Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ 1ης ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

Ἀρχὴ τῆς Ἰνδίκτου

Γιὰ τὴν περίπτωση αὐτή, ὁ Σ. Εὐστρατιάδης στὸ Ἁγιολόγιό του, γράφει τὰ ἑξῆς: «Λέξις λατινικὴ (indictio) ὁρισμὸν σημαίνουσα καθ’ ὂν κατὰ δεκαπενταετὴ περίοδον ἐπληρώνοντο εἰς τοὺς αὐτοκράτορας τῶν Ρωμαίων οἱ φόροι. Κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν, τὴν ἀρχὴν τῆς ἰνδικτιῶνος εἰσήγαγεν ὁ Αὔγουστος Καῖσαρ (1 – 14), ὄτε διέταξε τὴν γενικὴν τῶν κατοίκων τοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους ἀπογραφὴν καὶ τὴν εἴσπραξιν τῶν φόρων, κατὰ τὴν πρώτην τοῦ Σεπτεμβρίου μηνός. Ἀπὸ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου (313) ἐγένετο ἐπισήμως χρῆσις τῆς Ἰνδικτιῶνος ὡς χρονολογίας. Ἔκτοτε δὲ ἡ ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως μέχρι τοῦ νῦν ἑορτάζει τὴν 1η Σεπτεμβρίου ὡς ἀρχὴν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους».
«Ἴνδικτον ἡμῖν εὐλόγει νέου χρόνου, ὢ καὶ παλαιὲ καὶ δι’ ἀνθρώπους νέε».

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος β’.

Ὁ πάσης Δημιουργός τῆς κτίσεως, ὁ καιροὺς καὶ χρόνους ἐν τῇ ἰδὶᾳ ἐξουσίᾳ θέμενος, εὐλόγησον τὸν στέφανον, τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός σου, Κύριε, φυλάττων ἐν εἰρήνῃ τοὺς βασιλεῖς καὶ τὴν πόλιν σου, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, μόνε Φιλάνθρωπε.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὁ τῶν αἰώνων Ποιητὴς καὶ Δεσπότης, Θεὲ τῶν ὅλων Ὑπερούσιε ὄντως, τὴν ἐνιαύσιον εὐλόγησον περίοδον, σώζων τῷ ἐλέει σου, τῷ ἀπείρῳ Οἰκτίρμων, πάντας τοὺς λατρεύοντας, σοὶ τῷ μόνῳ Δεσπότῃ, καὶ ἐκβοῶντας φόβῳ Λυτρωτά· Εὔφορον πᾶσι, τὸ ἔτος χορήγησον.

Μεγαλυνάριον.

Ἄναρχε Τρισήλιε Βασιλεῦ, ὁ καιρῶν καὶ χρόνων, τὰς ἑλίξεις περισκοπῶν, εὐλόγησον τὸν κύκλον, τῆς νέας περιόδου, τὰς ἀγαθάς σου δόσεις, πᾶσι δωρούμενος.
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ Στυλίτης

Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ στυλίτης (ὁ πρεσβύτερος ἢ «ὁ ἐν τῇ μάνδρᾳ»), ποὺ τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας τὴν 1η Σεπτεμβρίου, εἶναι ὁ πρῶτος γνωστὸς μοναχὸς ποὺ ἀσκήτεψε πάνω σὲ στῦλο.
Γεννήθηκε γύρω στὰ 389 στὸ χωριὸ Σισᾶν, στὰ ὅρια Συρίας καὶ Κιλικίας. Ἦταν βοσκὸς τῶν πατρικῶν προβάτων καὶ ὅταν γνώρισε κάποιους ἀσκητές, πόθησε ἐξαιτίας τους τὴ μοναχικὴ ζωὴ καὶ ᾖρθε σὲ ἕνα μοναστῆρι, στὸ χωριὸ Τελεδᾶν, ὅπου ἔζησε δέκα χρόνια (403 – 413) μὲ αὐστηρότατη ἄσκηση.
Ὕστερα ἔζησε ἔγκλειστος τρία χρόνια σὲ μία σπηλιά, κοντὰ στὴν Ἀντιόχεια, καὶ στὴ συνέχεια πῆγε στὸ χωριὸ Τελάνισσο, ὅπου ἀσκήθηκε ἀλλὰ τρία χρόνια σ’ ἕνα σπιτάκι. Τέλος, ἀποσύρθηκε στὴν κορυφὴ ἐνὸς λόφου καὶ περιορίσθηκε σ’ ἕναν μικρὸ κυκλικὸ περίβολο («μάνδρα»), φτιαγμένο μὲ μίαν ἁλυσίδα εἴκοσι πήχεων.
Ἡ ἀπίθανη αὐστηρότητα τῆς ζωῆς του καὶ τὸ θαυματουργικὸ χάρισμα συγκέντρωναν γύρω του πλήθη ἀνθρώπων, ποὺ τοῦ προξενοῦσαν μεγάλη ἐνόχληση. Γιὰ αὐτὸ ἄρχισε ν' ἀνεβαίνει σὲ στύλους ὁλοένα καὶ ψηλότερους. Ὁ τελευταῖος, ὅπου ἔζησε πάνω ἀπὸ εἴκοσι χρόνια, εἶχε ὕψος 16 – 18 μέτρα.
Ὁ Ὅσιος ἀφιέρωνε τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ εἰκοσιτετραώρου στὴν προσευχή. Ἔτρωγε ἐλάχιστα. Ἦταν συνεχῶς ὄρθιος, χωρὶς προφύλαξη ἀπὸ τὸν ἥλιο, τὴν βροχή, τὸν ἄνεμο ἢ τὸ κρύο. Δύο φορὲς τὴν ἡμέρα διέκοπτε τὸν ἀσκητικό του κανόνα καὶ νουθετοῦσε τὸν λαό, μεριμνοῦσε γιὰ τοὺς ἀρρώστους καὶ τοὺς δυστυχισμένους, ἔκανε συμβιβασμοὺς διαφορῶν, ἔλυνε προβλήματα καὶ μετέστρεφε στὴ χριστιανικὴ πίστη τοὺς ἀλλόδοξους ποὺ πρόστρεχαν σ’ αὐτὸν μαζὶ μὲ τοὺς χριστιανοὺς ἀπ’ ὅλα τὰ σημεῖα τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσης. Κοιμήθηκε τὸ 459 καὶ κηδεύτηκε ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ἀντιοχείας Μαρτύριο στὴν μεγάλη ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας.
Στὸ ἐκπληκτικὸ Ἱεραποστολικὸ ἔργο, πού, ὅσο κι ἂν φαίνεται ἀπίστευτο, πραγματοποίησε ἀπὸ τὴν κορυφὴ τοῦ στύλου του ὁ αὐστηρὸς αὐτὸς ἀσκητής, θὰ ἀναφερθοῦμε στὶς ἑπόμενες γραμμές, σταχυολογώντας τὰ σχετικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν «Φιλόθεο Ἱστορία» τοῦ Θεοδώρητου Κύρου, τὸν ἑλληνικὸ βίο τοῦ Ὁσίου, γραμμένο ἀπὸ τὸν μαθητὴ του Ἀντώνιο, καὶ τὸν συριακὸ βίο του .
Ἡ φήμη τοῦ ὁσίου ἁπλώθηκε γοργὰ παντοῦ. Ὅλοι, κι ἀπὸ τὰ κοντινὰ καὶ ἀπὸ τὰ μακρινὰ μέρη, ἔτρεχαν κοντά του. Ἄλλοι ἔφερναν παράλυτους, ἄλλοι ζητοῦσαν νὰ γιατρέψει ἀρρώστους, ἄλλοι παρακαλοῦσαν νὰ μεσιτέψει στὸν Θεὸ γιὰ ν’ ἀποκτήσουν παιδιά. Μετὰ τὴν ἱκανοποίηση τῶν αἰτημάτων τους, ἔφευγαν γεμάτοι χαρά. Καὶ διαλαλώντας τὶς εὐεργεσίες ποὺ δέχτηκαν, ἔστελναν στὸν Ὅσιο πολὺ περισσότερους ἀνθρώπους, ποὺ ζητοῦσαν καὶ ἐκεῖνοι τὰ ἴδια. Ἔτσι, καθὼς ἄρχισαν νὰ καταφθάνουν ἀπὸ κάθε στράτα σὰν ποτάμια οἱ προσκυνητές, σχηματίστηκε σ’ αὐτὸν τὸν τόπο ἕνα ἀνθρώπινο πέλαγος, ποὺ δεχόταν ἀπὸ παντοῦ ποτάμια! Ὄχι μόνο ντόπιοι οὔτε μόνο Χριστιανοί, ἀλλὰ καὶ Ἰσμαηλῖτες καὶ Πέρσες καὶ Ἀρμένιοι καὶ Ἴβηρες καὶ Ὁμηρῖτες καὶ ἐκεῖνοι ποὺ κατοικοῦν ἀκόμα πιὸ βαθιὰ μαζεύονταν στὸ ἀσκητήριο τοῦ Ὁσίου. Ἦρθαν καὶ πολλοὶ ποὺ κατοικοῦσαν στὰ πέρατα τῆς Δύσης, Ἰσπανοὶ καὶ Βρετανοὶ καὶ Γαλάτες. Ὅσο γιὰ τὴν Ἰταλία, λένε πὼς ὁ Συμεὼν εἶχε γίνει τόσο περιβόητος ἐκεῖ, ὥστε κρεμοῦσαν μικρὲς εἰκόνες στὶς εἰσόδους ὅλων τῶν ἐργαστηρίων, γιὰ νὰ παίρνουν ἀπὸ αὐτὲς προστασία καὶ ἀσφάλεια.
Ἦταν ἀμέτρητοι, λοιπόν, ὅσοι ἔφταναν καὶ ζητοῦσαν νὰ τὸν ἀγγίξουν, ν’ ἀκουμπήσουν μόνο τὴν ἄκρη τοῦ δερμάτινου χιτῶνα του, πιστεύοντας πὼς ἔτσι θὰ ἔπαιρναν κάποια εὐλογία. Ὁ Ἅγιος, ὅμως, ἔνιωθε πὼς δὲν ἦταν ἄξιος ν’ ἀπολαμβάνει τέτοια τιμή. Τὸν κούραζαν, ἄλλωστε, ὅλα αὐτά. Ἔτσι, σοφίστηκε ν’ ἀνέβει σ’ ἕναν στῦλο. Τὸ ὕψος του ἦταν στὴν ἀρχὴ μικρό, ἕξι πῆχες. Ἀργότερα ἀνέβηκε σὲ ἄλλον πιὸ ψηλό, ὕστερα σὲ ψηλότερο καὶ τέλος σ’ ἕναν ποὺ ἔφτανε τὶς τριάντα ἕξι πῆχες. Γιατί τὸ ἔκανε αὐτό; Ἐπειδὴ λαχταροῦσε νὰ πετάει στὰ οὐράνια, ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε τι γήϊνο. Καὶ ἐπειδή, φωτισμένος ἀπὸ τὸ Θεό, στόχευε στὴν ὠφέλεια καὶ τὴ σωτηρία πολλῶν ψυχῶν. Βλέπετε, ὅσοι δὲν πείθονται μὲ λόγια καὶ δὲν ἀνέχονται τὰ κηρύγματα, σαγηνεύονται ἀπὸ τὰ παράδοξα θεάματα. Τὸ παράδοξο τραβάει ὅλους καὶ τοὺς ἀναγκάζει νὰ τὸ προσέξουν, προετοιμάζοντάς τους ἔτσι καὶ στὸ νὰ διδαχθοῦν. Ἔτσι ἔγινε καὶ μὲ τὸν Ὅσιο Συμεών. Τὸ παράδοξο θέαμα ποὺ παρουσίαζε ἀνεβασμένος σ’ ἕναν ψηλὸ στῦλο, τραβοῦσε ἀμέτρητους περιέργους, ποὺ ἤθελαν νὰ πληροφορηθοῦν γιατί ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν κόσμο μὲ τέτοιον τρόπο. Μὲ τὴν ἀφορμὴ αὐτὴ ὁ Ὅσιος τοὺς δίδασκε καὶ τοὺς κήρυσσε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, μεταστρέφοντας πολλοὺς ἀπὸ τὴν ἀπιστία στὴν πίστη καὶ ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἀνομίας στὰ ἔργα τῆς εὐσέβειας. Ἴβηρες καὶ Ἀρμένιοι καὶ Πέρσες, ὅπως εἴπαμε, ἀπαρνιόντουσαν κάτω ἀπ’ τὸν στῦλο τὴν προγονική τους πλάνη καὶ δέχονταν τὴν θεία ἀλήθεια μὲ τὸ ἅγιο βάπτισμα. Οἱ Ἰσμαηλῖτες, μάλιστα, ἔφταναν σὲ ὁμάδες, διακόσιοι, τετρακόσιοι, κάποτε καὶ χίλιοι. Μὲ βοὴ ἀποκήρυσσαν τὴν πατρική τους θρησκεία, ἔσπαζαν τὰ εἴδωλα ποὺ λάτρευαν πρῶτα, ἐγκατέλειπαν μία γιὰ πάντα τὰ μυστηριώδη ὄργια τῆς Ἀφροδίτης καὶ ἀπολάμβαναν τὰ θεία μυστήρια του Χριστοῦ, ἀφοῦ ἄκουγαν ἀπὸ τὸ ἁγιασμένο στόμα τοῦ στυλίτη σωτήριες διδαχές.
Ὁ Θεοδώρητος Κύρου, σύγχρονος καὶ γνώριμος τοῦ Ὁσίου, περιγράφει συνοπτικὰ τὸ κοινωνικὸ καὶ ἀποστολικὸ ἔργο του: «Νουθετώντας (τὸν λαό) δύο φορὲς τὴν ἡμέρα, πλημμυρίζει τὰ αὐτιὰ τῶν ἀκροατῶν μὲ τὰ χαριτωμένα λόγια του καὶ τοὺς προσφέρει ὅσα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα διδάσκει.
Προτρέπει νὰ στρέφουν τὸ βλέμμα στὸν οὐρανό, νὰ πετᾶνε ἀφήνοντας τὴν γῆ καὶ νὰ ὁραματίζονται τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, νὰ φοβοῦνται τὴν κόλαση καὶ νὰ περιφρονοῦν τὰ γήϊνα, προσμένοντας τὴν μέλλουσα ζωή. Μπορεῖ νὰ τὸν δεῖς νὰ δικάζει, βγάζοντας σωστὲς καὶ δίκαιες ἀποφάσεις. Ὅλα αὐτὰ τὰ κάνει μετὰ τὴν ἀκολουθία τῆς ἐνάτης ὥρας. Γιατί ὅλη τὴ νύχτα καὶ τὴν ἡμέρα, ὡς τὴν ἐνάτη ὥρα προσεύχεται. Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐνάτη ὥρα, προσφέρει πρῶτα τὴν θεία διδαχὴ σὲ ὅσους βρίσκονται ἐκεῖ, καὶ στὴ συνέχεια ἀκούει τὸ αἴτημα τοῦ καθενός. Καὶ ἀφοῦ θεραπεύσει μερικούς, λύνει τὶς διαφορὲς ὅσων φιλονικοῦν. Γύρω στὴ δύση τοῦ ἥλιου ἀρχίζει πάλι νὰ προσεύχεται. Δὲν παραμελεῖ ὅμως, νὰ φροντίζει καὶ γιὰ τὶς ἅγιες Ἐκκλησίες. Ἄλλοτε πολεμάει τὴν πλάνη τῶν εἰδωλολατρῶν, ἄλλοτε συντρίβει τὴ θρασύτητα τοῦ Ἰουδαίων, ἄλλοτε διαλύει τὶς ὁμάδες τῶν αἱρετικῶν. Καὶ ὅλα τοῦτα τὰ κατορθώνει εἴτε στέλνοντας γράμματα στὸ βασιλιά, εἴτε ἐμπνέοντας στοὺς ἄρχοντες τὸν ζῆλο γιὰ τὸ Θεό, εἴτε παρακινώντας καὶ τοὺς ἐπισκόπους ἀκόμα νὰ φροντίζουν περισσότερο γιὰ τὸ ποίμνιο».
Ἀξίζει, ὅμως, νὰ διηγηθοῦμε, ἐνδεικτικά, μερικὰ ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Ὁσίου Συμεών, ποὺ εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τὴ μεταστροφὴ τῶν εὐεργετημένων στὴν ἀληθινὴ πίστη.
– Κάποτε ἕνας Σαρακηνὸς φύλαρχος ἔφερε στὸ στυλίτη κάποιον παράλυτο ὁμόφυλό του καὶ παρακάλεσε γιὰ τὴ θεραπεία του. Ὁ Ἅγιος τοῦ ζήτησε ν’ ἀπαρνηθεῖ τὴν προγονική του ἀσέβεια. Ἐκεῖνος δέχτηκε πρόθυμα.
-Πιστεύεις στὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα; τὸν ρώτησε ὁ ἀσκητής.
-Πιστεύω, ὁμολόγησε ὁ Σαρακηνός.
-Ἀφοὶ πιστεύεις, σήκω πάνω!
Ὁ παράλυτος σηκώθηκε καὶ περπάτησε.
-Τώρα πᾶρε τὸ φύλαρχο στοὺς ὤμους σου! τὸν πρόσταξε ὁ Ὅσιος.
Ὁ γιατρεμένος σήκωσε τὸν κατάπληκτο φύλαρχο, ποὺ ἦταν ἐξαιρετικὰ μεγαλόσωμος, τὸν ἔβαλε στοὺς ὤμους του καὶ ἔφυγε ἐνθουσιασμένος, δοξάζοντας τὸν τρισυπόστατο ἀληθινὸ θεό.
– Σὲ μία πόλη τῆς Παλαιστίνης ἦταν διοικητὴς κάποιος εἰδωλολάτρης, καμπούρης τόσο, ποὺ τὸ κεφάλι του ἀκουμποῦσε στὸ στῆθος του καὶ δὲν μποροῦσε νὰ περιστραφεῖ. Κάποιοι φίλοι του, ἔχοντας ἀκούσει γιὰ τὰ θαύματα τοῦ στυλίτη, τὸν ἔφεραν κάτω ἀπὸ τὸν στῦλο καὶ παρακάλεσαν γιὰ τὴν θεραπεία του. Μὰ καὶ ὁ ἴδιος καμπούρης ἄρχισε νὰ ἱκετεύει τὸν Ὅσιο κραυγάζοντας τόσο δυνατά, ὥστε Ἐκεῖνος δὲν μποροῦσε νὰ προσευχηθεῖ γιὰ χάρη του στὸν Κύριο. Ὁ εἰδωλολάτρης, πιστεύοντας πὼς ὁ Συμεὼν εἶχε δική του θαυματουργικὴ δύναμη, τοῦ ζητοῦσε νὰ ἀκουμπήσει τὸ χέρι του στὸ κεφάλι του, ἐκφράζοντας τὴ βεβαιότητα ὅτι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ γινόταν καλὰ ἀμέσως. Ὁ Ὅσιος, ὅμως, τοῦ εἶπε:
- Εἶμαι ἕνας ἁμαρτωλὸς καὶ τιποτένιος ἄνθρωπος. Τὸ χέρι μου δὲν ἔχει καμιὰ ξεχωριστὴ δύναμη. Μόνο ἂν εὐδοκήσει ὁ Θεός, θὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ ἐπιθυμία σου, γιατί μόνο αὐτὸς ἔχει τὴν δύναμη νὰ θαυματουργεῖ. Κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ θεραπεύ­σει ἄλλον, ἂν ὁ Κύριος δὲν τὸ θέλει. Παραδόσου, λοιπόν, στὴν παντοδυναμία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ δημιουργοῦ καὶ κυβερνήτη τοῦ κόσμου, καὶ θὰ εὐεργετηθεῖς.
Τότε ὁ καμπούρης σταμάτησε νὰ φωνάζει, ἀφήνοντας τὸν Ὅσιο νὰ προσευχηθεῖ ἀπερίσπαστος. Καὶ μόλις Ἐκεῖνος τέλειωσε τὴν προσευχή του, τὸ θαῦμα ἔγινε. Ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος ὀρθώθηκε, στάθηκε ἴσια καὶ ἄρχισε νὰ χοροπηδάει χαρούμενος σὰν παιδί. Ἄνοιξε τότε τὶς κασέλες, ποὺ εἶχε φέρει μαζί του, καὶ πρόσφερε στὸν εὐεργέτη του ἀνεκτίμητα χρυσαφικὰ κι ἀσημικά. Ὁ στυλίτης κοίταξε τὰ δῶρα μὲ περιφρόνηση καὶ τοῦ εἶπε:
-Ἂν θέλεις νὰ μ’ εὐχαριστήσεις, νὰ δεχτεῖς τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας. Νὰ βαπτιστεῖς, γιὰ νὰ πάρεις τὴν ἄφεση. Καὶ ἀκόμα νὰ ἐλευθερώσεις ὅλους τους δούλους σου, γιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖ καὶ ἡ δική σου ψυχὴ ἀπὸ τὸ ζυγό του σατανᾶ.
Ὁ γιατρεμένος πρόθυμα ἔκανε ὅτι τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος. Καὶ ἀργότερα, γεμάτος χαρὰ καὶ χάρη Θεοῦ, ἔφυγε γιὰ τὴν πόλη του.
– Ἕνας ἄρχοντας τῶν Περσῶν ἦταν πολὺ δυστυχισμένος, γιατί ὁ μονάκριβος γιός του κειτόταν δεκαπέντε χρόνια παράλυτος. Ἔστειλε, λοιπόν, στὸν Ὅσιο τὸν ἐπίσκοπό τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν παράκληση νὰ προσευχηθεῖ στὸν Κύριο γιὰ τὴ θεραπεία τοῦ παιδιοῦ του. Τοῦ ἔδωσε, μάλιστα, καὶ δυὸ ὑφάσματα ἀπὸ πολύτιμο μετάξι μὲ κεντημένους ἐπάνω χρυσοὺς σταυρούς, γιὰ νὰ τὰ προσφέρει στὸν στυλίτη.
Ὁ ἐπίσκοπος διηγήθηκε στὸν Συμεὼν τὸ δρᾶμα τοῦ παιδιοῦ καὶ τοῦ πατέρα του. Ὁ Ὅσιος σπλαγχνίστηκε καὶ εἶπε στὸν ἐπίσκοπο:
-Πᾶρε αὐτὰ τὰ ὑφάσματα ποὺ ἔφερες, ἔτσι διπλωμένα ὅπως εἶναι, καὶ πήγαινε στὸ καλό. Ὅταν φτάσεις κοντὰ στὴν πόλη σας, κατέβα ἀπὸ τὸ ζῶο σου, κράτησε τὰ ὑφάσματα στὸ στῆθος σου καὶ προχώρησε ὡς τὸ σπίτι τοῦ ἄρχοντα πεζὸς καὶ ἀμίλητος. Μπὲς μέσα, στάσου πάνω ἀπ’ τὸ παιδὶ σκέπασε τὸ μὲ τὰ ὑφάσματα καὶ πές του: Ὁ ἁμαρτωλὸς Συμεών σοῦ παραγγέλλει: Στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, σήκω!
Ὁ ἐπίσκοπος ἔφυγε κι ἔκανε ὅπως τοῦ ὑπέδειξε ὁ Ὅσιος. Μόλις σκέπασε τὸ παιδὶ μὲ τὰ ὑφάσματα, αὐτὸ πετάχτηκε ὄρθιο καὶ θεραπευμένο.
Ὁ Πέρσης ἄρχοντας καὶ ὁλόκληρη ἡ οἰκογένειά του εὐχαρίστησαν καὶ δόξασαν τὸ Θεό. Καὶ ὁ ἐπίσκοπος, μετὰ ἀπὸ σχετικὸ αἴτημά τους, τοὺς κατήχησε καὶ τοὺς βάπτισε.
– Κάποιος πλούσιος ἀπὸ τὸ Σαβᾶ ἔπασχε ἀπὸ πονοκέφαλο συνεχὴ καὶ ὀδυνηρὸ τόσο, ποὺ ἔνιωσε νὰ τοῦ σουβλίζουν κάθε στιγμὴ τὸ μυαλό. Ἀνακουφιζόταν λίγο, μόνο ὅταν χτυποῦσε τὸ κεφάλι του πάνω στὰ δοκάρια τῶν τοίχων τοῦ σπιτιοῦ του!
Μόλις ἔμαθε γιὰ τὸν θαυματουργὸ στυλίτη, ἑτοιμάστηκε γιὰ τὸ μακρὺ ταξίδι καὶ ξεκίνησε, ἀδιαφορώντας γιὰ τὸν κίνδυνο τῶν θηρίων καὶ τῶν λῃστῶν, ποὺ παραμόνευαν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ μέσα στὴν ἀπέραντη ἔρημο. Σχεδὸν ἕναν ὁλόκληρο χρόνο ταξίδευε ὁ ἄρρωστος. Καὶ ὅσο πλησίαζε, πρᾶγμα παράδοξο, οἱ πόνοι του λιγόστευαν. Ἀντίθετα, ὅσο κι ἂν ἔτρωγε, οἱ προμήθειές του ἔμεναν ἀπείραχτες!
Ἔφτασε ἐπιτέλους στὸν στῦλο τοῦ Ὁσίου. Ἐκεῖνος, ἀφοῦ πληροφορήθηκε τὸ πρόβλημά του, ζήτησε νὰ τοῦ φέρουν νερὸ ἀπὸ τὴν κοντινὴ πηγή. Προσευχήθηκε, τὸ εὐλόγησε καὶ πρόσταξε τὸν ἄρρωστο νὰ τὸ πιεῖ στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ὕστερα, παίρνοντας ἀπὸ τὸ ἴδιο νερό, τοῦ ράντισε καὶ τὸ κεφάλι. Δὲν χρειαζόταν τίποτε ἄλλο. Ὁ λίγος πόνος ποὺ εἶχε ἀπομείνει, ἐξαφανίστηκε καὶ αὐτός. Ὁ ἄνθρωπος εὐχαρίστησε τὸν Ὅσιο καὶ δόξασε τὸν Θεό. Ζήτησε, μάλιστα, καὶ νὰ βαπτιστεῖ. Λίγο ἀργότερα, φεύγοντας Χριστιανὸς πιά, διαλαλοῦσε τὰ μεγαλεῖα τοῦ Κυρίου ὡς τὴν μακρινὴ πατρίδα του.
– Ἕνα παρόμοιο μακρὺ ταξίδι ἔκανε καὶ μία ὁμάδα ἀπὸ τέσσερις λεπροὺς καὶ τρεῖς δαιμονισμένους, ποὺ ξεκίνησαν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Ἀνατολῆς κι ἔκαναν δεκατρεῖς μῆνες ὥσπου νὰ φτάσουν στὸν Ὅσιο. Καὶ ἐκεῖνοι, παρὰ τὴ μεγάλη ἀπόσταση, οὔτε μία φορὰ δὲν ἔχασαν τὸ δρόμο, μὰ οὔτε καὶ οἱ τροφὲς ἢ τὸ νερὸ τοὺς ἔλειψαν καθόλου.
Φτάνοντας κάτω ἀπὸ τὸν στῦλο, διηγήθηκαν στὸν Ὅσιο τὰ παθήματά τους καὶ ζήτησαν τὴ βοήθειά του.
-Ὁ Θεός, ἀποκρίθηκε Ἐκεῖνος, πού σοῦ ἔδειξε τὸν δρόμο νὰ ἔρθετε ὡς ἐδῶ, θὰ σᾶς δώσει καὶ τὴν ὑγεία σας.
Ζήτησε νερό, τὸ εὐλόγησε καὶ τοὺς τὸ ἔδωσε νὰ πιοῦν καὶ νὰ ραντιστοῦν στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Μόλις τὸ ἔκαναν, ἔγιναν καὶ οἱ ἑπτὰ καλά! Ὕστερα ἀπὸ αὐτό, ἀρνήθηκαν τὴν λατρεία τῶν εἰδώλων, βαπτίστηκαν καὶ ἔφυγαν δοξάζοντας τὸ Θεό.
– Κάποτε ᾖρθαν κάτω ἀπ’ τὸν στῦλο ἀντιπρόσωποι τῶν κατοίκων τῆς ὁροσειρᾶς τοῦ Λιβάνου καὶ ἀνάστατοι εἶπαν στὸν Ὅσιο:
- Στὸν τόπο μας παρουσιάστηκαν κάτι ἀγρία θηρία, πρωτοφανέρωτα καὶ ἄγνωστα, ποὺ κατασπαράζουν ἀνθρώπους καὶ ζώα. Πολλὲς φορὲς μπαίνουν στὰ σπίτια, ἁρπάζουν τὰ παιδιὰ καὶ τὰ καταβροχθίζουν μπροστὰ στὰ ἔντρομα μάτια τῶν μανάδων τους. Ὁ φόβος καὶ ὁ θρῆνος ἔχουν ἁπλωθεῖ παντοῦ.
-Μὴν παραξενεύεστε γιὰ τὴ συμφορὰ πού σᾶς βρῆκε, εἶπε ὁ Ἅγιος. Εἶναι ἡ τιμωρία γιὰ τὰ ἔργα σας. Οἱ πρόγονοί σας ἐγκατέλειψαν τὸν ἀληθινὸ Θεό, τὸν πλάστη καὶ εὐεργέτη μας, καὶ λάτρεψαν τὰ βουβὰ εἴδωλα. Καὶ ἐσεῖς ἐπιμένετε στὴν πλάνη αὐτή. Τὰ θηρία σᾶς ταλαιπωροῦν μὲ παραχώρηση τοῦ Κυρίου, ποὺ θέλει νὰ σᾶς ὁδηγήσει στὴ μετάνοια καὶ νὰ σᾶς φέρει κοντά Του. Ἂν ὅμως δὲν ἔχετε σκοπὸ νὰ μετανοήσετε, ἄδικα ᾔρθατε ὡς ἐδῶ. Νὰ ζητήσετε τὴ βοήθεια τῶν εἰδώλων ποὺ προσκυνᾶτε!
Ἐκεῖνοι τότε ἔπεσαν στὰ γόνατα καὶ ἄρχισαν νὰ παρακαλοῦν μὲ δάκρυα τὸ στυλίτη:
-Λυπήσου μας! Μεσίτεψε γιὰ μᾶς στὸ Θεό! θὰ μετανοήσουμε!...
Μαζί τους ἱκέτευαν τὸν Ὅσιο καὶ ἄλλοι, ποὺ ἔτυχε νὰ βρίσκονται ἐκεῖ, καὶ τοὺς σπλαγχνίστηκαν.
-Μόλις ἀπαρνηθεῖτε τὴν πλάνη σας, ἀποκρίθηκε πάνω ἀπ’ τὸν στῦλο του ὁ γέροντας καὶ βαπτιστεῖτε στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τότε θὰ παρακαλέσω τὸν Κύριο νὰ σᾶς δείξει τὴν φιλανθρωπία Του.
Μὲ ἕνα στόμα οἱ εἰδωλολάτρες ὑποσχέθηκαν πώς, ὅταν θὰ γύριζαν στὴν πατρίδα τους, θὰ κατεδάφιζαν ἀμέσως τὰ Ἱερὰ τῶν εἰδώλων καὶ θὰ ἔριχναν στὴ φωτιὰ τὰ ξόανα.
Ὁ Ἅγιος κατάλαβε πὼς ἡ μεταστροφὴ τους ἦταν ἀληθινή. Τοὺς ἔδωσε, λοιπόν, ἕνα κουτάκι μὲ εὐλογημένη σκόνη καὶ τοὺς εἶπε:
-Νὰ πᾶτε στὸ καλό! Μόλις φτάσετε στὸν τόπο σας, νὰ περάσετε ἀπ’ ὅλα τὰ χωριά. Στὴν ἐμπασιὰ κάθε χωριοῦ, νὰ χώνετε στὴ γῆ τέσσερις πέτρες. Καὶ πάνω σὲ κάθε πέτρα νὰ σχηματίζετε μὲ τούτη τὴ σκόνη τρεῖς σταυρούς. Ἂν ὑπάρχουν ἐκεῖ Χριστιανοὶ ἱερεῖς, φωνάξτε τους νὰ σᾶς βοηθήσουν καὶ νὰ τελέσουν νυχτερινὲς λειτουργίες. Τότε ὁ Θεὸς θὰ κάνει τὸ θαῦμα Του. Κανένας ἄνθρωπος δὲν θὰ χαθεῖ πιὰ ἀπὸ τὰ θηρία.
Ἐπιστρέφοντας στὴν χώρα τους οἱ εἰδωλολάτρες διαπίστωσαν ὅτι, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ὁ Συμεὼν εἶχε προσευχηθεῖ γι’ αὐτούς, ὅλα τὰ θηρία εἶχαν φύγει ἀπὸ τὰ χωριὰ καὶ ἀποτραβηχτεῖ στὰ δάση. Ὅταν, λοιπόν, ἔκαναν ὅτι τοὺς συμβούλεψε ὁ Ὅσιος, εἶδαν τὰ θηρία νὰ τρέχουν καὶ νὰ ἔρχονται γύρω ἀπὸ τὶς πέτρες, οὐρλιάζοντας ἀπαίσια. Πολλὰ ἔπεφταν καὶ ψοφοῦσαν ἐπιτόπου. Ἀλλὰ ἔφευγαν ἀλαφιασμένα καὶ χάνονταν. Σὲ δέκα μέρες δὲν εἶχε ἀπομείνει κανένα.
Πῆραν τρία τομάρια ἀπὸ τὰ ψόφια θηρία καὶ τὰ ἔφεραν στὸν Ὅσιο. Καὶ ἀφοῦ τοῦ διηγήθηκαν τὸ θαῦμα, βαπτίστηκαν ὅλοι καὶ ἔγιναν Χριστιανοί. Μιὰ βδομάδα ἔμειναν ἐκεῖ, ἀκούγοντας τὶς σοφὲς διδαχὲς τοῦ πνευματοφόρου στυλίτη, καὶ μετὰ ἔφυγαν χαρούμενοι γιὰ τὴν πατρίδα τους, δοξάζοντας τὸ Θεό.
Ἀλλὰ σταματᾶμε ἐδῶ τὴ διήγηση, γιατί τὰ μεγάλα καὶ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Ὁσίου Συμεὼν δὲν ἔχουν τέλος. Ὅπως σημειώνει ὡραιότατα ὁ Σύρος βιογράφος του, «ποιὸ στόμα θ’ ἀποτολμοῦσε νὰ διηγηθεῖ ἢ ποιὸ χέρι θὰ μποροῦσε νὰ γράψει ἢ ποιὸ σοφὸ μυαλὸ θὰ μποροῦσε νὰ ὑπολογίσει τὶς ἀναρίθμητες εὐεργεσίες ποὺ ἔκανε ὁ Θεὸς στὸν κόσμο μέσῳ τοῦ Ἁγίου; Πόσους ἀνθρώπους, ποὺ ἦταν μακριὰ ἀπὸ τὸν Κύριο, ἔφερε κοντά Του; Πόσοι πλανεμένοι γύρισαν μὲ τὴ διδαχή του ἀπὸ τὴν ἄγνοια στὴν ἀληθινὴ γνώση; Πόσες χιλιάδες καὶ μυριάδες «ἀλλότριων», χάρη στὸ κήρυγμά του, ἔγιναν μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὑποτάχθηκαν στὸ Χριστό; Ποιὸς μπορεῖ νὰ λογαριάσει τὶς τόσες καὶ τόσες χιλιάδες ἀγρίων, πού, βλέποντας καὶ ἀκούγοντάς τον, μὲ χαρὰ ἐγκολπώθηκαν τὴν χριστιανικὴ πίστη καὶ ἔγιναν ὑπηρέτες τῆς ἀλήθειας; Γιατί ἡ φήμη τῶν εὐεργεσιῶν, ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος μὲ τὰ χέρια τοῦ ὁσίου, ταξίδεψε ἀπ’ τὴν μίαν ἄκρη τοῦ κόσμου ὡς τὴν ἄλλη.
Κι ἔτσι ἐκπληρώθηκε τὸ γραφικό: «Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν οἱ φθόγγοι αὐτῶν καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ρήματα αὐτῶν» (Ψαλμ. 18:5).

