήτης Δαβίδ λέει στον 72ο ψαλμό του: «Διά τούτο εκράτησεν αυτούς η υπερηφανία, περιεβάλοντο αδικίαν και ασέβειαν εαυτών, εξελεύσεται ως εκ στέατος η αδικία αυτών, διήλθον εις διάθεσιν καρδίας· διενοήθησαν και ελάλησαν εν πονηρία, αδικίαν εις το ύψος ελάλησαν· έθεντο εις ουρανόν το στόμα αυτών, και η γλώσσα αυτών διήλθεν επί της γης» (Ψα. 72, 6-9)

Υπάρχουν άνθρωποι που η γλώσσα τους είναι τόσο μεγάλη που σαρώνει την γη. Αν λοιπόν είμαστε σαν τούς ανθρώπους που περιγράφει στον ψαλμό του ο προφήτης Δαβίδ, αν η γλώσσα μας σαρώνει την γη, αν οι πράξεις μας φανερώνουν την υπερηφάνεια, την έπαρση και την αναισθησία, αν ο νους μας δεν είναι συγκεντρωμένος και γυρίζει παντού, αν όλους τους ανθρώπους τους ειρωνευόμαστε, τους συκοφαντούμε και τους κουτσομπολεύουμε, τότε κάνουμε τους εαυτούς μας ακάθαρτους.

Οι πράξεις μας αυτές που βγαίνουν από μέσα μας, όχι μόνο από το στόμα μας βγαίνουν, αλλά μέσα από τον ίδιο τον εαυτό μας, από το πνεύμα μας και αποκαλύπτουν στους άλλους ανθρώπους την πνευματική μας υπόσταση. Την ακαθαρσία του πνεύματος μας την βλέπουν οι άνθρωποι. Αυτή μας κάνει ακάθαρτους. Οι άνθρωποι μας βλέπουν μέσα στο θολό φως, μέσα στο σκοτεινό φως της ψυχής μας. Αυτό το σκοτεινό φως μας μιαίνει.

Αντίθετα πρέπει να ζούμε και να ενεργούμε έτσι ώστε να εκπέμπουμε το Φως του Χριστού, την ευωδία του και όχι την κακία, την υπερηφάνεια, την έπαρση, την συκοφαντία, που όλα αυτά είναι ακαθαρσία. Αυτό να θυμόμαστε. Τίποτα απ' αυτά που μπαίνουν μέσα μας από το στόμα μας δεν μπορούν να μας κάνουν ακάθαρτους. Μας κάνουν ακάθαρτους αυτά που βγαίνουν από το στόμα μας και κάνουν φανερό στους άλλους το εσωτερικό μας είναι. Να το θυμάστε, να είστε πράοι και ταπεινοί για να εκχέεται από μέσα σας το Φως και η ευωδία του Χριστού. Αμήν.
Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας

Ο Γερο Υπάτιος ο Γρηγοριάτης


... Δέν μπορῶ νά μή μνημονεύσω καί τόν Γέρο ῾Υπάτιο, γιά νά γνωρίσουν οἱ μεταγενέστεροι καί αὐτοῦ τήν μεγάλη προσωπικότητα.
Γεννήθηκε στό χωριό Κοσμᾶς τῆς Κυνουρίας τοῦ Νομοῦ Ἀρκαδίας τό 1892. Τό ὄνομά του ἦταν Γεώργιος Ρόρης τοῦ Δημητρίου. Στήν νεανική του ἡλικία ἔφυγε γιά τήν Ἀμερική νά εὕρῃ καλλίτερη ζωή. ῾Ο πόθος του ὅμως γιά μοναχική ἀφιέρωσι τοῦ κατέτρωγε τά στήθη καί τέσσαρες φορές πηγαινοερχόταν Ἀμερική-῾Ελλάδα. Τήν τελευταία φορά ἔμεινε στήν Ἀμερική μόνον 13 ἡμέρες.
Ἐκεῖ μέ κάποιο θεῖο του εἶχαν ζαχαροπλαστεῖο, καί ἔβγαζαν ἀρκετά χρήματα. ῞Οταν λοιπόν ἔμαθε ὁ θεῖος του, ὅτι ὁ Γιῶργος, θά φύγῃ καί πάλι γιά τήν ῾Ελλάδα, χωρίς νά ὑπάρχουν ἐλπίδες ὅτι θά ξαναγυρίσῃ, δέν τοῦ ἔδινε χρήματα γιά τό ταξείδι καί συνεχῶς τοῦ προκαλοῦσε ἐμπόδια. ῾Ο Γιώργης ὅμως δέν κάμπτετται εὔκολα, καί ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ δέν τόν ἐγκαταλείπει. Πηγαίνει στό λιμάνι καί εὑρίσκει τόν πλοίαρχο ἑνός πλοίου πού ἔφευγε σέ λίγο γιά τήν ῾Ελλάδα. Τότε τά ταξείδια στό ἐξωτερικό ἦταν ἐλεύθερα καί δέν χρειαζόταν διαβατήρια καί ἄλλες διαδικασίες. Παρακαλεῖ τόν πλοίαρχον λοιπόν, νά τόν πάρη μαζί του καί σ᾿ ὅλο τό διάστημα μέχρι τήν ῾Ελλάδα, θά ἐργασθῇ μέσα στό πλοῖο του, ὡς μάγειρος καί ζαχαροπλάστης. ῾Ο πλοίαρχος, ὄχι μόνον μέ ἐνθουσιασμό τόν ἐπῆρε, ἀλλά καί τόν εὐγνωμονοῦσε γιά τά καλά φαγητά καί γλυκά πού παρασκεύαζε γιά τούς ταξειδιῶτες καί τό προσωπικό.
῞Ενα ἀπογευματάκι, κουρασμένος ὁ Γιώργης ἀπό τήν κουζίνα καί τούς καπνούς ὅπου ἐδούλευε μέσα στήν καμπίνα τοῦ πλοίου, βγῆκε γιά λίγο ἔξω νά πάρῃ τόν ἀέρα του. ῾Οπότε στήν πλώρη τοῦ πλοίου βλέπει ἕνα παράξενο φαινόμενο. Δύο κουτσουνούριδες δαίμονες νά παίζουν τραμπάλα καί νά γελοῦν σαρκαστικά. Τά πρόσωπά τους ἦταν κατάμαυρα καί προκαλοῦσαν ἀηδία στόν νεαρό Γιώργιο. Αὐτός ὅταν τούς εἶδε, κατάλαβε ὅτι ἤθελαν νά τοῦ προκαλέσουν τήν περιέργεια καί κάποιο κακό ἴσως νά τοῦ κάνουν. Ἀρχίζει τούς Χαιρετισμούς τῆς Θεοτόκου, διότι τούς ἤξερε ἀπό στήθους, καί οἱ φαινόμενοι τραμπαλίστες ἔγιναν ἄφαντοι.
῞Οταν ἔφθασε στόν Πειραιᾶ, χωρίς ἀργοπορία, ἔβαλε σέ ἐφαρμογή τό σχέδιό του, νά γίνῃ μοναχός καί μάλιστα ἀσκητής καί ἐρημίτης. Ἐπῆρε λοιπόν στό χέρι δύο καρβέλια ψωμί καί μιά κουβέρτα στήν πλάτη καί ἀνεχώρησε γιά τό βουνό ῾Υμηττός. Εὑρῆκε μιά σπηλιά καί ἐκεῖ ἀναπαύθηκε. ῎Αλλο πρόβλημα δέν εἶχε ἀπό τά ἐπίγεια, παρά τό πῶς θἀ ἐξοικονομῇ τό ψωμί του, γιατί ὁ τόπος ἐκεῖ ἦταν ἄνυδρος καί τελείως βραχώδης. Εἶδε ἀπό μακρυά ἕνα τσοπάνη, πού σέ ἐκεῖνα τά μέρη ἔβοσκε τά γιδοπρόβατά του. Πρόλαβε ἀπό μακρυά καί τοῦ μίλησε ὁ τσοπάνης.
-Τί κάνεις ἐδῶ βρέ καλόπαιδο;
-Τίποτε δέν κάνω.
-Πῶς δέν κάνεις τίποτε ἀφοῦ σέ βλέπω ἐδῶ, φαίνεται γιά κάποιο σκοπό ἦλθες. Μήπως θέλεις νά κλέψῃς καμμιά γίδα ἤ κρύβεσαι νά ἀποφύγῃς τήν ἀστυνομία, γιά κανένα κακό πού ἔκαμες;
-῎Οχι, τίποτε ἀπ᾿ ὅλα αὐτά πού λέγεις. ῏Ηλθα νά γίνω Καλόγερος.
-Μά ἐδῶ δέν ὑπάρχουν Μοναχοί καί Μοναστήρια. Τί θά κάνῃς ἐδῶ μόνος σου;
-Καί ποῦ πρέπει νά πάω γιά νά μονάσω;
-Θά πᾶς στό ῞Αγιο ῎Ορος. Ἐκεῖ ὑπάρχουν πολλοί Μοναχοί καί Μοναστήρια. Ἐκεῖ νά μείνῃς καί σέ κοινόβιο Μοναστήρι.
-Δέν ξέρω ποῦ εὑρίσκεται καί πῶς θά φθάσω ἐκεῖ;
-Ἐγώ θά σοῦ δείξω καί θά σέ διευκολύνω νά φθάσῃς ἐκεῖ.
Πράγματι ὁ δοῦλος τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ὁ ἀγαθός Γεώργιος, μέ τά τότε δύσκολα συγκοινωνιακά μέσα, ἔφθασε στό ῞Αγιο ῎Ορος. Στίς Καρυές τόν συνήντησε ὁ Γέρο Στέφανος, ἀντιπρόσωπος τῆς Μονῆς μας τότε στήν ῾Ιερά Κοινότητα, καί τόν ἔφερε στό Μοναστήρι.
῏Ηλθε σέ ἡλικία 28 ἐτῶν. Ἀπό τήν ἀρχή διακρίθηκε γιά δύο μεγάλα χαρίσματά του. Μάγειρος καλός καί καλλίφωνος Ψάλτης. Ἐγνώριζε τήν μαγειρική καί τήν Ψαλτική τέχνη ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά ἐδῶ τίς τελειοποίησε. Διακρίθηκε καί ὡς ἄριστος καλλιγράφος. Πολλές Ἀκολουθίες τῆς Μονῆς μας μέ τίς ὡραῖες εἰκόνες ἀπό τήν φύσι καί τήν μοναχική παράδοσι, εἶναι δικά του ἔργα, πού κυριολεκτικά ἀπαθανάτισαν τό ὄνομά του στήν μνήμη τῶν Πατέρων καί τήν ἱστορία τῆς Μονῆς μας. Ἐργάσθηκε μέ φιλότιμο σ᾿ ὅλα τά διακονήματα τῆς Μονῆς. Ἐξελέγη προϊστάμενος καί ὑπηρέτησε ὡς ἐπίτροπος, ἀντιπρόσωπος καί ἐπιστάτης πολλές φορές. ῾Ως πρός τόν χαρακτῆρα του, ἦταν μερικές φορές ἀπότομος, ἀλλά στά πνευματικά του καθήκοντα εὐλαβής καί φιλακόλουθος.
Στίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του, ἤμουν καί ἐγώ ἄρρωστος στό νοκομεῖο. ῾Ο γιατρός μέ εἶχε βάλει σέ ἄλλο δωμάτιο, νά εἶμαι μόνος μου, διότι μέ ἐνωχλοῦσαν τά βογγητά καί οἱ πόνοι τῶν ἄλλων ἀσθενῶν. Τήν τελευταία του νύκτα ὁ Γέρο ῾Υπάτιος μοῦ λέγε: «῎Ελα νά μείνῃς μαζί μου αὐτό τό βράδυ, πάτερ ῾Ησύχιε». Δέν μοῦ ἐπιτρέπει ὁ γιατρός, λόγῳ τῆς ἀσθενείας μου, Γέρο ῾Υπάτιε.
-῎Ελα καί ἔχω κάτι πολύ σπουδαῖο νά σοῦ πῶ.
Ἐγώ ὅμως δέν ἐπῆγα καί ἔτσι ποτέ δέν ἔμαθα τί ἤθελε νά μοῦ ἀποκαλύψη ὁ εὐλογημένος αὐτός ἀδελφός. Τήν ἄλλη ἡμέρα τό πρωῒ, εἶχε παραδώσει τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Κυρίου. Αἰωνία του ἡ μνήμη. Τήν εὐχή του νά ἔχουμε. Τελειώθηκε ἐν Κυρίῳ στό γηροκομεῖο τῆς Μονῆς μας στίς 5 Φεβρουαρίου 1965 σέ ἡλικλία 73 ἐτῶν.
Μαρτυρία του Γέροντα Ησύχιου Γρηγοριάτη (1896-1999)

Η αντιμετώπιση ενός απελπισμένου από τον παπα Κοδράτο, Προηγούμενο Καρακαλληνό (†1940)

Προηγούμενος Κοδράτος Καρακαλλινός
(1859 – 13/02/1940)
Την εποχή που ζούσε ο παπα-Κοδράτος στην Ι.Μ. Καρακάλλου επεσκέφθη το Άγιον Όρος ένας λαϊκός προσκυνητής που ήθελε να εξομολογηθεί τις μεγάλες του αμαρτίες. Πήγε στις Καρυές, στον π.Αβέρκιο που έφτιαχνε κομπολόγια, και ζητούσε επίμονα εξομολόγο.

