Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ 1ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

Ὁ Ἅγιος Ἀνανίας ὁ Ἀπόστολος

Ὑπακούετε «ἐκ καρδίας εἰς ὂν παρεδόθητε τύπον διδαχῆς». Κάνετε ὑπακοὴ μὲ ὅλη τὴν καρδιά σας στὸν ἀκριβὴ κανόνα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας.
Τέτοιος ἄνθρωπος ὑπακοῆς στὸν Θεὸ ἦταν καὶ ὁ ἀπόστολος Ἀνανίας. Διότι, ὅταν ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε μὲ ὅραμα νὰ συναντήσει τὸ Σαῦλο, ποὺ ἦταν ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος τῶν χριστιανῶν, ἔκανε ὑπακοὴ στὰ λόγια τοῦ Κυρίου.
Ἀμέσως πῆγε στὴν Εὐθεῖα ὁδὸ καὶ ἀναζήτησε τὸ σπίτι τοῦ Ἰούδα, ὅπου ἦταν ὁ Σαῦλος. Τὸν θεράπευσε, τὸν βάπτισε χριστιανό, καὶ ἔπειτα αὐτός, μὲ τὸ ὄνομα Παῦλος, ἔγινε ὁ μέγας Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν.
Κατόπιν ὁ Ἀνανίας πῆγε στὴν Ἐλευθερούπολη, ὅπου μὲ τὴ διδασκαλία του εἵλκυσε στὸν Χριστὸ πολυάριθμες ψυχές. Ὁ θόρυβος ὅμως ποὺ δημιούργησε ἡ ἀποστολική του δράση, ἔκανε τὸν ἡγεμόνα Λουκιανὸ νὰ τὸν συλλάβει. Χρησιμοποίησε πολλοὺς καὶ ποικίλους τρόπους προκειμένου νὰ ἀλλαξοπιστήσει ὁ Ἀνανίας. Ἀλλὰ ὁ Ἀνανίας ἔμεινε ἀμετακίνητος στὰ χριστιανικά του φρονήματα.
Τότε ὁ Λουκιανὸς τὸν μαστίγωσε μὲ νεῦρα βοδιῶν. Ἔπειτα, μὲ σιδερένια νύχια τοῦ ξέσχισε τὰ πλευρὰ καὶ ἔκαψε τὶς πληγές του μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Τέλος, ἀφοῦ τὸν ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, τὸν λιθοβόλησε.
Ἔτσι, ὁ Ἀνανίας πῆρε τὸ ἁμαράντινο στεφάνι τῆς ὑπακοῆς στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ἔμπλεως χάριτος, τοῦ Τρισηλίου φωτός, τὸ σκεῦος ἐφώτισας, τῆς ἐκλογῆς τοῦ Χριστοῦ, Ἀνανία Ἀπόστολε· ὅθεν ἀνακηρύξας, εὐσέβειας τὸν λόγον, ἄθλοις ἐβεβαιώσω, τὴν σωτήριον χάριν· δι’ ἧς τοῖς σὲ εὐφημοῦσι, δίδου τὰ πρόσφορα.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.

Ὁ ἐν πρεσβείαις, θερμότατος ἀντιλήπτωρ, καὶ τοῖς αἰτοῦσι, ταχύτατα ἐπακούων, δέξαι τὴν δέησιν Ἀνανία ἡμῶν, καὶ τὸν Χριστὸν δυσώπει, τοῦ ἐλεῆσαι ἡμᾶς, τὸν μόνον ἐν Ἁγίοις δοξαζόμενον.

Μεγαλυνάριον.

Δι’ ἀποκαλύψεως θεϊκῆς, τῷ Σαύλῳ βραβεύεις, τὸν οὐράνιον φωτισμόν· ὅθεν Ἀνανία, ὡς Μάρτυρά σε θεῖον, Ἀπόστολόν τε ἅμα, Χριστὸς ἐδόξασε.

Ὁ Ὅσιος Ῥωμανὸς ὁ Μελῳδὸς


Οἱ πληροφορίες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου Ῥωμανοῦ δυστυχῶς εἶναι λίγες.
Ἔζησε, κατὰ μία ἐκδοχὴ τὸν 8ο αἰῶνα ἐπὶ τοῦ βασιλέως Ἀναστασίου τοῦ Β’. Ἀρχικὰ εἶχε χρηματίσει διάκονος στὴν ἐκκλησία τῆς Βηρυτοῦ. Κατόπιν μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔμεινε στὰ κελιὰ τοῦ Ναοῦ τῆς Θεοτόκου.
Ὁ Ῥωμανὸς εἶχε μέτρια παιδεία καὶ τὸ ποιητικὸ ταλέντο του ἦταν ἀκόμα ἄγνωστο. Διεκατέχετο ὅμως ἀπὸ μία βαθιὰ πίστη στὴν σεπτὴ μνήμη τῆς Παναγίας τῆς Παρθένου καὶ τακτικὰ παρακολουθοῦσε στὸν Ναὸ τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν τὶς κατανυκτικὲς ὁλονυκτίες.
Σὲ μία τέτοια, στὴν γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων ποὺ παραβρέθηκε, ἡ ψυχὴ του γέμισε μὲ κατάνυξη καὶ ὅταν γύρισε στὸ κελί του εἶδε ὄνειρο τὴν Παναγία νὰ τοῦ προσφέρει ἕνα βιβλίο καὶ νὰ τοῦ λέει νὰ τὸ καταφάει. Ὁ Ῥωμανὸς ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ ὀνείρου συνέθεσε γιὰ τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὸ τροπάριο «Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει».
Ἀπὸ τὴν στιγμὴ αὐτὴ ἡ ποιητικὴ ἐπιφοίτηση τοῦ Ὁσίου Ῥωμανοῦ ἔμεινε ἄσβεστη καὶ ἀναδείχτηκε ὁ ἐξωχότερος καὶ μεγαλύτερος μελῳδὸς τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ὡς σάλπιγξ θεόληπτος, τῶν οὐρανίων ᾠδῶν, ἐνθέως ἐφαίδρυνας, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, τοῖς θείοις σου ᾄσμασι· σὺ γὰρ τῆς Θεοτόκου, ἐμπνευσθεὶς τῇ ἐλλάμψει, ἔνθεος ὑμνηπόλος, ἐγνωρίσθης ἐν κόσμῳ· διό σε πόθῳ τιμῶμεν, Ῥωμανὲ Ὅσιε.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὤσπερ κιθάραν τῆς σοφίας παναρμόνιον
Καὶ ὑποφήτην θεοπνεύστων ἀναβάσεων
Εὐφημοῦμεν Ῥωμανέ σε ᾀσμάτων ὕμνοις.
Ἀλλ’ ὡς φόρμιγξ δωρεῶν τῶν ὑπὲρ ἔννοιαν
Πρὸς ἐγρήγορσιν ἡμᾶς θείαν διέγειρον
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Θεόληπτε.

Μεγαλυνάριον.

Ἄνωθεν τὸ δῶρον ἀπειληφῶς, ἐκ τῆς Θεοτόκου, παμμακάριστε Ῥωμανέ, ὕμνησας πανσόφως, τὰ θεῖα μεγαλεῖα, κενώσεως τοῦ Λόγου, ὡς ἔμπνουν ὄργανον.
 
Ὁ Ἅγιος Δομνίνος

Ὑπῆρξε στὰ τέλη τοῦ 3ου αἰῶνα (288) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη.

Ὅταν ὁ Μαξιμιανὸς ἔκτιζε βασιλικὰ ἀνάκτορα στὴν πόλη αὐτή, τότε συνελήφθη ὁ Ἅγιος αὐτὸς σὰν Χριστιανὸς καὶ κήρυκας τῆς εὐσέβειας. Ὁδηγήθηκε μπροστὰ στὸν βασιλιὰ Μαξιμιανό, ποὺ τοῦ εἶπε, πῶς τολμάει νὰ ὁμολογεῖ ἄλλον Θεό, ἀπ’ αὐτὸν ποὺ ὁ βασιλιὰς λατρεύει.
Καὶ τοῦ συνέστησε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ἂν θέλει νὰ ζήσει. Ὁ Ἅγιος ὅμως δὲν πείστηκε καὶ ὁ βασιλιὰς διέταξε καὶ τοῦ ξέσχισαν τὸ σῶμα. Ἀλλὰ ὁ Δομνίνος, ἐνῷ ἔπασχε, περιγελοῦσε τὸν τύραννο.
Τότε αὐτὸς διέταξε νὰ τὸν ὁδηγήσουν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ νὰ τοῦ σπάσουν τὰ σκέλη.
Ἀφοῦ λοιπόν, ἔκοψαν μὲ τὸν πιὸ ὠμὸ τρόπο τὰ πόδια, ἔμεινε ἀκόμη ζωντανὸς ἑπτὰ ὁλόκληρες ἡμέρες χωρὶς νὰ φάει τίποτε. Ἔπειτα εὐχαριστώντας τὸν Θεό, τοῦ παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχή

.Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ ψάλτης ὁ καλούμενος Κουκουζέλης


Ἄριστος μουσικὸς καὶ καλλικέλαδος.
Καταγόταν ἀπὸ τὸ Δυρράχιο καὶ ὑπῆρξε στὰ χρόνια τῶν Κομνηνῶν, καὶ ἦταν ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα. Ἡ εὐσεβὴς μητέρα του ὅμως, ἔδωσε τὴν εὐκαιρία στὸ παιδί της νὰ μάθει τὰ ἱερὰ γράμματα, τὸ ὁποῖο, ἐπειδὴ ἦταν πολὺ ἔξυπνο καὶ πολὺ καλλίφωνο, ὅλοι τὸ φώναζαν ἀγγελόφωνο.
Σὲ κατάλληλη ἡλικία κατέφυγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου μόνασε στὸ κελὶ τῶν Ἀρχαγγέλων τῆς Μεγίστης Λαύρας. Ἔψαλε στὴν Μεγίστη Λαύρα μαζὶ μὲ τὸν Γρηγόριο  Δομέστικο, ποὺ τιμᾶται τὴν ἴδια ἡμέρα.
Ἔτσι ὁσιακὰ ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ἰωάννης, ψάλλοντας θεσπέσιους ὕμνους πρὸς τὸν Θεό, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ στὶς ἀρχὲς τοῦ 15ου αἰῶνα καὶ τάφηκε στὸ κελὶ ποὺ μόναζε.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Ἡ ἡδύφωνος χάρις Πάτερ τῆς γλώττης σου, κατακηλεῖ καὶ εὐφραίνει τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ· σὺ γὰρ ἔνθους ὑμνῳδὸς ὤφθης μακάριε· ὅθεν νομίσματι χρυσῷ, σὲ ἠμείψατο λαμπρῶς, ἡ Ἄχραντος Θεοτόκος, ἣν Ἰωάννη δυσώπει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς ἀηδὼν θείων ᾀσμάτων καλλικέλαδος
Καὶ ταπεινώσεως ἐξαίρετον ὑπόδειγμα
Ἀνυμνοῦμέν σε θεόληπτε Ἰωάννη.
Ἐν τῷ Ἄθῳ γὰρ ὡς ἄγγελος ἐβίωσας
Καὶ Θεὸν ἡδίστοις χείλεσιν ἀνύμνησας·
Ὅθεν κράζομεν, χαῖρε Πάτερ ἡδύφωνε.