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ὡς στήλην θεόγραφον, τῶν ἱερῶν ἀρετῶν, τοῦ βίου σου ἔλιπες, τὰς ἀναβάσεις ἡμῖν, Συμεὼν παμμακάριστε· σὺ γὰρ ἐπὶ τοῦ στύλου, ὡς πυρσὸς διαλάμπων, ἕλκεις ἡμᾶς χαμόθεν, πρὸς ζωὴν οὐρανίαν, τὸν τρόπον τῆς εὐδρομίας, φαίνων τοῖς ἔργοις σου.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Αὐτόμελον.

Τὰ ἄνω ζητῶν, τοῖς κάτω συναπτόμενος, καὶ ἅρμα πυρός, τὸν στῦλον ἐργασάμενος, δι’ αὐτοῦ συνόμιλος, τῶν Ἀγγέλων γέγονας Ὅσιε· σὺν αὐτοῖς Χριστῷ τῷ Θεῷ, πρεσβεύων ἀπαύστως, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.

Στύλος ἐναρέτου ὤφθης ζωῆς, ἐν στύλῳ βιώσας, ὑπὲρ ἄνθρωπον Συμεών· ἔνθεν ἀμοιβῶν σου, τὰς ὑπὲρ νοῦν ἐλλάμψεις, ἐκθάμβως ἐξαστράπτεις, εἰς κόσμον ἅπαντα.