Ο π.Αβέρκιος θεώρησε καλό να τον στείλει στην Ι. Μονή Κουτλουμουσίου που βρίσκεται κοντά στις Καρυές. Ήταν καλός πνευματικός, αλλά αυστηρός στους κανόνες, που τους έβαζε χωρίς επιείκεια.
Ο άνθρωπος πήγε στο Κουτλουμούσι και εξομολογήθηκε. Επέστρεψε όμως «κάλαμος συντετριμμένος». Χωρίς καμμία διάθεση. Γεμάτος θλίψη και αθυμία.
-Τι έκανες; Εξομολογήθηκες; τον ρώτησε ο π.Αβέρκιος.
- Ναι πάτερ, αλλά…
Ο π. Αβέρκιος τον κοίταξε. Ήταν θλιμμένος, κάτωχρος, με μια λύπη που δεν είναι κατά Θεόν, αλλά την φέρνει ο διάβολος για να παγιδεύσει θανατηφόρα τις ψυχές.
-Τι έχεις; Πες μου. Τι σου συμβαίνει;
-Πάτερ, δεν υπάρχει πια για μένα ζωή. Δεν πρέπει να ζω. Θα ήταν προτιμότερο να πνιγώ, είπε με φαρμακερό πόνο.
-Μα γιατί; Δεν εξομολογήθηκες;
-Εξομολογήθηκα, αλλά ο πνευματικός μου είπε πως οι αμαρτίες μου είναι πολύ βαρειές. Δεν ξέρω. Πώς να στο πω; Μ’ έχει φέρει σε απόγνωση.
Όταν άκουσε αυτά ο π.Αβέρκιος και είδε το πνεύμα της λύπης και της απελπισίας να απλώνει ύπουλα το πέπλο του πάνω από την ψυχή του ταλαίπωρου εκείνου ανθρώπου, πιάνει και γράφει ένα γράμμα στον Σεβασμιώτατο Μελιτουπόλεως Ιερόθεο, που ασκήτευε τότε στον Μυλοπόταμο. Εκείνος θα μπορούσε να βοηθήσει, να βρει διέξοδο για την ψυχή αυτή.
Έδωσε το γράμμα στα χέρια του προσκυνητού και , του είπε δυο αδελφικά, ενθαρρυντικά λόγια και του έδειξε τα μονοπάτια που θα τον οδηγούσαν στο ερημικό κελλί του Σεβασμιωτάτου.
Ο Δεσπότης ήταν στον κήπο, όταν πήγε ο προσκυνητής. Φορούσε έναν απλό σκούφο και σκάλιζε.
-Τι θέλεις, αδελφέ μου; είπε στον απελπισμένο άνθρωπο που έφθασε με το γράμμα στο χέρι.
-Θέλω εξομολόγηση Σεβασμιώτατε.
-Άκου, παιδί μου. Εγώ δεν εξομολογώ. Όμως θα σε στείλω σ’ έναν εκλεκτό πνευματικό στην Ι. Μονή Καρακάλλου. Τον λένε παπα-Κοδράτο.
Παίρνει μολύβι και χαρτί, γράφει μια επιστολή στον παπα-Κοδράτο και τον στέλνει στον έμπειρο ιατρό των ψυχών.
Περπάτησε εκείνος στο ανηφορικό μονοπάτι που βγάζει στο Μοναστήρι και σε λίγο έφθασε. Οι πατέρες τον εφίλεψαν, όπως κάνουν σε κάθε επισκέπτη, με πολλή αγάπη και χαρά. Μετά ειδοποίησαν τον Γέροντα.
-Να έρθει στο Ηγουμενείο, παρήγγειλε εκείνος. Εκεί τον δέχθηκε σαν να τον εγνώριζε χρόνια. Με αγάπη. Σαν πατέρας. Κι ο άνθρωπος βιαζόταν να βγάλει το βάρος που τον επίεζε καταθλιπτικά μ’ έναν φόβο πρωτογνώριστο, σχηματισμένο ίσως από την πρώτη δραματική εξομολόγησή του. Έμοιαζε με κυνηγημένο πουλί που είχε μεγάλες πληγές, αλλά πιο μεγάλη αγωνία. Ο διάβολος τον έχει δέσει. Όμως δεν θα χαιρόταν. Η ψυχή του βρισκόταν τώρα πια στα χέρια του Χριστού, στα χέρια του παπα-Κοδράτου, που διέθεταν την τέχνη και την δύναμη να σπάσουν τα δεσμά των αμαρτιών και της απογνώσεως. Ήταν στα χέρια του ιατρού που θα έκανε την εγχείρηση και θα θεράπευε τον τραυματία με την χάρη και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος.
Ο προσκυνητής αντίκρυζε στο πρόσωπο του πνευματικού τον άνθρωπο του Θεού και σκιρτούσε από χαρά.
«Είναι κάτι φυσικό-γράφει ο άγιος Ιωάννης, ο συγγραφεύς της Κλίμακος- να βλέπει ο άρρωστος τον ιατρό και να αισθάνεται χαρά. Έστω κι αν δεν λάβει καμμία ωφέλεια από αυτόν. Απόκτησε λοιπόν και συ, ω θαυμάσιε-λέει προς τον ποιμένα- έμπλαστρα, κολλύρια, ποτά, σπόγγους, αναισθητικά, φλεβοτόμα, καυτήρες, αλοιφές, υπνωτικά, μαχαίρια, επιδέσμους. Αν δεν έχουμε αυτά, πως θα φανεί η επιστήμη μας;» (Λόγος προς ποιμένα).
Ο παπα-Κοδράτος ήταν εξοπλισμένος με όλα αυτά τα πνευματικά όργανα που αποτελούν την αληθινή επιστήμη του ποιμένος.
Ο άρρωστος προσκυνητής επιθυμούσε να γίνει σύντομα η επέμβασις. Ο παπα-Κοδράτος δεν βιαζόταν. Κάθησε κοντά του. Προσπάθησε να δημιουργήσει ατμόσφαιρα γνωριμίας, φιλίας και εμπιστοσύνης με τον εξομολογούμενο, παρ’ όλο που εκείνος βιάσθηκε να του συστηθεί:
- Είμαι ένας αμαρτωλός, πάτερ.
-Καλά. Μα εγώ σε βλέπω σαν άγγελο του Θεού. Πες μου, έχεις παιδιά; Πότε ήρθες στο Άγιον Όρος; Τι δουλειά κάνεις;
Συζήτησαν αρκετά, ώσπου η ποθητή προετοιμασία έγινε. Μετά έβαλε «ευλογητός».
- Έλα παιδί μου, του είπε. Βλέπεις αυτή την εικόνα του Χριστού; Μη κρύψεις τίποτε. Όλα τα ξέρει ο Κύριος. Όλα τα βλέπει. Όλα τα ακούει. Κι εγώ είμαι ομοιοπαθής με σένα άνθρωπος. Θάρρος λοιπόν.
Αβίαστα και φυσικά άδειασε και ξεχύθηκε όλο το φαρμάκι κι όλος ο πόνος της καρδιάς του ανθρώπου. Με συντριβή. Χωρίς αμφιβολία για το έλεος του Θεού που τον έβλεπε ολοζώντανο στην μορφή και στο πετραχήλι του γέροντος πνευματικού. Εξομολογήθηκε καθαρά. Μετανόησε ειλικρινά. Έκλαψε. Η ψυχή του, ο λόγος του, η στάσις του, όλα μιλούσαν σαν να απήγγελναν τον 50ο ψαλμό του Δαβίδ, τον ψαλμό της μετανοίας : «Ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστι διαπαντός».
Τι άλλο ζητεί ο φιλάνθρωπος Θεός από τον άνθρωπο; Μετάνοια. επιστροφή. Αυτός είναι ο μοναδικός για τον Παράδεισο. Ο δρόμος που περπάτησε ο τελώνης, η πόρνη, ο ληστής. Αυτόν τον δρόμο άνοιξε ο Κύριος και στην πληγωμένη αυτή ψυχή με την υπεύθυνη πατρική παρουσία του σοφού Του οικονόμου στο ιερό μυστήριο της αφέσεως.
Ήταν Μεγάλη Εβδομάδα. Ο παπα-Κοδράτος όταν άκουσε τον εξομολογούμενο, όταν, ως συνήθως, δάκρυσε μαζί του, κι όταν πια τον συμβούλευσε σκύβοντας επάνω στα τραύματά του με ευσπλαχία, του είπε:
-Είδε ο Θεός, παιδί μου, την μετάνοιά σου και τα δάκρυά σου. Άκου λοιπόν. Σήμερα είναι Μ. Πέμπτη. Όλοι οι πατέρες νηστεύουν για να κοινωνήσουν. Κάθησε κι εσύ εδώ αυτές τις ημέρες. Στο καθαρό και άγιο περιβάλλον της Μονής θα δεις καλύτερα τον εαυτό σου. Θα προσευχηθείς μαζί μας, θα νηστέψεις. Και θα κοινωνήσεις. Θα λειτουργήσω εγώ και θα σε κοινωνήσω. «Αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι. Μηκέτι αμάρτανε».
Η αγαλλίασις του ανθρώπου, μετά το τέλος της εξομολογήσεως, ήταν απερίγραπτη. Όλα τριγύρω έλαμπαν με το φως της ειρήνης, της συγγνώμης, του ελέους του Θεού. Είχε σωθεί. Και η χαρά του παπα-Κοδράτου, που έγινε για άλλη μία φορά σωσίβιο σ’ ένα ναυάγιο της ζωής, ήταν όμοια μ’ εκείνη την χαρά που δοκιμάζει ο Χριστός όταν βρίσκει ένα «απολωλός», όμοια μ’ εκείνο το πανηγύρι που γίνεται στον Ουρανό «επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι».
«Κοδράτος ο Καρακαλληνός»
Σύγχρονες αγιορείτικες μορφές