Μεγαλυνάριον.

Χαίροις εὐφωνίας ἀγγελικῆς, ἡδύφωνος τέττιξ, καὶ καλλίφωνος ἀηδών· χαίροις Ἰωάννη, χάριτος θείας σκεῦος, καὶ Μοναστῶν τοῦ Ἄθω, ὡς ἔμπνουν ὄργανο
ν.

ό Γέροντας Αγάπιος

Ο ΣΑΤΑΝΑΣ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ ΤΟ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΦΕΡΝΕΙ ΣΥΓΧΥΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

15 Στη Σκήτη των Καυσοκαλυβίων, στην Καλύβα «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου» ασκήτευε ό Γέροντας Αγάπιος Μοναχός με τη συνοδεία του, το Μοναχό Πηγάσιο, πού περνούσαν πολύ φτωχικά και στερημένα.

Κατά το έτος 1935 - 6, ό υποτακτικός Πηγάσιος, θύμισε στον Γέροντα του Αγάπιο, πώς καλά θα ήταν, άμα τελειώσει την άλλη μέρα το πρωί ή προσευχή της Ακολουθίας,
να γυρίσει με ένα γράμμα, της Κυριάρχου Μονής Μεγίστης Λαύρας, πού το λένε «Απανταχούσα» στα άλλα Καλύβια της Σκήτης για να μαζέψει ελεημοσύνες και οικονομική ενίσχυση να μπορέσουν να διορθώσουν το Καλύβι τους πού ήταν ερειπωμένο.

Ό Γέρο - Αγάπιος βρήκε καλή τη γνώμη του υποτακτικού του, κι ετοιμάστηκε να φύγει, αφού τελείωσε ή Ακολουθία του Όρθρου. Ό αδελφός Πηγάσιος θα συνέχιζε την προσευχή, με την ανάγνωση των Ωρών, των Τυπικών, της Παρακλήσεως και λοιπής Ακολουθίας.


αφού τελείωσε την πρώτη, τρίτη και έκτη Ώρα, ό αδελφός Πηγάσιος του φάνηκε πώς κινιόταν μια σκιά μέσα στο ιερό, ή οποία πολλές φορές κοιτούσε προς το αναλόγιο. Πρόσεξε λίγο και του φάνηκε πώς ήταν ό Γέροντας του, προς τον όποιο είπε ό Πηγάσιος:
«Καλά Γέροντα δεν έφυγες; Γιατί δε θέλεις να πας, αφού ξέρεις πώς είναι ανάγκη, έφ' όσον όμως δεν θέλεις να πας για την Απανταχούσα, τι να σου ειπώ, κάτσε φτού, αφού σου αρέσει να είσαι φυλακή». Κι όταν είπε αυτά, συνέχισε την προσευχή του.

Όταν τελείωσε όλη την Ακολουθία κι ετοιμαζότανε να βγει από την εκκλησία, δ Μοναχός Πηγάσιος βλέπει και πάλι τη σκιά να είναι προσηλωμένη στη θέση της, πού από την αρχή του φάνηκε πώς είδε. Τότε πλησίασε να βεβαιωθεί περί τίνος πρόκειται, και είδε πώς δεν ήταν ό Γέροντας του και το φαινόμενο μεγάλωνε τόσο πολύ, πού έφτασε στο ύψος το ταβάνι της εκκλησίας.


Ό αδελφός Πηγάσιος κατάλαβε πώς δεν ήταν ό Γέροντας του, αλλά ήταν ακάθαρτο πνεύμα και τον κατέλαβε αόρατος φόβος και τρόμος τόσο πολύ, πού άρχισε να τρέμει και να παρακαλεί τον Κύριο να τον απαλλάξει από την παρουσία του.
Με τη χάρι του Θεού, το μεν ακάθαρτο πνεύμα εξαφανίστηκε, ό δε Πηγάσιος έφυγε από την εκκλησία κι από το σπίτι ακόμη και πήγε στο γείτονα του, τον Γέρο - Νικόδημο στην Καλύβα πού είναι δίπλα από τον Ευαγγελισμό «Μεταμόρφωσις του Σωτήρος».

Ό Γέρο - Νικόδημος, άμα είδε τρομαγμένο τον αδελφό Πηγάσιο, πήγε μαζί του στην εκκλησία της Καλύβης τους και διαπίστωσαν και οί δυο, πώς δεν υπήρχε τίποτα, γιατί είχε εξαφανιστεί ό Δαίμονας, πού με τη μηχανή του αύτη, θέλησε να συγχύσει τον αδελφό, να διακόψει την προσευχή του και να αφαιρέσει το νου του Μονάχου από τη θεία θεωρία και πνευματική προσήλωση, αλλά και να του δημιουργήσει αίσθημα φοβίας, πράγμα πού σε πολλούς μοναχούς επιχειρεί και μάλιστα στους αρχάριους κάνει θορύβους με φανταστικές κινήσεις,
αλλόκοτους κρότους και άναρθρες κραυγές, στις όποιες δεν πρέπει ποτέ να δίνομαι σημασία, διότι ό Δαίμονας χωρίς την άδεια και παραχώρηση του Θεού δεν μπορεί ποτέ να βλάψει το πλάσμα του Θεού τον άνθρωπο.

Ας θυσιάσουμε το φθαρτό για το Πνεύμα. Αφοσιώσου απόλυτα στον Θεό



του Οσίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ

Τώρα που διέρχεσαι τη σκοτεινή και βαθιά άβυσσο των θλίψεων που ξαφνικά άνοιξε μπροστά σου, πρέπει να στηριχθείς στον σταθερό βράχο της πίστης. Μην αντιμετωπίζεις τα κύματα με βήματα διστακτικά, μη σε καταβάλει η ανθρώπινη αδυναμία και λιποψυχία.

Προχώρα κατά πάνω τους με θάρρος, με βήματα σταθερά, με πίστη.

Και τότε τα κύματα του νερού θα γίνουν κάτω από τα πόδια σου σταθερά σαν γρανίτης.

Η δειλία κι η αμφιβολία στη θέα της θάλασσας των συμφορών, στη θέα του ισχυρού ανέμου, δεν σου ταιριάζουν. Αυτό είναι πέρα για πέρα αλήθεια.

Εκείνος που σε κάλεσε να περπατήσεις στη θάλασσα αυτή των συμφορών, που σ’έχει ξεχωρίσει από τους άλλους αδελφούς για να βαδίσεις τον δρόμο αυτό, είναι ο ίδιος ο Κύριος. Η κλήση αυτή είναι ταυτόχρονα και μια ευλογημένη επιλογή. Τους δικούς Του ο Χριστός τους σφραγίζει με τη σφραγίδα των θλίψεων. Βρήκε την ψυχή σου κατάλληλη και γι’ αυτό την σημάδεψε με την σφραγίδα Του. Το μικρό ποίμνιο, η μερίδα του Χριστού, ξεχωρίζει από το πλήθος των άλλων ανθρώπων. Εκείνοι που είναι του Χριστού φέρουν στα χέρια τους το χάραγμα της εκλογής τους από τον Χριστό – το «ποτήριο» του Χριστού. Στους ώμους τους φέρουν το λάβαρο – τον Σταυρό του Χριστού.

(…)

Τώρα την σκοτεινή και βαθειά θάλασσα των θλίψεων την βλέπεις από την ακτή. Βλέπεις μακριά, εκεί που το χρώμα της θάλασσας μπερδεύεται με το χρώμα του ουρανού. Σε φοβίζει η αβυσσαλέα απόσταση που σε χωρίζει από την πίστη. Ακούς τον άγριο παφλασμό των κυμάτων και τον μονότονο πάταγο που κάνουν. Μην απελπίζεσαι. Μην επιτρέπεις να μπει στην ψυχή σου η θάλασσα των λογισμών της θλίψης. Εδώ ελλοχεύουν περισσότεροι κίνδυνοι. Είναι πολύ πιο εύκολο να πνιγείς μέσα σ’αυτή τη θάλασσα παρά στην άλλη, την αισθητή.

Χαίρε! Και πάλιν ερώ, χαίρε! Ο λόγος που βρίσκεσαι στην ακτή της θάλασσας των θλίψεων, είναι μόνο για να την διαβείς και να περάσεις στην γη της χαράς. Η απέραντη θάλασσα έχει και μιαν άλλην ακτή, μ’ όλο που τα μάτια της ανθρώπινης λογικής δεν την βλέπουν. Η ακτή αυτή είναι ο Παράδεισος, που ‘ναι γεμάτος πνευματική αγαλλίαση. Εκείνοι που έφτασαν στην ευλογημένη αυτή ακτή ξεχνούν όλες τις θλίψεις που είχαν στην γη, γιατί μπροστά τους βλέπουν την πνευματική χαρά. Βάδισε με σταθερό βήμα προς το ελαφρύ πλοίο της πίστης και σάλπαρε με τα φτερά της κατεπάνω στα μεγάλα κύματα. Πολύ πιο σύντομα απ’ότι μπορείς να υποπτευθείς, πολύ πιο γρήγορα απ’όσο μπορείς να φανταστείς, θα διαβείς την θάλασσα αυτή και θα φθάσεις στον Παράδεισο. Ανάμεσα όμως στον πνευματικό παράδεισο και τη σαρκική και συνηθισμένη ζωή που βιώνουν όλοι οι άνθρωποι, έχει τεθεί μια οροθεσία, μια μεγάλη θάλασσα ας πούμε. Είναι ο Σταυρός και η Σταύρωση. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για τον Παράδεισο. Εκείνον που ο Θεός θέλει να τον οδηγήσει στον Παράδεισο, πρώτα τον περνάει από τον δρόμο που οδηγεί εκεί. Από τον Σταυρό. Όπως είπε ένας άγιος ασκητικός πατέρας, «όταν στον άνθρωπο στέλνονται θλίψεις ατέλειωτες, αυτό είναι σημείο της εκλογής του Θεού».

Ας νεκρωθούμε για τον κόσμο με τις θλίψεις. Έτσι θα μπορέσουμε να δεχθούμε μέσα μας ένα ξύπνημα και μια επιτάχυνση της πορείας μας προς τον Θεό μέσα από την φανερή και πεντακάθαρη ενέργεια του Πνεύματος.