Ὁ Ἅγιος Ἰησοῦς ὁ Δίκαιος

Ἦταν Ἑβραῖος, γιὸς τοῦ Ναυῆ, ἀπὸ τὴν φυλὴ Ἐφραὶμ καὶ διάδοχος τοῦ Μωϋσῆ τοῦ προφήτη. Ὁ Ἰησοῦς, ὀνομαζόταν πρῶτα Αὐσής.
Στάλθηκε ἀπὸ τὸν Μωϋσῆ νὰ κατασκοπεύσει τὴ γῆ Χαναᾶν καὶ ὅταν ἐπέστρεψε ἀνέλαβε μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μωϋσῆ τὴν ἀρχηγία τοῦ λαοῦ, ποὺ τὸν ὁδήγησε μαζὶ μὲ τὴν κιβωτὸ στὴν Παλαιστίνη, ἀφοῦ πέρασε τὸν Ἰορδάνη καὶ συνέτριψε τοὺς ἀλλόφυλους στὰ τείχη τῆς Ἱεριχοῦς (Ἰησ. ι’ 12).
Ὅταν κατέλαβε τὴν Παλαιστίνη καὶ τὴ μοίρασε στοὺς Ἰσραηλῖτες, τοὺς ὁποίους κυβέρνησε 27 χρόνια, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ 110 χρονῶν.

Οἱ Ἁγίες 40 οἱ Παρθενομάρτυρες


Ὁ Ἀμμοῦν ἢ Ἄμμων ἦταν Διάκονος στὴν Ἀδριανούπολη τῆς Θρᾴκης καὶ διδάσκαλος 40 ἀσκητριῶν παρθένων. Αὐτὸν λοιπόν, ὁ ἡγεμόνας τῆς Ἀδριανούπολης Βᾶβδος, ἐπειδὴ δὲν δεχόταν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, παρέπεμψε μαζὶ μὲ τὶς 40 μαθήτριές του στὸν Λικίνιο τὸν ἄρχοντα τῆς Θρᾴκης. Αὐτός, ἀφοῦ τὶς βασάνισε σκληρά, τὶς μὲν πρῶτες δέκα ἔκαψε ζωντανές, τὶς δὲ ἑπόμενες ὀκτὼ ἀποκεφάλισε, τὶς ἑπόμενες δέκα σκότωσε μὲ ξίφος, ἀφοῦ τὶς χτύπησε στὸ στόμα καὶ τὴν καρδιὰ καὶ τὶς ὑπόλοιπες δώδεκα θανάτωσε μὲ μαχαίρια καὶ πυρακτωμένα σίδερα στὸ στόμα. Τὸν δὲ Ἀμμοῦν θανάτωσε, ἀφοῦ τοῦ ἔβαλε πυρακτωμένη καλύπτρα στὸ κεφάλι (ἄλλοι ἀναφέρουν ὅτι, κατόπιν τὸν ἀποκεφάλισε). Ὅσον ἄφορα δὲ τὰ ὀνόματα τῶν 40 Ἁγίων Παρθένων, τὰ παραθέτουμε μὲ ἐπιφύλαξη, διότι ὁρισμένα ἀπ' αὐτὰ π.χ. Χάϊδω, Λάμπρω κ.λ.π. ἀνήκουν σὲ ὀνομασίες μεταγενεστέρων αἰώνων (16ου – 18ου) καὶ ὄχι σ’ αὐτὲς τῶν πρώτων αἰώνων μ.Χ. ποὺ μαρτύρησαν οἱ Ἁγίες.

Θαῦμα τῆς Θεοτόκου στὴν Μονὴ τῶν Μιασηνῶν


Ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Μονῆς τῶν Μιασηνῶν, ρίχτηκε στὴ λίμνη Ζαγουροῦ γιὰ νὰ μὴ τὴν σπιλώσουν οἱ Εἰκονομάχοι. Μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ἀνεφάνη ἄσπιλη ἀπὸ τὰ νερὰ τῆς λίμνης μὲ θαυματουργικὸ τρόπο.


Ἀπολυτίκιο. Ἦχος βαρύς.

Χαῖρε κεχαριτωμένη Θεοτόκε Παρθένε, λιμὴν καὶ προστασία τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπω· ἐκ σοῦ γὰρ ἐσαρκώθη ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου. Ὅθεν καὶ χαρίτων ἠγλάϊσας τῷ φέγγει, τὴν σὴν λαμπρὰν Εἰκόνα Μιασηνῶν τῇ Μάνδρᾳ· ταύτην γὰρ θαυμασίως, ἐξ ὑδάτων βυθοῦ καὶ αὖθις ἡμῖν δεδώρησαι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον.Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Ὁ ἀρρήτω σύμπαντα, δημιουργήσας σοφία, καὶ καιροὺς ὁ θέμενος, ἐν τῇ αὐτοῦ ἐξουσίᾳ, δώρησαι, τῷ φιλοχρίστῳ λαῷ σου νίκας, ἔτους δέ, τάς τε εἰσόδους καὶ τὰς ἐξόδους, εὐλογήσαις κατευθύνων, ἡμῶν τὰ ἔργα πρὸς θεῖον σου θέλημα.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Ἀνεφάνη Ἄχραντε ἐκ τῶν ὑδάτων, ἡ Εἰκὼν ἡ πάντιμος, τῆς παναγίας σου Μορφῆς, καθάπερ κρήνη καλλίροος, τὰ τῶν θαυμάτων προχέουσα νάματα.

Μεγαλυνάριον.

Χάρις προμηθείας σου δαψιλής, πρόεισιν ὠς δρόσος, ἐξ Εἰκόνος σου τῆς σεπτῆς· ὅθεν τῇ σῇ δόξῃ, Μιασηνῶν ἡ Μάνδρα, λαμπρύνεται Παρθένε, καὶ μεγαλύνει σε.

Οἱ Ἅγιοι Εὔοδος, Καλλίστη, Ἀγαθοκλεία καὶ Ἐρμογένης οἱ Μάρτυρες


Ἦταν ἀδέλφια, καὶ ἡ ἀνεύρεση τῆς ἀλήθειας ἦταν ὁ μεγάλος τους πόθος. Καὶ ὁ Θεὸς τοὺς ἐλέησε, ἀξιώνοντάς τους νὰ ἀκούσουν τὸ κήρυγμα τῶν ἀποστόλων, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἑλκύστηκαν στὸ φῶς καὶ τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ.
Ἀπὸ τότε ἡ ζωή τους, στάθηκε ζηλευτὴ, πίστεως καὶ ἀγαθοεργίας. Ἔδιναν ἄφθονη βοήθεια σὲ χῆρες καὶ ὀρφανά, καὶ ἀνέπτυξαν μεταξύ τους εὐγενῆ καὶ ἱερὴ ἅμιλλα, γιὰ τὸ ποιὸς νὰ φέρει περισσότερες ψυχὲς μέσα στὸ ψυχοσωτήριο λιμάνι τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Καὶ κατόρθωσαν πολλά.
Τὴν πίστη τους αὐτή, ἐπισφράγισαν καὶ διὰ τοῦ μαρτυρίου. Ὅταν συνελήφθησαν, ὁμολόγησαν ὅτι ἄνηκαν στὴν χριστιανικὴ Ἐκκλησία καὶ ὅτι αὐτὸ ἀποτελοῦσε καύχημά τους περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸ ἂν εἶχαν κάποιο στέμμα στὸ κεφάλι τους. Μάταια ζήτησαν νὰ τοὺς δελεάσουν μὲ ὑποσχέσεις καὶ νὰ τοὺς ἐκβιάσουν μὲ ἀπειλές.
Τὰ ἀδέλφια ἐνθαρρύνονταν μεταξύ τους, μὲ ἀνώτερα πνευματικὰ λόγια. Ἔτσι καὶ τῶν τριῶν τὰ κεφάλια, κόπηκαν μὲ τὸ ξίφος. Καὶ τὰ ἀδέλφια κατὰ σάρκα, στάθηκαν ἀδέλφια διὰ τῆς πνευματικῆς ἀναγεννήσεως καὶ στὸ μαρτυρικὸ θάνατο καὶ στὴν κληρονομιὰ τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν.

Ὁ Ὅσιος Μελέτιος ὁ νέος


Ἀσκήτευσε στὸ ὄρος τῆς Μυουπόλεως.
Γεννήθηκε κατὰ τὸ ἔτος 1035 στὸ χωριὸ Μουταλάσκη τῆς Καππαδοκίας. Οἱ γονεῖς του ἦταν πολὺ ἐνάρετοι καὶ ὀνομάζονταν Ἰωάννης καὶ Σοφία. Φυσικά, σύμφωνα μὲ τὰ ἱερὰ πιστεύω τους μεγάλωσαν καὶ τὸ παιδὶ τους, τὸν Μελέτιο. Αὐτός, ὅταν μεγάλωσε ᾖλθε στὴν Ἑλλάδα ἐπὶ Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ στὴ Μονὴ τῶν Ταξιαρχῶν τὴν λεγόμενη τοῦ Συμβόλου, τὴν μετέπειτα ἐπονομασθεῖσα τοῦ Ὁσίου Μελετίου. Ἐκεῖ ἀφοῦ ἔλαμψε διὰ τῆς πνευματικῆς του ἀσκήσεως, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 1105.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Ἐξ Ἑῴας ἐκλάμψας ὡς πολύφωτος ἥλιος, καὶ ἐν Μυουπόλει ἀσκήσας θεοφόρε Μελέτιε, λαμπρύνεις τὴν Ἑλλάδα τῷ φωτί, τῶν θείων ἀρετῶν σου ἀληθῶς. Διὰ τοῦτο ὡς προστάτην ἡμῶν θερμόν, τιμῶμέν σε κραυγάζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς μελετήσας ἐν τῷ νόμῳ τῷ τῆς χάριτος
Δένδρον ἐδείχθης τῆς ἀσκήσεως κατάκαρπον
Καὶ τοῦ Πνεύματος δοχεῖον ἡγιασμένον.
Ἀλλ’ ἀπαύστως καθικέτευε δεόμεθα
Πάσης θλίψεως λυτροῦσθαι καὶ κακώσεως
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Μελέτιε.

Μεγαλυνάριον.

Ἄγγελος ὡράθης μετὰ σαρκός, Μελέτιε Πάτερ, δι’ ἀγώνων ἀσκητικῶν· ὅθεν ἡ Μονή σου, ἐν σοὶ ἀγαλλιᾶται, ὑμνοῦσα θεοφόρε, τὴν πολιτείαν σου.

Ὁ Ὅσιος Νικόλαος


Γιὰ τὸν Ὅσιο αὐτὸ δὲν βρίσκουμε καμιὰ πληροφορία γιὰ τὴν ζωή του. Ξέρουμε μόνο ὅτι ἀσκήτεψε στὸ Φαράγγι Κουρταλιώτη τῆς ἐπαρχίας Ἁγίου Βασιλείου τῆς Κρήτης τὸ 1670, καὶ ὅτι ὑπάρχει μόνο Ἀκολουθία του, ποὺ ἐκδόθηκε στὴν Ἀθῆνα τὸ 1879.


Ὁ Ἅγιος Ἀγγελὴς ὁ Νεομάρτυρας


Χρυσοχόος στὸ ἐπάγγελμα ὁ Ἀγγελής, κάποτε διασκέδαζε στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ γνώριμους ἐξωμότες χριστιανούς. Καὶ χάριν ἀστείου, φόρεσε στὸ κεφάλι τοῦ τούρκικο σαρίκι. Οἱ Τοῦρκοι, θεώρησαν αὐτὴ τὴν ἐνέργειά του σὰν ἄρνηση τῆς χριστιανικῆς θρησκείας καὶ ἀποδοχὴ τοῦ μουσουλμανισμοῦ. Γι' αὐτὸ καὶ τὸν πίεζαν νὰ ἐξισλαμιστεῖ. Ὁ μάρτυρας ἀπέκρουσε μὲ ἀποστροφὴ τὶς δελεαστικὲς προτάσεις τῶν Τούρκων καὶ δέχτηκε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τὸ μαρτύριο, χωρὶς νὰ ὑπολογίσει τὴν γυναῖκα του καὶ τὰ ἕξι παιδιά του.