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς


Ορθοδοξίας ο φωστήρ,
Εκκλησίας το στήριγμα και διδάσκαλε,
των μοναστών η καλλονή,
ων θεολόγων υπέρμαχος απροσμάχητος,
Γρηγόριε θαυματουργέ,
Θεσσαλονίκης το καύχημα,
κήρυξ της χάριτος,
ικέτευε δια παντός, σωθήναι τας ψυχάς ημών.
.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1296. Οι γονείς του κατάγονταν από την Ανατολή και ο πατέρας του, Κωνσταντίνος, ήταν φίλος του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β', δάσκαλος του μετέπειτα αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ' και μέλος της Συγκλήτου. Λίγο πριν πεθάνει έγινε μοναχός. Αργότερα και η μητέρα του Καλλονή έγινε και αυτή μοναχή. Ο Γρηγόριος ήταν το μεγαλύτερο παιδί τους. Σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη, φιλοσοφία, ρητορική, φυσική και λογική. Σε ηλικία 20 χρονών αναχώρησε για το Άγιο Όρος με τα αδέλφια του Μακάριο και Θεοδόσιο. Το φθινόπωρο του 1316 παρέμειναν για να ξεχειμωνιάσουν στο Παπίκιο όρος. Εκεί τους πλησίασαν Μασσαλιανοί μοναχοί (Βογόμιλοι) με σκοπό να τους προσηλυτίσουν αλλά κατόρθωσε να μεταστρέψει πολλούς από αυτούς προς την Ορθοδοξία. Κάποιοι από αυτούς τους αιρετικούς προσπάθησαν να τον δηλητηριάσουν.
Την άνοιξη του 1317 έφθασαν στο Άγιο Όρος και εγκαταστάθηκε στην Λαύρα του Βατοπεδίου κοντά στον έμπειρο μοναχό Νικόδημο από τον οποίο εκάρη μοναχός. Μετά 3 χρόνια αφού πέθανε ο γέροντας του έφυγε για την Λαύρα του Αθανασίου. Υπηρέτησε εκεί 3 χρόνια. Έφυγε από εκεί και πήγε στις ανατολικές πλαγιές του Άθωνα, στην Προβάτα. Οι πειρατές ήταν μεγάλο πρόβλημα για τους ασκητές και αφού έμεινε εκεί 2 χρόνια αναχώρησε με άλλους 12 για τη Θεσσαλονίκη.
Το 1326 εγκαταστάθηκαν κοντά στην Βέροια, αφού χειροτονήθηκε ιερέας. Αυτή την εποχή πέθανε η μητέρα του στην Κωνσταντινούπολη και πήγε για να συμπαρασταθεί στις αδελφές του. Τελικά τις πήρε μαζί του και τις εγκατέστησε σε ησυχαστήριο μέσα στην πόλη της Βέροιας. Το 1331 δυσκόλεψε η κατάσταση και στην Βέροια εξαιτίας της εισβολής του Στέφανου Ντουσάν και ο άγιος Γρηγόριος έφυγε για το Άγιο Όρος. Πήγε στην Μεγίστη Λαύρα και εγκαταστάθηκε σε κελί, στο "φροντιστήριο του θείου Σάββα". Μετά από όραμα άρχισε να γράφει δογματικά έργα ενώ μέχρι τότε έγραφε ασκητικά. (Είδε ότι κρατούσε στα χέρια του σκεύος γεμάτο γάλα το οποίο ξαφνικά φούσκωσε και άρχισε να ξεχειλίζει ενώ ταυτόχρονα μεταβαλλόταν σε εύγευστο ευωδιαστό κρασί. Εμφανίστηκε τότε κάποιος επιφανής άνδρας και τον επιτίμησε λέγοντας του: "Γιατί δεν μεταδίδεις και σε άλλους το θεϊκό αυτό ποτό το οποίο αναβλήζει με θαυμαστό τρόπο αλλά το αφήνεις να χάνεται άδικα;" Κατάλαβε ότι έπρεπε να αρχίσει να γράφει δογματικά). Με ψήφο του πρώτου του Αγίου Όρους τοποθετείται ηγούμενος της μονής Εσφιγμένου μάλλον το 1333. Το 1334 επέστρεψε στο ερημητήριο του στη Λαύρα.
Το 1330 ήρθε από την Καλαβρία (Νότιο Ιταλία) ο ελληνόφωνος φιλόσοφος μοναχός Βαρλαάμ. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός του έδωσε καθηγητική έδρα στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης. Έκανε μεγάλη εντύπωση αλλά φερόταν με μεγάλη υπεροψία προς τους συναδέλφους του. Σε λίγο καιρό έκανε πολλούς εχθρούς μεταξύ των οποίων και τον Νικηφόρο Γρηγορά και επειδή στην Κωνσταντινούπολη το κλίμα έγινε βαρύ γιαυτόν ο Βαρλαάμ εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη.
Ο Βαρλαάμ, που ήταν πλατωνικός, ονόμαζε τους Ησυχαστές ομφαλοψύχους επειδή αρνιόταν την δυνατότητα συμμετοχής του σώματος στην πνευματική ζωή. Το 1337 κάλεσαν στην Θεσσαλονίκη τον άγιο Γρηγόριο και παρέμεινε εκεί γράφων και ομιλών για διάστημα μεγαλύτερο των 3 ετών. Από το 1338 μέχρι το 1341 ο άγιος Γρηγόριος απαντά στις κατηγορίες του Βαρλαάμ εναντίων των Ησυχαστών με τους λόγους του Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων.(Ο Βαρλαάμ αποκαλούσε τους Ησυχαστές Μασσαλιανούς [δηλαδή Ευχίτες ή Βογομίλους. {Αραβικά, μασ + Αλλάχ=φύλαττε Θεέ, ελέησον Θεέ, δηλαδή "Κύριε ελέησον", εξού και η ευχή που λέγεται στην Βόρειο Ελλάδα τουλάχιστον, απομεινάρι της Τουρκοκρατίας, προς τα όμορφα μικρά παιδιά: "Μασαλά", εβραϊκά μιχ εξου και το όνομα Μιχαήλ=μιχ+ηλ=ο Θεός προστατεύει}. {Σλαβικά, Μπογκ + πομίλουϊ = Θεέ ελέησον, δηλαδή "Κύριε ελέησον"}. Ελληνικά Ευχίτες. Επειδή απολυτοποιούσαν την χρήση της "Ευχής" και υποβάθμιζαν την θέση των Μυστηρίων). Οι αγιορείτες επικύρωσαν τις απόψεις του και υπέγραψαν τον Αγιορειτικό Τόμο. Το 1341 έγινε Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη η οποία εξέτασε τις κατηγορίες του Βαρλαάμ κατά των Ησυχαστών. Η Σύνοδος συνεδρίασε στις 10 Ιουνίου 1341. Πρόεδρος ήταν ο Ανδρόνικος Γ'. Συμμετείχαν ο Πατριάρχης, επίσκοποι, αρχιμανδρίτες, ηγούμενοι, ο μεγάλος δομέστικος Ιωάννης Καντακουζηνός, συγκλητικοί και λαός της πόλεως. Η Σύνοδος έληξε αυθημερόν και ο Πατριάρχης γνωστοποίησε με εγκύκλιο του τις αποφάσεις της, σύμφωνα με τις οποίες καταδικάζονταν οι ισχυρισμοί του Βαρλαάμ κατά των Ησυχαστών.