Ας θυσιάσουμε το φθαρτό για το Πνεύμα. Αφοσιώσου απόλυτα στον Θεό. Ρίξε τον εαυτό σου στη σωστική άβυσσο της πίστης, όπως πέφτει κανείς από τον βράχο στη θάλασσα

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012

Για τον κομερκιάριο(φοροεισπράκτορα) Μόσχο.

Επισκεφτήκαμε τον αββά Ευστάθιο τον ηγούμενο στο κοινόβιο του σπηλαίου του αγίου Σάββα. Κι ήταν εκεί κάποιος κομερκιάριος στο όνομα Μόσχος. Κι όταν πήγαμε στην Τύρο, μας διηγήθηκε: «Όταν ήμουν κομερκιάριος, πήγα να λουστώ αργά το βράδυ και βρίσκω στο δρόμο μια γυναίκα που έστεκε στο σκοτάδι. Εγώ πήγα και την πλησίασα κι αυτή δέχτηκε να με ακολουθήσει. Εγώ τότε, από τη διαβολική χαρά δεν λούστηκα, αλλά όρμησα στο δείπνο. Και μολονότι την παρότρυνα πολύ, δεν δεχόταν να γευτεί· τέλος πάντων σηκωθήκαμε να κοιμηθούμε και, μόλις πήγα να τη φιλήσω, έκραξε μεγαλόφωνα με δάκρυα: «Αλίμονό μου, στην άθλια». Εγώ τότε τρόμαξα και ρωτούσα την αιτία. Αυτή με περισσότερα δάκρυα μου λέει: «Ο άνδρας μου είναι πραματευτής και ναυάγησε κι έχασε και τα δικά του και τα ξένα. Κι είναι στη φυλακή από τα χρέη. Και μη έχοντας τι να κάνω, για να του πάρω τουλάχιστον ψωμί, αναγκάστηκα από την πολλή καταισχύνη να δώσω το σώμα μου, για να βρούμε τουλάχιστο ψωμί. Γιατί τα άρπαξαν όλα». Και λέω: «Τί υπόλοιπο χρωστάς:» Και λέει: «Πέντε λίτρες χρυσάφι». Πήρα λοιπόν το χρυσάφι και της το έδωσα λέγοντας: «Βλέπεις ότι δεν σε άγγιξα, φοβούμενος την κρίση του Θεού. Πάρε και βγάλε τον και προσευχηθείτε για μένα».

Κατόπι, μετά από αρκετό καιρό, συκοφαντούμαι στο βασιλιά ότι σκόρπισα τα χρήματα του κομέρκιου(το τελωνείο). Και στέλνει ο βασιλιάς και διαρπάζει το σπίτι μου και με σέρνει με το πουκάμισο στην Κωνσταντινούπολη και με βάζει στη φυλακή και κάνω κάμποσο καιρό με το παλιό πουκάμισο. Κάποια μέρα λοιπόν άκουσα ότι ο βασιλιάς θέλει να με σκοτώσει. Και λοιπόν ξέγραψα τη ζωή μου και κοιμήθηκα κλαίγοντας και οδυρόμενος. Και βλέπω κάποια που έμοιαζε με την έγγαμη γυναίκα η οποία είχε τότε τον άνδρα της στη φυλακή να λέει: «Τί είναι αυτό που έχεις, κύριε Μόσχε; γιατί είσαι κλεισμένος εδώ:» Κι όταν εγώ είπα ότι συκοφαντήθηκα και νομίζω πως θα με σκοτώσει ο βασιλιάς, μου λέει: «Θέλεις να μιλήσω για σένα στο βασιλιά και να σε απολύσει;» Και της λέω: «Και σε γνωρίζει ο βασιλιάς;» Και λέει: «Ναι». Και ξύπνησα κι απορούσα τι είναι αυτό. Και ξαναπαρουσιάζεται δεύτερη και τρίτη φορά λέγοντας το ίδιο: «Μη φοβάσαι, γιατί αύριο σε απολύει».
Και κατά τα χαράματα με παίρνουν στο παλάτι κατά διαταγή του βασιλιά. Κι όταν μπήκα και με είδε με το βρώμικο ρούχο, μου λέει: «Σε σπλαχνίζομαι, στο εξής φρόντισε να διορθωθείς». Έβλεπα δε και τη γυναίκα εκείνη να στέκει στα δεξιά του βασιλιά και να μου λέει: «Έχε θάρρος και μη φοβάσαι». Παραγγέλλει να ξαναπάρω την περιουσία μου ο βασιλιάς και, δίνοντάς μου πολλά αγαθά, με αποκατάστησε στη θέση μου, κάνοντάς με και τοποτηρητή.
Την ίδια νύχτα λοιπόν φανερώνεται η ίδια γυναίκα και μου λέει: «Ξέρεις ποιά είμαι; αυτή που σπλαχνίστηκες και δεν άγγιξες το σώμα μου για το Θεό. Να που σε λύτρωσα κι εγώ από τον κίνδυνο. Βλέπεις τη φιλανθρωπία του Θεού; Δηλαδή έμενα λυπήθηκες κι εγώ έδειξα μεγάλη ευσπλαχνία για σένα».
(Ιωάννου Μόσχου, «Λειμωνάριον», εκδ. Ι.Μ.Σταυρονικήτα-Αγ. Όρος, σ.209-211)

Λόγοι Επιφανίου Θεοδωροπούλου †1989.

Γεγονότα που φαίνονται τώρα ως συμφορές, αργότερα αποδεικνύονται ευλογίες Θεού.

* Εάν δεν υπήρχαν οι θλίψεις, δεν θα αναζητούσαμε τον Παράδεισο.

* Τις θλίψεις πρέπει να τις δεχόμαστε όπως δεχόμαστε την ταλαιπωρία μιας χειρουργικής επεμβάσεως,
προκειμένου να εξασφαλίσουμε την υγεία μας. Ο πόνος ταπεινώνει τον άνθρωπο. και όσο αυτός
ταπεινώνεται, τόσο πλησιάζει τον Θεό.

* Στις μεγάλες θλίψεις μόνο ο Θεός μπορεί να παρηγορήσει. Γι' αυτό, το καλύτερο είναι η προσευχή και όχι
τόσο οι λόγοι παρηγοριάς.

* - Ερώτησις: Γέροντα, γιατί επιτρέπει ο Θεός να υποφέρουν από φρικτές αρρώστιες δίκαιοι και ενάρετοι
άνθρωποι;
* - Απάντησις: Για να καθαρισθούν και από τα ελάχιστα ίχνη των παθών τους και για να πάρουν μεγαλύτερο
στεφάνι στον ουρανό. Εξάλλου αφού στον Υιό Του τον αγαπητό επέτρεψε να υποφέρει και να πεθάνει επί του
Σταυρού, τί να πούμε για τους ανθρώπους, οι οποίοι, όσο άγιοι κι αν είναι, έχουν ρύπους και κηλίδες από
αμαρτίες;

* «Η μεγαλύτερη άσκησης είναι να υπομένουμε αγόγγυστα όλα όσα έρχονται επάνω μας μέσα σ' αυτή την
κοιλάδα του κλαυθμώνος. Ο δε απομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται».

* «Εάν υπομείνεις την θλίψη με μακροθυμία, μαρτυρείς την πιστότητά σου στον Χριστό, την αφοσίωσή σου
στον Σωτήρα και την αγάπη σου σ' Αυτόν, ο Οποίος ανεστήθει εκ των νεκρών και μας καλεί πλησίον Του».

* «Μην αφήνετε σε καμία περίπτωση την θλίψη να σας κυρίευση... Η κατάθλιψης είναι ο δήμιος που
σκοτώνει την πνευματική ενεργητικότητα, που είναι αναγκαία για την υποδοχή του Αγίου Πνεύματος μέσα
στην καρδιά. Ένας καταθλιμμένος άνθρωπος χάνει την δυνατότητα να προσεύχεται και είναι νεκρός για τους
πνευματικούς αγώνες».

* Με απόλυτη εμπιστοσύνη να αναφωνούμε και να ζούμε το «Εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν
ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα».

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Διδακτικές Ιστορίες


   TO ΚΑΝΤΗΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΚΑΙ Η ΧΗΡΑ ΜΕ ΤΑ ΠΕΝΤΕ ΠΑΙΔΙΑ

.

Ήταν παραμονή του Ευαγγελισμού, 24 Μαρτίου του 1942, και ήμασταν στη Δράμα, στην ιδιαιτέρα μου πατρίδα.

Η ξένη κατοχή ήταν βουλγάρικη. Οι στερήσεις, οι αρρώστιες και η πείνα είχαν πάρει τρομακτικές διαστάσεις και ο θάνατος θέριζε κάθε μέρα μικρούς και μεγάλους και ιδιαιτέρως τα παιδιά.

Μεταξύ των συγγενών μου είχα και μία μακρινή θεία, χήρα με πέντε παιδιά. Τον άνδρα της τον είχαν σκοτώσει οι κατακτητές πριν από έξι μήνες στις σφαγές της 29ης Σεπτεμβρίου τού1941.
Από τρόφιμα της είχαν απομείνει ένα δάκτυλο ελαιόλαδο και μία χούφτα καλαμποκάλευρο. Εκείνο, λοιπόν, το απόγευμα σκέφθηκε ότι αύριο, του Ευαγγελισμού, είχε έστω και κάτι λίγο για τροφή στα παιδιά: εκατό δράμια αλευράκι κι ένα δάκτυλο λαδάκι.


Ξαφνικά τα μάτια της έπεσαν πάνω στο σβησμένο καντήλι, που ήταν κρεμασμένο μπροστά στο εικονοστάσι. Και τότε μπήκε στο δίλημμα:

Το λαδάκι στα νηστικά παιδιά της ή στο εικονοστάσι με την εικόνα του Ευαγγελισμού; Αποφασιστικά όμως έκαμε τον σταυρό της και είπε στην Παναγία: “Παναγία μου! Εγώ θα Σου ανάψω το καντήλι, γιατί η μέρα που ξημερώνει είναι πολύ μεγάλη για την πίστη μας, αλλά και Σύ όμως ανάλαβε να μου θρέψης τα παιδιά”. Πήρε το λιγοστό λαδάκι και μ’ αυτό άναψε το καντήλι της Παναγιάς.

Το ιλαρό του φως φώτισε το φτωχικό σπίτι και η καρδιά της γέμισε από γαλήνη. Αυτό τους συνόδευσε στη βραδινή τους προσευχή και στον ύπνο τους όλο εκείνο το αξέχαστο βράδυ.

Την άλλη μέρα, μετά τη Θεία Λειτουργία, η θεία μου άνοιξε το ντουλάπι, για να πάρει το λιγοστό αλεύρι, και έμεινε άφωνη.