Εἶπε μάλιστα στὸν Βεζίρη, « Ὅτι θέλεις κᾶμε, δέρνε, κόβε, σφᾶζε, κᾶψέ με στὴν φωτιά, ρῖξέ με στὰ θηρία, πνῖξέ με στὴ θάλασσα, καὶ ὅτι μπορεῖς κᾶμε σὲ αὐτὸ τὸ πήλινο σῶμα μου. Ἐγὼ τὸν Χριστό μου δὲν ἀρνοῦμαι, ἐγὼ τὴν πίστη μου δὲν ἀλλάζω, ἐγὼ Τοῦρκος δὲν γίνομαι». Ἔτσι τὴν 1η Σεπτεμβρίου 1680 μπροστὰ στὸ παλάτι, κοντὰ στὴν Ἁγία Σοφία, τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ δέχτηκε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Τὸ λείψανό του ἀγοράστηκε ἀπὸ τοὺς χριστιανούς, ἀντὶ 300 γροσιῶν, ποὺ τὸ ἐνταφίασαν στὸ Μοναστῆρι τῆς νήσου Πρώτης.

Γέροντας Παΐσιος,

  Η χαρά της ευγνωμοσύνης.

-Γέροντα, γιατί πολλοί άνθρωποι, ενώ τα έχουν όλα, νιώθουν άγχος και στενοχώρια;

-Όταν βλέπετε έναν άνθρωπο να έχη μεγάλο άγχος, στενοχώρια και λύπη, ενώ τίποτε δεν του λείπει, να ξέρετε ότι του λείπει ο Θεός. Όποιος τα έχει όλα, και υλικά αγαθά και υγεία, και, αντί να ευγνωμονή τον Θεό, έχει παράλογες απαιτήσεις και γκρινιάζει, είναι για την κόλαση με τα παπούτσια.

Ο άνθρωπος, όταν έχη ευγνωμοσύνη, με όλα είναι ευχαριστημένος. Σκέφτεται τί του δίνει ο Θεός κάθε μέρα και χαίρεται τα πάντα. Όταν όμως είναι αχάριστος, με τίποτε δεν είναι ευχαριστημένος γκρινιάζει και βασανίζεται με όλα. Αν, ας πούμε, δεν εκτιμάη την λιακάδα και γκρινιάζει, έρχεται ο Βαρδάρης και τον παγώνει. Δεν θέλει την λιακάδα θέλει το τουρτούρισμα που προκαλεί ο Βαρδάρης.

-Γέροντα, τί θέλετε να πήτε μ’ αυτό;

-Θέλω να πω ότι, αν δεν αναγνωρίζουμε τις ευλογίες που μας δίνει ο Θεός και γκρινιάζουμε, έρχονται οι δοκιμασίες και μαζευόμαστε κουβάρι. Όχι, αλήθεια σας λέω, όποιος έχει αυτό το τυπικό , την συνήθεια της γκρίνιας, να ξέρη ότι θα του έρθη σκαμπιλάκι από τον Θεό, για να ξοφλήση τουλάχιστον λίγο σ’ αυτήν την ζωή.

Και αν δεν του έρθη σκαμπιλάκι , αυτό θα είναι χειρότερο, γιατί τότε θα τα πληρώση όλα μια και καλή στην άλλη ζωή.

-Δηλαδή , Γέροντα, η γκρίνια μπορεί να είναι συνήθεια;

-Γίνεται συνήθεια, γιατί η γκρίνια φέρνει γκρίνια και η κακομοιριά φέρνει κακομοιριά. 

Όποιος σπέρνει κακομοιριά, θερίζει κακομοιριά και αποθηκεύει άγχος. Ενώ, όποιος σπέρνει δοξολογία, δέχεται την θεϊκή χαρά και την αιώνια ευλογία. Ο γκρινιάρης, όσες ευλογίες κι αν του δώση ο Θεός, δεν τις αναγνωρίζει.

Γι’ αυτό απομακρύνεται η Χάρις του Θεού και τον πλησιάζει ο πειρασμός τον κυνηγάει συνέχεια ο πειρασμός και του φέρνει όλο αναποδιές, ενώ τον ευγνώμονα τον κυνηγάει ο Θεός με τις ευλογίες Του. Η αχαριστία είναι μεγάλη αμαρτία, την οποία ήλεγξε ο Χριστός. «Ουχ οι δέκα εκαθαρίσθησαν; οι δε εννέα πού», είπε στον λεπρό που επέτρεψε να Τον ευχαριστήση. Ο Χριστός ζήτησε την ευγνωμοσύνη από τους δέκα λεπρούς όχι για τον εαυτό Του αλλά για τους ίδιους, γιατί η ευγνωμοσύνη εκείνους θα ωφελούσε.

Μοναχὸς Παΐσιος Καρεώτης.

Νά, πῶς ἔγινα μοναχός!
«Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων πατέρων ἡμῶν... ἐλέησον ἡμᾶς», εἶπε ὁ ἱερεὺς καὶ τελείωσε ἡ Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία. Προσκυνήσαμε τὶς εἰκόνες, πήραμε ἀντίδωρο καὶ βγήκαμε στὴν αὐλὴ τῆς Μονῆς, περιμένοντας νὰ κτυπήσει ἡ καμπάνα γιὰ τὴν Τράπεζα. Ἤμασταν ἀρκετοὶ ἐπισκέπτες στὴ Μονὴ παρ' ὅλο ποὺ ἦταν ἀρχὴ ἀνοίξεως. Ὁ καιρὸς εἶχε μιά ἐλαφριὰ ψυχρὰ καὶ ἕναν πλούσιο ἥλιο. Μοῦ ἄρεσε νὰ βλέπω μέσα στὴν πρωινὴ δροσιὰ τὴ θάλασσα στὰ πόδια μου καὶ πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μου, τὸν γηραιὸ Ἄθωνα, ποὺ μὲ τὶς βαθειὲς καὶ ἀπάτητες χαράδρες του κατέβαινε μέχρι τὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ λειτουργηθῆ κι αὐτός.
Κοίταξα γύρω μου καὶ προτίμησα μιά θέση δίπλα σ' ἕνα γηραιὸ μοναχό, ποὺ καθόταν κάτω ἀπὸ τὸν ἀνοιξιάτικο ἥλιο περιμένοντας τὴν ὥρα τῆς Τραπέζης. Ὅλα ἐδῶ ἔχουν τὸν δικό τους χρόνο.
Κάθησα σιωπηλός, προσεκτικά, γιὰ νὰ μὴν ταράξω τὴν ἡσυχία τοῦ παπποῦ, ποὺ μὲ κλειστὰ τὰ μάτια κάτι σιγανομουρμούριζε. Βυθίστηκα καὶ ἐγὼ στὶς σκέψεις μου, γιὰ τὰ ὡραῖα πού μᾶς χαρίζει ἡ κυρία Θεοτόκος μέσα στὸ Περιβόλι της. Μοῦ ἦταν ὅμως πρόκληση τὸ παρατεινόμενο ψαλμομουρμουρητὸ τοῦ παπποῦ. Ἔστησα αὐτὶ λοιπὸν καὶ σιγά-σιγὰ μπῆκα καὶ ἐγὼ στὸν ἐπαναλαμβανόμενο ρυθμό του. «Ἁγίω Πνεύματι, πᾶσα ἡ κτίσις καινουργεῖται, παλινδρομοῦσα εἰς τὸ πρῶτον...». Ἦταν ὁ πρῶτος ἦχος καὶ ἡ «βελόνα» εἶχε «κολήσει» στοὺς Ἀναβαθμούς. Ὡραῖο «κόλημα», σκέφθηκα.
Τὸ σιγόψαλλα καὶ ἐγὼ μερικὲς φορές. Γύρισε τότε ὁ παπποὺς καὶ μὲ κύταξε. Χαμογέλασε καὶ μὲ ρώτησε: - Ἀπὸ ποῦ εἶσαι ἐσύ;

- Ἀπὸ τὶς Καρυές, Γέροντα.

- Πάτερ μου, εἶναι τιμὴ γιὰ μᾶς πού μᾶς ἔφερε ἡ Κυρὰ ἡ Παναγιὰ στὸ Περιβόλι της, καὶ μᾶς τὰ χαρίζει ὅλα ἁπλόχερα. Νὰ προσέχουμε νὰ μὴ τὴν στενοχωροῦμε, καὶ ἐσεῖς οἱ μικρότεροι μὲ τὶς ἀταξίες σας, καὶ ἐμεῖς οἱ γεροντότεροι μὲ τὴν ξεροκεφαλιά μας. Ἔχεις χρόνια μοναχός;

- Τί νὰ σᾶς πῶ Γέροντα, δὲν τὰ μετράω, ἄκουσα, καλὴ ὥρα, ἕναν ἄλλον παλαιὸ μοναχό, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν τὰ μετράει τὰ χρόνια τοῦ μοναχοῦ, παρὰ μόνον τὰ ζυγίζει, καὶ ἔτσι ἔκοψα τὸ μέτρημα καὶ φροντίζω νὰ παίρνω βάρος.  Χαμογέλασε ὁ Γέροντας.  - Σοφὸς ὁ λόγος ποὺ ἄκουσες. Θέλεις ν' ἀκούσης καὶ ἀπὸ ἐμένα κάτι γιὰ τὴν σοφία τῆς Παναγίας μας; Πῶς μὲ ἔφερε ἐδῶ στὸ Περιβόλί της;  - Ἂν θέλω λέει. Διψάω γιὰ ν' ἀκούσω, ἀπάντησα, αὐξάνοντας τὴν προσοχή μου.  - Ἡ καταγωγή μου εἶναι ἀπὸ τὸ Ἄργος Ὀρεστικὸν -ἄρχισε ὁ παππούς- καὶ ἔγινα μοναχὸς στὰ 22 μου χρόνια. Ὑπηρετοῦσα τότε, παιδί μου, στὴν Μ.Ο.Μ.Α., ἂν τὴν ξέρης; Ἦταν μιά τεχνικὴ ὑπηρεσία τοῦ στρατοῦ, στὴν ὁποία δούλευαν καὶ πολίτες. Ἐγὼ ἤμουν ὁδηγός. Βέβαια, ἡ ζωή μου δὲν εἶχε καμμία σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία. Καταλαβαίνεις, μιά ζωὴ κοσμική, καφενεῖα, σφαιριστήρια, γλέντια καὶ ὅλα τὰ συνακόλουθα. Μία μέρα, λοιπόν, ὁδηγώντας τὸ φορτηγὸ μὲ γεμάτο φορτίο, κατέβαινα ἀπὸ τὸ Ἄργος Ὀρεστικὸν καὶ εἶχα στὸ δεξί μου χέρι τὸν γκρεμό. Ἤμουν μόνος, χωρὶς συνοδηγό. Καθὼς ἦταν κατηφόρα μὲ στροφές, θέλησα νὰ μειώσω τὴν ταχύτητα γιὰ νὰ ἐλέγχω τὸ ὄχημα. Πατώντας τὰ φρένα, βλέπω ὅτι δὲν λειτουργοῦσαν. Μὲ ἔπιασε πανικός. Προσπαθοῦσα, ἀλλὰ τίποτε. Προχώρησα μερικὲς στροφὲς τοῦ βουνοῦ, προσπαθώντας νὰ μειώσω τὴν ταχύτητα, ἀλλὰ εἰς μάτην. Ἡ ταχύτητα αὐξανόταν. Ὁ δρόμος ἦταν χωματένιος, εἶχε λακκοῦβες, πέτρες ἀπ' τὸ βουνό. Σὲ μιά μεγάλη λακκούβα, ποὺ δὲν μπόρεσα νὰ ἀποφύγω, ἔγινε αὐτὸ ποὺ φοβόμουν. Χάνω τὸν ἔλεγχο τοῦ τιμονιοῦ καὶ στρέφεται τὸ φορτηγὸ πρὸς τὸν γκρεμό. Μὲ τὸ ποὺ βλέπω τὶς μπροστινὲς ρόδες στὸν ἀέρα, κλείνω μὲ τὰ χέρια τὰ μάτια μου, γιὰ νὰ μὴ δῶ τὸν θάνατό μου καὶ μὲ κραυγὴ ἀπελπισίας, φωνάζω: «Παναγία μου». Ἐκεῖ ποὺ εἶχα τὰ μάτια μου σφαλισμένα μὲ τὰ χέρια, πάτερ μου, πῶς συνέβη δὲν ξέρω, αἰσθάνομαι ἕνα τράνταγμα. Κατεβάζω τὰ χέρια μου καὶ τί λὲς ὅτι βλέπω; Βλέπω τὸ φορτηγὸ σταματημένο στὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ δρόμου μὲ κατεύθυνση πρὸς τὰ πάνω.
Ἔτρεμα ὁλόκληρος. Δὲν μπόρεσα νὰ τὸ συνειδητοποιήσω. Ἔκατσα λίγη ὥρα νὰ συνέλθω. Μὲ τὰ πολλά, ἔλεγξα τὸ φορτηγὸ καὶ ὅλα λειτουργοῦσαν μιά χαρά. Εἶπα τὸ γεγονὸς σὲ μερικοὺς συναδέλφους, ἄλλοι μοῦ εἶπαν «φοβερὸ πρᾶγμα», ἄλλοι μισοκορόϊδευαν. Δὲν τὸ καλλιέργησα ὅμως μέσα μου περισσότερο, τὸ προσπέρασα.