Ο Βαρλαάμ έφυγε για την Ιταλία από όπου είχε έρθει πριν 15 χρόνια. Δίδαξε στον Πετράρχη ελληνικά και τοποθετήθηκε από τον Πάπα στην επισκοπή Ιέρακος αυτός ο άλλοτε πολέμιος των παπικών αξιώσεων.
Την σκυτάλη του αντιησυχασμού πήρε ο Γρηγόριος Ακίνδυνος ο οποίος συμφωνούσε με τον άγιο Γρηγόριο στο θέμα της ησυχαστικής προσευχής αλλά διαφωνούσε στο θέμα της διάκρισης ουσίας και ενέργειας στο Θεό. Παρά την αντίθεση του Πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα τον Αύγουστο του 1341 Σύνοδος δικαίωσε πάλι τους Ησυχαστές. Έτσι αυξήθηκε πολύ το κύρος του άγιου Γρηγορίου και του πρότειναν την επισκοπή Μονεμβασιάς που όμως αρνήθηκε.
Ο Ανδρόνικος Γ' πέθανε και στο κράτος ξέσπασε διαμάχη μεταξύ του Αλέξιου Απόκαυκου και του Πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα από την μια και του Ιωάννη Καντακουζηνού από την άλλη μεριά. Υπέρ του Καντακουζηνού ήσαν οι περισσότεροι ηγετικοί παράγοντες της αυτοκρατορίας, οι "πνευματικοί" ηγέτες της εποχής Νικηφόρος Γρηγοράς, Δημήτριος Κυδώνης, Νικόλαος Καβάσιλας, η εκκλησιαστική ηγεσία εκτός από την ομάδα του Καλέκα και οι Ησυχαστές που είχαν την πεποίθηση ότι ο Καντακουζηνός θα υπερασπιζόταν την Ορθοδοξία καλύτερα. Με τους αντίπαλους ήταν οι περιφεριακοί μεγαλοκτηματίες. Μετά την οργανωμένη λεηλασία των περιουσιών των οπαδών του Καντακουζηνού στην Κωνσταντινούπολη και στη Θεσσαλονίκη πήραν με το μέρος τους και το μεγαλύτερο μέρος του λαού.
Ο άγιος Γρηγόριος έχασε την εύνοια του Πατριάρχη Καλέκα και της αυτοκράτειρας Άννας. Τον Απρίλιο του 1343 συνελήφθη και κλείστηκε στην φυλακή των ανακτόρων για σχεδόν 4 χρόνια με άλλους πολιτικούς κρατούμενους. Αυτή ήταν η πολυγραφότερη περίοδος της ζωής του. Ο Καντακουζηνός μπήκε στην Κωνσταντινούπολη στις 2 Φεβρουαρίου 1447. Ο άγιος Γρηγόριος εργάστηκε για την συμφιλίωση των δύο παρατάξεων.
Το 1347 ο άγιος Γρηγόριος εκλέγεται μητροπολίτης Θεσσαλονίκης και ο φίλος και μαθητής του Ισίδωρος, Πατριάρχης. Δεν έγινε δεκτός στην Θεσσαλονίκη επειδή υποστήριζε τον Καντακουζηνό και αναγκάστηκε να αποσυρθεί στο Άγιο Όρος. Εκεί ο Στέφανος Ντουσάν του ζήτησε να τον χρίσει αυτοκράτορα ώστε να καταλάβει την Θεσσαλονίκη και να την κάνει πρωτεύουσα του. Ο άγιος δεν δέχτηκε.
Στην Θεσσαλονίκη μπόρεσε να πάει το 1350 μετά παρέμβαση του Καντακουζηνού. Συμφιλίωσε τις πολιτικές μερίδες της πόλης, εξύψωσε το φρόνημα του κλήρου και αναζωογόνησε την λειτουργική ζωή. Έμεινε αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης μέχρι τον θάνατο του το 1359.
Ο Γρηγόριος Ακίνδυνος πέθανε και την ηγεσία της αντιησυχαστικής μερίδας ανέλαβε ο Νικηφόρος Γρηγοράς. Στις 28 Μαΐου 1351 συνεκλήθη νέα Σύνοδος. Ολοκλήρωσε τις εργασίες της τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου και δικαίωσε τον άγιο Γρηγόριο. Συνετάχθη τόμος ο οποίος συμπεριελήφθη στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας και έγινε δεκτό από ολόκληρη την Εκκλησία.
Ο Ιωάννης Παλαιολόγος, γιος της Άννας, συνεννοήθηκε με τον Στέφανο Ντουσάν και δεν επέτρεψε στον άγιο Γρηγόριο να επιστρέψει στην Θεσσαλονίκη. Ευτυχώς όμως η μητέρα του τον έπεισε να ακυρώσει την συμφωνία και προσκάλεσαν τον οι δυο τους, μητέρα και γιος, τον άγιο Γρηγόριο στην Θεσσαλονίκη. Ο Παλαιολόγος τον παρακάλεσε να πάει στην Κωνσταντινούπολη για πετύχει νέα συμφιλίωση με τον Καντακουζηνό. Καθυστέρησε όμως να φτάσει, ένα χρόνο, επειδή στην Καλλίπολη πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Τούρκους τον Μάρτιο του 1354. Συζήτησε τότε και με μουσουλμάνους θεολόγους τους Χιόνας. Ο μουλάς Τασιμάνης προέβλεψε ότι κάποτε θα έρθει καιρός που οι μουσουλμάνοι και οι χριστιανοί θα συμφωνήσουν και ο άγιος ευχήθηκε ο καιρός εκείνος να έρθει το συντομότερο δυνατόν. Μετά ένα χρόνο ο Ορχάν τον άφησε ελεύθερο αφού πήρε πολλά λύτρα ή από τον Στέφανο Ντουσάν ο οποίος ακόμα ήλπιζε, ή από τον Καντακουζηνό.
Μόλις ελευθερώθηκε πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Ο Καντακουζηνός πλέον είχε παραιτηθεί και είχε καρεί μοναχός. Πατριάρχης ήταν πλέον ο φίλος και βιογράφος του Φιλόθεος Κόκκινος. Οργανώθηκε δημόσια συζήτηση με τον αντιησυχαστή Γρηγορά ενώπιον του αυτοκράτορα και υπερίσχυσε ο άγιος Γρηγόριος.
Το φθινόπωρο του 1355 επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη όπου παρέμεινε για τέσσερα χρόνια χωρίς προβλήματα πλέον μέχρι την κοίμησή του. Δυο μαθητές του, οι Μάρκος και Δωρόθεος Βλατής ίδρυσαν κοντά στην ακρόπολη της πόλης την μονή Βλατάδων. Μετά βαρειά ασθένεια εκοιμήθη στις 14 Νοεμβρίου του 1359. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Νοεμβρίου και την δεύτερη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής μετά την Κυριακή της Ορθοδοξίας.