Τί βλέπει; Το “λαδερό” γεμάτο λάδι μέχρι πάνω, και δύο σακούλες γεμάτες αλεύρι και μακαρόνια!…

Σταυροκοπήθηκε η γυναίκα πολλές φορές, δοξάζοντας και ευχαριστώντας τον Θεό και την Παναγία για το μεγάλο θαύμα, αλλά δεν είπε σε κανέναν τίποτα.

Για δύο χρόνια ούτε το λάδι άδειαζε από το μπουκάλι, ούτε και το αλεύρι “σώθηκε” ποτέ, παρά την καθημερινή τους χρήση για έξι στόματα, για ανταλλαγή με άλλα τρόφιμα και για κρυφή ελεημοσύνη.

Αλλά και το καντήλι παρέμεινε από τότε μέρα-νύχτα αναμμένο, μαρτυρώντας με το άσβεστο φως του τη ζωντανή πίστη αυτής της ευλογημένης γυναίκας.

Από το βιβλίο «Εμπειρίες κατά την Θεία Λειτουργία» του Πρωτοπρεσβυτέρου Στεφάνου Αναγνωστόπουλου.

Δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε, ούτε να δίνουμε θάρρος ποτέ στον εαυτό μας.


Το να μην εμπιστεύεσαι τον εαυτόν σου, αγαπητέ μου αδελφέ, είναι τόσο αναγκαίο σε αυτόν τον πόλεμο, που χωρίς αυτό, να είσαι βέβαιος, ότι, όχι μόνον δεν θα μπορέσεις να πετ΄θχεις τη νίκη που επιθυμείς, άλλ' ούτε καν να αντισταθείς στο παραμικρό και αυτό, ας τυπωθεί καλά στο νου σου. Γιατί, εμείς πράγματι, όντας φυσικά διεφθαρμένοι απο τη φύσι μας από τον καιρό της παραβάσεως του Αδάμ, εχουμε σε μεγάλη υπόληψι τον εαυτό μας, η οποία αν και δεν είναι αλήθεια, παρά ένα ψέμα και τίποτα άλλο, εμείς όμως, νομίζουμε με μία απατηλή εντύπωση.  Ο προφήτης Ιερεμίας καταραμένο ονομάζει και αποστάτη του Θεού, εκείνον που θαρρεύεται και ελπίζει στον εαυτό του λέγοντας: «Τάδε λέγει Κύριος· Επικατάρατος ος την ελπίδα εχει επ' άνθρωπον και στηρίσει σάρκα βραχίονος αυτού έπ' αυτόν, και από Κυρίου αποστή η καρδιά αυτου» (ιζ' 5).


Αυτό το ρητό ερμηνεύοντας ο μέγας Βασίλειος λέγει οτι για αυτόν, που εχει την ελπίδα αυτού πάνω σε άνθρωπο, φανέρωσε ο προφήτης το να μην έλπίζουμε σε άλλον· με το να να στηρίζη τη σάρκα ο βραχίονας αυτού, εφανέρωσε το να ελπίζουμε στον εαυτό μας· και τα δύο δε αυτά τα ωνόμασε αποστασία από τον Θεόν (βλ. κατά πλάτος, μβ'). Και με άλλον τρόπο το ρητό αυτό ερμηνευόντας, συμπεραίνει οτι είναι καταραμένος και αποστάτης, εκείνος, που ελπίζει στον εαυτό του.

Γιατί, λέει, οτι όποιος ελπίζει στον άνθρωπο είναι καταραμένος και του Θεού αποστάτης. Βλέπε και εδώ πόσο άριστη είναι η τάξις, που χρησιμοποιεί το βιβλίο αυτό, γιατί αρχίζει τον πόλεμο από την φιλαυτία, η οποία είναι η προκαταρκτική αιτία και η ρίζα και η αρχή όλων των άλλων παθών και κακιών είμαστε κάποιοι. Αυτό είναι ένα ελάττωμα, που πολλύ δύσκολα αναγνωρίζεται, και που δεν αρέσει στό Θεό, ο οποίος αγαπά να εχουμε εμείς μία γνώσι χωρίς δόλο γι' αυτή την βεβαιότατη αλήθεια.

meginperint.jpg
 Δηλαδή, να ξέρουμε, οτι κάθε χάρι και αρετή που έχουμε, προέρχεται από αυτόν μόνο, που είναι η πηγή κάθε αγαθού και οτι, από μάς, δεν μπορεί να προέλθη κανένα καλό, ούτε κανένας καλός λογισμός, που να του αρέση.
Αν και αυτή η αναγκαιότατη αλήθεια (δηλαδή, το να μη πιστεύουμε στον εαυτόν μας) είναι έργο του θεϊκού του χεριού, που συνηθίζει να το δίνη στους αγαπημένους του φίλους, πότε με εμπνεύσεις και φωτισμούς, πότε με σκληρά μαστιγώματα και θλίψεις, πότε με βίαιους και σχεδόν ανίκητους πειρασμούς, και πότε με άλλα μέσα, που εμείς δεν καταλαβαίνουμε· με όλα αυτά, θέλει να γίνεται και απο μέρους μας εκείνο, που ανήκει, και είναι δυνατόν σε μάς.
Γι' αυτό λοιπόν, αδελφέ μου, σου σημειώνω εδώ τέσσερεις τρόπους, με τους οποίους μπορείς, με τη βοήθεια του Θεού, να πετύχης αυτή την αμφιβολία του εαυτού σου, δηλαδή, το να μην εμπιστεύεσαι ποτέ τον εαυτό σου. 

Ο α' είναι το να γνωρίσης την μηδαμινότητά σου και να σκεφθής, οτι απο μόνος σου δεν μπορείς να κάνης κανένα καλό, για το οποίο να γίνης άξιος της βασιλείας των ουρανών.
Ό β' το να ζητής για αυτό πολλές φορές βοήθεια από τον Θεό με θερμές και ταπεινές δεήσεις, επειδή αυτό είναι χάρισμα δικό Του· και αν θέλης να το πάρης, πρέπει πρώτα να σκεφθής τον εαυτό σου, όχι μόνο γυμνό από αυτή τη γνώσι του εαυτού σου, αλλά και κατά τα πάντα αδύνατο να την απόκτησεις· έπειτα, να μιλάς με οικειότητα πολλές φορές μπροστά στη μεγαλειότητα του Θεού, και πιστεύω σταθερά, εξ αιτίας του πελάγους της ευσπλαγχνίας του, θα σου την δώση, όταν αυτός γνωρίση, μην αμφιβάλλης καθόλου, οτι θα την απολαύσεις. 

Το να νομίζουμε οτι είμαστε κάποιοι, αυτό ονομάζεται υπερηφάνεια (οίησις), η οποία είναι ένα πάθος, που γεννιέται μεν από την φιλαυτία, γεννά δε αυτά πάλι και γίνεται ρίζα και αρχή και αιτία όλων των άλλων παθών τόσο δέ λεπτό και κρυφό πάθος είναι η οίησις αυτή, σε τρόπο πού, για την πολλή λεπτότητα του, ούτε το αισθάνονται καθόλου εκείνοι που το έχουν· όσο όμως είναι λεπτό και κρυφό, τόσο είναι και μεγάλο κακό.

Γιατί, την πρώτη εκείνη πόρτα του νού, από την οποία πρόκειται να μπη η χάρις του Θεού και να κατοικήση στον ανθρωπον, αυτό το καταραμένο πάθος στέκεται και την κλείνει και δεν αφήνει την χάρι να μπεί, η οποία δίκαια αναχωρεί γιατί πως μπορεί να ερθει η χάρις να φωτίση ή να βοηθήση τον άνθρωπο εκείνο, που νομίζει πως είναι κάτι μεγάλο; πως είναι σοφός; και πως δεν έχει ανάγκη από άλλη βοήθεια; ο Κύριος να μας λυτρώση από τέτοιο εωσφορικό πάθος και αρρώστια, αυτούς που έχουν το πάθος αυτό της περηφανίας· την βασανίζει ο Θεός με τον προφήτη, λέγοντας·
«Αλοίμονο σ' εκείνου ςπου νομίζουν ότι είναι σοφοί» (Ήσ. 5,21)· και ο Απόστολος μας παραγγέλνει αυτό· «Μην έχετε την ψευδαίσθησι ότι είσθε σοφοί» (Ρωμ. 12,16)· και ο Σολομώντας «Μη νομίζης σοφό τον εαυτό σου» (Παρ. 3,7). 

  Γι' αυτό λέει ο θείος Χρυσόστομος, οτι όποιος νομίζει τον εαυτό του ότι δεν είναι τίποτα, εκείνος περισσότερο από όλους γνωρίζει τον εαυτόν του· «ούτος μάλιστα εστίν ο εαυτόν ειδώς, ό μηδέν εαυτόν είναι νομίζων».

Ο δε θείος Μάξιμος «Αρετής όρος εστίν, ή της ανθρωπινής ασθενείας κατ' έπίγνωσιν προς την θείαν δύναμιν ενωσις» (κεφ. οθ' της ι' εκατονταδ. Φιλοκαλ.). Ό δε Πέτρος ο Δαμασκηνός· «ουδέν κρειττον του γνώναι την οικείαν ασθένειαν και αγνωσίαν, ουδέ χείρον του ταύτην αγνοείν» (Φιλοκ. σελ. 611. Περί του μη απογινώσκειν).Ό γ' τρόπος, είναι το να συνηθίσης να φοβάσαι πάντα τον εαυτό σου· να φοβάσαι τους αναρίθμητους εχθρούς, στους οποίους, δεν είσαι δυνατός να κάνης ούτε την παραμικρή αντίστασι, να φοβάσαι τη πολύ δυνατή τους συνήθεια στο να πολεμούν· τις πανουργίες, τα στρατηγήματα τους, τις μεταμορφώσεις τους σε αγγέλους φωτός· τα αναρίθμητα τεχνάσματα και παγίδες, που σου στήνουν κρυφά στόν ίδιο το δρόμο της αρετής. 

Ό δ' τρόπος είναι, όταν πέσης σε κανένα ελάττωμα να σκεφθής καθαρά την απόλυτη αδυναμία σου· επειδή, γι' αυτό το σκοπό παραχώρησε ο Θεός να πέσης, για να μάθης καλύτερα την ασθένειά σου και έτσι να μάθης, όχι μόνο να περιφρονής εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου σαν ένα τίποτα, αλλά και να θέλης να σε καταφρονούν και οι άλλοι σαν τέτοιου είδους ασθενή.