Τὸ ἀπόγευμα συνάντησα ἕναν φίλο μου, ποὺ ἦταν πολὺ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ δὲν τὸν ἔκανα συχνὰ παρέα, γιατί τὸν περνοῦσα γιὰ ψιλοχαζό. Δὲν πήγαινε σὲ καφενεῖα, οὔτε σὲ ἄλλα μέρη, ὅπως ὅλοι οἱ φίλοι μας. Τοῦ εἶπα τὸ γεγονός. Μεγάλη καὶ συγκινητική, μοῦ λέει, ἡ ἱστορία σου. Ν' ἀνάψης ἕνα κερί, νὰ προσευχηθῆς καὶ νὰ εὐχαριστήσης τὸν Θεό. Μοῦ πρότεινε, πρὶν πᾶμε μαζὶ στὴν ἐκκλησία νὰ ἐπισκεφθοῦμε μία οἰκογένεια ποὺ εἶχε ἕνα αὐτιστικό, ἕνα καθυστερημένο παιδάκι, γιὰ νὰ δώσουμε μιά παρηγοριά. Δέχθηκα καὶ πήγαμε. Φθάσαμε καὶ κτυπήσαμε τὴν πόρτα. Τὴν εἶχα ἀκουστὰ αὐτὴ τὴν φουκαριάρα τὴ μάνα μὲ τὸ παιδί. Ἔλα, ὅμως, ποὺ τὸ παιδάκι δὲν ἦταν καθυστερημένο. Μὲ τὸ ποὺ μπήκαμε στὸ σπίτι, πρῶτος ὁ φίλος καὶ ἐγὼ πίσω του, μόλις μὲ βλέπει τὸ παιδί, σηκώνεται καὶ ἄρχισε νὰ φωνάζη μὲ μιά φωνὴ καθόλου παιδική, ἀλλὰ ἄγρια, βραχνή, μὲ βρυχηθμό.

- Φύγε ἐσύ. Ἐσὺ ἐκεῖ, φύγε ἀπὸ ἐδῶ. Ἐξαφανίσου. Φύγε ἐσὺ ποὺ κάνεις παρέα μὲ τὴν μαυροφόρα.

Ἐγὼ τάχασα. Δὲν καταλάβαινα τίποτε. Δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω, γιὰ ποιὸ λόγο ξαφνικὰ οἱ φωνές, καὶ γιὰ ποιὰ μαυροφόρα λέει. Στεκόμουν μὲ ἀπορία. Γιατί φωνάζει αὐτὸ τὸ μικρὸ ἔξαλλο;

Ἄρχισε τότε ὁ μικρὸς νὰ μοῦ πετάη ἀντικείμενα. Ὅ,τι ἔβρισκε μπροστά του. Μπῆκε στὴ μέση ὁ φίλος μου καὶ φύγαμε βιαστικά. Ἐγὼ ἤμουν ἀμήχανος.

- Τί ἤρθαμε ἐδῶ, τοῦ λέω, καὶ μὲ βρίζει αὐτὸ τὸ μικρό; Ποῦ μὲ ξέρει καὶ γιὰ ποιὰ μαυροφόρα λέει;
Φύγαμε, λοιπόν, καὶ πήγαμε στὴν ἐκκλησία.
Ἄναψα τὸ κερί μου, εἶπα ὅτι θυμόμουν ἀπὸ προσευχή, χαιρέτησα τὸν παπὰ καὶ κίνησα γιὰ τὸ σπίτι μου, γιατί εἶχε βραδυάσει. Μέσα μου, ὅμως ἀναλογιζόμουν: - Τί εἶναι ὅλα αὐτά; Γιὰ ποιὰ μαυροφόρα λέει; Ἔτσι προβληματισμένος καθὼς πλησίαζα σπίτι μου, ἀπὸ τὴν πλάγια μεριὰ ποὺ ἦταν ὅλο τοῖχος, ἐνῶ ἦταν νύχτα προχωρημένη -ὑπ' ὄψη ὅτι αὐτὰ ἔγιναν πρὶν τὴν κατοχή, ποὺ δὲν ὑπῆρχαν οὔτε τηλεοράσεις, οὔτε στὰ χωριὰ κινηματογράφοι- πάνω σ' αὐτὸν τὸν τοῖχο, λοιπὸν ἀνοίγει ἕνα φῶς δυνατὸ καὶ βλέπω. Τί λὲς νὰ βλέπω; Βλέπω σὰν σὲ κινηματογράφο ἕνα φορτηγὸ νὰ κατεβαίνη ἀπὸ τὸ βουνό, τὸν ἑαυτό μου νὰ ὁδηγῆ, νὰ προσπαθῆ νὰ ἐλέγξη τὸ ὄχημα, αὐτὸ νὰ τρέχη, νὰ πέφτη στὴ λακκούβα, νὰ χάνω τὸν ἔλεγχο, νὰ στρέφεται τὸ φορτηγὸ πρὸς τὸν γκρεμό, νὰ κλείνω τὰ μάτια μου, φωνάζοντας «Παναγία μου»... καὶ ξαφνικά, στὸν οὐρανὸ ψηλά, πάνω ἀπὸ τὸν γκρεμό, βλέπω μιά πανύψηλη γυναίκα, μὲ μαῦρα ροῦχα, νὰ πιάνη τὸ φορτηγὸ στὸν ἀέρα, ὅπως πιάνουμε ἐμεῖς ἕνα σπιρτόκουτο, νὰ τὸ γυρνάη καὶ νὰ τὸ βάζη στὴν ἀντίθετη κατεύθυνση τοῦ δρόμου. Ἦταν, ἀδελφέ μου, ἡ Κυρά μας ἡ Παναγία. Τότε ἀναγνώρισα τὸ περιστατικὸ πού μοῦ συνέβη μὲ τὸ φορτηγό. Ἔπεσα κάτω ἀμέσως, συγκλονισμένος καὶ ἄρχισα νὰ κλαίω μὲ λυγμούς. Τότε κατάλαβα τὸ φοβερὸ πού μοῦ συνέβη.

Σηκώνομαι μετὰ ἀπὸ ὥρα, μὲ δάκρυα καὶ τρέχω καὶ τὸ λέω τοῦ παπᾶ. Τοῦ εἶπα τὰ πάντα, καὶ εἰδικὰ τὸ τελευταῖο, ποὺ τὰ εἶδα ὅλα σὲ ταινία, καὶ εἰδικὰ γιὰ τὴν ψηλὴ καὶ ὄμορφη μαυροφόρα, ποὺ σταμάτησε τὸ φορτηγὸ στὸν ἀέρα καὶ ἤμουν ἐγὼ μέσα. Συγκλονίσθηκε ὁ παπὰς ὅταν τ' ἄκουσε ὅλα. Μεγάλο θαῦμα, παιδί μου, νὰ εὐχαριστήσουμε καὶ νὰ δοξάσουμε τὸν Θεὸ καὶ τὴν Παναγία μας.

Τότε, πάτερ μου, συνειδητοποίησα μέσα μου, μοῦ ἦρθε κάτι σὰν φωτισμός, ὅτι δὲν εἶμαι γιὰ τὸν κόσμον αὐτόν. Τέτοιο θαῦμα μοῦ ἔκανε ἡ Παναγία μας καὶ ἐγὼ κάθομαι στὸν κόσμο; Ποῦ νὰ πάω, ὅμως; Μοῦ λέει, καλὴ ὥρα ὁ παπάς, ἂν θὲς νὰ εὐχαρίστησης τὸν Θεὸ καὶ νὰ σώσης τὴν ψυχή σου, νὰ πᾶς στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, σ' αὐτὴ ποὺ σὲ ἔσωσε. Ἔτσι, ἀδελφέ μου, ἦρθα στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ δοξάζω τὸν Θεὸ γιὰ τὴν πανάγαθη Πρόνοιά Του. Θὰ μποροῦσα νὰ πῶ κι ἐγώ, μαζὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, «οὐκ ἐγενόμην ἀπειθής τῆ οὐρανίῳ ὀπτασίᾳ» (Πράξ. 26, 19).

Μὲ συγκίνηση ἄκουσα τὴν ἱστορία τοῦ παπποῦ καὶ τὰ θαυμάσια τῆς Κυρᾶς μας τῆς Παναγίας. Θέλησα νὰ τὸν ρωτήσω γιὰ κάποιες ἀπορίες μου, ἀλλὰ ἀκούσθηκε ἡ καμπάνα τῆς Τραπέζης. Σηκωθήκαμε καὶ μαζὶ μὲ ὅλους τούς πατέρες μπήκαμε στὴν Τράπεζα. Τὸν ἀναγνώστη δὲν τὸν πολυπρόσεχα, γιατί ἔφερνα στὸ νοῦ μου ὅλο τὸ γεγονὸς ποὺ ἄκουσα καὶ μὲ εἶχε συγκλονίσει. Κρυφὰ λοξοκύταγα τὴν γαλήνια μορφὴ τοῦ παπποῦ. Περίμενα νὰ γίνη προσευχή, νὰ βγοῦμε καὶ νὰ ξανασυναντήσω τὸν Γέροντα. Τουλάχιστον νὰ μάθω τὸ ὄνομά του. Μιλάγαμε τόση ὥρα καὶ δὲν ἤξερα πῶς τὸν λένε. Κτύπησε τὸ κουδούνι ὁ ἡγούμενος, κάναμε προσευχὴ καὶ ἀρχίσαμε νὰ βγαίνουμε. Ὁ παπποὺς βγῆκε ἀπὸ τοὺς πρώτους. Μέχρι νὰ βγῶ εἶχε ἐξαφανισθεῖ. Χρόνο δὲν εἶχα νὰ τὸν ψάξω, γιατί τὸ καραβάκι ἔφευγε. Ἔτσι, πῆρα τὸν ντορβά μου καὶ κίνησα γιὰ τὴν παραλία, εὐχαριστώντας μέσα μου τὸν κτίτορα, τὸ Βασιλόπουλο ἐκεῖνο ποὺ ἁγίασε, γιὰ τὴν παρηγοριὰ πού μοῦ ἔδωσε.

Αὐτό, ἦταν ἁγίου κέρασμα.

Καρυές, Σεπτέμβριος 2008

Περιοδικό ΠΡΩΤΑΤΟ

Πέμπτη 30 Αυγούστου 2012

Ο γέροντας Ιωάννης Καλαΐδης (α΄)