Όσιος Βλάσιος ο εξ Αμορίου (+909/912)


Σύγχρονη εικόνα Ι.Μ. Δοχειαρίου
Καταγόταν από το Αμόριο της Μ. Ασίας, από το χωριό Απλατιανή, και το κοσμικό του όνομα ήταν Βασίλειος. Στις αρχές του 9 ου αιώνα εγκαταλείπει την πατρίδα του και πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη, όπου χειροτονήθηκε διάκονος της Αγίας Σοφίας από τον άγιο πατριάρχη Ιγνάτιο. Στον ίδιο ναό είχε τον αδελφό του ιερέα.
Μετά από μια περιπετειώδη φυγή στη Βουλγαρία και τη θαυματουργή σωτηρία του, ταξιδεύει για τη Ρώμη. Εκεί έμεινε περίπου μια δωδεκαετία, χειροτονήθηκε ιερεύς, έζησε υπερθαύμαστη ζωή σε κοινόβιο του αγίου Καισαρίου επιτελώντας θαύματα και δυο φορές τον επισκέφθηκε σε όραμα η Θεοτόκος. Επιστρέφει και μονάζει στην περιβόητη μονή του Στουδίου επί τετραετία, όπου συνδέεται με ισχυρούς άρχοντες, τον αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ τον Σοφό και τον άγιο πατριάρχη Αντώνιο.
Περί το 896, «την καταμόνας μαρτυρικήν παλαίστραν διεξελθείν εφιέμενος», έρχεται στον Άθωνα με μερικούς μαθητές του και ιδρύει μονύδριο. Αφού το αγλάισε και άφησε διάδοχό του έναν από τους μαθητές του, αποσύρθηκε στα πιο ερημικά μέρη του Όρους και δόθηκε στην άσκηση και την προσευχή. Έμενε «μόνος στην έρημο και δινόταν όλος στην προσευχή, δίχως να νοιάζεται για τροφή και να φοβάται τα' άγρια θηρία. Τρεφόταν με τα θεία λόγια και τα χόρτα του βουνού. Τα θηρία του δάσους έγιναν φίλοι του και τον πλησίαζαν με σεβασμό». Συχνά σε υπαίθριες λειτουργίες του συλλειτουργούσε με αγγέλους και οι ποιμένες έμεναν έκθαμβοι από τις ουράνιες μελωδίες και διηγούνταν «μεγάλη τη φωνή πάση τη περιχώρω τα του Θεού τεράστια».
Για όλο τον Άθωνα ήταν «ως αστήρ διαυγής πάντας καταφωτίζων τοις αυτού προτερήμασιν. όθεν αυτό τε το όρος και οι τούτου οικήτορες τη αυτού παρακελεύσει διεξαγόμενοι βαθείαν ήγον ειρήνην ταις αύραις του πνεύματος επαναπαυόμενοι».
Μετά από μια δωδεκαετία αγώνων, επέστρεψε στη μονή Στουδίου, γιατί είχαν αρχίσει οι άνθρωποι να τον συγχίζουν. Ύστερα από έναν υψηλό πυρετό και αφού προείδε το τέλος του και λειτούργησε για τελευταία φορά, παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Πλάστη του. Ετάφη ένδοξα στο παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου της μονής Στουδίου.
Ο ωραίος βίος του γράφηκε περί το 940 από Στουδίτη μοναχό, που ήταν μαθητής του μαθητή του Λουκά, ο μεταξύ των «πατέρων άριστος» και «μαθητής του προσφιλέστατος». Άγνωστη στο Όρος η τιμή του ως Αγιορείτου.  

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

ΟΙ ΥΠΟΜΕΝΟΝΤΕΣ ΤΟΥΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΛΟΓΙΖΟΝΤΑΙ


Στην Καλύβα «Αγία Τριάς» της ίδιας Σκήτης, ασκητικά ζούσανε πέντε αδέρφια κατά σάρκα, οι όποιοι γίνανε Μοναχοί, και πήρανε τα ονόματα: Αθανάσιος, Γρηγόριος, Αρτέμιος, Φιλάρετος και Μακάριος.
Στην αρχή ζούσανε ομόφωνα με ειρήνη και αγάπη, υπακοή και σεβασμό προς το σχήμα και την Καλογερική, σύμφωνα με τις υποσχέσεις του Μοναχισμού.
Με την πάροδο όμως του χρόνου, ξεθύμανε εκείνη ή πρώτη ευλάβεια και λίγο το αδελφικό θάρρος, λίγο το θέλημα πού με τέχνη και πολλή μαστοριά βάνει ό Διάβολος, άρχισαν να κάνει ό καθένας ότι ήθελε, χωρίς να ρωτάει τον άλλον.