Γιατί χωρίς αυτή την θέλησι, δεν είναι δυνατό να γίνη αυτή η ενάρετη δυσπιστία του εαυτού σου, η οποία έχει το θεμέλιό της στην αληθινή ταπείνωσι και στην προλεγόμενη έμπρακτη γνώσι της δοκιμής.
2007_tunezja_469.aa4.jpgΟπότε, καθ' ένας βλέπει πόσο απαραίτητο είναι σ' εκείνον που θέλει να ενωθή με το ουράνιο φως, το να γνωρίση τον εαυτό του, την οποία γνώσι συνηθίζει να την δίνη η ευσπλαγχνία του Θεού στους υπερήφανους και προληπτικούς, μέσα απο τις πτώσεις, αφίνοντάς τους δηλαδή με δίκαιο τρόπο να πέφτουν σε κανένα ελάττωμα (από το οποίο νομίζουν πως ημπορούν να φυλαχτούν) για να γνωρίσουν την αδυναμία τους, και να μη εμπιστεύωνται πλέον στον εαυτόν τους καθόλου. Αλλά αυτό το μέσο, το τόσο άθλιο και αναγκαστικό, δεν συνηθίζει να το μεταχειρίζεται πάντοτε ο Θεός, παρά, όταν τα άλλα μέσα, τα πιό ελεύθερα, όπως είπαμε, δεν προξενούν στον άνθρωπο αυτή την επίγνωσι του εαυτού του· γιατί τότε παραχωρεί να πέση ο άνθρωπος σε σφάλματα τόσο μεγαλύτερα ή μικρότερα, όσο είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη και η υπερηφάνεια και η υπόληψις, που έχει για τον εαυτό του· ώστε, όπου δεν υπάρχει καμία απολύτως υπόληψις· καθώς συνέβη στη ΙΙαρθένο Μαρία, εκεί δεν υπάρχει παρομοίως ούτε και καμία πτώσις· λοιπόν, όταν εσύ πέσεις, τρέξε αμέσως με τον λογισμό στη ταπεινή. 

  Όχι μόνον όταν πέση κάποιος σε κανένα αμάρτημα, άλλα και οταν πέση σε διάφορες δυστυχίες, περιστάσεις και θλίψεις, και μάλιστα σε ασθένειες σωματικές και πολυχρονίους, πρέπει να γνωρίζη την ταπεινή γνώσι του εαυτού του και της αδυναμίας του, και να ταπεινώνεται, γιατί για αυτό σκοπό παραχωρούνται από το Θεό να μας έρχονται όλοι απλά οι πειρασμοί οι απο του διαβόλου, οι απο των ανθρώπων και οι απο της φύσεως.

Οπότε και ο Απόστολος αυτό το σκοπό σκεπτόμενος, έλεγε οτι γι' αυτό και μόνο αυτό ακολούθησαν οι στην Ασία θανατηφόροι πειρασμοί. «Άλλ' αυτοί εν εαυτοϊς το άπόκριμα του θανάτου έσχήκαμεν, ίνα μη πεποιθότες ώμεν έφ' εαυτοίς, αλλ' επί τω Θεώ, τω εγείροντι τους νεκρούς» (Β' Κορ. α' 9).

Και για να πώ με συντομία όποιος θέλει να γνωρίση την ασθένειά του στην πράξι, ας παρατηρήση, όχι πολύ χρόνο, αλλά μιας μόνο ημέρας τους λογισμούς και τα λόγια και τα έργα, που σκέφθηκε και μίλησε και έκανε και βρίσκοντας οτι οι περισσότεροί του λογισμοί και τα λόγια και τα έργα είναι λανθασμένα, στραβά, ανόητα και κακά, απο την δοκιμή αυτή θα καταλάβη πόσο είναι ασθενής ο εαυτός του και από την κατανόηση αυτή και την αληθινή γνώσι, οπωσδήποτε θα ταπεινωθή, και στό εξης δεν θα ελπίζη στον εαυτό του.

Όχι λιγώτερο από αυτά που είπαμε πιό πάνω, θα μας φέρη στην επίγνωσι της ασθένειά μας, η υλική αρχή του είναι μας, δηλαδή, όταν σκεφτούμε πως το είναι μας,...
γνώσι του εαυτού σου, και με επίμονη προσευχή ζήτησε από το Θεό να σου δώση το αληθινό φώς, γιά να γνωρίσης την μηδαμινότητά σου και να μην δείχνης εμπιστοσύνη καθόλου στον εαυτόν σου, εάν θέλης να μη πέσης πάλι και μάλιστα σε μεγαλύτ
ερη βλάβη και φθορά.

«ΖΗΛΕΙΑ ΚΑΙ ΦΘΟΝΟΣ». Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Ροστώφ


Ὁ ὕπνος τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ζήλεια, ὁ φθόνος, πού γεννιέται ἀπό τήν ὑπερηφάνεια.

Μή ζηλεύεις, ἀδελφέ μου, κανέναν ἄνθρωπο γιά τήν εὐτυχία του ἐδῶ στή γῆ. Μή ζηλεύεις τόν πλούσιο καί τόν ἔνδοξο. Μή ζητᾶς «θησαυρούς ἐπί τῆς γῆς, ὅπου σής καί βρῶσις ἀφανίζει, καί ὅπου κλέπτουσι διορύσσουσι καί κλέπτουσι» (Ματθ. 6. 19). Νά ζηλεύεις καί νά μιμεῖσαι τόν ἐργάτη τῆς ἀρετῆς, τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ τόν χαριτωμένο ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, τόν πιό ἔνδοξο ἀπό τούς ἐνδόξους καί τόν πιό πλούσιο ἀπό τούς πλουσίους, πού ἀποταμιεύει «θησαυρούς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σής οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καί ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδέ κλέπτουσιν» (Ματθ. 6. 20).

Μή ζηλεύεις αὐτόν πού ἐπαινοῦν καί κολακεύουν οἱ ἄνθρωποι. Οἱ ἀνθρώπινοι ἔπαινοι εἶναι ἀσταθεῖς καί εὐμετάβλητοι. Συχνά μάλιστα εἶναι ἰδιοτελεῖς καί ὑστερόβουλοι. Σήμερα τά λόγια τους «γλυκύτερα ὑπέρ μέλι καί κηρίον» (Ψαλμ. 18. 11). Αὔριο τό στόμα τους «ἀρᾶς καί πικρίας γέμει»(Ρωμ. 3. 14). Ζήλεψε λοιπόν τό μεγαλεῖο τοῦ ἀφανοῦς καί ἀδόξου κατά κόσμον ἀνθρώπου τῆς ἀρετῆς, «οὗ ὁ ἔπαινος οὐκ ἐξ ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 2. 29).
Μή λιώνεις ἀπό τόν φθόνο βλέποντας ἄλλους νά ἔχουν ὅσα ἐσύ δέν ἔχεις. Ὁ δικαιοκρίτης Κύριος γνωρίζει καλύτερα ἀπό σένα σέ ποιόν θά δώσει κι ἀπό ποιόν θά στερήσει, πότε θά χαρίσει καί πότε θά ζητήσει, τί θά δώσει καί τί θά ἀφαιρέσει. «… Ἤ οὐκ ἔξεστί μοι ποιῆσαι ὅ θέλω ἐν τοῖς ἐμοῖς;», λέει ὁ ἴδιος στούς ἐργάτες τοῦ ἀμπελῶνος πού διαμαρτυρήθηκαν γιά τήν «ἄδικη» μεταχείρισί τους (Ματθ. 20. 1 -16).

Ἡ ζήλεια καί ὁ φθόνος εἶναι αἰτία κάθε κακοῦ καί ἐχθρός κάθε καλοῦ. Ἀπ᾿ αὐτή τήν αἰτία ὁ Κάϊν φόνευσε τόν Ἄβελ, ὁ Ἡσαῦ θέλησε νά ἐξοντώσει τόν Ἰακώβ, ὁ Σαούλ καταδίωξε τόν Δαβίδ.

Ἡ ζήλεια καί ὁ φθόνος τυφλώνουν τόν νοῦ, ἀμαυρώνουν τήν ψυχή, σκοτίζουν τή συνείδησι, θλίβουν τόν Θεό, χαροποιοῦν τούς δαίμονες, κλείνουν τόν οὐρανό, ἀνοίγουν τήν κόλασι. «Ὁ μισῶν τόν ἀδελφόν αὐτοῦ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἐστί καί ἐν τῇ σκοτίᾳ περιπατεῖ, καί οὐκ οἶδε ποῦ ὑπάγει, ὅτι ἡ σκοτία ἐτύφλωσε τούς ὀφθαλμούς αὐτοῦ» (Α΄ Ἰω. 2. 11).

ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩ ΘΕΩ ΔΟΞΑ!

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ.

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

Γιατί περίσσεψε η κατάκριση, η αργολογία και το κουτσομπολιό......


Γνώριζε, αδελφέ μου, ότι γι’ αυτό πρέπει να καθόμαστε μέσα στο κελί μας, για να μη μαθαίνουμε τα κακά έργα των ανθρώπων, και τότε τους βλέπουμε όλους ως αγίους· αλλά αν ελέγχουμε και παιδεύουμε και κρίνουμε και εξετάζουμε και αδικούμε και μεμψιμοιρούμε, τότε λοιπόν σε τι διαφέρει η ζωή στην ησυχία από την ζωή στις πόλεις; (Στις πόλεις, όπου οι άνθρωποι γκρινιάζουν ασταμάτητα, κατηγορούν ο ένας τον άλλον, μιλάνε μόνο για τα στραβά του κόσμου τούτου, δεν βλέπουν τίποτε καλό να υπάρχει πουθενά κι έχουν κάνει την τηλεόραση πνευματικό τους οδηγό σε όλα τα παραπάνω). Και τι άλλο υπάρχει χειρότερο από τη ζωή στην έρημο, αν δεν απαλλαγούμε από όλα αυτά; Αν δεν ησυχάζεις στην καρδιά σου, ησύχασε τουλάχιστον με την γλώσσα σου· και αν δεν μπορέσεις να τακτοποιήσεις τους λογισμούς σου, τακτοποίησε τουλάχιστον τις σωματικές σου αισθήσεις· και αν δεν είσαι μόνος με τη διάνοιά σου, μείνε τουλάχιστον μόνος με το σώμα σου· και αν δεν θέλεις να εργάζεσαι σωματικά, να λυπάσαι τουλάχιστον με τη διάνοιά σου· και αν δεν μπορείς να αγρυπνάς όρθιος, αγρύπνησε καθιστός ή ξαπλωμένος στο κρεβάτι σου.  (Γιατί το ζητούμενο και για εμάς τους χριστιανούς που ζούμε στην ερημία των πόλεων, είναι να φτάσουμε με την βοήθεια του Θεού να ζούμε σαν να ’μαστε στην έρημο, ώστε να έχουμε την ειρήνη του Αγίου Πνεύματος).  Και αν δεν μπορείς να νηστεύσεις δυό ημέρες, νήστευσε τουλάχιστον ως το απόγευμα· και αν δεν μπορείς πάλι ως το απόγευμα, μη χορταίνεις την κοιλιά σου· και αν δεν είσαι άγιος στην καρδιά, γίνε καθαρός στο σώμα σου· και αν δεν πενθεί η καρδιά σου, ας πενθεί το πρόσωπό σου· και αν δεν μπορείς να ελεήσεις, μίλησε τουλάχιστον ως αμαρτωλός· και αν δεν είσαι ειρηνοποιός, μην γίνεσαι τουλάχιστον φιλοτάραχος. (Γιατί νηστεία δίχως αγώνα πνευματικό, χωρίς καθαρό νου και καρδιά, μπορεί να είναι απλώς μία συνήθεια – άσε που οι περισσότεροι την καταργήσαμε κι αυτή).
Και αν δεν υπάρχεις ικανός και έμπειρος, γίνε ακούραστος στο φρόνημα· και αν δεν είσαι νικητής, μην υπερηφανεύεσαι μπροστά στους αίτιους και υπεύθυνους· και αν δεν μπορείς να φράξεις το στόμα εκείνου που κατηγορεί τον αδελφό του, φύλαξε τουλάχιστον το δικό σου, και μην συμφωνήσεις μαζί του.