Εισαγωγικά
Οι μαθητές και κατ’ επέκταση όλοι οι χριστιανοί που θέλουν και ζούνε σύμφωνα με τον λόγο του Θεού,  χαρακτηρίζονται από τον Κύριο στο ευαγγέλιο του Ματθαίου ως το φως και το άλας της γης, αλλά και ως πόλη που βρίσκεται χτισμένη πάνω σε όρος και φαίνεται από παντού. Τονίζοντας τις κοσμοσωτήριες διαστάσεις ενός τέτοιου τρόπου ζωής, που προκύπτει από την σύνδεση της ζωής του ανθρώπου  με την θεία ζωή και είναι καρπός της ελεύθερης βούλησης και της συνέργειάς του με τον ενεργούντα Τρισυπόστατο Θεό – ο Οποίος τον εξομοιώνει μαζί του και από θνητό τον καθιστά κατά χάριν Θεό, ώστε οι χριστιανοί διά της μετοχής τους αυτής και τη λαμπρή ενάρετη και μεστή από καλά έργα  ζωή τους, να εξελίσσονται  σε μαγνήτη που έλκει τους ανθρώπους από την πλάνη στην αλήθεια, από το σκοτάδι της αμαρτίας στο φως της ζωής, ώστε να επιστρέφουν στην αληθινή ζωή και να αποδίδουν ορθή δόξα στον μόνο αληθινό Θεό.
Μια τέτοια πόλη ψηλά κτισμένη, ώστε να μην διαφεύγει την προσοχή των ανθρώπων αλλά να τους έλκει κοντά της, για να τους προσφέρει ανάπαυση και ένα τέτοιο φως που να φωτίζει τον κόσμο, ο οποίος περιπλανιέται στο σκοτάδι αλλά και ένα τέτοιο άλας που επιφέρει θεραπεία στη σήψη την οποία πληρώνει η αμαρτία στον άνθρωπο, υπήρξε και ο μακαριστός Γέροντας Ιωάννης του Νεοχωρίου. Ο λαμπρός αυτός γέροντας του καιρού μας έλαμψε με την εν Αγίω Πνεύματι ζωή του στη  ταλαιπωρημένη γενεά μας, η οποία με την πορεία της στη δική της έρημο δοκιμάζεται στην κρίση και την οδύνη της μακριά από τον Θεό εποχής μας.
Παιδικά και νεανικά χρόνια
Ο πατήρ Ιωάννης Καλαΐδης γεννήθηκε στο Καμαρωτό Σερρών από ευσεβείς γονείς τον Χρυσόστομο και τη Θεοδώρα στις 8 Μαΐου του 1925, ημέρα εορτής του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Πήρε έτσι το όνομα του ευαγγελιστή και αγαπημένου μαθητή του Κυρίου μας, Ιωάννη – ενέργεια  που φανερώνει  το φόβο Θεού αλλά και την αγάπη  που είχαν οι γονείς του προς την εκκλησία και τους αγίους της.
Σημαντικό ρόλο στο έναυσμα της καλής πνευματικής του πορείας υπήρξε το πρόσωπο της μητέρας του, η οποία ήταν γυναίκα με πίστη και αγάπη προς τον Θεό και την εκκλησία του. Η Θεοδώρα ήθελε τα παιδιά της να έχουν Θεό μέσα τους και έτσι τα καθοδηγούσε στην προσευχή και στον τακτικό εκκλησιασμό. Η θεοφοβούμενη αυτή γυναίκα είχε την καταγωγή της από την Μικρά Ασία, τον Όλυμπο της Βιθυνίας. Στο όρος αυτό τα βυζαντινά χρόνια γεννήθηκε και άκμασε μία ολόκληρη μοναστική πολιτεία ομόλογη στο πνευματικό ύψος της Θηβαΐδος της Αιγύπτου και της μοναστικής Αθωνικής πολιτείας του Αγίου Όρους, και η οποία έδωσε στην εκκλησία πλήθος αγίων, ασκητών και μαρτύρων. Στα χαλεπά χρόνια της εικονομαχίας τα μοναστήρια υπήρξαν φάρος και προπύργιο της ορθοδοξίας και της ορθοπραξίας. Αυτή η πνευματικότητα επηρέασε τους ανθρώπους της περιοχής και έφτασε έως και την εποχή της μητέρας του Θεοδώρας. Έτσι, όταν κατά τη μικρασιατική καταστροφή βίωσαν τον ξεριζωμό από τα πάτρια εδάφη τους και έχασαν την υλική τους περιουσία, κατάφεραν να κρατήσουν μέσα τους την πνευματική περιουσία που γνώρισαν.
Ο Γέροντας είχε μεγάλη αγάπη για την μάνα του, έτρεφε μεγάλη αδυναμία προς το πρόσωπό της, έτσι ώστε από την μικρή του ηλικία στο Καμαρωτό Σερρών να γίνεται δέκτης των πνευματικών αντανακλάσεων που κληρονόμησε εκείνη και εκ των αντανακλάσεων αυτών να διαμορφώνεται μέσα του ο σεβασμός και η αγάπη του προς τον Θεό.
Η παιδική ηλικία του Γέροντα διέφερε από την ζωή των άλλων παιδιών που ως προτεραιότητά τους είχαν το παιχνίδι, κάτι πολύ φυσικό για την ζωή τους. Ο ίδιος ήταν σοβαρός και αγαπούσε πολύ την εκκλησία και την παραμονή μέσα σ’αυτήν. Θαύμαζε την ζωή του λειτουργού και ήθελε και ο ίδιος να διακονήσει τον Θεό με το ίδιο ιερό έργο. Είχε επιθυμία να γίνει κληρικός, να ανήκει στον κλήρο του Κυρίου και να ποιμάνει τα λογικά πρόβατα, την ποίμνη για την οποία ο Χριστός πρόσφερε το αίμα του και την ζωή του θυσία στον Επουράνιο Πατέρα του. Έλεγε χαρακτηριστικά: «καθώς θυμάμαι τον εαυτό μου, πήγαινα τακτικά στην εκκλησία και βοηθούσα τον ιερέα στο ιερό βήμα, και έλεγα να με αξιώσει και μένα ο καλός Θεός να γίνω ένας ιερεύς και να τον υπηρετήσω, και ο καλός Θεός που ακούει τα πάντα άκουσε την παιδική μου προσευχή».
Ο Γέροντας βίωσε πολλά θαυμαστά γεγονότα στη ζωή του και η διήγηση του βίου του θυμίζει τα συναξάρια των αγίων τα οποία είναι γεμάτα από ανάλογες διηγήσεις και προκαλούν έκπληξη στους ανθρώπους που δεν έχουν ανάλογες εμπειρίες τέτοιων πνευματικών αποκαλύψεων – ενώ ταυτόχρονα ενισχύουν την πίστη των ευσεβών χριστιανών στον Κύριο της δόξης. Η αρχή των αποκαλύψεων αυτών ξεκίνησε από πολύ νωρίς. Στην ηλικία των δέκα ετών, έζησε ένα θαυμαστό γεγονός, όχι σε όνειρο αλλά ζωντανά. Είδε τρεις αρχιερείς ντυμένους τα ιερά άμφια, να μπαίνουν στο σπίτι τους και να θυμιατίζουν τα δίδυμα της οικογένειας, τον Γιώργο και την Αναστασία, και αυθόρμητα είπε στην μητέρα του: «Βλέπεις τους τρεις ιεράρχες;». Η μητέρα του τότε μονολόγησε με θαυμασμό και φόβο Θεού «Τι βλέπει αυτό το παιδί;». Το ίδιο βράδυ η μικρή αδερφή του Αναστασία άφησε τον πρόσκαιρο κόσμο και πέρασε στον ουράνιο κόσμο του Θεού.
Ο γέροντας υπηρέτησε στον Ελληνικό στρατό στις 28 Οκτωβρίου του 1947 έως και τις 20 Μαρτίου του 1950. Μία πολύ δύσκολη περίοδος για την πατρίδα μας, καθώς αυτά τα χρόνια συνέπεσαν με την περίοδο που σπάραζε το δοκιμασμένο έθνος μας από τα δεινά του  εμφυλίου  πολέμου (1946-1949). Ο π. Ιωάννης αγαπούσε πολύ την πατρίδα του και πονούσε πολύ από τον βίαιο πόνο που βίωσε το Ελληνικό έθνος. Συνήθιζε να λέει: «Αδελφός παρέδιδε στον θάνατο τον αδελφό του, φοβερό πράγμα». Βλέποντας το φόβο και τον θάνατο να κυριαρχούν παντού, πονούσε πολύ και δεν άντεχε να βλέπει τους ανθρώπους να υποφέρουν. Ο ίδιος του κινδύνευσε πολλές φορές και σώθηκε από βέβαιο θάνατο. Η κυριαρχία του θανάτου πάνω στους ανθρώπους και η απουσία της αγάπης  συγκλόνισαν τον Γέροντα βαθύτατα, έτσι κατέφευγε στην προσευχή για να σταματήσουν αυτά τα δεινά, να πάψουν οι άνθρωποι να βιαιοπραγούν, να διαφυλάξει ο Θεός τους ανθρώπους και τον ίδιο από τον θάνατο και να βασιλεύσει η ειρήνη στο έθνος μας. Προσευχόμενος κάποτε ο π. Ιωάννης αξιώθηκε μία θαυμαστή αποκάλυψη: είδε την ώρα της καρδιακής του προσευχής στον στρατιωτικό θάλαμο τον Κύριο ζωντανό, όπως εικονίζεται στις εκκλησίες μας, στην εικόνα του Παντοκράτορος και άκουσε την φωνή του Κυρίου να τον καθησυχάζει. Πράγματι η θεία πρόνοια τον προστάτεψε πολλές φορές και όπως έλεγε και ο ίδιος: «Ευχαριστώ τον καλό Θεό που με ενθάρρυνε και με γλύτωσε από το πυρ του πολέμου». Τον Αύγουστο του 1949 τελείωσε ο εμφύλιος και ο ίδιος αφού απολύθηκε, επέστρεψε σώος και αβλαβής στο χωριό του κοντά στους γονείς του.
Ήταν ευσεβής άνθρωπος, πιστός στον Θεό, απλός, ήσυχος, ευγενικός προς όλους, εργατικός και ντροπαλός. Η επιστροφή στο χωριό του, δεν ήταν μόνο επιστροφή στο πατρικό του, κοντά στους γονείς του, που σεβόταν και τιμούσε, αλλά ήταν και επιστροφή στην εκκλησία, που κατά την διάρκεια της θητείας του τού έλειψε και αυτό τον στενοχωρούσε πολύ. Ενώ εργαζόταν στα χωράφια δεν παρέλειπε να εκκλησιάζεται τις Κυριακές, να μελετά την Αγία Γραφή  και να διαβάζει χριστιανικά έντυπα της εποχής του.
Το 1955 σε ηλικία τριάντα ετών, άμεμπτος από σαρκική αμαρτία, ήλθε σε νόμιμο γάμο με την Πολυξένη, απέκτησε μαζί της τα τρία πρώτα του τέκνα, τη Θεοδώρα, τον Χρήστο, και την Σοφία. Οι δυσκολίες της οικογενειακής ζωής δεν τον εμπόδισαν από τα πνευματικά του καθήκοντα. Εξάλλου, δεν μπορούσε να ζει έξω από την εκκλησία και τη θεία λειτουργία και έδειχνε πολύ ζήλο να είναι μέσα στον ναό, να ίσταται ενώπιον του Θεού και να προσεύχεται για την σωτηρία του και την σωτηρία όλων. Δεν άργησε όμως να έλθει ο πειρασμός: πολλοί χωριανοί που τον έβλεπαν να πηγαίνει με τέτοια σπουδή στην εκκλησία, παρόλη την καθημερινή κούραση από την εργασία του στους αγρούς, άρχισαν να τον πειράζουν σε τέτοιο βαθμό ώστε να τον αναγκάσουν να πηγαίνει κρυφά και να έχει λογισμούς να βραδύνει τον τακτικό εκκλησιασμό του. Ευρισκόμενος τότε στον χώρο της εργασίας του και συνομιλώντας με τους λογισμούς εκείνους, δέχτηκε θεία υπόδειξη να μην εγκαταλείψει την ιερή του συνήθεια, αλλά να εκκλησιάζεται. Αυτή τη φωνή την άκουσε τρείς φορές στην ζωή του και έκλαψε πικρά γιατί αισθάνθηκε πως λύπησε τον Κύριο και τον πρόδωσε όπως ο απόστολος Πέτρος. Έκτοτε δεν επανέφερε ποτέ ξανά τους λογισμούς εκείνους μέσα του, πρόσεχε δε πολύ να μην λυπήσει τον Κύριό του, όχι μόνο διά λόγων και έργων, αλλά και διά των λογισμών του. Γνώριζε πολύ καλά ότι το πονηρό πνεύμα πρώτα προσπαθεί να αποσπάσει τους ανθρώπους από την θεία ζωή με την υποβολή των λογισμών και έπειτα να τους αποσπάσει και σωματικώς. Έτσι άρχισε την εργασία της ιερής νήψεως και δεν παρέλειπε τον εκκλησιασμό του. Παρέλειψε να λειτουργηθεί μόνο δύο φορές , ως επίστρατος, όταν λόγω της στρατιωτικής του υπηρεσίας  δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει την αγαπημένη του εργασία. Μάλιστα, είχε κάνει τότε και έντονα παράπονα προς τους ανωτέρους του,  ζητώντας να μην τον αποσπούν από την ευλογημένη συνήθειά του, που είναι τόσο αρεστή στον Θεό, και τους προειδοποίησε πως την επόμενη φορά δεν θα ακολουθούσε στο καθορισμένο πρόγραμμα. Έως το 1970 διακόνησε στην εκκλησία ως νεωκόρος, επίτροπος και ψάλτης, διατηρώντας την αίσθηση πως δεν είχε προσφέρει στην εκκλησία απολύτως τίποτα. Είχε ταπείνωση στην καρδιά και όχι στα λόγια και αυτή η ταπείνωση ήταν συνοδοιπόρος του σε όλα τα χρόνια της ζωής του. Έτσι με μια τέτοια ζωή, σιγά σιγά ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για την Ιερωσύνη του.
 Ιερεύς του Υψίστου
Αρχές του 1970, στις 3 Ιανουαρίου, είδε ένα περίεργο όνειρο, όπως συνήθιζε συχνά να διηγείται, ιδίως σε κληρικούς, για να τονίσει ότι η ιεροσύνη είναι δωρεά του Κυρίου: «Είδα στον ύπνο μου, τον σεβασμιότατο  Μητροπολίτη μας Ιωάννη να με

ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ 31ης ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Κατάθεσις Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει τὴν ἀνακομιδὴ τῆς τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου. Οἱ γνῶμες γιὰ ποὶος αὐτοκράτορας τὴν ἔκανε διίστανται, ἄλλοι λένε ὅτι ἔγινε ἀπὸ τὸ βασιλιὰ Ἀρκάδιο καὶ ἄλλοι ἀπὸ τὸ γιό του, Θεοδόσιο τὸν Β’.
Ἡ τιμία Ζώνη μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τοποθετήθηκε σὲ μία χρυσὴ θήκη. Ἡ θήκη αὐτή, ὀνομάστηκε Ἁγία Σωρός. Ὁ βασιλιὰς Λέων ὁ Σοφός, ἄνοιξε τὴν Ἁγία Σωρό, μετὰ ἀπὸ 410 χρόνια γιὰ νὰ ἐπικαλεσθεῖ τὴν Θεία Χάρη της, ἐπειδὴ ἡ σύζυγός του διακατείχετο ἀπὸ ἕναν δαίμονα.
Ἀφοῦ λοιπὸν τὴν προσκύνησαν, ὁ Πατριάρχης ἅπλωσε τὴν τίμια Ζώνη ἐπάνω στὴ βασίλισσα καὶ ἀμέσως ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὸ δαιμόνιο.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.