Έτσι μπήκε ανάμεσα τους, χωρίς να το καταλάβουν, ή ψύχρα, ακολούθησε γκρίνια και φιλονικίες, οι όποιες καταλήγανε σε σοβαρά επεισόδια, μαλώματα, φωνές, χειροδικίες και έντονα κτυπήματα τόσο, πού ό ένας έσπαγε το κεφάλι, το χέρι, το πόδι ή ότι άλλο μπορούσε του άλλου αδελφού, ώσπου να, τον υποτάξει στη δική του θέληση. Δε σεβόταν ό μικρός το μεγάλο, ούτε ό μεγάλος υπολόγιζε το μικρό αδελφό.

Οι καυγάδες και τα άσχημα επεισόδια συνεχίζοντας σχεδόν κάθε μέρα, ήταν σπάνιο πράγμα να πέρναγε ήμερα και να μην ακούνε, οι γειτονικοί ασκητές, τους αδελφούς αυτούς να καυγαδίζουν και να κτυπιόνται, Όποιος από τους γείτονες ή τους άλλους Πατέρες τολμούσε να επέμβει για να τους χωρίσει ή να μεσολαβήσει να ειρηνεύσουν και να μη μαλώνουν, έφευγε ξυλοδαρμένος κι έτσι κανείς δε μπορούσε να βοηθήσει τα αδέρφια αυτά.

Πέρασαν σαράντα χρόνια μαρτυρικής ζωής, πού τα πέντε αυτά αδέρφια καθημερινά μάλωναν. Οι Πατέρες της Σκήτης είχαν συνηθίσει στις καθημερινές αυτές φωνές τους και λέγανε: «Οί ταραχοποιοί αδελφοί πάλι μαλώνουν και σκοτώνονται».

Μετά από το χρονικό αυτό διάστημα των 40 χρόνων, πέρασε μια μέρα, πέρασε δεύτερη και τρίτη μέρα και, από τ' αδέρφια αυτά δεν ακούστηκαν οι συνηθισμένες φωνές τους, αλλά στη Καλύβα τους επικρατούσε άκρα σιγή.

Στους Πατέρες φάνηκε περίεργο πού δεν άκουγαν να μαλώνουν, άλλα κανείς δεν τολμούσε να πάει για να ιδεί τι συμβαίνει.

Την τρίτη προς την τέταρτη ημέρα, στον ύπνο του Δικαίου της Σκήτης παρουσιάζεται ή Αγία Άννα και του είπε: «Πηγαίνετε με τους Πατέρες να θάψετε, με δόξες και τιμές, τους πέντε Μάρτυρες του Χριστού, τα πέντε αδέρφια, πού για την αγάπη του Κυρίου γίνανε Καλόγεροι και από φθόνο του Διαβόλου μαλώνανε χωρίς αιτία και παρά τη θέληση τους, το βράδυ όμως κάθε ήμερα μετά το Απόδειπνο, συγχωρούσε από την καρδιά του ό ένας τον άλλον και δε βάστηξε ποτέ ή κακία μέσα τους ούτε μια ολόκληρη ήμερα, διότι εφάρμοζαν με ακρίβεια το ρητό πού λέγει: «Μη έπιδυέτω ό ήλιος επί τω παροργισμό υμών, οργίζεστε, και μη αμαρτάνετε» (Έφεσ. Δ' 24).

Ό Δίκαιος - πρόεδρος της Σκήτης - άμα άκουσε αυτά από την Αγιάννα, αμέσως κάλεσε τους Πατέρες σε γεροντική Σύναξη και πήγαν όλοι στην Καλύβα, πού ζούσαν τα πέντε αδέρφια, βρήκαν την πόρτα ανοιχτή, μπήκαν μέσα και βρήκαν σε στάση πού βάνουμε μετάνοια μετά το Απόδειπνο μέσα στην εκκλησία και τους πέντε πεθαμένους να εκπέμπουν άρρητη ευωδιά και έπληρώθη σ' αυτούς το ρητό της Αγίας Γραφής πού λέγει «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε. Εν ω γαρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε... και όπου εύρώ σε εκεί και κρίνω σε» (Ματθ. Ζ' 1,2).

Τότε όλοι οί Πατέρες, αφού πήραν ένα μάθημα ανεξικακίας από τους Μοναχούς αυτούς, με τιμές και θυμιάματα συνόδευσαν τους Μάρτυρες του Χριστού και κήδευσαν τα σώματα τους στο Κοινό Κοιμητήρι με τους άλλους Πατέρες και δόξασαν το Θεό, πού με κάθε τρόπο οικονομεί τη σωτηρία των ανθρώπων.