(Γιατί περίσσεψε η κατάκριση, η αργολογία και το κουτσομπολιό, κι όπου σταθείς κι όπου βρεθείς, ο ένας κατηγορεί τον άλλο).

Αγίου Ισαάκ του Σύρου, Λόγος ΝΗ

ΑΚΗΔΙΑ ΚΑΙ ΛΙΠΟΨΥΧΙΑ...........



Διδαχές Οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ
Αχώριστος σύντροφος του πνεύματος της λύπης είναι η ακηδία. Όπως παρατηρούν οι πατέρες, η ακηδία προ­σβάλλει το μοναχό περίπου το καταμεσήμερο και του προκαλεί τέτοια ακαταστασία, ώστε τόσο ο τόπος όπου ζει όσο και οι αδελφοί πού ζουν μαζί του, του γίνονται ανυπόφοροι. Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης εγείρεται μέσα του ένα είδος αηδίας και μεγάλης πείνας και χα­σμουριέται πολύ συχνά. Μόλις ή κοιλιά του ικανοποιη­θεί, ο δαίμονας της ακηδίας προτείνει στο μοναχό την ιδέα να βγει από το κελί του και να μιλήσει σε κάποιον αδελφό, υποστηρίζοντας ότι ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί κανείς να σωθεί από την ακηδία είναι ή συνεχής συζή­τηση με τους άλλους. Ό μοναχός πού έχει κυριευθεί από την ακηδία είναι σαν ένα λεπτό ζιζάνιο πού δε σταματά ούτε λε­πτό, άλλα βρίσκεται πάντα στη διάθεση του άνεμου. Είναι σαν ένα μικρό σύννεφο πού καταδιώκεται από τον άνεμο.

Ό δαίμονας αυτός, αν δεν μπορέσει να παραπλανήσει το μοναχό να βγει από το κελί του, αρχίζει να αποσπά το νου του κατά τη διάρκεια της προσευχής και της ανά­γνωσης. Αρχίζει να του υποβάλει τις σκέψεις ότι αυτό δεν έπρεπε να είναι έτσι, εκείνο δεν ανήκει έδώ, θα πρέπει κανείς να βάλει τα πράγματα σε τάξη. Και ο δαί­μονας κάνει όλα αυτά για να καταστήσει το πνεύμα του μοναχού αργό και στείρο.


Ή ακηδία θεραπεύεται με την προσευχή, την αποχή από τον αργό λόγο, χειρωνακτική εργασία ανάλογα με τη δύναμη του άνθρωπου, ανάγνωση του λόγου του θεού και υπομονή. Γιατί γεννιέται από τη λιποψυχία, την αργία και τον αργό λόγο (άγιος Ισαάκ ο Σύρος).


Γι’ αυτόν πού αρχίζει τη μοναχική ζωή είναι δύσκολο να αποφύγει την ακηδία. Είναι το πρώτο πράγμα πού προσβάλλει το μοναχό. Γι’ αυτό πάνω απ’ όλα θα πρέπει να την καταπολεμήσει κανείς με αυστηρή και απόλυτη εφαρμογή όλων των διακονημάτων πού του έχουν ανατεθεί. Όταν όλες σου οι δραστηριότητες βρίσκονται σε πραγματική τάξη, τότε ή ακηδία δε θα βρει χώρο στην καρδιά σου. Μόνο εκείνοι πού δεν έχουν ρυθμίσει τις υποθέσεις τους και δεν τις έχουν βάλει σε σωστή τάξη δοκιμάζονται από την ακηδία. Ή υπακοή είναι ή καλύτε­ρη θεραπεία για τον επικίνδυνο αυτό πειρασμό.

Όταν σε κατακυριεύσει ή ακηδία, λέγε στον εαυτό σου, σύμφωνα με τις οδηγίες του αγίου Ισαάκ του Σύ­ρου: «Πάλι επιθυμείς μια ακάθαρτη και επονείδιστη ζωή.

Και αν τύχει να σκεφτείς ότι είναι μεγάλη αμαρτία να αυ­τοκτονήσει κανείς (με ασκητικούς αγώνες), τότε απάν­τησε στον εαυτό σου: σκοτώνω τον εαυτό μου επειδή δεν μπορώ να ζω στην αμαρτία, θα πεθάνω έδώ, ώστε να μη δώ τον πραγματικό θάνατο, το θάνατο της ψυχής μου, το χωρισμό της από το θεό. Είναι καλύτερα για μένα να πεθάνω με αγνότητα παρά να ζήσω μια αμαρτω­λή ζωή στον κόσμο. Προτίμησα έναν τέτοιο θάνατο για τις αμαρτίες μου. Σκοτώνω τον εαυτό μου, γιατί έχω αμαρτήσει ενώπιον του θεού και δε θέλω να Τον παροργίσω άλλο. Τι αξίζει ή ζωή μου μακριά από το θεό; θα υποφέρω κάθε δοκιμασία, ώστε να μη στερηθώ την ελπίδα των ουρανών. Γιατί να φροντίσει ό θεός για μένα, αν ζω πονηρά και τον παροργίζω;»


Άλλο πράγμα είναι ή ακηδία και άλλο είναι ή ανησυχία τού πνεύματος πού καλείται λιποψυχία. Συμβαίνει μερικές φορές ό άνθρωπος να βρίσκεται σε τέτοια πνευματική κατάσταση, ώστε θα προτιμούσε να σκοτωθεί ή να μείνει αναίσθητος παρά να παραμείνει ακόμα σ' αυτή τη φοβε­ρά οδυνηρή κατάσταση. Πρέπει κανείς να φύγει από αυτή γρήγορα. Φύλαξε τον εαυτό σου από το πνεύμα της λιποψυχίας, γιατί από αυτή προέρχεται κάθε είδος δυστυχίας (άγιος Βαρσανούφιος ο Μέγας).

«Υπάρχει μια φυσική λιποψυχία, διδάσκει ο άγιος Βαρσανούφιος, πού προέρχεται από αδυναμία.

Και υπάρχει λιποψυ­χία πού προκαλείται από το δαίμονα. Μπορούν να διακριθούν κατ' αυτό τον τρόπο: Ή διαβολική λιποψυχία έρχεται πριν την ώρα πού πρέπει να δώσει κανείς στον εαυτό του κάποια ανά­παυση. Ή όταν κάποιος προγραμματίζει να κάνει κάτι, πριν τε­λειώσει το ένα τρίτο ή το ένα τέταρτο από αυτό, ο δαίμονας τον πιέζει να το εγκαταλείψει. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν πρέπει κανείς να τον ακούσει, άλλα να κάνει προσευχή και να συνεχίσει με υπομονή την εργασία του. Και ο εχθρός, βλέποντας ότι ό άνθρωπος προσεύχεται λόγω αυτής της λιποψυχίας, αποσύρεται, αφού δε θέλει να δώσει καμιά ευκαιρία στον άνθρωπο να προσευχηθεί».


Ό άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέει ότι, όταν ο θεός θέλει να ρίξει τον άνθρωπο σε μεγαλύτερες δοκιμασίες, του επι­τρέπει να πέσει στα χέρια της ακηδίας. Ή ακηδία του φέρνει μια μεγάλη απελπισία στην όποια δοκιμάζει τέ­τοια ψυχική στενοχώρια, πού είναι σαν να προγεύεται την κόλαση. Σαν συνέπεια αυτού εγείρεται μέσα του το πνεύμα της έξαψης και απ' αυτό πηγάζουν χιλιάδες πει­ρασμοί: ανησυχία, οργή, βλασφημία, παράπονα για την τύχη του, διεφθαρμένες σκέψεις, μετακίνηση από μια τοποθεσία σε άλλη και τα όμοια.


"Αν ρωτήσεις από τι προέρχεται αυτό, τότε θα σού απαντήσω: από την αμέλεια σου. Γιατί δεν έλαβες την πρόνοια να αναζητήσεις μια θεραπεία γι' αυτά. Γιατί για όλα αυτά υπάρχει μόνο μια θεραπεία και με τη βοήθεια αυτής ο άνθρωπος βρίσκει εύκολα παρηγοριά στη ψυχή του. Και τι είδους θεραπεία είναι αυτή; Ή ταπείνωση της καρδιάς. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος, έκτος απ' αυτόν, για να μπορέσει ο άνθρωπος να καταρρίψει τους τοί­χους αυτών των κακιών. Διαφορετικά, θα διαπιστώσει ότι οι κακίες αυτές θα τον κατανικήσουν. Ή ακηδία μερικές φορές καλείται από τους άγιους πατέρες αργία, οκνηρία ή νωθρότητα.


Φιλοκαλία των ρώσων νηπτικών Α. διδαχές Οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ, ΠΕΤΡΟΥ ΜΠΟΤΣΗ

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

Ὁ Γέροντας Γαβριὴλ ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς (1929-1995)

Λίγα λόγια γιά τόν βίο του.Ὁ π.Γαβριὴλ ὁ Γεωργιανὸς γεννήθηκε στὶς 26 Αὐγούστου 1926 στὴν Τυφλίδα .Ὁ πατέρας τοῦ ἦταν φανατικὸς κομμουνιστής. Ἡ μητέρα του ,ἡ ὁποία ἀργότερα ἔγινε μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Ἄννα ,ἐκοιμήθη στὶς 26 Ἀπριλίου 2000 καὶ εἶναι θαμμένη δίπλα στὸν γιό της Οἱ γείτονές του τὸν θυμοῦνται ἀπὸ μικρὸ παιδὶ νὰ νηστεύει καὶ παρόλη τὴν ἀθειστικὴ ἀνατροφὴ ποὺ ἔλαβε, στὰ 12 τοῦ χρόνια ἤξερε τὸ εὐαγγέλιο ἀπέξω .Ἔγινε μοναχὸς τὸ 1955 ἐπὶ κομμουνιστικοῦ καθαστῶτος. Γιὰ σαράντα χρόνια ἔζησε σὲ νεκροταφεῖα, φυλακὲς καὶ ψυχιατρεῖα. Ἐπὶ δεκαπέντε χρόνια ζητιάνευε ταπεινωμένος, λοιδωρούμενος καὶ περιφρονημένος ἀπ' ὅλους.