Θεοτόκε Ἀειπάρθενε, τῶν ἀνθρώπων ἡ σκέπη, Ἐσθῆτα καὶ Ζώνην τοῦ ἀχράντου σου σώματος, κραταιὰν τῇ πόλει σου περιβολὴν ἐδωρήσω, τῷ ἀσπόρῳ τόκῳ σου ἄφθαρτα διαμείναντα· ἐπὶ σοὶ γὰρ καὶ φύσις, καινοτομεῖται καὶ χρόνος. Διὸ δυσωποῦμέν σε, εἰρήνην τῇ πολιτείᾳ σου δώρησαι, καὶ ταῖς
ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Πρὸς δόξαν ἀκήρατον, ἀνερχομένη Ἁγνή, χειρί σου δεδώρησαι, τῷ Ἀποστόλῳ Θωμᾷ, τὴν πάνσεπτον Ζώνην σου· ὅθεν Παρθενομῆτορ, τὴν κατάθεσιν ταύτης, ἄγοντες χαρμοσύνως, τὴν σὴν χάριν ὑμνοῦμεν, δι’ ἧς περιζωννύμεθα, ἰσχὺν ἀήττητον.

Κοντάκιον  Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.

Τὴν θεοδόχον γαστέρα σου Θεοτόκε, περιλαβοῦσα ἡ Ζώνη σου ἡ τιμία, κράτος τῇ πόλει σου ἀπροσμάχητον, καὶ θησαυρὸς ὑπάρχει, τῶν ἀγαθῶν ἀνέκλειπτος, ἡ μόνη τεκοῦσα Ἀειπάρθενος.

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ

Το απλό είναι και το πιο πολύτιμο... 

Τέλεια βαθειά φιλοσοφημένη είναι η θρησκεία μας. Το απλό είναι και το πιο πολύτιμο. Έτσι να αγωνίζεσθε στην πνευματική ζωή, απλά, απαλά, χωρίς βία. Η ψυχή αγιάζεται και καθαίρεται με τη μελέτη των λόγων των πατέρων, με την αποστήθιση ψαλμών, αγιογραφικών χωρίων, με την ψαλτική, με την ευχή. Δοθείτε λοιπόν σε αυτά τα πνευματικά και αφήστε όλα τα άλλα Στη λατρεία του Θεού μπορούμε να φθάσουμε εύκολα αναίμακτα. Είναι δύο δρόμοι που μας οδηγούν στο Θεό, ο σκληρός και ο κουραστικός με τις άγριες επιθέσεις κατά του κακού και ο εύκολος με την αγάπη. Υπάρχουν πολλοί που διάλεξαν το σκληρό δρόμο και <<έχυσαν αίμα για να λάβουν Πνεύμα.>> ,ώσπου έφθασαν σε μεγάλη αρετή. Εγώ βρίσκω ότι ο πιο σύντομος δρόμος είναι αυτός με την αγάπη. Αυτόν να ακολουθείτε και εσείς.
Μπορείτε, δηλαδή, να κάνετε άλλη προσπάθεια. Να μελετάτε να προσεύχεσθε και να έχετε ως στόχο να προχωρήσετε στην αγάπη του Θεού και της Εκκλησίας. Μην πολεμάτε να διώξετε το σκοτάδι από το δωμάτιο της ψυχής σας. Ανοίξτε μια τρυπίτσα για να έλθει το φως και το σκοτάδι θα φύγει.
 Το ίδιο ισχύει και για τα πάθη και τις αδυναμίες. Να μην τα πολεμάτε αλλά να τα μεταμορφώνετε σε δυνάμεις περιφρονώντας το κακό. Να καταγίνεσθε με τα τροπάρια ,τους κανόνες, τη λατρεία του Θεού, το θείο έρωτα. Όλα τα άγια βιβλία της Εκκλησίας μας ,η Παρακλητική, το Ωρολόγιο, το Ψαλτήρι, τα Μηναία, περιέχουν λόγια άγια, ερωτικά προς τον Χριστό μας. Όταν δοθείτε σε αυτήν την προσπάθεια με λαχτάρα η ψυχή σας θα αγιάζεται με τρόπο απαλό, μυστικό, χωρίς να το καταλαβαίνετε. Οι βίοι των αγίων και πιο πολύ ο βίος του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου, μου έκαναν εντύπωση. Οι άγιοι είναι φίλοι του Θεού. Όλη την ημέρα μπορείτε να εντρυφάτε και να απολαμβάνετε τα κατορθώματα τους και να μιμείστε των βίο τους. Οι άγιοι είχαν δοθεί εξ ολοκλήρου στον Χριστό. Με αυτήν την μελέτη σιγά-σιγά θα αποκτήσετε την πραότητα, την ταπείνωση, την αγάπη και η ψυχή σας θα αγαθύνεται. Να μην διαλέγετε αρνητικούς τρόπους για την διόρθωση σας. Δεν χρειάζεται ούτε τον διάβολο να φοβάσθε, ούτε την κόλαση, ούτε τίποτα. Δημιουργούν αντίδραση. Έχω και εγώ μια μικρή πείρα σε αυτά. Ο σκοπός δεν είναι να κάθεσθε, να πλήττετε, και να σφίγγεσθε, για να βελτιωθείτε. Ο σκοπός είναι να ζείτε, να μελετάτε, να προσεύχεσθε, να προχωράτε στην αγάπη, στην αγάπη του Χριστού, στην αγάπη της Εκκλησίας. Αυτό είναι το άγιο και το ωραίο που ευφραίνει και απαλλάσσει την ψυχή από κάθε τι κακό, η προσπάθεια να ενωθεί κανείς με τον Χριστό.

Να αγαπήσει τον Χριστό ,να λαχταρήσει τον Χριστό, να ζει εν τω Χριστώ, σαν το Απόστολο Παύλο που έλεγε <<ζω δε ουκέτι ε γω, ζη δε εν εμοί Χριστός>>. Αυτό να είναι ο στόχος σας. Οι άλλες προσπάθειες να είναι μυστικές ,κρυμμένες. Εκείνο που θα πρέπει να κυριαρχεί είναι η αγάπη στον Χριστό.


Αυτό να υπάρχει μες στο μυαλό ,στη σκέψη, στη φαντασία, στη καρδιά, στη βούληση. Αυτή η προσπάθεια να είναι και πιο έντονή ,πως θα συναντήσετε τον Χριστό, πως θα ενωθείτε μαζί Του, πως θα τον ενστερνισθείτε μέσα σας.


Τις αδυναμίες αφήστέ τις όλες, για να μην παίρνει είδηση το αντίθετο πνεύμα και σας βουτάει και σας καθηλώνει και σας βάζει στην στεναχώρια. Να μην κάνετε καμία προσπάθεια να απαλλαγείτε από αυτές. Να αγωνίζεσθε με απαλότητα και απλότητα χωρίς σφίξιμο και άγχος. Μη λέτε <<Τώρα θα σφιχτώ, θα κάνω προσευχή να αποκτήσω αγάπη, να γίνω καλός κ.τ.λ>>. Δεν είναι καλό να σφίγγεσαι να πλήττεις για να γίνεις καλός.

Έτσι θα αντιδράσετε χειρότερα. Όλα να γίνονται με απαλό τρόπο αβίαστα και ελεύθερα. Ούτε να λέτε <<Θεέ μου απάλλαξε με από αυτό>> π.χ το θυμό την λύπη. Δεν είναι καλό να προσευχόμαστε η να σκεπτόμαστε το συγκεκριμένο πάθος, κάτι γίνεται στην ψυχή μας και μπλεκόμαστε ακόμα περισσότερο.


Ἁγίου Σιλουανοῦ του Αθωνίτου

Τί μᾶς ἐμποδίζει νὰ γνωρίσουμε τὸ Θεὸ...

 Ἡ ἀπιστία προέρχεται ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια. Ὁ ὑπερήφανος ἰσχυρίζεται πὼς θὰ γνωρίσει τὰ πάντα μὲ τὸ νοῦ του καὶ τὴν ἐπιστήμη, ἀλλὰ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ παραμένει ἀνέφικτη γι᾿ αὐτόν, γιατὶ ὁ Θεὸς γνωρίζεται μόνο μὲ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.  Ὁ Κύριος ἀποκαλύπτεται στὶς ταπεινὲς ψυχές. Σ᾿ αὐτὲς δείχνει τὰ ἔργα Του, ποὺ εἶναι ἀκατάληπτα γιὰ τὸ νοῦ μας. Μὲ τὸν φυσικό μας νοῦ μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε μόνο τὰ γήινα πράγματα, κι αὐτὰ μερικῶς, ἐνῷ ὁ Θεὸς καὶ ὅλα τὰ οὐράνια γνωρίζονται μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.  Μερικοὶ μοχθοῦν σ᾿ ὅλη τους τὴ ζωὴ γιὰ νὰ μάθουν τί ὑπάρχει στὸν ἥλιο ἢ στὴ σελήνη ἢ κάτι παρόμοιο, ἀλλ᾿ αὐτὰ δὲν ὠφελοῦν τὴν ψυχή. Ἂν ὅμως προσπαθούσαμε νὰ γνωρίσουμε τί ὑπάρχει μέσα στὸν ἄνθρωπο, τότε θὰ βλέπαμε στὴν ψυχὴ τοῦ ἁμαρτωλοῦ σκοτάδι καὶ κόλαση. Καὶ εἶναι ὠφέλιμο νὰ τὸ ξέρουμε, γιατὶ θὰ εἴμαστε αἰώνια εἴτε στὴ βασιλεία εἴτε στὴν κόλαση. Κύριος ἔδωσε στὴ γῆ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ ὅσοι τὸ ἔλαβαν αἰσθάνονται τὸν παράδεισο μέσα τους.  Ἴσως πεῖς: «Γιατί λοιπὸν δὲν ἔχω καὶ ἐγὼ μία τέτοια χάρη;» Ἐπειδὴ ἐσὺ δὲν παραδόθηκες στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ζεῖς σύμφωνα μὲ τὸ δικό σου θέλημα. Παρατηρῆστε ἐκεῖνον ποὺ ἀγαπάει τὸ θέλημά του: Δὲν ἔχει ποτὲ εἰρήνη στὴ ψυχή του καὶ δὲν εὐχαριστιέται μὲ τίποτα. Γι᾿ αὐτὸν ὅλα γίνονται ὅπως δὲν θὰ ἔπρεπε. Ὅποιος ὅμως δόθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔχει τὴν καθαρὴ προσευχὴ καὶ ἡ ψυχή του ἀγαπάει τὸν Κύριο.  Ἔτσι δόθηκε στὸ Θεὸ ἡ Ὑπεραγία Παρθένος: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου» (Λουκ. 1:38).  Ἂν λέγαμε κι ἐμεῖς, «Ἰδοὺ ὁ δοῦλος Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου», τότε τὰ εὐαγγελικὰ λόγια τοῦ Κυρίου θὰ ζοῦσαν στὶς ψυχές μας, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ θὰ βασίλευσε σ᾿ ὅλον τὸν κόσμο καὶ ἡ ζωὴ στὴ γῆ θὰ ἦταν ἀπερίγραπτα ὡραῖα.  Ἀλλὰ μολονότι τὰ λόγια τοῦ Κυρίου ἀκούγονται τόσους αἰῶνες σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη, οἱ ἄνθρωποι δὲν τὰ καταλαβαίνουν καὶ δὲν θέλουν νὰ τὰ παραδεχθοῦν. Ὁποῖος ὅμως ζεῖ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς θὰ δοξαστεῖ καὶ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...