Άγιο Όρος: ο τάφος μου - η Ανάστασή μου

Ένας παλιός καραβοκύρης μου έλεγε: «Είχαμε τότε τα ιστιοφόρα. Και δεν φοβόμασταν την ανοιχτή θάλασσα, γιατί το πανί κρατούσε το καράβι, και έπαιζε με το κύμα. Δυσκολία πολλή συναντούσαμε, όταν πλησιάζαμε στη στεριά. Και όταν πηγαίναμε τους υποψήφιους μοναχούς στο Όρος, ξέραμε ότι δεν θα τους ξαναπαίρναμε. Τους χάναμε, δεν ξανάβγαιναν έξω, όπως δεν γυρίζουν πίσω οι πεθαμένοι που τους πάνε στο κοιμητήριο».
Το Άγιον Όρος το χαρακτήρισε κοιμητήριο, τάφο, όπου μπαίνει κανείς και δεν βγαίνει έξω. Και είχε δίκιο. Μπορούμε να πούμε ότι το Άγιον Όρος είναι ένα κοιμητήριο νεκρών σπόρων, από όπου βλάστησε μια άλλη ζωή και ανθοφορία.
Το Άγιον Όρος είναι κάτι που σε συγκινεί βαθύτατα και σε έλκει. Κάτι που έχει σχέση με ένα θάνατο και με μια ζωή. Ο υποψήφιος μοναχός έρχεται στο Άγιον Όρος. Μένει εν ελευθερία. Θέλει να δει ποιές αντιδράσεις δημιουργούνται μέσα του με το τόπο. Και οι αντιδράσεις είναι διάφορες, ποικίλλουν κατά τα πρόσωπα και κατά τις αναζητήσεις των.
Εάν η κλίση σου είναι γι' αυτή τη ζωή, τη λογική, τον τόπο και το κλίμα, τότε μένεις. Γίνεται η κουρά σου. Και το άγιο Θυσιαστήριο, η αγία Τράπεζα είναι ο Τάφος ο πανάγιος του Χριστού, απ' όπου ανατέλλει ως Νυμφίος εκ παστάδος φωτεινής. Και αγαπάς έναν Τάφο. Και προσπίπτεις στον Τάφο, επειδή αγαπάς τη ζωή.
Η πρώτη ευχή των παλαιών αγιορειτών σε ένα νέο μοναχό είναι: «Καλή υπομονή». Αυτή η υπομονή, το να μένεις εκούσια υπό, είναι μια ευλογία που κρύβει μέσα της πολύ δυναμισμό, γιατί σε ωθεί προς τον δρόμο της εκουσίου νεκρώσεως, της ταφής εις την «γην την αγαθήν», απ' όπου ελευθερώνεται, ενεργοποιείται κάποιος δυναμισμός κεκρυμμένος και συνεπτυγμένος μέσα σου, και βλαστάνει ο σπόρος της υπάρξεως σου αποδίδων «καρπόν εκατονταπλασίονα»
Και για να συμβεί αυτό, θα πρέπει ο σπόρος της υπάρξεως σου να είναι ζωντανός, να έχει το στοιχείο που μπορεί να αντέξει στη διαδικασία της ζωηφόρου νεκρώσεως. Και θα πρέπει να έλθει η ώρα σου, να ωριμάσει ο σπόρος, να συνειδητοποιήσει ο άνθρωπος ότι αυτή είναι η μόνη πορεία του, και δεν γίνεται διαφορετικά.
Και περνά ο χρόνος, για να έλθει η ώρα. Και η τελική ώρα είναι τόσο φρικτή, που θα θέλαμε πάση θυσία να την παρακάμψωμε, να την αποφύγομε. Όμως δεν γίνεται διαφορετικά, εάν δεν πιούμε το πικρό ποτήριο του θανάτου.
Η μελέτη του θανάτου είναι μελέτη ζωής. Αυτό που αναπόφευκτα βλέπουμε μπροστά μας να πλησιάζει είναι ο θάνατος. Αυτό που υπάρχει μέσα μας είναι η δίψα της αιώνιας ζωής.
Και επειδή αγάπησες το δρόμο αυτής της ζωής και ασκήσεως, προχωρείς. Αρχίζεις να θάπτεσαι, να ζεις τη νέκρωση και να τρέφεσαι από ζωή ανώλεθρο, από χαρά που δεν παρέρχεται.
Όταν βαπτίζεται «εις τον θάνατον» του Ιησού, ενδύεσαι τον Χριστό και παίρνεις όνομα. Όταν γίνεσαι μοναχός λαμβάνεις δεύτερο βάπτισμα και παίρνεις νέο όνομα.                 
Η ακολουθία της κουράς σου λέει όλη την αλήθεια για τη ζωή της ασκήσεως που σε περιμένει. Σου μιλά για την άφατη χαρά και αγαλίαση που θα φτάσεις, αφού περάσεις ατέλειωτα βάσανα και απρόσμενους πειρασμούς. Σου περιγράφει ξεκάθαρα «πάντα τα λυπηρά και επίπονα της χαροποιού κατά Θεόν ζωής» εν τέλει όλα οδηγούν σε μια δοκιμασία όπου απειλείται το παν, σε μια κρίση που ξεπερνά συχνά τη λογική και την αντοχή του.
Εκείνη την ώρα της έσχατης απορίας και εγκαταλείψεως, αν συνειδητά πεις με όλη σου την ύπαρξη «ας γίνει το θέλημά Σου, Θεέ μου, ό,τι κι αν μου στοιχίσει»,τότε αλλάζεις όλος. Ενδύεσαι τον Χριστό. Αλλάζει όνομα ο τόπος. Γίνεσαι άλλος.
«Οι δε υπομένοντες τον Θεόν αλλάξουσιν ισχύν, πτεροφυήσουσιν ως αετοί, δραμούνται και ου κοπιάσουσιν». Τότε ζεις τις συνέπειες της ευχής «καλή υπομονή». Νοιώθεις ότι έζησες μια ζωή, για να φτάσεις σε κείνη τη στιγμή και σ' εκείνο τον τόπο. Αυτή η στιγμή είναι αστραπή και αιωνιότης.
Τότε δεν έχεις καμία απορία. Δεν αναπολείς τίποτε, ούτε προσδοκάς. Η θεία επίσκεψη δια μας εξαφάνισε τον χωρισμό σε παρελθόν και μέλλον, κάνοντας τα πάντα ένα παρόν πλησμονής.
Ακινητείς. Μένεις ενεός. Γεμάτος έκπληξη. Με ανοιχτές τις αισθήσεις. Με το να είσαι όλος μια αίσθηση.
Αξιολογείς τα πάντα διαφορετικά. Βρίσκεις τον πλούτο, τη δόξα και τον παράδεισο εκεί όπου άλλοι βλέπουν τη συμφορά που πρέπει να αποφύγουν.
«Βασιλεύς της Δόξης» γνωρίζεται ο Χριστός πάνω στο Σταυρό και απλωμένος ύπτιος νεκρός στον Επιτάφιο Θρήνο. Από τότε ευφραίνεσαι περιφρονούμενος. Χαίρεσαι υποτιμούμενος. Και βοηθείσαι διαγραφόμενος.
Γράφεται στις πλάκες τις καρδιάς σου ένας νόμος, όπως γράφτηκε στις πέτρινες πλάκες στο όρος Σινά. Η νέα νομοθεσία, της αγάπης, που τη δέχτηκες προσωπικά, σε σφράγισε, ως «σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου». Φέρεις επάνω σου το μοναχικό σχήμα, που είναι σταυρός, με την ομολογία της νίκης: Ι(ησού)Σ Χ(ριστό)Σ ΝΙΚΑ. Φ(ως) Χ(ριστού) Φ(αίνει) Π(άσι). Τ(όπος) Κ(ρανίου) Π(αράδεισος) Γ(έγονε).        
Έκτοτε κυκλοφορείς διαφορετικά. Κουβαλάς την εμπειρία αυτή ως αιμορραγία. Κουβαλάς τη θανή, που σε έφερε στη ζωή. Δεν βγαίνεις έξω από τον τάφο. Τρέφεσαι απ' αυτόν, όπως το φυτό από τις ρίζες του μέσα στη γη. Από αυτή την εμπειρία αρθρώνεται ο λόγος σου, διαμορφώνεται ο χώρος σου. Είναι όλα φανέρωση αυτής της νεκραναστάσεως. Είναι όλα ντυμένα με σεμνότητα κατανύξεως και πηγαίο δυναμισμό αιωνίου ζωής.
Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, γνήσιος αγιορείτης, το λέει ξεκάθαρα, ότι το βάθρο όπου πατά δεν είναι, όπως πολλοί νομίζουν, σκαμνί ή θρόνος, αλλά είναι ο τάφος του, απ' όπου μιλά ο νεκρός εαυτός του.

του Πανοσ. Αρχιμανδρίτου π. Βασιλείου Γοντικάκη, Ιβηρίτη
Εισήγηση σε συνέδριο «Φως Χριστού φαίνει πάσι», 27 Νοεμβρίου 1997
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...