Ἡ «σαλότητά» του ἄρχισε νὰ ἐκδηλώνεται στὶς 1 Μαίου 1965. Σ'αὐτὴν τὴν ἐπίσημη γιὰ τοὺς κομμουνιστὲς ἡμέρα,παρουσία τῶν ἀρχῶν,εἶχε συγκεντρωθεῖ μεγάλο πλῆθος στὴν κεντρικὴ πλατεία τῆς Τυφλίδας. Πίσω ἀπὸ τοὺς ἐπίσημους δυὸ τεράστια πορτραίτα τοῦ Στάλιν καὶ τοῦ Λένιν κάλυπταν ἕνα μεγάλο μέρος ἑνὸς κτιρίου.

Ξαφνικά,καὶ ἐνῶ στὴν ἀσφυκτικὰ γεμάτη ἀπὸ κόσμο πλατεία οἱ ἐκδηλώσεις εἶχαν φτάσει στὸ ἀποκορύφωμά τους, ἡ 12μετρη φωτογραφία τοῦ Στάλιν ἔπιασε φωτιά. Τί εἶχε γίνει; Ὁ μοναχὸς Γαβριὴλ καταφέρνοντας νὰ φτάσει στὸν πρῶτο ὄροφο τοῦ κυβερνητικοῦ κτιρίου, ἄνοιξε τὸ παράθυρο καὶ περιέλουσε τὸ πίσω μέρος τῶν πορτραίτων μὲ βενζίνη βάζοντας φωτιά.

Μετὰ ἀπὸ λίγο κάηκε καὶ τὸ πορτραῖτο τοῦ Λένιν. Ὁ τρόμος εἶχε ἁπλωθεῖ πάνω ἀπὸ τὸ πλῆθος καὶ ἐπικρατοῦσε νεκρικὴ σιγῆ. Ὅσο τὰ πορτραίτα καιγόνταν ὁ μοναχὸς Γαβριὴλ φώναζε ἀπὸ τὸ παράθυρο τὰ παρακάτω λόγια: «Ὁ Κύριος εἶπε νὰ μὴ φτιάχνουμε εἴδωλα. Νὰ μὴν ἔχετε ἄλλους θεοὺς ἐκτὸς ἀπὸ ἐμένα.Καλοί μου ἄνθρωποι συνέλθετε! Ὅσοι ἔζησαν σ'αὐτὴν τὴ γῆ ἦταν πάντα χριστιανοί! Ἐσεῖς γιατί προσκυνᾶτε τὰ εἴδωλα; Ἡ δόξα ἀνήκει μόνο στὸ Θεό.Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πέθανε καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα ἀναστήθηκε...Τὰ εἴδωλά σας ὅμως δὲ θὰ ἀναστηθοῦν ποτέ. Ἀκόμη καὶ ὅταν ζοῦσαν ἦταν νεκροί»!

Ἀμέσως τὸν κατέβασαν κάτω μὲ ἕνα πυροσβεστικὸ ὄχημα τοῦ ὁποίου ὕψωσαν τὴν σκάλα .Ἔπειτα τὸ πλῆθος ὅρμησε ἐπάνω του. Τὸν χτύπησα μὲ κλωτσιές, μὲ τὶς κάνες τῶν ὅπλων, μὲ τοὺς πυροσβεστικοὺς σωλῆνες, φωνάζοντας: «Ἀφῆστε μὲ νὰ ἀποτελειώσω αὐτὴν τὴν ψείρα!...» Ὅλοι ἤθελαν νὰ πατήσουν αὐτὸν τὸν ''εχθρό τοῦ λαού''γιὰ νὰ δείξουν τὸν ζῆλο τους. Μὲ δυσκολία τὸν ἔβγαλαν οἱ πυροσβέστες ἀπὸ τὰ νύχια τοῦ πλήθους .Ὁ λόγος ποὺ δὲν τὸν πυροβόλησαν ἦταν ὅτι μετὰ ἀπ'ὅλα αὐτὰ ἔδειχνε ἀκριβῶς σὰν ἕνα πτῶμα.
Τὸ κεφάλι τοῦ ἦταν ἀνοιγμένο καὶ τοῦ εἶχαν σπάσει 17 κόκκαλα. Γιὰ ἕναν μήνα ἦταν στὸ νοσοκομεῖο ἀναίσθητος. Μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴ φυλακὴ ἀφοῦ τοῦ ἔδωσαν ἕνα ''πιστοποιητικό τρέλλας''. Ζοῦσε μαζὶ μὲ τὴ μητέρα του.Κανεὶς δὲν τὸν δεχόνταν σπίτι του,οὔτε σὲ καμία δουλειά.

Ὅλοι τὸν ἤξεραν καὶ τὸν φοβόνταν. Οὔτε αὐτὸς οὔτε ἡ μάνα τοῦ μποροῦσαν νὰ βγοῦν ἔξω κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας.Ἐὰν ἔβγαιναν οἱ γείτονες ἀμόλουσαν τὰ σκυλιὰ ἐπάνω τους

Γιὰ πολὺ καιρὸ ὁ μοναχὸς Γαβριὴλ ζοῦσε περιφρονημένος καὶ διωκόμενος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Μυστικὰ ἀποτραβιόνταν σὲ μία μικρὴ σπηλιὰ ποὺ εἶχε σκάψει σ'ἕναν βράχο καὶ προσευχόνταν μὲ δάκρυα.Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη οἱ ἐκκλησίες ἦταν κατεστραμμένες καὶ οἱ ἄνθρωποι φοβοῦνταν νὰ ἐπικοινωνήσουν μεταξύ τους.

Ὁ γέροντας Γαβριὴλ εἶχε φτιάξει στὴν αὐλὴ τοῦ μία μικρὴ ἐκκλησία μὲ τέσσερις τρούλους. Τοῦ τὴν κατέστρεψαν πολλὲς φορές, αὐτὸς ὅμως τὴν ξαναέφτιαχνε μὲ μεγαλύτερο ζῆλο.

Όταν ὁ καιρὸς τῶν διωγμῶν πέρασε, πολλοὶ ἄνθρωποι ἄρχισαν νὰ ἀναζητοῦν στὸ πρόσωπό του ἕναν πνευματικὸ καθοδηγητή. Εἶχε τὸ προορατικὸ χάρισμα ἐνῶ ὑπάρχουν πολλὲς μαρτυρίες γιὰ θαύματα ποὺ ἔχει ἐπιτελέσει.Τὰ τελευταία χρόνια τῆς ζωῆς τοῦ ἀποτραβήχθηκε στὴ Μονὴ Mtskheta ὅπου ἔγινε ἀρχιμανδρίτης καὶ ὅπου καὶ τὸν κήδεψαν.Πρὶν πεθάνει τοῦ πῆραν αἷμα γιὰ κάποιες ἀναλύσεις. Αὐτὸ τὸ αἷμα δὲν χάλασε. Ὁ Θεὸς τῆς ἀληθείας ἐδοξάσθη σ'αὐτόν. Ἡ μορφὴ τοῦ γέροντα Γαβριὴλ ἔδειχνε ξεκάθαρα ὅτι ὁ Χριστὸς κατοικεῖ στὴν ψυχή του.Ἐκοιμήθη στὶς 2 Νοεμβρίου 1995.

«Ὅτι εἶναι κακὸ στὸν ἄνθρωπο εἶναι συμπτωματικό. Νὰ μὴν περιφρονεῖτε κανέναν,ἀκόμη κι ἂν βλέπετε πόσο ἀνήθικοι,μέθυσοι καὶ βλάσφημοι εἶναι.Ἡ Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει καὶ σ'αὐτοὺς κάπου, χωρὶς βέβαια νὰ τὸ συνειδητοποιοῦν. Εἶναι φυσιολογικὸ ὁ ἐχθρὸς νὰ θέλει νὰ λερώσει αὐτὴν τὴν Εἰκόνα.Δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο νὰ βλέπεις τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ σὲ ἐκείνους ποὺ σὲ ὀνειδίζουν καὶ σοῦ συμπεριφέρονται σὰν θηρία. Αὐτοὺς ὅμως πρέπει νὰ τοὺς λυπᾶσαι ἀκόμη πιὸ πολὺ ἐπειδὴ ἡ ψυχὴ τοὺς ἔχει παραμορφωθεῖ,χωρὶς ἴσως νὰ μπορεὶ νὰ ἐπανορθωθεῖ ποτέ,καταδικάζοντας τὴ ψυχή τους σὲ αἰώνια βάσανα...Πόσο δύσκολο εἶναι αὐτό: Ν'ἀγαπήσει κάποιος τοὺς ἐχθρούς του! (Γέροντας Γαβριήλ).
[ΠΗΓΗ: ΑΝΑΒΑΣΕΙΣ: Διδαχή του Γέροντος Γαβριήλ του διά Χριστόν σαλού από τή Γεωργία].

ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ

ΠΩΣ ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΤΡΕΜΟΥΝ ΟΤΑΝ ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΜΕΛΕΤΟΥΝ ΤΑ ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ. Το όραμα του γέροντα Σωφρόνιου (μαθητοῦ τοῦ ὁσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ

Το μοναστήρι του Νιαμέτς ήταν για την Μολδαβία ότι και το μοναστήρι της Άγιας Τριάδος στην Ρωσία, ότι της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου για την Ουκρανία, ότι το Αγιον Όρος για την Ελλάδα. Για πέντε αιώνες ήταν το κέντρο της θρησκευτικής διαφώτισης στην Μολδαβία. Από εκεί βγήκε ο περίφημος μολδαβός γέροντας Παίσιος Βελιτσκόφσκυ, ιδρυτής και πατέρας του θεσμού των γερόντων στη Ρωσία στους έσχατους καιρούς. Έτσι ένας από τους πολλούς μαθητές του οσίου Παϊσίου, ο Σωφρόνιος, που εκείνη την εποχή ήταν ηγούμενος, ήταν πνευματικός άνθρωπος και αυστηρός ασκητής είδε ένα όραμα…..

Μια νύχτα, νομίζοντας πως πλησίαζε να ξημερώσει, ο Σωφρόνιος βγήκε από την πύλη του μοναστηριού και κοίταξε προς την εξωτερική πύλη, εκεί που σήμερα βρίσκεται το αγίασμα. Εκεί είδε ένα άνθρωπο που ήταν μαύρος στην όψη και φοβερός στο θέαμα. Φορούσε στρατιωτικό μανδύα και φώναζε δυνατά, όπως κάνουν οι αξιωματικοί όταν δίνουν διαταγές στους στρατιώτες. Τα μάτια του ήταν κόκκινα και γυάλιζαν σαν φλόγες. Το στόμα του ήταν σαν των πιθήκων και τα δόντια του εξείχαν απ` αυτό. Στη μέση του ήταν περιτυλιγμένο ένα τεράστιο φίδι, του οποίου το κεφάλι κρεμόταν προς τα κάτω κι από το στόμα του έβγαινε η γλώσσα σαν ξίφος. Στους ώμους του είχε σιρίτια που είχαν το σχήμα κεφαλών φιδιών και στο κεφάλι του φορούσε ένα καπέλο απ` όπου ξεπρόβαλαν φαρμακερά φίδια και τυλίγονταν σαν μαλλιά γύρω απ` το λαιμό του. Μόλις ο γέροντας Σωφρόνιος αντίκρισε όλα αυτά πέτρωσε από τον φόβο. Μετά από λίγο συνήλθε κάπως και ρώτησε τον άρχοντα αυτό του σκότους τι γύρευε τέτοια ώρα στον περίβολο του μοναστηριού. Είναι δυνατό να μην ξέρεις ότι εγώ δίνω διαταγές εδώ στο μοναστήρι σου; Απάντησε ο μαύρος. Εμείς δεν έχουμε στρατό εδώ κι η πατρίδα μας διανύει περίοδο απόλυτης ειρήνης, είπε ο ηγούμενος. Τότε συνέχισε ο μαύρος δαίμονας, μάθε πως εμένα με έστειλαν οι αόρατοι άρχοντες του σκότους και βρισκόμαστε εδώ για να εγείρουμε πόλεμο εναντίον την μοναχικής τάξης. Όταν κατά την κουρά σου δίνεται τους μοναχικούς σας όρκους, δηλώνεται ότι θα μας πολεμάτε και μας προξενείτε πολλές πληγές με το πνευματικό σας οπλοστάσιο. Πολλές φορές αναγκαζόμαστε να υποχωρούμε με ντροπή, γιατί η φλόγα της προσευχής σας μας καίει. Τώρα όμως δε σας φοβόμαστε, ιδιαίτερα μετά το θάνατο του Παϊσίου, του ηγουμένου σας. Εκείνος μας τρόμαζε και υποφέραμε πολύ στα χέρια του. Από τότε ακόμα που ήρθε εδώ από το Άγιο Όρος μαζί με εξήντα άλλους μοναχούς, εμένα με έστειλαν εδώ με εξήντα χιλιάδες στρατιώτες μας για να τον σταματήσουμε. Όσο καιρό είχε
αυτός είχε την ηγουμενία δεν μπορούμε να ησυχάσουμε. Παρ` όλους τους πειρασμούς, τα τεχνάσματα και τις μεθοδείες μας εναντίον εκείνων και των μοναχών του, δεν καταφέρναμε τίποτα. Και ταυτόχρονα δεν μπορεί να διηγηθεί ανθρώπινη γλώσσα τις φοβερές οδύνες, τις ταλαιπωρίες και τις δοκιμασίες που υποστήκαμε κατά την διάρκεια της διαμονής αυτού του ανθρώπου. Εδώ. Ήταν ένας έμπειρος στρατιώτης και η στρατηγική του μας εύρισκε πάντα εκτός θέσης. Μετά τον θάνατο του όμως να πράγματα άλλαξαν κάπως και μπορέσαμε να αποδεσμεύσουμε από αυτό το φρούριο δέκα χιλιάδες δικούς μας. Έτσι μείναμε εδώ πενήντα χιλιάδες. Όταν οι μοναχοί άρχισαν να αμελούν τον κανόνα τους και να ενδιαφέρονται περισσότερο για τους αγρούς, τα κτίρια και τα αμπέλια, απαλλάξαμε άλλους δέκα χιλιάδες από τα καθήκοντα τους εδώ και οι υπόλοιποι σαράντα χιλιάδες μείναμε για να συνεχίσουμε τις προσβολές μας. Λίγα χρόνια αργότερα, μερικοί από τους μονάχους αποφάσισαν να αλλάξουν το τυπικό του Παϊσίου, διαφώνησαν μεταξύ τους και μερικοί έφυγαν. Στο μεταξύ δόθηκε άδεια σε λαϊκούς να νοικιάζουν δωμάτια στο μοναστήρι, κι όταν μάλιστα έφεραν και τις γυναίκες τους μέσα, κάναμε γιορτή για την νίκη μας και μειώσαμε τον στρατό μας κατά δέκα χιλιάδες ακόμα. Αργότερα που άνοιξαν και τα σχολεία για νεαρά αγόρια ο πόλεμος πλησίασε μπρος στο τέλος του πια και μπορούσαμε να μειώσουμε τις δυνάμεις μας κατά δέκα χιλιάδες ακόμη, αφήνοντας εδώ μόνο είκοσι χιλιάδες δικούς μας για να επιβλέπουν τους μοναχούς.

Μόλις ο γέροντας Σωφρόνιος άκουσε όλα αυτά αναστέναξε μέσα του και ρώτησε τον μαύρο δαίμονα. Τι ανάγκη έχετε να μένετε ακόμη στο μοναστήρι αφού βλέπετε, όπως και ο ίδιος ομολογείς πως οι μοναχοί έχουν παραιτηθεί από τον πόλεμο; Τι άλλη δουλεία έμεινε ακόμα εδώ για σας; Και εκείνος ο παγκάκιστος, εξαναγκασμένος από την δύναμη του Θεού, αποκάλυψε το μυστικό του. Είναι αλήθεια πως δεν υπάρχει κανένας πια να μας πολεμήσει όπως παλιά, αφού η αγάπη έχει ψυχραθεί και έχετε προσκολληθεί σε επίγειες και κοσμικές υποθέσεις. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα στο μοναστήρι που μας ενοχλεί και μας ανησυχεί. Είναι αυτά τα κουρελόχαρτα τα βιβλία στον όλεθρο να πάνε!! Αυτά που έχετε στην βιβλιοθήκη σας. Ζούμε με τον φόβο και τον τρόμο μήπως κάποιος από τους νεωτέρους μονάχους τα πιάσει στα χέρια κι αρχίζει να τα διαβάζει. Μόλις αρχίσουν να διαβάζουν τα καταραμένα αυτά κουρελόχαρτα, μαθαίνουν την αρχαία ευλάβεια κι εχθρότητα σας εναντίον μας κι οι νεαροί αρχάριοι ξεσηκώνονται. Μαθαίνουν από αυτά πως οι παλιοί χριστιανοί, μοναχοί και λαϊκοί, συνήθιζαν να προσεύχονται αδιάλειπτα, να νηστεύουν, να εξετάζουν και να ξαγορεύονται τους λογισμούς, να αγρυπνούν και να ζουν σαν ξένοι και παρεπίδημοι σ` αυτόν τον κόσμο. Μετά, απλοϊκοί όπως είναι, αρχίζουν να θέτουν τις ανοησίες αυτές σε εφαρμογή. Ακόμη παίρνουν σοβαρά όλη την Αγία Γραφή. Μας βρίζουν και ωρύονται εναντίον μας σαν άγρια θηρία. Αρκεί να σου πω ότι ένας από αυτούς τους ανόητους θερμοκέφαλους είναι αρκετός για να μας διώξει όλους από εδώ.
Είναι τόσο ανηλεείς και ασυμβίβαστοι εναντίον μας, όσο και ο θανατωμένος αρχηγός σας (ο Σωτήρας). Επί τέλους, έχουμε τόση ειρήνη και ηρεμία μαζί σας. Αυτά τα αποκαλούμενα πνευματικά βιβλία σας όμως είναι μια διαρκεί πηγή εχθρότητα και ταραχής. Γιατί δεν μπορούμε να έχουμε ειρήνη; Γιατί εσείς δεν διαβάζεται τα βιβλία μου; Δεν είναι και αυτά πνευματικά; Κι εγώ πνεύμα δεν είμαι; Κι εγώ εμπνέω ανθρώπους να γράφουν βιβλία. Δε φτάνει παρά να πέσει ένα απ` αυτά τα παλιόχαρτα, που τα λέτε περγαμηνές, στα χέρια ενός απλού κι ανόητου κι αρχίζει εκ νέου καινούργιος πόλεμος κι αναγκαζόμαστε να φεύγουμε κι να αρπάζουμε πάλι τα όπλα εναντίον σας. Ανήμπορος πια να κρατήσει σιωπή, ο φτωχός ηγούμενος τον ρώτησε.
Ποιο είναι το μεγαλύτερο όπλο σας εναντίον των μοναχών στους καιρούς μας; Κι εκείνος απάντησε. Όλο το ενδιαφέρον μας σήμερα στρέφεται στο να κρατήσουμε τους μονάχους και τις μοναχές μακριά από τις πνευματικές ενασχολήσεις, ιδιαίτερα δε από την προσευχή και την μελέτη αυτών των καπνισμένων βιβλίων. Γιατί δε δαπανάτε περισσότερο χρόνο στη φροντίδα των κήπων και των αμπελιών, στο ψάρεμα, στα σχολεία για τους νέους, στη φιλοξενία όλων αυτών των καλών ανθρώπων που έρχονται εδώ το καλοκαίρι για καθαρό αέρα και υγιεινό νερό; Οι μοναστές που ασχολούνται με τέτοια πράγματα πιάνονται στα δίχτυα μας όπως οι μύγες στον ιστό της αράχνης. Ως ότου όλα αυτά τα βιβλία καταστραφούν ή φθαρούν από το χρόνο, δε θα ειρηνέψουμε. Είναι σαν σαΐτες και βέλη για μας. Δεν είχε καλά καλά τελειώσει τα λόγια αυτά και σήμανε το σήμαντρο για την ακολουθία του όρθρου. Ο αρχηγός των δαιμόνων εξαφανίστηκε αμέσως σαν καπνός. Ο γέροντας ξεκίνησε για την εκκλησία με μεγάλο πόνο ψυχής, εξαιτίας των αποκαλύψεων αυτών και μπήκε στην εκκλησία. Όταν μαζεύτηκαν οι μοναχοί τους διηγήθηκε με δάκρυα στα μάτια όλα όσα είδε κι άκουσε κατά την διάρκεια της φοβερής Αυτής οπτασίας. Και μετά έδωσε εντολή να καταγραφούν όλα αυτά για να ωφεληθούν οι επιγενόμενοι.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...